του Γ. Σχίζα, από το Άρδην τ. 10 Οκτώβριος-Νοέμβριος 1997
Μερικά χρόνια πριν από τον ερχομό του 1000. µχ. οι µεσαιωνικοί άνθρωποι διακατέχονταν από απίστευτες φοβίες γι’ αυτό το ίδιο το “στρογγύλεμα” της χρονολογίας, πιθανολογώντας πολύ συχνά και την ἴδια τη συντέλεια του κόσμου! Σήµερα, αν εξαιρέσει κανείς την πιθανολόγηση µιας σημαντικής “απορύθμισης” της βιόσφαιρας, που τοποθετείται από οικολόγους μελετητές στα µέσα του επόµενου αιώνα, ο ερχομός µιας ακόµη χιλιετίας προκαλεί πιο µετριοπαθείς ανησυχίες. Ο κόσμος του μέλλοντος προβλέπεται να είναι ένας κόσμος των πολεοδοµικών σχηματισμών, η διασπορά του πληθυσμού προβλέπεται να είναι εξαιρετικά ᾱνιση χαι μάλιστα εις βάρος της παραδοσιακής υπαίθρου. Οι τεχνολογικές αλλαγές προβλέπεται να διαμορφώσουν νέα παραγωγικά τοπία µε ιδιαίτερη ένταση πεφαλαίου, µε µικρότερη εξάρτηση από τους εδαφικούς πόρους και µεγαλύτερο χρόνο ζωής των υλικών που υπεισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία.
Στα επόμενα χρόνια µέχρι το 2000, η μελλοντολογία και μάλιστα µε τις πιο light, δηµοσιογραφική αδεία εκδοχές της, θα γνωρίσει οπωσδήποτε µια σηµαντική ανάπτυξη. Οι καρποί της, που δρέπονται ήδη από σήµερα, τιπλοφορούν χαριτωµένα αναγνώσµατα µε εντυπωσιακούς τρόπους (Το μέλλον έφτασε”, “το μέλλονείναι εδώ” κλπ, κλπ), δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι το µέλλον είναι απεικονισµένο σε βαθµό αντίστοιχο µε τη διορατικότητα… του μελλοντολογούντος. Στην πράξη όµως το μέλλον είναι “μέτωπο”, πεδίο αντιπαράθεσης αντίθετων προτάσεων και τρόπων ζωής, και ὡς τέτοιο εμπεριέχει στοιχεία απροσδιοριστίας και υπέρβασης των σηµερινών οριζόντων.
Το πολεοδομικό μέλλον του κόσµου και της Αθήνας ειδικότερα, επιδέχεται ανάγνωση µόνο µέσα από την κριτική ανάλυση των δυναμικών και συγκρουόµενων τάσεων του παρόντος. Αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη “νοστραδάµεια”. μελλοντολογία, που οδηγούσε φερ᾽ ειπείν το Δοξιάδη να προβλέπει στο Ε᾽ Πανελλήνιο Συγέδριο Αρχιτεκτόνων του 1966 – ότι η Αθήνα του 2060 θα διαχέεται προς την Εύβοια, τη Λιβαδειά και την Πελοπόννησο, μπορούμε να προσεγγίζουµε τις σύγχρονες τάσεις στη σχέση του αστικού ιστού µε την αστική περιφέρεια, τις κοινωνικές πολώσεις µέσα στον αστικό ιστό και την εξέλιξη του γενικότερου υπαίθριου χώρου.
Το 1955 η “Καταστασιακή Διεθνής” προαναγγέλλει την µετατροπή τής υπαίθρου σε µια “ψυχαγωγική ψευτοὔπαιθρο”, υπονοώντας τη συρρίκνωση των παραγωγικών τῆς λειτουργιών και τον μεγάλης κλίμακας εποικισμό της για ψυχαγωγικές χρήσεις (τουρισµός, εξοχική κατοικία). Ο φουτουρισμός αυτός θα πάρει σάρκα αι οστά στην περίπτωση πολλών χωρών του ανεπτυγµένου κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας: Ἡ εκµηχάνιση και αυτοµατοποίηση της πρωτογενούς παραγωγής σε συνδυασμό µετις νέες συνθήκες της διεθνούς οικονοµίας θα εκτοπίσει τους παραδοσιακούς παραγωγικούς πληθυσμούς της υπαίθρου, ενώ παράλληλα η αὔξηση των αστικών εισοδημάτων και η αναζήτηση εγός “καθαρού” περιβάλλοντος πέρα από τους διαµορφούμενους πληθυσμιακούς πόλους θα δημιουργήσει ένα νέο ρεύµα ζήτησης χώρου στην περιφέρεια. Στις αρχές της δεκαετίας του 90 περισσότερα από τα 50% των ελληνικών νοικοκυριών διαθέτουν µια πρόσθετη κατοικία στην περιαστική ζώνη ή στην ευρύτερη ύπαιθρο. Εξ άλλου ο “ψυχαγωγικός εποικισμός” της υπαίθρου τροφοδοτείται και από τη διεθνή ζήτηση που έλκεται από τη χαμηλή τιµή της παραθεριστικής κατοικίας στην Ελλάδα (το 1/5 περίπου της αντίστοιχης στη Γαλλία).
Όπως στην περίπτωση των ἄλλων αγεπτυγµένων χωρών, έτσι και στην περίπτωση της Ἑλλάδας υπάρχουν σε εξέλιξη δύο βασικές πολώσεις των λειτουργιών του χώρου: Από τη µια πλευρά η αποστασιοποίηση του τόπου πρώτης κατοικίας και της αναψυχής, και από την άλλη η αποστασιοποίηση χώρου κατοικίας και χώρου εργασίας.
Ἡ πρώτη πόλωση εξουδετερώνεται µόνο σε πολύ μικρό βαθµό από τους νέους προσανατολισμούς της “βιομηχανίας αναψυχής”, που εφευρίσκει µεγαθεάµατα ή άλλες μορφές ψυχαγωγίας σε σχετική εγγύτητα µε το χώρο κατοικίας. Ἡ δεύτερη πόλωση αναχαιτίζεται σε µεγαλύτερο βαθµό, χάρις στην ανάπτυξη της τηλεαπασχόλησης και της κατ’ οίκον εργασίας. Με δεδομένο ότι οι δυο αυτές κατηγορίες ανασχέσεων είναι εξαιρετικά λιλιπούτειες στην περίπτωση της Ἑλλάδας είναι σχεδόν βέβαιο ότι στις πρώτες δεπαετίες της επόµενης χιλιετίας οι πολώσεις του χώρου θα εντείνονται και η ζήτηση μεταφορικού έργου στο τρίπολο κατοικία – εργασία-αναψυχή θα παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Ἡ πληροφορική και η τηλεματική δεν θα αποτελούν παρά μερικά αντίδοτα στην εξελισσόμενη υπερ-κινητικότητα.
Περνώντας τώρα σε µια µικρότερη χωρική κλίμακα όπως αυτήν της Αθήνας και τῆς περιαστικής υπαίθρου, διαπιστώνουμε σε εξέλιξη µια αργή και επικίνδυνη “μετάσταση” της πόλης στον υπαίθριο, άλλοτε παραγωγικό και άλλοτε ελεύθερο ή κοινόχρηστο (δασικό ή παραλιακό) χώρο. Ἡ τάση αυτή προσκρούει στις αντιστάσεις του ευρύτερου οικολογικού κινήματος, πλην όµως δεν αναχαιτίζεται ούτε προληπτικά αλλά ούτε και κατασταλτικά: Ἡ πρόληψη, κυρίως µε τη µορφή της αναβάθµισης του αστικού περιβάλλοντος χαι της άµβλυνσης των κινήτρων των κατοίκων για εποικισμό κοντινών “παραδείσιων” περιοχών, κάθε άλλο παρά χορηγείται στις κατάλληλες δόσεις. Όσον αφορά την καταστολή υπό την µορφή της αυστηρής οριοθέτησης των παραλιακών, δασικών ή γεὠργικών περιοχών ή των τόπων εποικισμού της άγριας φύσης (βιότοποι) και αυτή επίσης υστερεί ή ασκείται ευκαιριακά από το δηµόσιο τοµέα. Αυτός ο τελευταίος στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού χαρακτηρίζεται από τον περιορισµό του στο ρόλο του απλού, µεσάζοντα και διαχειριστή των αγοραίων συμφερόντων.
Όσον αφορά τη μικροκλίµακα του κυρίως αστικού χώρου (λεκανοπέδιο Αθηνών), εμφανίζεται όλο και πιο έντονη η δράση µιας πόλωσης µε εμφανή ταξική προέλευση: Ἡ πόλωση αυτή εκφράζεται από την εντεινόµενη διάσταση των προνοµιακών περιοχών (Εκάλη, Κηφισιά, Γλυφάδα κλπ) από άλλες υποβαθμισμένες (Αιγάλεω, Κυψέλη, Κερατσίνι, Λιόσια κλπ), από την ανισοκατανοµή ελεύθερου και αδόµητου χώρου, οδικών διευκολύνσεων, ασφάλειας και υποδομών. Κατά τα πρότυπα πολώσεων τύπου Νέας Ὑόρκης, µε τους εκτεταµένους και τριτοκοσμικούς στην εμφάνιση θύλακες ανασφάλειας και εγκληματικότητας, το Αθηναϊό λεκανοπέδιο παρουσιάζει σε εξέλιξη ανάλογες χωροταξικές δοµές που ελάχιστα αναχαιτίζονται από την υπάρχουσα πολιτική βούληση ή από τα κινήµατα των πολιτών. Αυτή η διαφοροποίηση των “κυττάρων” του αστικού οργανισμού συναρθρώνεται µε µια εσωτερική µετάλλαξή τους: Ἡ ανάπτυξη του καταμερισμού των έργων και η δηµιουργία εμπορικών, παραγωγικών και πολιτιστικών μονάδων υπερτοπικής κλίμακας, ενισχύει την κινητικότητα στον αστικό ιστό και αποσαθρώνει τη συνοικιακή ζωή.
Ἡ σχάση των παραδοσιακών μονάδων συγκατοίκησης διευκολύνεται ακόµη περισσότερο από τη διαμεσολάβηση της τηλεόρασης στην κοινωνική πληροφόρηση αλλά και από τις νέες, δραµατικές στενότητες ελεύθερου χρόγου και χώρου: Ο πρώτος καταλαμβάνεται απότις φυγές στην περιφέρεια, ο δεύτερος από την αναπτυσσόµενη αυτοκίνηση και την υπερβολική ή ανορθολογική δόµηση. Περιοχές της Αθήνας, όπως η Κυψέλη ή του Ζωγράφου µε τεράστιες πληθυσμιακές πυκνότητες ανά τετραγωνικό χιλιόµετρο, παρουσιάζουν ήδη πρωτοφανή φαινόμενα αραίωσης της συλλογικής ζωής.
Ο ψυχαγωγικός (επαν) εποικισμός της ελληνικής υπαίθρου µε κύριο χαρακτηριστικό τις ατάκτως ερριµµένες εξοχικές κατοικίες στην περιφέρεια, η απρογραµµάτιστη (στο σύνολό της) διάχυση της Αθήνας πέρα από την κή περίμετρο του λεκανοπεδίου (Πάρνηθα, Ὑμηττός, Πεντέλη, Αιγάλεω) και οι οξύτατες πολώσεις του εσωτερικού αστικού χώρου μεταξύ “πολιτισμένων” και τριτοκοσµικών περιοχών αποτελούν τις κύριες όψεις µιας αυθόρµητης διαδικασίας που υπαγορεύεται από τη δυναμική της αγοράς.
Μιας διαδικασίας που κατά τα φαινόμενα θα είναι ηγεμονική στις πρώτες δεκαετίες του επόµενου αιώνα. Λέμε κατά τα φαινόμενα, γιατί οι αντίθετες δυνάμεις, που αποτέλεσαν τους ιστορικούς κομιστές άλλων σχεδίων για τη µορφή του χώρου (αποκέντρωση πληθυσμού, διατήρηση του παραγωγικού χαρακτήρα τῆς υπαίθρου, πόλη των μικρών αποστάσεων, αναζωογόνηση των συνοικιακών δομών, διατήρηση των οΙκολογικών ή γεωργικών στοιχείων του περιαστικού χώρου κλπ) εµφανίζονται ανίσχυρες και χωρίς συνεπτική πρόταση, ενώ, άλλοτε, απλώς συµβιβάζονται µε τη δυναµική της αγοράς. Ὑπό την επήρεια ενός ηλίθιου “αντικρατισμού”, σημαντικές δυνάµεις τῆς παραδοσιακής Αριστεράς παραγνωρίζουν τη δυνατότητα του δημόσιου παράγοντα (εθνικού ή υπερεθνικού) να ασκήσει νέες πολιτικές στο χώρο προς όφελος της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, τῆς ποιότητας ζωής και της διατήθησης της φύσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κυρίαρχος λόγος του συστήµατος παραμένει χωρίς ένα μαζικό πολιτικό αντίλογο, και η κοινωνία παραδίδεται ανυπεράσπιστη στην “γκλαμουριά” των νεοφαραωνικών σχεδίων και των. τεχνολογικών επινοήσεων: Η εκθαμβωτική προοπτική των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών (μήκους 15.000 χιλιομέτρων) ή του έξυπνου ηλεκτρονικού αυτοκινήτου, η προοπτική παραγωγής κυκλοφοριακών υποδομών ως αντιδότου της χαοτικής πληθυσµιακής διασποράς στο χώρο, τίθεται εκτός εμβέλειας της πολιτικής κριτικής, σχεδόν λογίζεται σαν ένα γεγονός ουδέτερο. Στον ευρωπαϊκό χώρο, σηµαντικά πολεοδοµικά ντοκουμέντα όπως το “Πράσινο βιβλίο για το Αστικό περιβάλλον” (1990), που προδιαγράφουν µια νέα “πεντρομόλα” αντίληψη για τις αστικές λειτουργίες, καθηλώνονται στην κατάσταση ενός συμπαθούς ευχολογίου, ενώ στην Ελλάδα η κριτική των µεγάλων έργων παρεξηγείται πολύ περισσότερο από όσο εξηγείται στο ευρύ και χαοτικά πληροφορούµενο κοινό: Η κριτική αυτή εµφανίἕεται ὡς συνώνυμο µιας οπισθοδροµικής και μελλοντοφοβικής αντίληψης, που στοχεύει απλά και µόνο στη διατήρηση του παρόντος. Το ευρύτερο οικολογικό κίγηµα “ανεπαισθήτως” εντοιχίζεται µε τις εικόνες της μαζικής ενηµέρωσης, που θέλουν αυτό το ίδιο να είναι µονοδιάστατα συντηρητικό και καθόλου προοδευτικό, απλά ρομαντικό και καθόλου συµβατό µε µια άλλη εικόνα του µέλλοντος.
Ἡ ανάληψη της Ολυμπιάδας του 2004 από την Αθήνα θα ενισχύσει, ακόμη περισσότερο το “διεθνή κομφορμισμό” της ελληνικής κοινωνίας, την παθητική προσαρµογή στα κατασκευαστικά και πολιτισµικά θέσµια ενός µεγαθεάµατος. Αυτή η διερεύνηση του κριτικού ελλείμματος της ελληνικής κοινωνίας, είναι αδύνατο να αναχαιτισθεί από μερικούς και αποσπασματικούς αγώνες που δεν συναρθρώνονται και δεν εκπηγάζουν από µια ενιαία σύλληψη της ποιότητας ζωής. Προέχει εποµένως η αποφετιχοποίηση των µεγεθών και των μεγάλων έργων, προέχει η ανάκληση και αναζωογόνηση του ζητήματος των ριζικών αναγκών του ανθρώπου και η επτόπιση του ψευτο-βαθυστόχαστου, τεχνικίζοντος χωροταξικού λόγου.
Στις απαρχές της 3ης χιλιετίας ο σχηματισμός ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου για τη διαµόρφωση αντίπαλων σχεδίων ανάπλασης του χώρου κι τῆς κοινωνας περνάει αναμφίβολα µέσα από τη λειτουργία µιας νέας ριζοσπαστικής διανόησης. Διανόησης εξ ορισμού” αντίθετης µε εκσυγχρονιστικά ή ιστορικά συμπλέγµατα, ανοιχτής αλλά ταυτόχρονα κι κριτικής απέναντι στις νέες τεχνολογίες, απορριπτικής κάθε εγκλωβισμού της στο ρόλο του πληροφοριακού εργαλείου του συστήµατος, απεξαρτηµένης από την νοοτροπία του γκουρού µιας ανεγκέφαλης κοινωνίας. Το “άλλο” µέλλον είναι δύσκολο, όµως αξίζει να ειπωθεί µε άλλα λόγια: Το µέλλον είναι µέτωπο, όχι μονόδρομος.