του Σ. Παύλου, από το Άρδην τ. 9, Αύγουστος 1997
Κλείστε τις πόρτες κλείστε καλά
μην τύχει κ’ έμπει ο θάνατος
μην τύχει κ’ έμπει η φρίκη
μην τύχη κ’ έμπει το ψωμί
και μαλακώσουν τα σαγόνια
και δεν μπορούν τα δόντια μας
να σφίξουνε το μαχαίρι.
Η τύχη ενός δημοσιογραφικού σημειώματος
Το ακόλουθο δημοσιογραφικό σημείωμα γράφτηκε ύστερα από συνεννόηση με την εφημερίδα “Βήμα” για να απαντήσει στο άρθρο του Τσούκα
που δημοσιεύτηκε
στις σελίδες του.
Όμως ο υπεύθυνος του Βήματος, όταν έφτασε στα χέρια του και το διάβασε, με διάφορες προφάσεις (μεγάλο σε έκταση κ.λ.π) απέφευγε να το δημοσιεύσει. Γνωρίσματα αυτά των προοδευτικών και πλουραλιστικών
εφημερίδων
που διακηρύσσουν
για τις πολυπολιτιστικές
και πολυφωνικές
κοινωνίες
Στο άρθρο του κ. Τσούκα με τίτλο «Διανοούμενοι και κοινή λογική»(Το Βήμα, 2 Ιουλίου 1996) μετατίθεται το Kυπριακό από θέμα εισβολής και κατοχής σε θέμα επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων.
Οι θανατόπνοοι στόχοι του τουρκικού επεκτατισμού διαγράφονται και υποδεικνύεται η μόνη κίνηση σωτηρίας και κατ’ επέκταση η βάση του κυπριακού προβλήματος: Οι δύο «κοινότητες» παρά το ότι οι μνήμες δεν εξαλείφονται εύκολα εν τούτοις πρέπει να ξεχάσουν, για να ξανασμίξουν και να σταματήσει έτσι ο φαύλος κύκλος του μίσους.
Το Βήμα έφτασε στην Κύπρο το βράδυ της 2ας Ιουνίου. Δέκα περίπου ώρες αργότερα, ο 19χρονος στρατιώτης Στέλιος Παναγής έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των Τούρκων. Ήταν άοπλος και γεμάτος φιλικά συναισθήματα πήγε να συναντήσει έναν Τουρκοκύπριο στη νεκρή ζώνη, όμως έπεσε σε καλοστημένη παγίδα.1 Δεν υποστηρίζω ότι ο νεαρός στρατιώτης ήταν αναγνώστης του Βήματος. Ούτε γενικεύω. Η συγκυρία της δημοσίευσης του άρθρου του κ. Τσούκα, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, και της ειδεχθούς δολοφονίας του Στ. Παναγή, επιβάλλει να δούμε τη στάση των προοδευτικών λεγόμενων διανοούμενων απέναντι στο κυπριακό και τα ιδεολογήματα που αυτοί αναπαράγουν όσον αφορά στις σχέσεις των δύο «κοινοτήτων». Όλοι γνωρίζουν ότι ακόμη και αν όλα τα μέλη της ελληνικής πλειοψηφίας πορευτούν με τον ίδιο τρόπο που πορεύτηκε ο στρατιώτης Στέλιος Παναγή αυτό δεν θα διαφοροποιήσει τον τουρκικό επεκτατισμό από τις επιδιώξεις του.
Όλοι γνωρίζουν ότι, ακόμη κι αν όλα τα μέλη της τουρκοκυπριακής μειονότητας εκφράσουν ανάλογα αισθήματα, τα δεδομένα της κατοχής θα παραμείνουν τα ίδια. Εκτός του ότι το καθεστώς της Τουρκίας θεωρεί τους Τουρκοκύπριους μηδαμινό παράγοντα στις ευρύτερες γεωπολιτικές επιδιώξεις του έχει καταφέρει επί πλέον να τον εκμηδενίσει και στο ίδιο το εσωτερικό της Κύπρου. Για κάθε Τουρκοκύπριο (μιας ημέρας έως 100 χρόνων) αναλογεί 1 ½ περίπου ένοπλος στρατιώτης του Αττίλα ή έποικος.
Εν τέλει η συνεχής προπαγάνδα της επαναπροσέγγισης, πέραν της καλλιέργειας του αποπροσανατολισμού και ευσεβοποθισμού, δεν λειτουργεί παρά ως ακόμη μια πίεση για περισσότερες υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις του Αττίλα και ενισχύει την τάση για συμβιβασμό.
Είναι γεγονός ότι μετά το 74 σ’ όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο και την Ελλάδα επεκράτησε η γραμμή του συμβιβασμού για το μείζον θέμα του κυπριακού. Η γραμμή αυτή του συμβιβασμού εκφράστηκε μέσα από δύο διαφορετικές επιχειρηματολογίες. Η πρώτη, της «ρεαλιστικής» λεγόμενης σχολής, τονίζοντας το συσχετισμό δυνάμεων και την αδυναμία ανατροπής των κατοχικών δεδομένων, υποστήριξε την αναγκαιότητα του συμβιβασμού που θα επιτύγχανε τουλάχιστον μια «βιώσιμη λύση». Η δεύτερη, των προοδευτικών αριστερών κλπ κύκλων, προπαγάνδιζε υπέρ του συμβιβασμού στο πλαίσιο της ιδεολογίας της προοδευτικότητας, του διεθνισμού κλπ.
Παρ’ όλον ότι και οι δύο τάσεις κατέληγαν στον ίδιο παρονομαστή εν τούτοις η πρώτη είναι προτιμότερη, γιατί αφήνει τις επιλογές του κυπριακού σε μια διάφανη συζήτηση για το συσχετισμό των δυνάμεων.
Η δεύτερη τάση, εκτός του αποπροσανατολισμού για τη φύση του κυπριακού, εγκλωβίζει το μυαλό του πολίτη σε μύχιες αγκυλώσεις συναισθηματικής πανούκλας, αγιοποιεί το συμβιβασμό και τον νομιμοποιεί με τα εύσημα του προοδευτικού.
Μένει να ερευνηθεί μέσα από ποιες υπόγειες στοές και στρεβλούς δρόμους οι λεγόμενοι προοδευτικοί διανοούμενοι κάλυψαν την πρόταση του συμβιβασμού με τα ιδεολογήματα αυτά. Οι λόγοι είναι πολλοί και χρειάζεται ειδικό άρθρο για να τους αναλύσουμε. Εδώ, ας μου επιτραπεί να αναφέρω έναν, με την συνδρομή της ψυχολογίας, για να ερμηνεύσουμε καλύτερα το φαινόμενο. Οι άνθρωποι λοιπόν που δήλωναν επαναστάτες, που πάλευαν εναντίον του κατεστημένου, εκστασιάζονταν με την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα, έδιναν όρκους υπέρ του Τσεγκουεβαρισμού και διαδήλωναν υπέρ των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων σ’ όλες τις χώρες του κόσμου και υπέρ των ανατρεπτικών αλλαγών, ήταν αδύνατο, γι’ αυτούς να δηλώσουν ότι υποστηρίζουν το συμβιβασμό στην Κύπρο, επειδή απλώς η Τουρκία είναι πιο ισχυρή.
Έπρεπε λοιπόν ο συμβιβασμός να αγιοποιηθεί, να αποκτήσει προοδευτικές ιδεολογικές προεκτάσεις, να γίνει αγώνας εναντίον του ξεπερασμένου σοβινισμού, να μετατραπεί σε μάχη για την πρόοδο. Έτσι στήνεται ένα βολικό σκηνικό. Ο τουρκικός επεκτατισμός απουσιάζει, ο κατοχικός στρατός εξαφανίζεται και ως δια μαγείας απομένουν οι δύο «κοινότητες» που με λίγη καλή θέληση θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην επιθυμητή συμφιλίωση.
Για να συμπληρωθεί το καλοτυλιγμένο πακέτο του ιδεολογήματος αυτού, έπρεπε να στηθεί ακόμη ένα σκηνικό. Να εφευρεθούν και οι εχθροί, οι ξεπερασμένοι εθνικιστές που δεν άφηναν να ολοκληρωθεί το ευκταίο της επαναπροσέγγισης.
Γι’ αυτό και η εμμονή σε στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και τα απελευθερωτικά οράματα της ελληνικής πλειοψηφίας πήραν δυσώνυμους χαρακτηρισμούς. Το σημαντικότερο: Οι εκπρόσωποί του, δια της προοδευτικής οδού, συμβιβασμού έπρεπε να φαίνονται ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες και παλεύουν με αυτοθυσία.
Ένα τεράστιο λοιπόν σκηνικό στήνεται όπου βυσσοδομούν εθνικιστές και σοβινιστές, όμως αυτοί προτάσσουν τα στήθια τους ηρωικά και παρά τις δυσκολίες δίνουν επιτυχημένα τη μάχη. Πράγματα που θυμίζουν έναν ήρωα της ρωσικής λογοτεχνίας που κρυβόταν και εκινείτο συνωμοτικά γιατί πίστευε πως, όντας μεγάλος επαναστάτης, η τσαρική αστυνομία τον είχε διαρκώς στο στόχαστρο. Στην εξέλιξη αποδεικνύεται το τραγελαφικό: Η τσαρική αστυνομία αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή του. Στο θέμα του κυπριακού έχουμε παρόμοια δυστυχώς νοοτροπία από ένα ορισμένο ιδεολογικό κύκλο. Χαρακτηριστικά στο άρθρο του κ. Τσούκα αναπαράγεται αυτή η εντύπωση της «ηρωικής» στάσης: Αναφέρεται στον άνθρωπο με τις αντιδημοφιλείς απόψεις, στο διανοουμενισμό που λέγοντας τις πικρές αλήθειες είναι μονίμως σε «εξορία», στους ενοχλητικούς που επιμένουν να «δείχνουν το φεγγάρι την ώρα που οι περισσότεροι κοιτάνε το δάκτυλο».
Όμως αυτά που προτείνει ο κ. Τσούκας δεν τα επιβάλλει μόνο ο τουρκικός στρατός κατοχής, είναι και διακηρυγμένη πολιτική της Αμερικής, της Αγγλίας, του ΝΑΤΟ, της ΕΟΚ, η κυρίαρχη γραμμή σ’ Ελλάδα και Κύπρο.
Το ότι δεν αισθάνεται τα τόσα πολλά χνώτα γύρω του δεν σημαίνει ότι συνειδητά μας παραπλανά και μελοδραματικά αφηγείται μονήρεις μάχες.
Μπορεί να σημαίνει ότι οι υπέρογκες αρχιτεκτονικές των ιδεολογημάτων, τα σκηνικά που έχουν στηθεί, έχουν αφομοιώσει και τους ανθρώπινους πρωταγωνιστές τους τόσο που πια ξέχασαν ότι παίζουν σ’ ένα ιδεολογικό θέατρο.
*Ο Σάββας Παύλου
είναι Φιλόλογος.
1 «Τονίζεται ότι όταν ο άτυχος εθνοφρουρός Στέλιος Παναγή μπήκε στη «νεκρή ζώνη» φώναξε στο «φίλο» του τουρκοκύπριο με τον οποίο θα συναντάτο «Γκελ Πε κάρτας» («έλα ρε αδέλφι»), αλλά ο Τουρκοκύπριος στρατιώτης στο απέναντι φυλάκιο τον γάζωσε με το αυτόματο στο θώρακα και την κοιλιά». Εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 5/6/96, σ.12.