Αρχική » Σημειώσεις για το πρόβλημα του Κόσοβο

Σημειώσεις για το πρόβλημα του Κόσοβο

από Άρδην - Ρήξη

της D. Johnstone, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999

Η Νταϊάνα Τζονσχόουν υπήρξε η Ευρωπαία εκδότις ίου in these times από το 1979 έως ίο 1990, και υπεύθυνη τύπου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 1990 έως το 1996. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Politics of Euromissiles: Europe in America’s Word (Verso/ Schocken, 1984) και προετοιμάζει ένα βιβλίο για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το άρθρο αυτό έχει γραφεί από την Άνοιξη του 1998.

Όταν έφτασαν τα νέα για τις I βιαιότητες στο Κόσοβο, η V κύρια ερώτηση που διατύπωσαν αρθρογράφοι, σχολιαστές και πολιτικοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση <αι τις ΗΠΑ ήταν “τι μπορεί, τι θα πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό”;

Η εξωτερική επέμβαση

Οι εξωτερικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Όμως, η πρόσφατη αναβίωση τους με όρους μιας οικουμενικής ηθικής επιταγής οφείλει πολλά σε δύο πρόσφατες εξελίξεις:

•             Την κάλυψη της τηλεόρασης, που επικεντρώνεται κυρίως στις βίαιες αποτυπώσεις των προβλημάτων, δημιουργώντας την εντύπωση ή την ψευδαίσθηση ότι “όλοι γνωρίζουν τι συμβαίνει”.

•             Την ύπαρξη μιας μοναδικής παγκόσμιας υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, με τις προεκτάσεις της στο NATO, “τη Δύση”, “τη διεθνή κοινότητα” και τους οργανισμούς στους οποίους κυριαρχεί (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνονται τα Ηνωμένα Έθνη, για να μην αναφέρουμε τον 0-ΑΣΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, κ.λπ.). Τέτοια συγκέντρωση ισχύος δημιουργεί την εντύπωση ότι η “διεθνής κοινότητα”, κατά κύριο λόγο μέσω της χρήσης αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος, είναι δυνητικά ικανή να επιτύχει διά της βίας ο,τιδήποτε αποφασίσει να πράξει. Συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι ότι οι λαοί ή τουλάχιστον οι κυβερνήσεις που δεν παρεμβαίνουν είναι “ένοχες” για συνενοχή στα “εγκλήματα” που διαπράττονται. Αυτό το μίγμα εικόνας και ισχύος έχει απαξιώσει δραστικά τον ρόλο της διακριτικής διπλωματικής διαμεσολάβησης, η οποία από τη φύση της δεν είναι ούτε εμφανής ούτε καταναγκαστική και παρουσιάζεται πολύ εύκολα ως ανανδρία και έλλειψη ηθικής αποφασιστικότητας. Τα ζητήματα παρουσιάζονται προς τη διεθνή κοινότητα με όρους προσφοράς “καρότων” και προπαντός “μπαστουνιού”, παρά με όρους κατανόησης και συμφιλίωσης των ανησυχιών, των συμφερόντων και των δυνατοτήτων των πληθυσμών που εμπλέκονται άμεσα.

• Μια τρίτη εξέλιξη, η οποία ακολουθεί φυσιολογικά, είναι η σκόπιμη πολιτική εκμετάλλευση των δύο πρώτων, της κάλυψης των μέσων και της ενδεχόμενης στρατιωτικής παρέμβασης των ΗΠΑ και των επικουρικών τους συμμάχων. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στις μέρες μας είναι δυνατόν ένα αποσχιστικό ή αλυτρωτικό κίνημα να ελπίζει στην επίτευξη των στόχων του κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, με την κινητοποίηση αυτών των δύο δυνάμεων. Αυτό είναι το μάθημα από την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία.

Όσον αφορά το Κόσοβο, το βασικό πολιτικό ζήτημα είναι το καθεστώς της επαρχίας του Κό-σοβο-Μετόχια ως μέρους της Σερβίας (με τη σειρά της είναι ένα μέρος του ότι απόμεινε από τη Γιουγκοσλαβία) ή ως ένα ανεξάρτητο κράτος, ελεύθερο να γίνει μέρος μιας Μεγάλης Αλβανίας.

Οι δύο πλευρές σε αυτή την πολιτική σύγκρουση έχουν αντιτιθέμενες στρατηγικές οι οποίες είναι πλήρως και στενά διασυνδεδεμένες με το ζήτημα της διεθνούς επέμβασης.

Όλη τη προηγούμενη δεκαετία, η συνολική στρατηγική των Αλβανών έχει βασιστεί στην επίτευξη διεθνούς υποστήριξης της απόσχισης του Κόσοβο από τη Σερβία. Στην αρχή της πολιτικής απόσχισης και στη συνέχεια της στρατιωτικής. Αυτή η καλά επεξεργασμένη και μακροπρόθεσμη στρατηγική έχει ξεκάθαρους στόχους και ξεκαθαρισμένες μεθόδους για την επίτευξη τους. Υποστηρίζεται σθεναρά από την αλβανική διασπορά, ιδιαιτέρως στη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία. Το αίτημα των εθνοτικών Αλβανών για απόσχιση σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια απλή αντίδραση στην καταπίεση από τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, όπως συνήθως παρουσιάζεται. Προϋπήρχε. Αυτό το αίτημα έχει διατυπωθεί από ένα παλιό -που έχει ήδη έναν αιώνα ζωή- εθνικιστικό κίνημα, το οποίο από τη στιγμή της σύλληψής του έχει στραφεί προς την αποφασιστική συνδρομή εξωτερικών δυνάμεων για την πραγματοποίηση των αντικειμενικών του στόχων. Αυτή η φιλοδοξία, όπως και όλες οι άλλες φυγόκεντρες δυνάμεις που απελευθερώθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ενθαρρύνθηκαν ιδιαίτερα τον χειμώνα του 1991-92, με την αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα του δικαιώματος της Σλοβενίας και της Κροατίας για την χωρίς διαπραγματεύσεις απόσχισή τους σε ανεξάρτητα, κατεξοχήν εθνικά καθορισμένα, κράτη. Το 1988 και το 1989, η Γιουγκοσλαβία και η Σερβία προχώρησαν σε συνταγματικές αλλαγές, ανακαλώντας την εξαιρετικά εκτεταμένη αυτονομία που απολάμβανε η Αυτόνομη Επαρχία του Κόσοβο από το σύνταγμα του 1974. Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε άκριτα αυτές τις αλλαγές, αποδεχόμενη τον χαρακτηρισμό τους ως όργανο της σερβικής καταπίεσης.

Συνήθως, παραγνωρίζονται τρεις παράγοντες. Πρώτον, όσο και αν οι ηγέτες των εθνοτικών Αλβανών δεν έβλεπαν αυτές τις αλλαγές με καλό μάτι, αυτές απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη στη Σερβία ως αναγκαίες για την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων για την οικονομική φιλελευθεροποίηση. Δεύτερον, πραγματοποιήθηκαν μέσα από νόμιμες διαδικασίες. Τρίτον, άφησαν άθικτα τα πολιτικά δικαιώματα των εθνοτικών Αλβανών καθώς επίσης και ένα σημαντικό βαθμό περιφερειακής αυτονομίας. Βέβαια μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για τον βαθμό στον οποίο οι εθνοτικοί Αλβανοί του Κόσοβο θα είχαν προσπαθήσει να κάνουν χρήση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου, εάν δεν υπήρχε η προσδοκία της αποφασιστικής εξωτερικής επέμβασης υπέρ τους. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να είχαν ψηφίσει για να πληρώσουν με τους αντιπρόσωπους τους τις 42 από τις 250 έδρες στο σερβικό κοινοβούλιο. Αντ’ αυτού, το μποϋκοτάρισμα της συμμετοχής στους θεσμούς και την πολιτική ζωή του σερβικού κράτους οδήγησε τον εθνοτικό αλβανικό πληθυσμό σε ένα είδος εσωτερικής απόσχισης, που προς τους ξένους υποστηρικτές τους παρουσιάστηκε από αυτούς που το καθιέρωσαν ως “απαρτχάιντ”.

Εν τω μεταξύ, το επιτυχημένο μποϋκοτάζτων σερβικών σχολείων παρήγαγε μια γενιά Αλβανών των οποίων τα μορφωμένη μέλη μιλούν αγγλικά καλύτερα από σερβικά και έτσι είναι καλύτερα προετοιμασμένα για να κερδίσουν τη διεθνή υποστήριξη, παρά να επικοινωνήσουν με τους Σέρβους γείτονες τους.

Αντιθέτως, η σερβική κυβέρνηση, δεν είχε καμιά άλλη προφανή στρατηγική από το να κρατά τη διεθνή κοινότητα σε απόσταση, επιμένοντας ότι το πρόβλημα του Κόσοβο είναι “εσωτερικό ζήτημα”. Στην πραγματικότητα, αυτό το επιχείρημα είναι πολύ στατικό για να αποτελέσει τη βάση μιας πολιτικής που αξίζει να αποκαλείται στρατηγική. Ο Μιλόσεβιτς, χρησιμοποίησε το μποϋκοτάρισμα των σερβικών εκλογών από τους Αλβανούς, για να ενισχύσει την πλειοψηφία του κόμματος του με τις έδρες του Κόσοβο, αλλά αυτό αποτέλεσε ένα μάλλον βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος. Το γεγονός ότι σε όλες τις άλλες συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η διεθνής κοινότητα έχει λάβει μια αντισερβική στάση, και ότι ακόμα και μετά το Ντέυτον το “εξωτερικό τείχος των κυρώσεων” διατηρήθηκε μόνον εναντίον της Σερβίας, υποτίθεται ως μέσο πίεσης για “την επίλυση του προβλήματος του Κόσοβο”, είναι αρκετό για να πείσει τους Σέρβους ότι οσοδήποτε λίγα και αν έλπιζαν από τον Μιλόσεβιτς, από την “διεθνή κοινότητα” δεν είχαν τίποτα να ελπίζουν.

Η φύση αυτών των συγκρουόμενων στρατηγικών οδηγεί σε μια δομική μεροληψία υπέρ των Αλβανών εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, δηλαδή εκείνων των δυνάμεων που έχουν επιρροή.

Πρώτα απ’ όλα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που έχει κυριολεκτικά προσκληθεί από τους αλβανούς ηγέτες να αναλάβει την κατάσταση. Του NATO, του οποίου η καινούργια αποστολή μπορεί να περάσει στην πράξη και να ενισχυθεί. Και των πολυάριθμων κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων που βρίσκουν στα βάσανα της πρώην Γιουγκοσλαβίας ένα τέλειο εργαστήριο και την δικαίωση της επέκτασης των λειτουργιών τους.

Στην πραγματικότητα, ότι έχει γίνει από την διεθνή κοινότητα σε σχέση με το Κόσοβο μοιάζει υπερβολικά με αυτό που έγινε στα πρώτα στάδια των αποσχιστικών πολέμων της Σλοβενίας και της Κροατίας. Στην αρχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθονταν στην διάλυση του υπάρχοντος έθνους της Γιουγκοσλαβίας, αλλά ταχέως πρόσθεσαν τον όρο ότι θα αντιτίθονταν και σε οποιαδήποτε χρήση βίας από τις ένοπλες δυνάμεις αυτού του έθνους για την αποτροπή της διάσπασης. Αυτές οι αντιφατικές ενδείξεις έδωσαν από τη μια το πράσινο φως στο Βελιγράδι, για να αντιταχθεί στις αποσχίσεις και από την άλλη ενθάρρυναν τους αποσχισθέντες να προχωρήσουν στην εφαρμογή των σχεδίων τους.

Το κομφούζιο και οι δισταγμοί που προέκυψαν μέσα στις γιουγκοσλαβικές ένοπλες δυνάμεις, επιτάχυναν την λιποταξία αξιωματικών και στρατιωτών και τη δημιουργία άτακτων ενόπλων πολιτοφυλακών ανάλογα με την εθνικότητα.

Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε και στο Κόσοβο. Η διεθνής κοινότητα, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ επίσημα αντιτίθεται στην ανεξαρτησία του Κόσοβο, αλλά επίσης αντιτίθεται και στη χρήση βίας από την πλευρά του Βελιγραδίου, για τον αφοπλισμό των όλο και πιο βίαιων οπαδών της απόσχισης. Ενώ θεωρητικά αποδέχεται την κυριαρχία του Βελιγραδίου, αυτή η διφορούμενη θέση έχει ενθαρρύνει τους οπαδούς της απόσχισης να προκαλέσουν ένοπλες συρράξεις που η ευθύνη τους, αμέσως και με οργή, αποδίδεται στους Σέρβους.

Η Σερβία, χρόνια τώρα βρίσκεται υπό καθεστώς αυστηρών κυρώσεων, οικονομικών ακόμα και πολιτιστικών, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα μέσω ενός “εξωτερικού τοίχου” (μονομερώς επιβεβλημένου από τις ΗΠΑ με τη συγκατάθεση της Ευρώπης) που την κρατάει έξω από διεθνείς οργανισμούς. Η Σερβία είναι ένας διεθνής παρίας, ο λαός της είναι

σε μεγάλο βαθμό αόρατος, εκτός από κάποιες επιλεκτικές ματιές από εχθρικά διεθνή μέσα. Εφόσον συμβιβασμοί γίνονται πιο εύκολα από θέσεις ισχύος, οι συνεχείς πιέσεις και απειλές που αδυνατίζουν τη Σερβία συνεισφέρουν ελάχιστα στη γενναιοδωρία.

Από καιρού εις καιρόν υπάρχουν κάποιες δηλώσεις των αξιωματούχων των ΗΠΑ, που αποδοκιμάζουν τη βία εκ μέρους των υποστηρικτών της απόσχισης στο Κόσοβο. Όμως, είναι πλατωνικές και σε καμιά περίπτωση δεν αντισταθμίζουν τις απαιτήσεις που απευθύνονται προς το Βελιγράδι για την επίλυση του προβλήματος του Κόσοβο.

Για να επέλθει συμβιβασμός χρειάζονται δύο μέρη. Όταν r πίεση στρέφεται μόνο προς τη μία πλευρά, δεν υπάρχει απολύτως κανένα κίνητρο για την άλλη να κάνει κάτι τέτοιο. Σήμερα, οι Αλβανοί μπορούν λογικά να είναι σίγουροι ότι, αν η κατάσταση αφεθεί να χειροτερεύσει, η αναπόφευκτη σερβική καταστολή θα ενισχύσει απλώς τη θέση τους σε σχέση με την διεθνή κοινότητα.

Σήμερα, οι εθνικιστές αλβανοί ηγέτες αποζητούν την διεθνη επέμβαση, καθώς είναι πεπεισμένοι, και πολύ σωστά, ότι έχουν κερδίσει την διεθνή κοινότητα με το μέρος τους. Οι Σέρβοι την απορρίπτουν για τους ίδιους λόγους.

Βεβαίως, μια αληθινά δίκαιη και αμερόληπτη διεθνής διαμεσολάβηση θα ήταν ιδιαίτερα καλοδεχούμενη. Μια ακόμα καλύτερη λύση θα ήταν η ανάδυση στη Σερβία ηγετών, τόσο από την σερβική, όσο και από την αλβανική κοινότητα, με την ικανότητα να απευθυνθούν οι μεν στους δε, με τον τρόπο ενός Νέλσον Μαντέλα Δυστυχώς, δεν υπάρχει ακόμα κάποιο σημάδι για τον θρίαμβο μιας τέτοιας σοφίας. Εάν μη τι άλλο, η εκφοβιστική πίεση που εξασκείται μονόπλευρα, σε συνδυασμό με την σκόπιμη εξαθλίωση της χώρας, που δεν αφήνει περιθώρια για γενναιοδωρία, λειτουργεί εναντίον μιας τέτοιας δυναμικής.

Ποιος ανήκει στο Κόσοβο:

Το θεωρούμενο ως δεδομένο γεγονός ότι το 90% του πληθυσμού του Κόσοβο είναι Αλβανοί, παρατίθεται όλο και πιο πολύ ως μια αυτονόητη δικαιολογία των αποσχιστικών αιτημάτων από διάφορους οτην Ευρώπη και την Αμερική, που ποτέ δεν θα κατέληγαν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα όσον αφορά την παρουσία μεγάλων εθνοτικών συγκεντρώσεων σε άλλες χώρες, με πρώτη και καλύτερη τη δική τους.

Το γεγονός ότι το Κόσοβο ήταν το λίκνο του μεσαιωνικού σερβικού βασιλείου, παρουσιάζεται χωρίς καμιά συμπάθεια από τους δυτικούς σχολιαστές ως ένας παράξενος αρχαϊσμός. Αυτοί φαίνονται να εντυπωσιάζονται περισσότερο από τον ισχυρισμό των Αλβανών ότι είναι οι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, των πρώτων κατοίκων της Δύσης, και οι οποίοι πρόσφατα έχουν αρχίσει να υιοθετούν αλβανικά τοπωνύμια και ορολογία. Οι Αλβανοί εθνικιστές αρέσκονται στην ταύτιση με τους άγνωστους Ιλλυριούς, επειδή νιώθουν ότι αυτό τους δίνει περισσότερα δικαιώματα για να βρίσκονται εκεί, απ’ ότι στους Σλάβους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τον 6ο αιώνα ως αγρότες. Οι Σέρβοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν τους αλβανικούς ισχυρισμούς περί της καταγωγής από τους Ιλλυριούς ως πιθανούς, αλλά άσχετους με το ζήτημα στο βαθμό που, τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Αλβανοί, κατοικούν στην περιοχή για πολλούς αιώνες. Αναγνωρίζουν με προθυμία ότι οι Αλβανοί φεουδάρχες άρχοντες, που εκείνο τον καιρό ήταν χριστιανοί, απολάμβαναν ίσα δικαιώματα μέσα στο σερβικό μεσαιωνικό κράτος και το 1389 πολέμησαν μαζί με τους Σέρβους ιππότες στη μάχη του Κόσοβο. Η σύγκρουση μεταξύ Σέρβων και Αλβανών αναπτύχθηκε τρεις αιώνες αργότερα, ως επακόλουθο της μαζικής εξόδου από τη νότια Σερβία των χριστιανών, το 1690 (συμπεριλαμβανομένων των Αλβανών), οι οποίοι επανεγκαταστάθηκαν από την μοναρχία των Αψβούργων στις συνοριακές περιοχές της Κράινα, ως αποτέλεσμα των πολέμων μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Οι βουνίσιοι που επανεγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες του Κόσοβο, τον 18ο αιώνα, γρήγορα εξισλαμίσθηκαν από τους Τούρκους, οι οποίοι έβλεπαν τους χριστιανούς υπηκόους τους, όχι χωρίς λόγο, ως ενδεχόμενους στασιαστές σε συμμαχία με τους καθολικούς Αψβούργους. Από εκείνη την εποχή και μετά, διάφορες εξωτερικές δυνάμεις βρήκαν ότι ήταν χρήσιμη γι’ αυτούς η όξυνση των διαφορών και των συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων και Αλβανών.

Οι Αλβανοί που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ έως τον 19ο αιώνα κέρδισαν διάφορα προνόμια (να φέρουν όπλα, να υπηρετούν στη διοίκηση, να συλλέγουν φόρους), προνόμια από τα οποία ο χριστιανικός πληθυσμός ήταν αποκλεισμένος. Αυτά τα προνόμια στάθηκαν εμπόδιο στην παράλληλη ανάπτυξη της αλβανικής εθνικής συνείδησης, όπως έγινε με τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των Σέρβων, των Ελλήνων και των Βουλγάρων. Όταν οι Αλβανοί φεουδάρχες άρχοντες πράγματι εξεγέρθηκαν, αυτό ήταν κυρίως μια προσπάθεια διατήρησης των προνομίων τους, παρά η εγκαθίδρυση ενός κράτους ίσων πολιτών που απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα. Αυτή η ιστορική διαφορά είχε ιδεολογικές συνέπειες. Οι Σέρβοι ηγέτες υιοθέτησαν μια εξισωτική πολιτική φιλοσοφία, δανεισμένη από τη Γαλλία, όπως ταίριαζε στον εθνικο-απελευθερωτικό τους αγώνα τον 19ο αιώνα, διότι υπό την οθωμανική κυριαρχία αποστερούνταν των ίσων δικαιωμάτων. Αυτό είχε ως συνέπεια την υποστήριξη ενός ανεξάρτητου κράτους ίσων πολιτών. Σίγουρα, πολλές φορές η πράξη δεν ανταποκρίνονταν στις αρχές. Αλλά υπάρχει μια σημαντική και πρακτική διαφορά μεταξύ ενός έθνους που διακηρύσσει τις αρχές της ισότητας των πολιτών και κάποιου που δεν το κάνει. Η παράδοση είναι εκεί και μπορείς να την ενθαρρύνεις πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί με το να αρνείσαι δογματικά την ύπαρξή της.

Η συνύπαρξη των Σέρβων με τους Αλβανούς στο Κόσοβο θέτει το ερώτημα με ποιους όρους μπορεί να υπάρξει ένα πολυεθνικό κράτος. Η Δημοκρατία της Σερβίας αυτοορίζεται στο άρθρο 1 του Συντάγματος της ως “ένα δημοκρατικό κράτος όλων των πολιτών που ζουν σε αυτή”, χωρίς αναφορά σε εθνική ταυτότητα, σε αντίθεση με την Κροατία ή τη FYROM. Στην πραγματικότητα η Σερβία είναι το πιο πολυεθνικό κράτος στα Βαλκάνια. Το ένα τρίτο των πολιτών της δεν είναι Σέρβοι αλλά έχουν ίσα δικαιώματα με τους άλλους. Οι Σέρβοι από τις άλλες χώρες δεν μπορούν να αποκτήσουν αυτόματα τη σερβική υπηκοότητα, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους Κροάτες που ζουν στη Βοσνία, οι οποίοι ψήφισαν στις κροατικές εκλογές. Τυπικά τουλάχιστον, οι Αλβανοί κάτοικοι του Κόσοβο έχουν περισσότερα πολιτικά δικαιώματα από τους πολλούς Σέρβους πρόσφυγες που έχουν πλημμυρίσει τη Σερβία από την Κροατία και την Βοσνία μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Αρνούνται όμως να τα εξασκήσουν. Δικαιώματα που απορρίπτονται περιφρονητικά, χάνονται.

Το γεγονός ότι η Σερβία υποφέρει από τις διεθνείς κυρώσεις είναι ένα κίνητρο για την εγκατάλειψή της. Το Μαυροβούνιο, μια χώρα που ιστορικά “είναι περισσότερο Σερβία από τη Σερβία”, έχει εκλέξει (προφανώς με την ψήφο των Αλβανών) ένα καινούργιο πρόεδρο που κρατάει κάποιες αποστάσεις από το Βελιγράδι, κάτω από τις επευφημίες της “διεθνούς κοινότητας”, η οποία επισείει την προοπτική άφθονων επενδύσεων στην κυβέρνηση που έχει τη δυνατότητα να στερήσει από τη Σερβία την τελευταία πρόσβασή της στη Μεσόγειο. Η επιθυμία δραπέτευσης από τις κακουχίες που έχουν επιπέσει στη Σερβία, ενισχύει ακόμα και αποσχιστικές τάσεις μεταξύ της σερβικής εθνικής πλειοψηφίας στη Βοϊβοντίνα. Εν συντομία, η πολιτική τιμωρίας του Βελιγραδίου οδηγεί στην περαιτέρω αποδιάρθρωση της τελευταίας πραγματικά πολυεθνικής χώρας στα Βαλκάνια όλα στο όνομα του “πολυεθνι-σμού”.

Αυτή η φυγόκεντρη κίνηση το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι ατελείωτες συγκρούσεις και φυγή από την ταραγμένη περιοχή.

Τι είναι ο κίνδυνος των “εθνικών εκκαθαρίσεων”;

Παρακολουθώντας τις πρόσφατες εξελίξεις γίνεται φανερό ότι η διεθνής ένοπλη παρέμβαση είναι πολύ πιθανόν να προκληθεί στο Κόσοβο από την εντύπωση της κοινής γνώμης ότι οι Σέρβοι προχωρούν σε “εθνικές εκκαθαρίσεις” και πρέπει να τους σταματήσουν και να τους τιμωρήσουν. Αυτή η αντίληψη καλλιεργείται και προετοιμάζεται για χρόνια. Στον πρόλογο ενός βιβλίου του 1993 προβλεπόταν ότι “Μπορούμε να περιμένουμε ότι το καθεστώς του Βελιγραδίου, καταπονημένο αλλά όχι τελείως ηττημένο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη θα μπει στον πειρασμό να ανοίξει ένα ακόμα θέατρο πολέμου, πολύ πιθανόν στο Κόσοβο, το οποίο θα γίνει ένα ακόμα θύμα της στρατιωτικής επιθετικότητας και των ‘εθνικών εκκαθαρίσεων'”. Πέντε χρόνια αργότερα, η Μαντλίν Ολμπράιτ

έλεγε στην ουσία τα ίδια πράγματα. Σε μια συνάντηση στις 9 Μαρτίου στο Λονδίνο, της “Ομάδας Επαφής”, η κυρία Όλμπράιτ σύγκρινε τη δράση της σερβικής αστυνομίας στο Κόσοβο με τις “εθνικές εκκαθαρίσεις” στη Βοσνία και δήλωνε: “Δεν πρόκειται να σταθούμε και να παρακολουθούμε τις σερβικές αρχές να κάνουν στο Κόσοβο αυτό που δεν μπορούν να κάνουν πλέον στη Βοσνία”. Η λογική τέτοιων προβλέψεων δεν είναι ούτε πολιτική ούτε στρατηγική, αλλά ψυχολογική, ενός Μανιχαϊκού τύπου: ο μοχθηρός “μεγαλοϊδεάτης Σέρβος” θα ξεθυμάνει την “ματαίωσή” που υπέφερε στη Βοσνία με το να επιβάλλει “εθνική εκκαθάριση” στο Κόσοβο. Αυτός είναι ο τρόπος λογικής που απορρέει αβίαστα από εθνικά στερεότυπα, στα οποία η μια εθνική ομάδα δαιμονοποιείται, δηλαδή παρουσιάζεται ως να απολαμβάνει τις μοχθηρές δράσεις καθ’ εαυτές.

Εφόσον η ευρεία υιοθέτηση αυτού του στερεότυπου για τους Σέρβους είναι γεγονός, ήταν πολύ μεγάλη η πιθανότητα ότι οι αναπόφευκτες συγκρούσεις στο Κόσοβο θα ερμηνεύονταν από τα διεθνή μέσα, ως μια ακόμα περίπτωση “εθνικών εκκαθαρίσεων” μη-Σέρβων. Παρ’ όλα αυτά, ήταν εκπληκτικό να βλέπεις πώς μια αστυνομική επιχείρηση που στόχευε ένοπλους αντάρτες, ωμή αλλά περιορισμένης έκτασης, χαρακτηρίστηκε “εθνική εκκαθάριση”, ακόμα και “γενοκτονία”, από συντάκτες και πολιτικούς.

Εθνικές εκκαθαρίσεις και το “Μνημόνιο” της Σερβικής Ακαδημίας.

Οι διάφορες πολιτικές εθνικής απόσχισης που έχουν κερδίσει τα εδάφη τους από την πρώην Γιουγκοσλαβία, βρήκαν ότι ήταν πολύ χρήσιμο να αποδίδουν την ευθύνη των αποσχιστικών πολέμων στη Σλοβενία, την Κροατία και την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, σε ένα υποτιθέμενα σκόπιμο σχέδιο δημιουργίας της “Μεγάλης Σερβίας”. Αυτή η “επιθετικότητα”, υπό την ηγεσία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, λέγεται ότι προέκυψε μετά από ένα πρόγραμμα εθνικών εκκαθαρίσεων, που παρουσιάστηκε σε ένα

Μνημόνιο του 1986 γραμμένο από τη Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών στο Βελιγράδι. Η αντίληψη ότι το Μνημόνιο ήταν ένα είδος “Ο Αγώνας μου” της “Μεγάλης Σερβίας” έχει γίνει τόσο αποδεκτή που εμφανίζεται και σε ένα γαλλικό εκπαιδευτικό βιβλίο για μαθητές του λυκείου: “Εθνικές εκκαθαρίσεις: μια θεωρία επεξεργασμένη [mise au point] από μέλη της Ακαδημίας Επιστημών του Βελιγραδίου που υποστηρίζει την εθνική ομογενοποίηση τω ν περιοχών της πρώην Γιουγκοσλαβίας που κατοικούνταν από Σέρβους με τη χρήση του τρόμου, έτσι ώστε να εκδιωχτούν οι άλλοι πληθυσμοί και να επιτρέψουν την οριστική προσάρτηση αυτών των περιοχών από τη Σερβία’.

Είναι, λοιπόν, χρήσιμο να κοιτάξουμε στις σελίδες αυτού του κακόφημου, αλλά σε μεγάλο βαθμό αδιάβαστου “Μνημονίου” το οποίο ασχολείται με το Κόσοβο και μέσα στο οποίο και μόνο μέσα σε αυτό υπάρχουν οι μοναδικές αναφορές για “εθνικές εκκαθαρίσεις”. Αυτές είναι επίσης ,οι παράγραφοι που φτάνουν στα άκρα όσον αφορά αυτό που μπορεί να θεωρηθεί “σερβικό εθνικό πάθος” αφού, οι προηγούμενες σελίδες του ντοκουμέντου αναφέρονται σε μια πιο πεζή ανάλυση των οικονομικών προβλημάτων της Γιουγκοσλαβίας.

Στο πιο αμφιλεγόμενο τμήμα του, αυτό του ανολοκλήρωτου κειμένου (το Μνημόνιο εκδόθηκε υπό μορφή προσχεδίου και δημοσιεύτηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του Μιλόσεβιτς το 1986 – τόσο το καλύτερο για να το αποκηρύξουν) αναφερόταν σε πρόσφατες διαμαρτυρίες από την συρρικνούμενη σερβική μειονότητα του Κόσοβο, ότι εκδιώκονταν από την επαρχία από πράξεις εχθρότητας από την αλβανική πλειοψηφία, η οποία εκείνη την περίοδο διέθετε και τον πολιτικό έλεγχο. Το “Μνημόνιο” κατήγγελλε αυτό που αποκαλούσε “την φυσική, πολιτική, θεσμική και πολιτιστική γενοκτονία του σερβικού πληθυσμού στο Κόσοβο και τα Μετόχια”. Περιέγραφε τις αλβανικές εθνικιστικές διαδηλώσεις που ξεκίνησαν το 1981, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Τίτο, ως την κήρυξη “ενός πολύ ειδικού αλλά ολοκληρωτικού πολέμου” εναντίον του σερβικού λαού.

“Οι Αλβανοί εθνικιστές, οι πολιτικοί ηγέτες του Κόσοβο, με άριστα διαμορφωμένες τακτικές και καθαρούς στόχους, έχουν αρχίσει να καταστρέφουν τις διεθνικές σχέσεις που βασίζονται στα ίσα δικαιώματα, για τα οποία οι Σέρβοι έχουν πολεμήσει τόσο σκληρά, στο Κόσοβο και τα Μετόχια. Η αυτόνομη περιοχή, σε μια ευνοϊκή στιγμή, απέκτησε το βαθμό της αυτόνομης επαρχίας, κατόπιν το καθεστώς του ‘συστατικού μέλους της Ομοσπονδίας’ και επωφελείται από το υψηλότερο επίπεδο δικαιωμάτων που απολαμβάνει σε σχέση με την υπόλοιπη δημοκρατία στην οποία τυπικά ανήκει. Το επόμενο βήμα της ‘κλιμάκωσης’, η αλβανοποίηση του Κόσοβο και των Μετοχιών, προετοιμάστηκε υπό συνθήκες πλήρους νομιμότητας. Παρομοίως, η ενοποίηση της λογοτεχνικής γλώσσας, του ονόματος του έθνους, της σημαίας και των σχολικών βιβλίων με αυτά της Αλβανίας, ακολουθώντας τις οδηγίες των Τιράνων, έγινε με έναν τόσο ανοικτό τρόπο όσο και τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Σχέδια τα οποία συνήθως προετοιμάζονται στα κρυφά, υποθάλπονταν στο Κόσοβο, όχι απλά ανοικτά αλλά επιδεικτικά”.

Το “Μνημόνιο” προέβλεπε ότι αν στο μεταξύ δεν ελάμβανε χώρα κάποια βασική αλλαγή; σε δέκα χρόνια δεν θα υπήρχαν πια Σέρβοι στο Κόσοβο, αλλά μάλλον ένα “εθνικά καθαρό Κόσοβο”. Προειδοποιούσε ότι, εάν “δεν εξασφαλιστεί πραγματική ασφάλεια και ισονομία για όλους τους λαούς που ζούσαν στο Κόσοβο και τα Μετόχια, εάν δεν δημιουργηθούν αντικειμενικές και βιώσιμες συνθήκες που να ευνοούν την επιστροφή των κατοίκων που εκδιώχτηκαν, αυτό το μέρος της Σερβικής δημοκρατίας θα γίνει ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα με πολύ σοβαρές συνέπειες. Το Κόσοβο αντιπροσωπεύει ένα σημείο κλειδί στα Βαλκάνια. Η εθνική ποικιλότητα σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων αντιστοιχεί στην εθνική σύνθεση της βαλκανικής χερσονήσου και το αίτημα για ένα εθνικά καθαρό αλβανικό Κόσοβο δεν είναι μόνον μια βαριά και άμεση απειλΓ για όλους τους λαούς που αποτελούν μειοψηφία εκεί, αλλά, εα> επιτύχει, θα πυροδοτήσει ένα κύμα που θα απειλήσει όλους τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας”

Όσο υπερβολική κι αν ήτα. αυτή η περιγραφή της κατάστασης, είναι σαφές ότι δεν αποτελε. την επεξεργασία μιας “θεωρίας’ που υποστηρίζει τις εθνικές εκκαθαρίσεις των άλλων λαών από τους Σέρβους, αλλά μάλλον ττ. έκφραση ενός φόβου ότι οι Σέρβο θα “εκκαθαριστούν εθνικά’ στο Κόσοβο από την αλβανική πλε.ο-ψηφία που βρίσκεται εκεί. Tc πολιτικά συμπεράσματα στα οποία θα μπορούσε να καταλήξε. κανείς, αντλώντας από τα επιχε-ρήματα που ετέθησαν από το “Μνημόνιο”, όπως και στην πρα>-ματικότητα έγινε, ήταν πολύ απλο οι συνταγματικές αλλαγές που θεσπίστηκαν δύο χρόνια αργότερα για να ανακληθεί η ακραίο αυτονομία που παραχωρήθηκε στους Αλβανούς το 1974.

Είτε περιγράφονται ως “τρομοκράτες”, “αγωνιστές της ελευθερίας” ή πιο ουδέτερα ως αντάρτες, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ένοπλες ομάδες υπήρχαν στο Κόσοβο, είχαν προχωρήσει σε ένοπλες επιθέσεις και* είχαν διακηρύξει την πρόθεσή τους να τις εντείνουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπάρχει κυβέρνηση που θα μπορούσε να σταθεί άπρακτη και να επιτρέψει σε τέτοιες ομάδες να λειτουργούν ανεμπόδιστα. Αυτοί που συμπαθούν το Αλβανικό κίνημα, το παρουσιάζουν συνήθως ως ένα παραδειγματικό κίνημα μη βίαιης αντίστασης στην καταπίεση, στην παράδοση του Γκάντι. Η πρόσφατη στροφή προς τη βία δικαιολογείται ως ανυπομονησία, απόρροια της αποτυχίας της διεθνούς κοινότητας να επιβραβεύσει την ειρηνική ηγεσία της Δημοκρατικής Ένωσης του Κόσοβο (ΔΕΚ) του Ιμπραήμ Ρουγκόβα. Φυσικά, αυτό είναι μια ωραιοποιημένη υπερ-απλούστευση μιας πιο πολύπλοκης και αμφιλεγόμενης κατάστασης. Είναι, πράγματι, αλήθεια ότι ο κύριος Ρουγκόβα είναι υπέρ της μη-βίας, ως μέρος της στρατηγικής του για να κερδίσει την διεθνή υποστήριξη. Εντούτοις, δεν είναι αλήθεια ότι η στροφή στη βία είναι μια πρόσφατη εξέλιξη. Πρώτα απ’ όλα, σε μια περιοχή που ρέπει προς τη βία, οι Αλβανοί, παραδοσιακά, έχουν συσχετιστεί με την προσφυγή στα όπλα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο γείτονά τους, εκτός ίσως από τους Μαυροβούνιους. Η μη βία είναι λοιπόν μια πολύ πρόσφατη καινοτομία για να είναι πλήρως αξιόπιστη, ιδιαίτερα αφού το σύγχρονο κίνημα, πρωτού να δημιουργήσει το ΔΕΚ του Ρουγκόβα, είχε ήδη αρχίσει μέσα από μια πιο μιλιταριστική μήτρα. Οι αντάρτες του “Απελευθερωτικού Στρατού του Κόσοβο” (Ushtria Clirimtare e Kosoves) αποτελούν τη συνέχεια ενός υπόγειου κινήματος δεκαετιών.

Οι ρίζες των παράνομων ομάδων ανάγονται στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 σύμφωνα με ένα άρθρο του Στέφαν Λίπσιους στη Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάι-τουνγκ. “Η πιο παλιά από τις οργανώσεις που σήμερα είναι δραστήριες, τόσο στο Κόσοβο όσο και στο εξωτερικό, είναι το ‘Κίνημα του Κοσοβαρικού Λαού’ (ΚΚΛ). Ιδρύθηκε στη Γερμανία στις 17 Φεβρουαρίου του 1982 ως το ‘Κίνημα του Λαού για μια Δημοκρατία του Κόσοβο ‘(ΚΑΔΚ). Η οργάνωση αυτή δεν ήταν καινούργια, αλλά μάλλον συγχώνευση των ακόλουθων τεσσάρων, ανεξάρτητων παράνομων οργανώσεων: του ‘Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος του Κόσοβο και των άλλων Αλβανικών Περιοχών της Γιουγκοσλαβίας’, της ‘Μαρξιστικής-Λενινιστικής Οργάνωσης του Κόσοβο’, του ‘Κομμουνιστικού Μαρξιστικού-Λενινιστικού Κόμματος των Αλβανών της Γιουγκοσλαβίας’ καθώς επίσης και του ‘Κόκκινου Λαϊκού Μετώπου'”.

“Οι πολιτικοί στόχοι του Κινήματος του Κοσοβαρικού Λαού συμπεριλαμβάνουν την ενοποίηση όλων των Αλβανών της πρώην Γιουγκοσλαβίας σε ένα κοινό κράτος, δηλαδή του Κόσοβο, της FYR0M, του Μαυροβουνίου και της νότιας Σερβίας. Αντίθετα με τα μη-συνωμοτικά δραστήρια κοσοβαρικά κόμματα υπό την ηγεσία του ΔΕΚ, το ΚΚΛ, βασικά, δεν απορρίπτει τη βία ως μέσο πολιτικής σύγκρουσης. Το ΚΚΛ υποστηρίζει την πολιτική και οικονομική υποστήριξη προς τον ΑΣΚ αλλά μέχρι σήμερα δεν λαμβάνει μέρος σε ένοπλες ενέδρες ή βομβιστικές επιθέσεις”. Τα ανακοινωθέντα και οι αναγγελίες του ΑΣΚ δημοσιεύονται στην εφημερίδα του ΚΚΛ Ζερί ι Κοσόβες, οδηγώντας σε εικασίες ότι το ΚΚΛ είναι το πολιτικό τμήμα του ΑΣΚ, σύμφωνα με τον Λίπσιους.

Πέραν του ΚΚΛ και του ΑΣΚ υπάρχει μια τρίτη παράνομη οργάνωση στο Κόσοβο. Πολύ λίγα είναι γνωστά γι’ αυτή. Είναι το “Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Κόσοβο” (ΕΚΑΚ). Ιδρύθηκε στις 25 Μαΐου του 1993, στην Πρίστινα. Μερικά από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΚΑΚ εγκατέλειψαν το ΚΚΛ λόγω πολιτικών διαφωνιών ή προσωπικών εχθροτήτων με την ηγεσία του κόμματος. Επισήμως, ο λόγος της διάσπασης ήταν η αυξανόμενη προγραμματική προσέγγιση μεταξύ του ΚΚΛ και του ΔΕΚ. Αντίθετα με την αυστηρά μη βίαιη πολιτική του ΔΕΚ, το Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Κόσοβο απαιτούσε στρατιωτική δράση εναντίον των Σέρβων κυρίαρχων. Επιπλέον, το ΕΚΑΚ είναι υπέρ ενός κράτους που θα ενοποιεί όλες τις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας που κατοικούνται από Αλβανούς, με την Αλβανία. Είναι δηλαδή υπέρ της δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας. Το ΕΚΑΚ δεν υποστηρίζει την ύπαρξη της αυτόοριζόμενης “Δημοκρατίας του Κόσοβο”.

Το ΕΚΑΚ έχει μια πολιτική και μια στρατιωτική πτέρυγα, την αποκαλούμενη “ΕΚΑΚ-Αντάρτικο”. Σε αντίθεση με τον ΑΣΚ, το ΕΚΑΚ-Αντάρτικο δεν έχει ακόμα αναλάβει στρατιωτική δράση ή επιθέσεις. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι για το ΕΚΑΚ, η ώρα για την χρήση ολόκληρης της στρατιωτική δυναμικής του Κόσοβο δεν έχει έρθει ακόμη. Η δεύτερη γενική συνέλευση του ΕΚΑΚ πρότεινε ένα σχέδιο Τεσσάρων Φάσεων για την “απελευθέρωση των κατεχόμενων περιοχών”. Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από την πολιτική εκπαιδευτική εργασία μέσα στον πληθυσμό και τη δομική προετοιμασία. Στη δεύτερη φάση ξεκινούν μεμονωμένες ένοπλες δράσεις, ενώ στη τρίτη φάση θα γίνει η ενοποίηση του ΕΚΑΚ, του ΚΚΛ και του ΑΣΚ στο “Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Κόσοβο”. Οι κοινές στρατιωτικές δράσεις της τρίτης φάσης θα πρέπει να οδηγούν στην τέταρτη φάση της λαϊκής εξέγερσης και της ολικής κινητοποίησης όλων των δυνάμεων. Σύμφωνα με πληροφορίες από κύκλους του ΕΚΑΚ τώρα βρισκόμαστε στη δεύτερη φάση.

Εν τω μεταξύ όμως, λόγω της αποσύνθεσης της Αλβανίας την προηγούμενη χρονιά, οι επαναστάτες του Κόσοβο είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι από ποτέ. Υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι οι αντάρτες του ΑΣΚ στην περιοχή της Ντρένιτσα απειλούν τα αεροσκάφη με πυραύλους στίνγκερ και ότι αυτός είναι ο λόγος που η αστυνομία προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο της περιοχής τις πρώτες μέρες του Μαρτίου. Εάν ο ΑΣΚ δεν έχει ακόμα πυραύλους στίνγκερ που τέθηκαν στην κυκλοφορία από τις ΗΠΑ μέσω των Αφγανών μουσουλμάνων ανταρτών στη δεκαετία του ’80, πολύ σύντομα θα έχουν. Είναι πολύ γνωστό ότι το αλβανικό αλυτρωτικό κίνημα χρηματοδοτείται όχι μόνον από την φορολόγηση του ίδιου του λαού του, αλλά επίσης και από το εμπόριο ναρκωτικών δια μέσου των Βαλκανίων, που είναι γνωστό ότι βρίσκεται στα χέρια των αλβανικών φυλών. Η αγορά ελαφρού οπλισμού δεν αποτελεί πρόβλημα.

Ενώ ο Ρουγκόβα ταξίδευε ελεύθερα μεταξύ των κεντρικών γραφείων του στην Πρίστινα και των δυτικών πρωτευουσών, κερδίζοντας την υποστήριξη τους για τον μη βίαιο αγώνα του, ξεκινούσε η βίαιη φάση του αγώνα. Το 1996, στο Κόσοβο, έλαβαν χώρα 31 πολιτικές δολοφονίες. Στόχοι ήταν οι Σέρβοι αξιωματούχοι, καθώς επίσης και Αλβανοί καταδικασμένοι ως “συνεργάτες”, ό,τι καλύτερο για να καταστραφούν και οι τελευταίες γέφυρες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι ρυθμοί επιταχύνθηκαν το 1997, φτάνοντας τις 55 δολοφονίες. Ενώ ο Ρουγκόβα ισχυριζόταν ότι ο ΑΣΚ ήταν δημιούργημα της σερβικής προπαγάνδας, οι αντάρτες, με συνδυασμένες επιθέσεις, επιτίθονταν σε έντεκα αστυνομικούς σταθμούς τον Σεπτέμβριο του 1997 πριν να κάνουν την πρώτη δημόσια εμφάνιση, ένοπλοι, ένστολοι και μασκοφόροι, μπροστά σε ένα πλήθος 20.0Θ0 ατόμων, σε μια κηδεία στις 28 Νοεμβρίου του 1997. Τον Ιανουάριο του 1998, ο ΑΣΚ, με μια δήλωσή του στην Πρίστινα ανακοίνωνε ότι είχε αρχίσει η μάχη για την ενοποίηση του Κόσοβο με την Αλβανία. 0 αριθμός των δολοφονιών κλιμακώθηκε και 66 άτομα σκοτώθηκαν, πριν από την μαζική επιχείρηση της σερβικής αστυνομίας εναντίον βάσεων των ανταρτών στην περιοχή της Ντρένιτσα, στις αρχές του περασμένου Μάρτη.

Δεν μπορούμε να περιμένουμε από καμιά κυβέρνηση στον κόσμο να παραμένει παθητική μπροστά σε οπλισμένες συμμορίες που έχουν ως αποτέλεσμα να χαθεί η ζωή 152 ανθρώπων σε δύο περίπου χρόνια, πόσο μάλλον της Ουάσινγκτον. Είναι μάλλον απίθανο να έχει υπάρξει παρόμοιο προηγούμενο, όπως η απειλή των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλλουν βαριές κυρώσεις και να προχωρήσουν στο πάγωμα των ξένων περιουσιακών στοιχείων της νόμιμης κυβέρνησης μιας χώρας που έχει να αντιμετωπίσει μια ένοπλη εξέγερση, εκτός εάν αποσύρει τις αστυνομικές της δυνάμεις και αφήσει τους επαναστάτες ανενόχλητους.

“Εθνικές εκκαθαρίσεις” Τι είναι οι “εθνικές εκκαθαρίσεις”; Ενώ όλοι είναι εναντίον τους, πολύ λίγοι φαίνεται να κατανοούν την πραγματική τους σημασία και τις αιτίες, ως μια βάση για την καταπολέμησή τους. Η κυρίαρχη στάση, στην αποπολιτικοποιημένη δημόσια συνείδηση της δεκαετίας του ’90, είναι να τις θεωρεί ως ένα είδος απόλυτου κακού, μια έκφραση ρατσιστικού ή εθνικού μίσους που πηγάζει από τις “σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής” (ρητορική από ένα λόγο του αντιπροέδρου Άλμπερτ Γκορ) χωρίς να υπάρχει λόγος. Η μόνη θεραπεία που μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι η τιμωρία.

Στα Βαλκάνια, “οι εθνικές εκκαθαρίσεις” σπανίως είναι μια διακηρυγμένη πολιτική. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι το κροατικό κίνημα Ουστάσα, με την σκόπιμη πολιτική της εξάλειψης των Σέρβων και των άλλων μειονοτήτων από τη γη των κροατικών “ιστορικών δικαίων”, την οποία έλεγχαν στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κροάτες εξτρεμιστές της παράδοσης των Ουστάσι έχουν συνεχίσει να καλλιεργούν τόσο την πρακτική όσο και την θεωρία στην Κροατία του Τούτζμαν. Το καθεστώς του Τούτζμαν δεν έχει υιοθετήσει ανοικτά την θεωρία, αλλά ανέχεται την πρακτική. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η Κροατία έχει στην πραγματικότητα “εκκαθαριστεί εθνικά” από τον πολυπληθή σερβικό πληθυσμό, μέσω της πιο ολοκληρωτικής και επιτυχούς επιχείρησης του είδους στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η διεθνής κοινότητα δεν έχει τιμωρήσει την Κροατία. Αντιθέτως, η κυβέρνηση του Ζάγκρεμπ έχει ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα, με το να γίνει μέλος σε διεθνείς οργανισμούς και με ξένες επενδύσεις, πράγματα που έχουν αρνηθεί στη Σερβία.

Γενικά, οι εθνικές εκκαθαρίσεις, η εκδίωξη δηλαδή μελών μιας διαφορετικής εθνικής ομάδας από μια αμφισβητούμενη περιοχή, γεννιέται από το φόβο ότι η παρουσία τους θα χρησιμοποιηθεί, για να δικαιολογήσει εχθρικές διεκδικήσεις που θα οδηγούν στον πολιτικό έλεγχο της περιοχής. Τίποτα δεν είναι καλύτερα σχεδιασμένο για να παρακινήσει τέτοιους φόβους, από την προοπτική ότι από τώρα και στο εξής μια εθνική ομάδα που ισχυρίζεται ότι κατέχει την πλειοψηφία σε μια περιοχή αντιπροσωπεύει μια απειλή απόσχισης από την χώρα στην οποία βρίσκεται.

Από τη στιγμή που η διεθνής κοινότητα έδωσε την συγκατάθεσή της για μια αδιαπραγμάτευτη διάλυση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας σε εθνικά “καθαρά” κράτη, ξεκίνησε ο αγώνας για τον έλεγχο περιοχών σύμφωνα με την εθνική ταυτότητα. Σε αυτό τον αγώνα, Σέρβοι, Κροάτες, Μουσουλμάνοι και Αλβανοί, έχουν αλληλοκατηγορήσει τους αντιπάλους τους για “γενοκτονία”. Αυτές οι κατηγορίες αντανακλούν και αυθεντικούς φόβους αλλά και πολιτικούς υπολογισμούς και όσοι βρίσκονται απέξω θα πρέπει να είναι φειδωλοί στην αναπαραγωγή τέτοιων εύφλεκτων ισχυρισμών. Στη Δύση, η έμφαση στη “γενοκτονία”, αναφορικά με τελείως διαφορετικές ιστορικές καταστάσεις έχει συσκοτίσει την αρχική πολιτική αιτία των “εθνικών εκκαθαρίσεων”: τον φόβο ότι η παρουσία μελών μιας πολιτικά οργανωμένης εθνικής ομάδας θα χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη εδαφικών διεκδικήσεων.

Η παρουσία στην μικρή περιοχή του Κόσοβο δύο ενόπλων στρατοπέδων, πράγματι απειλεί να οδηγήσει σε μια αιματηρή και φοβερή σύγκρουση. Στις προπαγανδιστικές αψιμαχίες που οδηγούν σε μια τέτοια σύγκρουση, οι Σέρβοι για μια ακόμα φορά έχουν χάσει την μάχη των εντυπώσεων. Η ονομασία που έδωσαν στους ένοπλους αντιπάλους τους ως “τρομοκράτες”, υιοθετήθηκε απρόθυμα από τον Αμερικανό πρόξενο Ρόμπερτ Γκέλμπαρντ, πριν να εγκαταλειφθεί από τη στιγμή που οι σερβικές αρχές έδρασαν σύμφωνα με αυτήν. Από την άλλη μεριά, ο χαρακτηρισμός, από τους Αλβανούς των σερβικών αντιδράσεων ως “εθνικών εκκαθαρίσεων έχει υιοθετηθεί από τα υψηλότερα στρώματα της διεθνούς κοινότητας, καθώς επίσης και από μια συγχορδία σχολιαστών και υπογραφέων εκκλήσεων.

Η αντίληψη ότι η πρώιμη αποκήρυξη των εθνικών εκκαθαρίσεων θα βοηθήσει στο να αποτραπούν οι σφαγές, είναι μάλλον ένα θανάσιμο λάθος. Αντιθέτως, μια τόσο φορτισμένη δήλωση συνεισφέρει στη συναισθηματική πόλωση, στον αμοιβαίο φόβο και την καχυποψία, σε υποθέσεις για νατοϊκή επέμβαση και πάνω απ’ όλα στο είδος της απελπισίας και από τις δύο πλευρές που μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να διαπράξουν απελπισμένες και φοβερές πράξεις.

Τόσο οι ηγέτες του σέρβικου κράτους, όσο και οι ηγέτες των εθνικιστών Αλβανών έχουν διακηρύξει τη θέλησή τους να αποδεχτούν τη συνύπαρξη μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών. Μια σοφή πράξη θα ήταν να αποδεχτούμε αυτή τη αρχή και να θεωρήσουμε κάθε πράξη ενάντιά της ως απόκλιση από αμοιβαία αποδεκτές αρχές.

Είναι οι Σέρβοι πρόθυμοι για συμβιβασμό; Ο Ντόμπριτσα Τσόσιτς, ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Σερβίας, που συχνά έχει χαρακτηριστεί ως ο πνευματικός πατέρας της εθνικής αναγέννησης, πρότεινε τον διαμελισμό του Κόσοβο-Μετόχια, ως διέξοδο για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ Σέρβων και Αλβανών. Ως πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, το 1992 και το 1993, ο Τσόσιτς προέβαλε αυτή την πιθανότητα σε διάφορες περιπτώσεις, όπως όταν μιλούσε στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, στις 30 Μαρτίου I 1993, χωρίς όμως να προκαλέσει κανένα ενδιαφέρον.

Ο Τσόσιτς περιέγραψε το Κόσοβο ως “ένα ευρωπαϊκό ζήτημα πρώτου βαθμού. Παρ’ όλα αυτό, μέχρι τώρα, ούτε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ούτε ο ΟΑΣΕ έχουν βρει τον σωστό τρόπο για να βοηθήσουν στην επίλυση του Αλβανο-Γιουγκοσλαβικού και του Αλβανο-Σερβικού προβλήματος”. Αυτό, το απέδωσε στο “γεγονός ότι το πρόβλημα των Σερβο-Αλβα-νικών σχέσεων έχει παρουσιαστεί στρεβλά και έχει περιοριστεί σε ένα πρόβλημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Συνέπεια αυτού ήταν ότι “ο κεντρικός παράγοντας” είχε “επιμελώς παραγνωριστεί: η επιδίωξη των Αλβανών Γιουγκοσλάβων να ενωθούν με την Αλβανία και να δημιουργήσουν τη ‘Μεγάλη Αλβανία'”. Οι αποσχιστικές φιλοδοξίες του αλβανικού εθνικιστικού κινήματος αποτελούν την ουσία των αιτημάτων του για ανθρώπινα δικαιώματα. Από αυτή την επιδίωξη απορρέει μια συμπεριφορά παρεμπόδισης σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής: πολιτική, κουλτούρα, δημόσια εκπαίδευση, οικονομία, μέσα ενημέρωσης. Γιατί, το πρόβλημα δεν είναι ότι οι Αλβανοί είναι αποστερημένοι από τα πολιτιστικά, πολιτικά ή άλλα δικαιώματα τους. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν αυτά τα δικαιώματα, αλλά αρνούνται να τα εξασκήσουν. Μποϋκοτάρουν σύσσωμοι την κοινωνία στην οποία ζουν. Δεν την αναγνωρίζουν. Το ζήτημα δεν είναι γύρω από το άνοιγμα σχολείων. Αυτά είναι ανοικτά. Το ζήτημα είναι ότι επιμένουν ότι το πρόγραμμα σε αυτά τα σχολεία θα πρέπει να το πάρουν από το αλβανικό κράτος και ότι θα παρέχουν διπλώματα στο όνομα της ‘Δημοκρατίας του Κόσοβο’.

“Θεωρώ ως μέγιστη ατυχία το γεγονός ότι οι Αλβανοί έχουν αυτοαποκλειστεί από την πολιτική ζωή και ότι δεν επωφελούνται από την αυτονομία τους. Έχουν όλα τα πολιτειακά και πολιτικά δικαιώματα που χρειάζονται για τη σύστασή τους ως μια αυτόνομη κοινότητα. Αυτό είναι επίσημα εγγυημένο. Ολόκληρος ο κόσμος, όλοι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λένε ότι έχει απαγορευτεί η προσέλευση των Αλβανών στα σχολεία. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο ψέμα! Αυτοί είναι που αρνούνται να παρακολουθήσουν τα σχολεία που κυβερνώνται σύμφωνα με το πρόγραμμα του σερβικού κράτους, το οποίο παρ’ όλα αυτά εγγυάται ότι θα έχουν μαθήματα στην αλβανική ιστορία και κουλτούρα και στη χρήση της γλώσσας τους. Επιμένουν να έχουν σχολεία που χρηματοδοτούνται και συντηρούνται από τη Σερβική Δημοκρατία αλλά όπου το πρόγραμμα και τα σχολικά βιβλία έρχονται από την Αλβανία και τα διπλώματα έχουν την επιγραφή ‘Δημοκρατία του Κόσοβο’!

Το επιχείρημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι πλέον παρά ένα ιδεολογικό όπλο που χρησιμοποιείται από τους αποσχιστές και τους ξένους προστάτες τους με στόχο την πραγματοποίηση των εθνικών τους φιλοδοξιών: την ένωση των Αλβανών σε ένα μοναδικό κράτος. Και όσο δεν θα έχουν επιτύχει αυτό το στόχο, το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κόσοβο-Μετόχια θα συνεχίσει να υποδαυλίζεται και η Σερβία θα παραμένει καταδικασμένη από τη διεθνή κοινότητα. Δεν θα μας βοηθήσει καθόλου να σημειώσουμε ότι οι Αλβανοί επωφελούνται από τα εθνικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα που καμιά άλλη εθνική μειονότητα δεν απολαμβάνει. [] Το Κόσοβο θα είναι ο κακοήθης όγκος της Σερβίας που θα την εξαντλήσει οικονομικά, θα σταματήσει την ανάπτυξή της και θα την απειλήσει εδαφικά με τη δημογραφική εξάπλωση”.

Οι στρατιωτικοί κίνδυνοι ήταν ξεκάθαροι πέντε χρόνια πριν. 0 Τσόσιτς είχε υπ’ όψη του “ακριβείς πληροφορίες για την ύπαρξη 60 με 70.000 Αλβανών, οργανωμένων σε παραστρατιωτικές μονάδες στο Κόσοβο. Αυτές αποτελούσαν έναν στρατό έτοιμο να προχωρήσει σε πόλεμο, την στιγμή που ο κ. Ρουγκόβα, ο κ. Μπερίσα ή κάποιοι άλλοι Αλβανοί θεωρήσουν ότι ήρθε το τέλος της καθησυχαστικής ρητορικής που σερβίρουν στον ΟΑΣΕ”. Ακόμα και τότε η Γιουγκοσλαβία ήταν απομονωμένη και κατεστραμμένη από τις κυρώσεις. Επιπλέον, απειλούνταν με στρατιωτική επέμβαση, εάν προχωρούσε “σε επιθετικές πράξεις” στο Κόσοβο ένταση δηλαδή, στην εδαφική της επικράτεια. Εάν ο σερβικός στρατός κινούνταν για να αντιπαρατεθεί στην απόσχιση, αναρωτιόνταν ο Τσόσιτς, “θα στείλουν πυραύλους να γαζώσουν τις πόλεις μας και τα αεροδρόμια μας”]

Σε ένα τέτοιο δίλημμα, συμπέραινε ο Τσόσιτ ήταν αναγκαίο να ικανοποιηθούν οι εθνικές φιλοδοξίες των Σέρβων και των Αλβανών με μια “ειρηνική και δίκαιη εδαφική διαίρεση”. Αυτή η προσφορά δεν βρήκε ανταπόκριση στην Αλβανική πλευρά. Σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο σημάδι ότι διεκδικείται δραστήρια, ούτε από τους Σέρβους. Από μόνη της μπορεί να είναι μια δίκαιη πρόταση. Όμως, συναντά δύο τύπων αντιρρήσεις:

1.            Η δυτική “διεθνής κοινότητα”, με πρώτες τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει θέσει βέτο στην πρόταση λόγω των συνειρμών που γεννά και των τετελεσμένων που δημιουργεί. Η διαίρεση του Κόσοβο αντιβαίνει στην πολιτική που υιοθετήθηκε στη Σλοβενία και την Κροατία, θεωρώντας τα εσωτερικά σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας ως απαραβίαστα. Αυτή η πολιτική αποτέλεσε τη βάση για να στιγματιστεί η Σερβία ως “επιθετική” στην Κροατία και τη Βοσνία και έτσι δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί εύκολα. Επιπλέον, εάν το Κόσοβο διαιρούταν, γιατί να μην ακολουθήσει η FYROM, όπου οι Αλβανοί έχουν συγκεντρωθεί στις δυτικές περιοχές και θα ζητήσουν και αυτοί να ενταχθούν στη “Μεγάλη Αλβανία”;

2.            0 κίνδυνος για ένα τέτοιο προηγούμενο ανησυχεί επίσης τους Σέρβους. Ας υποθέσουμε ότι οι Αλβανοί, λόγω του υψηλού ρυθμού γεννήσεων, αποκτούν την πλειοψηφία σε κάποιο άλλο μέρος της Σερβίας. 0α ζητήσουν και εκεί την απόσχιση; Το πρόγραμμα της “Μεγάλης Αλβανίας” περιλαμβάνει περισσότερα από το Κόσοβο. Που θα τελειώσουν όλα αυτά; Σε προσωπικό επίπεδο, ένας αριθμός Σέρβων θα καλοδέχονταν τις διαπραγματεύσεις που θα “έσωζαν τα μοναστήρια” και θα μείωναν τις απώλειες. Αλλά πώς;

Διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις έχουν προταθεί από ανεξάρτητους Σέρβους διανοούμενους. Μια τέτοια πρόταση δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος του ΔΙΑΛΟΓΟΥ. Σε ένα άλλο, ο καθηγητής Πρέντραγκ Σίμιτς του Ινστιτούτου Διεθνούς Πολιτικής και Οικονομίας του Βελιγραδίου έχει προτείνει ότι το Αυτόνομο Σύνταγμα του Τρεντίνο-Νότιο Τυρόλο στη βόρεια Ιταλία, που υπήρξε για μια μεγάλη περίοδο η σκηνή μιας αλυτρωτικής αναταραχής μεταξύ των γερμανόφωνων πρώην αυστριακών κατοίκων, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα ευρωπαϊκό μοντέλο για την επίλυση της κρίσης του Κόσοβο.

Αυτή και άλλες ανεξάρτητες προτάσεις μπορεί να θεωρηθούν ένα είδος “δοκιμαστικών προτάσεων “οι οποίες θα μπορούσαν να συζητηθούν στο επίσημο επίπεδο, στο βαθμό που θα συναντήσουν κάποια στιγμή ακόμα και ελάχιστες ενδείξεις ενδιαφέροντος από την αλβανική πλευρά. Μέχρι τώρα, όμως, αυτό δεν έχει συμβεί. Ενθαρρυμένοι από την εικόνα τους ως των θυμάτων της σερβικής καταπίεσης, απολαμβάνοντας τη σθεναρή υποστήριξη των δυτικών κυβερνήσεων και των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι Αλβανοί εθνικιστές του Κόσοβο δεν έχουν κανένα κίνητρο για να συμβιβαστούν με τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι ο τελικός τους στόχος: η Μεγάλη Αλβανία.

Ανθρώπινα δικαιώματα

Η στάση της διεθνούς κοινότητας στην Γιουγκοσλαβική καταστροφή έχει χαρακτηριστεί σε όλη τη διάρκεια της από την σύγχυση μεταξύ των εθνικών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Δεν είναι καθαρό σε πιο βαθμό αυτή η σύγχυση είναι τυχαία ή σκόπιμη στις δυτικές χώρες, όπου η έννοια των “εθνικών δικαιωμάτων” εκτιμάται σε ποικίλους βαθμούς ανάλογα με την πολιτική παράδοση (με σημαντικές διαφορές μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας για παράδειγμα). Η προθυμία που επιδεικνύεται, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες να θεωρηθεί η άρνηση των αποσχιστικών εθνικών δικαιωμάτων ως καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιπροσωπεύει μια μετάλλαξη που ίσως να μην είναι άσχετη με τη σύγχυση της αμερικανικής αριστεράς ιδιαίτερα, που προκύπτει από την κριτική των αξιών καθολικής ισχύος και την ανάδυση της “πολιτικής της ταυτότητας”.

Όσον αφορά τους Αλβανούς του Κόσοβο, τι είδους κοινωνία των πολιτών έχει οικοδομηθεί μέσα στο πλαίσιο του μακρόχρονου μαχητικού εθνικιστικού αγώνα; Κάποια θετικά αποτελέσματα πρέπει να θεωρηθούν ως δεδομένα. Ο αλφαβητισμός έχει ενθαρρυνθεί δυναμικά από ένα κίνημα που από την σύλληψή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, έχει καθοδηγηθεί από καθηγητές φιλόλογους που αναζητούν μια χώρα που θα χρησιμοποιεί μια γλώσσα που μόλις έχει περάσει από την προφορική στην γραπτή παράδοση. Η άνοδος του επιπέδου του αλφαβητισμού πρέπει επίσης να έχει ωφελήσει την κοινωνική θέση των γυναικών. Από την άλλη μεριά, αυτή είναι μια κοινωνία κλειστή στον εαυτό της, με εμμονή στην ταυτότητα της. Οι τοπικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενδιαφέρονται μόνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Αλβανών. Όλα τα ζητήματα εκδημοκρατισμού και πολιτικής κατεύθυνσης έχουν ανασταλεί με την προσμονή της “ανεξαρτησίας” που υποτίθεται ότι θα τα επιλύσει.

Ο πολιτικός εκσυγχρονισμός και εκδημοκρατισμός του Αλβανικού λαού στα Βαλκάνια παραμένει μια νόμιμη και ανεκπλήρωτη φιλοδοξία. Εάν είχαν χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα τους υπό το Σερβικό Σύνταγμα, θα μπορούσαν να είχαν εκλέξει ένα σεβαστό αριθμό αντιπροσώπων στο σερβικό κοινοβούλιο, και να αλλάξουν τις πολιτικές ισορροπίες ισχύος στο Βελιγράδι. Αντιθέτως, δεν επωφελήθηκαν από τη δυνατότητα που είχαν να συνεισφέρουν στην έναρξη της πολυκομματικής δημοκρατίας στη Σερβία και τραυμάτισαν σοβαρά την ανάπτυξή της. Η μαζική αποχή των Αλβανών έχει εξασφαλίσει στο κόμμα του Μιλόσεβιτς την πλειοψηφία που αλλιώς θα είχε χάσει. Είναι πολύ αμφίβολο αν το γεγονός των παράλληλων εκλογών για τους Αλβανούς μόνον, με αποτέλεσμα την ομόφωνη εκλογή ενός χωρίς ανταγωνισμό ηγέτη, του Ιμπραήμ Ρουγκόβα, και την εκλογή ενός “κοινοβουλίου” το οποίο ποτέ δεν έχει λειτουργήσει, προσφέρει μια καλύτερη εισαγωγή στην πρακτική της δημοκρατικής πολιτικής απ’ ότι θα ήταν το κέρδος από τη χρήση των επίσημων εκλογών για την προώθηση των συμφερόντων του Αλβανικού λαού του Κόσοβο μέσα στη Σερβική Δημοκρατία

Η συνεχής εχθρότητα μεταξύ εθνοτικών ομάδων είναι μια άσχημη κατάσταση για όλες τις πλευρές. Είναι πολύ πιθανόν ότι όλο θα ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για το τι συμβαίνει στους “άλλους”.

Στις αρχές του Μάρτη, δεν είχε ακόμα τελειώσει η σερβικτ επιδρομή στην βάση των εξεγερμένων στο Πρεκάζ όταν η κυβέρνηση Κλίντον ανήγγειλε μέτρα “τιμωρίας” του Βελιγραδίου για τη “βία” του και άρχισε να πιέζε. τις υπόλοιπες κυβερνήσεις να συνεργαστούν, για να επιβάλλουν νέες οικονομικές και διπλωματικές κυρώσεις στη Γιουγκοσλαβία. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας το γεγονός της απουσίας παρόμοιας αντίδρασης στην χρήση, για παράδειγμα, από την Τουρκία “δυσανάλογης ισχύος” στις επιδρομές της εναντίον των Κούρδων ανταρτών, τέτοιες επιπλήξεις είχαν πολύ μικρό ηθικό βάρος στους Σέρβους. Πόσοι αθώο θανατώθηκαν στον Παναμά κατα τη διάρκεια της, πέραν των εδαφών τους, επιδρομής των Ηνωμένων Πολιτειών για την σύλληψη ενός ξένου αρχηγού κράτους μέσα στην ίδια την χώρα του Πόσες γυναίκες και παιδιά δεν πέθαναν στο Γουάκο του Τέξας σε μια αστυνομική επιδρομή εναντίον μιας ομάδας που ήταν ένοπλη αλλά που δεν είχε, σε αντίθεση με τους εθνικιστές αντάρτες του Πρεκάζ, στο παθητικό της δεκάδες δολοφονίες: Η διγλωσσία είναι τόσο οφθαλμοφανής, που η μοναδική στο είδος της σκληρή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας δεν μπορεί να παρουσιαστεί στους περισσότερους Σέρβους ως έκφραση μιας αυθεντικής ανησυχίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά μάλλον ως μέρος μιας μακράς πολιτικής εκστρατείας που στοχεύει στην απομόνωση και τη διάσπαση της χώρας τους.

Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τη υποκρισία και τα σκοτεινά κίνητρα από την μεριά των εξωτερικών κατηγόρων, είναι πολύ πιθανόν ότι πράξεις αστυνομικής ωμότητας έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αυτής, αλλά και συσχετιζόμενων επιδρομών, σε βάσεις ανταρτών, ίσως και γιατί πράξεις ωμότητας είναι πολύ συνηθισμένες σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ατυχώς, η χορωδία της αγανάκτησης και οι φωνές για καταδίκη υπό την ηγεσία της Μαντλίν Ωλμπράιτ μπορούν μόνο να δημιουργήσουν δυσκολίες στους Γιουγκοσλάβους που ενδιαφέρονται για να διατηρήσουν υψηλά τα επίπεδα σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα και που απαιτούν μια απολογία από την κυβέρνησή τους. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι το έκαναν. Σε συνέχεια των δικών τους ερευνών στην περιοχή της Ντρένιτσα, στις αρχές του Μάρτη, το Ανθρωπιστικό Νομικό Κέντρο, που εδρεύει στο Βελιγράδι, ανακοίνωσε τα ευρήματά του “που αντιβαίνουν στις αναφορές της σερβικής αστυνομίας για τον αριθμό των νεκρών και τις τοποθεσίες και περιστάσεις στις οποίες αυτοί σκοτώθηκαν και καλούσε το σερβικό Υπουργείο Εσωτερικών να παρέχει στους δημοσιογράφους και στους αντιπροσώπους των ανθρωπιστικών οργανώσεων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρόσβαση στην περιοχή, έτσι ώστε το κοινό να έχει τη δυνατότητα σε μια πλήρη, ακριβή και έγκαιρη πληροφόρηση. “Οι ενδείξεις ότι τα πρόσωπα που σκοτώθηκαν, πληγώθηκαν ή συνελήφθησαν συνδέονταν με τις επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας, θα πρέπει να παρουσιαστούν στο κοινά’ δήλωνε σε μια ανακοίνωσή του το ΑΝΚ, τονίζοντας ότι είναι “προς το συμφέρον της Σερβίας να ξεκινήσει αμέσως μια έρευνα’ για τις συνθήκες θανάτου των Αλβανών του Κόσοβο από τις επεμβάσεις της αστυνομίας, συμπεριλαμβανομένης της εκταφής των λειψάνων για ιατροδικαστική εξέταση.

0α ήταν σύμφωνο με την παραδοσιακή πρακτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ομάδες σε άλλες χώρες να υποστηρίξουν τέτοια αιτήματα τοπικών σερβικών οργανώσεων, ως ένα μέσο για την ενδυνάμωση της δημοκρατικής κοινωνίας των πολιτών και του κανόνα του νόμου. Αυτό έγινε στη πραγματικότητα από τη Διεθνή Αμνηστία, της οποίας οι αναφορές από το Κόσοβο στις αρχές του Μαρτίου του 1998 ήταν σχετικά ακριβείς, βασισμένες στα γεγονότα και ισορροπημένες, συνδυάζοντας κατηγορίες που είχαν γίνει και από τις δύο πλευρές και επισημαίνοντας αυτές που δεν ήταν ουσιαστικές ή επιβεβαιωμένες.

Οι αντιδράσεις στα γεγονότα της Γιουγκοσλαβίας καταδεικνύουν μια μεγάλη διαφορά προσέγγισης στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχει μια ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την προσέγγιση της Διεθνούς Αμνηστίας ως παραδοσιακή προσέγγιση. Αυτή, σε μεγάλο βαθμό, συνίσταται στην προσπάθεια να ενθαρρυνθούν οι κυβερνήσεις να θεσπίσουν και να τηρούν τους ανθρωπιστικούς νομικούς κανόνες. Αυτό το επιτυγχάνει επικεντρώνοντας την προσοχή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αδικίας, ακραίας αυστηρότητας ή παράβασης των νομικών κανόνων. Με αυτό τον τρόπο συμμετέχει μέσω της εξωτερικής ηθικής υποστήριξης, σε διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις για την προώθηση των ανθρωπιστικών νομικών κανόνων σε συμμαχία με τις τοπικές δυνάμεις που εμπλέκονται σε μια τέτοια διαμάχη.

Η προσέγγιση του Human Rights Watch και ακόμα περισσότερο του υποκαταστήματος του International Helsinki Federation for Human Rights με έδρα τη Βιέννη είναι πολύ διαφορετική. 0 Άαρον Ρόουντς, γενικός διευθυντής της International Helsinki Federation for Human Rights δεν επιδεικνύει καθόλου το σχολαστικό ενδιαφέρον για τα γεγονότα που είναι το σήμα κατατεθέν της Διεθνούς Αμνηστίας. Ασχολείται με σαρωτικές γενικολογίες. Σε μια στήλη στην International Herald Tribune, έγραψε ότι οι Αλβανοί του Κόσοβο “έχουν για χρόνια ζήσει κάτω από συνθήκες παρόμοιες με αυτές που υπέφεραν οι Εβραίοι στις ελεγχόμενες από τους Ναζί περιοχές της Ευρώπης, λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχουν γκετοποιηθεί. Δεν είναι ελεύθεροι, αλλά χωρίς πολιτικά προνόμια και αποστερημένοι από τις βασικές πολιτικές ελευθερίες”. Η σύγκριση δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμπρηστική, αλλά τα συγκεκριμένα στοιχεία για να την στηρίξει, απουσιάζουν.

Τουλάχιστον, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, το Helsinki and Human Rights Watch διαφέρει ριζικά από την Διεθνή Αμνηστία στο ότι στοχεύει ξεκάθαρα, όχι στο να επικεντρώσει την προσοχή σε συγκεκριμένες αδικίες που μπορούν να διορθωθούν, όχι στο να μεταρρυθμίσει, αλλά στο να δυσφημήσει το κράτος που μπαίνει στο στόχαστρο. Με την εκτεταμένη φύση των κατηγοριών του δεν συμμαχεί με τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας που βρίσκεται στο στόχαστρο αλλά στοχεύει στο να την υποσκάψει. Η έλλειψη ισορροπίας, η απόρριψη κάθε προσπάθειας να παραμείνει ουδέτερος μεταξύ των δύο αντικρουόμενων πλευρών, συνεισφέρει σε μια διαλυτική πόλωση μάλλον παρά στη συνδιαλλαγή και την αλληλοκατανόηση. Συνεπώς, συνεισφέρει σκόπιμα ή ακούσια, σε ένα φαύλο και επιδεινούμενο κύκλο καταπίεσης και χάους που τελικά μπορεί να δικαιώνει ή να απαιτεί την εξωτερική επέμβαση.

Αυτή είναι μια προσέγγιση που, όπως και ο συνέταιρος της η οικονομική παγκοσμιοποίηση, σπάει τις άμυνες και την κυριαρχία των πιο αδύναμων κρατών. Αντί να βοηθά στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών στο εθνικό επίπεδο, μεταφέρει την αντίληψη της δημοκρατίας στο αφηρημένο επίπεδο της “διεθνούς κοινότητας”, τα σποραδικά και μεροληπτικά συμφέροντα της οποίας στην περιοχή καθορίζονται από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, των λόμπυ, την προσοχή των μέσων και των θεσμικών φιλοδοξιών των “μη-κυβερνητικών οργανώσεων”. Συχνά συνδέονται με ισχυρές κυβερνήσεις, των οποίων ο ανταγωνισμός μεταξύ τους για δωρεές παρέχει το κίνητρο για την μεγαλοποίηση των παρανομιών τις οποίες ειδικεύονται να αποκηρύττουν.

Η ετοιμότητα απομακρυσμένων παρατηρητών να δεχτούν τις πιο ακραίες υποθέσεις, υπηρετεί την δυσφήμιση και τελικά την αποδυνάμωση της κρατικής κυριαρχίας της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η “διεθνής κοινότητα” ίσως να εννοεί πραγματικά την προειδοποίηση της προς τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα και τους οπαδούς του ότι δεν θέλει ένα ανεξάρτητο Κόσοβο, ακόμα λιγότερο μια “Μεγάλη Αλβανία”. Η λογική των ενεργειών της, όμως, είναι να σπρώξει ολόκληρη την περιοχή προς ένα ακυβέρνητο χάος, από το οποίο δεν μπορούν να αναδυθούν ανεξάρτητα κράτη, αλλά μάλλον μια νέου τύπου αποικιακή αρχή της διεθνούς κοινότητας.

Μετάφραση Κώστας Γεώρμας

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ