του Χρ. Κόλλια, από το Άρδην τ. 12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1998
Το θέμα της εισήγησης μου άπτεται της σχέσης μεταξύ άμυνας και οικονομίας. Τόσο η άμυνα όσο και η οικονομία αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της υψηλής στρατηγικής ενός κράτους και η σχέση τους είναι προφανώς ιδιαίτερης σημασίας για ένα κράτος όπως η Ελλάδα η οποία ετησίως διαθέτει ένα σημαντικό τμήμα του εθνικού της εισοδήματος στην αμυντική της θωράκιση. Η αρμονική σύζευξη μεταξύ των δύο, ήτοι άμυνας και οικονομίας είναι καθοριστικής σημασίας παράγοντας για την επίτευξη των στόχων της υψηλής στρατηγικής ενός κράτους αλλά και για να διατηρηθεί η ικανότητα διάθεσης οικονομικών πόρων στην άμυνα όσο διαρκεί ο ανταγωνισμός με άλλα κράτη όπως η Τουρκία στην περίπτωση της πατρίδας μας.
Τα ανωτέρω όμως δεν αποτελούν αντικείμενο της σημερινής μου εισήγησης. Περιοριζόμενος στο θέμα της εισήγησής μου θα κινηθώ αρχικά σε ένα θεωρητικό επίπεδο ευελπιστώντας να καταδείξω σε πρώτη φάση τη σχέση που υφίσταται μεταξύ άμυνας και της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μιας ακριτικής περιοχής με σημαντική παρουσία στρατιωτικών μονάδων όπως η Θράκη. Τούτου δοθέντος, θα αρχίσω από το γενικό θεωρητικό πλαίσιο που συνδέει την άμυνα και την οικονομία μιας χώρας και εν συνεχεία θα περάσω στη διασύνδεση άμυνας και οικονομίας σε περιφερειακό, τοπικό επίπεδο. Ας δούμε όμως στην αρχή κάποια συγκριτικά μεγέθη αναφορικά με τους πόρους που η χώρα μας διαθέτει στην άμυνα.
Ως γνωστό, λόγω της απροκάλυπτης αναθεωρητικής και επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας η Ελλάδα διαθέτει ετησίως πολύτιμους ανθρώπινους και υλικούς πόρους στην άμυνά της. Οι ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες είναι οι υψηλότερες τόσο στην EE όσο και στο NATO. Παραδείγματος χάρη το 1995 οι δαπάνες άμυνας της Ελλάδος ήταν 4.4% του ΑΕΠ, της Τουρκίας 4%, των ΗΠΑ 3.8% ενώ ο μέσος όρος για το NATO ήταν 2.4% και για την EE 2.2% του ΑΕΠ. Ήτοι οι ελληνικές δαπάνες άμυνας σε σχετικούς όρους είναι υπερδιπλάσιες αυτών του NATO και της EE (Γράφημα
1) Τις τελευταίες τρείς δεκαετίες το ποσοστό στρατιωτικών δαπανών στο ΑΕΠ ήταν 5.5% για την Ελλάδα, 3,8% για το NATO. Το προσωπικό που απασχολείται στις ένοπλες δυνάμεις το 1995 αντιστοιχούσε στο 5.6% του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, 1.9% στο NATO, 4.1% στην Τουρκία, 1.9% στις ΗΠΑ, 1.3% στο Ηνωμ. Βασίλειο, 1.6% στην Ισπανία.
Τα προαναφερθέντα στοιχεία αποσκοπούσαν στο να περιγράψουν ποσοτικά το καταβαλλόμενο κόστος από την πλευρά της χώρας μας, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επεκτατικές διαθέσεις της Τουρκίας η οποία συμπεριφέρεται ως μία περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη απροκάλυπτα χρησιμοποιώντας την στρατιωτική βία ή την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως το κύριο μέσο προώθησης και επίτευξης των γεωστρατηγικών της στόχων, καθιστώντας την Ελλάδα χώρα ελεγχόμενης ή και περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
Με άλλα λόγια οι δαπάνες άμυνας αντιπροσωπεύουν το κόστος παραγωγής του συλλογικοί αγαθού της άμυνας και εξωτερικής ασφάλειας. Όσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ισχυρή άμυνα και αποτροπή τόσο υψηλότερο και το καταβαλλόμενο κόστος. Προφανώς το οικονομικό βάρος του εν λόγω κόστους είναι ιδιαίτερα υψηλό δεδομένων των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας αλλά και των καταβαλλόμενων προσπαθειών για την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής σύγκλισης.
Οι οικονομικές επιπτώσεις του κόστους της άμυνας συνοψίζονται στην επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης μέσω της εκτόπισης των επενδύσεων, στη δανειακή επιβάρυνση του δημοσίου, την αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους. Ταυτόχρονα όμως μειώνονται σημαντικά και οι διαθέσιμοι πόροι για αναπτυξιακά έργα υποδομής, την υγεία, την παιδεία την κοινωνική προστασία. Αυτό είναι και το λεγόμενο κόστος ευκαιρίας των κονδυλίων, που η πατρίδα μας υποχρεούται να διαθέτει για την αμυντική της θωράκιση.
Όμως πέρα από τις προαναφερθείσες επιπτώσεις οι αμυντικές δαπάνες και ο αμυντικός μηχανισμός, ήτοι οι ένοπλες δυνάμεις, δημιουργούν ή μπορεί να δημιουργήσουν και σημαντικότατα οφέλη. Τα οφέλη αυτά εντοπίζονται σε δύο επίπεδα: τόσο σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπίπεδο. Ο όρος μακροεπίπεδο αναφέρεται στις θετικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και ειδικότερα σε συγκεκριμένους κλάδους και τομείς οικονομικώς δραστηριότητας, ενώ ο όρος μικροεπίπεδο αναφέρεται κυρίως στις επιπτώσεις σε περιφερειακό, τοπικό επίπεδο. Εν συντομία
θα αναφερθώ και στα δύο κωδικοποιώντας τις επιμέρους επιδράσεις.
Πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες άμυνας εκτός τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις δημιουργούν σημαντικά οφέλη όπως αύξηση της εγχώριας συνολικής ζήτησης και απασχόλησης, συμβολή στη διάχυση τεχνολογίας και τεχνογνωσίας κυρίως μέσω της παραγωγής αλλά και συντήρησης στρατιωτικών αγαθών. Αυτά εν συντομία ως προς τις επιπτώσεις σε μακροεπίπεδο.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις πρωτοπόρες μελέτες του Benoit (1978) άλλες θετικές επιπτώσεις εντοπίζονται στην επαγγελματική και τεχνική κατάρτιση και εκπαίδευση που λαμβάνουν οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, δεξιότητες οι οποίες έχουν υψηλή χρησιμότητα και στον πολιτικό τομέα της οικονομίας όπου μπορούν να αξιοποιηθούν μετά την αποστράτευση, καθώς επίσης επιστημονικές και τεχνικές ειδικεύσεις, δεξιότητες και γνώσεις για την παραγωγή, συντήρηση και επισκευή αγαθών όπως οχήματα, μηχανολογικός εξοπλισμός κ.λπ. οι οποίες διαχέονται και στον πολιτικό τομέα της οικονομίας με τις συνεπακόλουθες ευεργετικές επιπτώσεις.
Τέλος η αμυντική θωράκιση μίας χώρας απαιτεί την εκτέλεση και δημιουργία εκτεταμένων έργων υποδομής όπως παραδείγματος χάρη οδικά και συγκοινωνιακά δίκτυα, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, λιμάνια, αεροδρόμια και άλλα. Προφανέστατα τα προαναφερθέντα έργα υποδομής είναι αφενός μεν απαραίτητα για την απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία του αμυντικού μηχανισμού μίας χώρας αλλά χρησιμεύουν και αξιοποιούνται και σε πολιτικές χρήσεις συμβάλλοντας σημαντικά στην αναβάθμιση και ανάπτυξη ολόκληρων περιοχών τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Αυτές οι θετικές επιδράσεις είναι γνωστές ως θετικές εξωτερικές οικονομίες και θεωρούνται από τα κυριότερα οφέλη που δημιουργεί ο αμυντικός τομέας μίας χώρας πέρα από την προστασία και την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους.
Προφανώς αυτές οι επιδράσεις είναι και οι σημαντικότερες για την περιοχή της Θράκης στην οποία, όντας ακριτική περιοχή (λίγα χιλιόμετρα εξάλλου μας χωρίζουν από την απέναντι πλευρά), συγκεντρώνονται σημαντικά τμήματα και μονάδες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ και η γεωστρατηγική σημασία της περιοχής αναβαθμίζεται συνεχώς.
Ως γνωστό στην περιοχή εδρεύει το Δ’ Σώμα Στρατού, η 21η, 23η και 25η τεθωρακισμένη ταξιαρχία, η 12η και 16η μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού καθώς και η 50η ταξιαρχία πεζικού. Η παρουσία σημαντικού αριθμού στρατευμάτων σε μία περιοχή όπως η Θράκη, έχει άμεσο και πολλές φορές σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική αλλά και κοινωνική ζωή αυτής της περιοχής. Σε μία περιοχή όπως η Θράκη με συνολικό πληθυσμό περί τις 338 χιλιάδες η ποσοστιαία σχέση στρατού πολιτών είναι ίσως από τις υψηλότερες στην Ελλάδα. Συνεπώς, αντίστοιχα πιο αισθητός είναι και ο αντίκτυπος της παρουσίας των ενόπλων δυνάμεων στην περιοχή και στην τοπική κοινωνία.
Εκτός όμως από τα προαναφερθέντα αναπτυξιακά έργα υποδομής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, η παρουσία και συγκέντρωση σημαντικού αριθμού στρατευμάτων τονώνει και την οικονομική δραστηριότητα μίας περιοχής όπως η Θράκη. Γύρω από μικρότερους ή μεγαλύτερους στρατιωτικούς σχηματισμούς δημιουργείται ένας αστερισμός οικονομικών δραστηριοτήτων. Οικονομικές δραστηριότητες σε πάρα πολλούς τομείς, όπως, παραδείγματος χάρη από την παροχή υπηρεσιών (αναψυχής) στους στρατευμένους έως την υλικοτεχνική και άλλη υποστήριξη των μονάδων στις διάφορες ανάγκες που έχουν. Αυτός ο αστερισμός οικονομικών λειτουργιών γύρω από τις στρατιωτικές μονάδες έχει ευεργετικές και πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στη συνολικότερη οικονομική δραστηριότητα της περιοχής συμβάλλοντας στην αύξηση της απασχόλησης και στην ανάπτυξη. Βεβαίως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπολογισθεί και να ποσοτικοποιηθεί αυτή η ευεργετική οικονομική επίδραση αν μη τι άλλο λόγω της έλλειψης στοιχείων. Σε αυτήν εξάλλου πρέπει να συνυπολογισθεί και η απασχόληση πολιτικού προσωπικού στις Ένοπλες Δυνάμεις που εδρεύουν στην περιοχή της Θράκης, πολιτικό προσωπικό που στελεχώνει διάφορες υπηρεσίες.
Αλλά ο στρατός ως οργανωμένη κοινωνική δύναμη επιδρά όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού μίας περιοχής αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο με τη δραστηριότητα που συχνά αναπτύσσει σε τομείς πέρα από τους αμιγώς στρατιωτικούς. Εσκεμμένα δεν θα αναφερθώ σε ζητήματα πού άπτονται της συμβίωσης στρατευμένων με την τοπική κοινωνία, συμβίωση που
δεν είναι παντού και πάντα τελείως αρμονική, καθώς το θέμα χρήζει ιδιαίτερης μελέτης και ανάλυσης που δεν είναι εφικτή στα πλαίσια της παρούσας παρέμβασης.
Η εμπειρία στη Θράκη από τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι ιδιαίτερα πλούσια και αξιόλογη. Αναφέρω ενδεικτικά την πριν από μερικά χρόνια συμβολή του τότε αρχηγού τού Δ’ σώματος στρατού στην έκδοση του Λεξικού της Πομακικής γλώσσας, καθώς επίσης και την προσφερόμενη από στελέχη των ενόπλων δυνάμεων ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές με δύσκολη πολλές φορές πρόσβαση, τη δημιουργία έργων κοινής ωφέλειας σε υποβαθμισμένες περιοχές κ.λπ. Φυσικά δεν πρέπει να αγνοήσουμε και την βοήθεια που παρέχει ο στρατός σε έκτακτες περιπτώσεις φυσικών για παράδειγμα καταστροφών, όπως τον Νοέμβριο του 1996.
Δεν αρκεί όμως μία αποτίμηση των μέχρι τούδε πεπραγμένων. Χρειάζεται περαιτέρω προβληματισμός στο πώς η παρουσία των Ενόπλων Δυνάμεων στην περιοχή μπορεί να συμβάλει ακόμα περισσότερο στην οικονομική αλλά και κοινωνική αναβάθμιση και ανάπτυξη της τόσο σημαντικής αλλά και συνάμα ευαίσθητης για τον ελληνισμό περιοχής της Θράκης με τη μεταφορά περισσότερων δραστηριοτήτων στην περιοχή, όπως η παραγωγή στρατιωτικού υλικού με ευεργετικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
Διδασκόμενοι από την εμπειρία του παρελθόντος, με τα θετικά και τα αρνητικά της, με τις αδυναμίες αλλά και τις επιτυχίες -αυτά εξάλλου συνυπάρχουν και συμβιώνουν σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες- βασικός στόχος πρέπει να είναι η περαιτέρω οργανική διασύνδεση των επιμέρους δραστηριοτήτων ούτως, ώστε να υπάρξουν πολλαπλασιαστικές θετικές επιπτώσεις.
Ο Χρ. Κόλιας είναι Επιστημονικός Ερευνητής στο Κέντρο Προγραμματισμού και
Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το κείμενο αποτελεί εισήγηση του στη διημερίδα του Ταμιείου Θράκης