του Χρ. Ιακώβου, από το Άρδην τ. 11, Δεκέμβριος 1997
Αναμφίβολα, το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980 έθεσε την Τουρκία σε μια νέα ιστορική τροχιά. Επιβεβαίωσε την αδυναμία του τουρκικού πολιτικού συστήματος να ευθυγραμμιστεί με τις ανάγκες της τουρκικής κοινωνίας. Η οικονομική κρίση και η ραγδαία άνοδος του πολιτικού Ισλάμ θέτουν πλέον σε μόνιμη αμφισβήτηση το προβαλλόμενο για χρόνια πρότυπο του κοσμικού (secular) και σύγχρονου (modernized) κράτους της Μέσης Ανατολής.
Την προέλευση αλλά και την πορεία αυτής της πολύμορφης κρίσης στην οποία εισέρχεται το Τουρκικό κράτος επιχειρεί να καλύψει το πρόσφατο βιβλίο του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη «Η Τουρκία σε μετάβαση». Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια μέσα από τα οποία επιχειρείται μια συστηματική διαπραγμάτευση με βασικά προβλήματα που απασχόλησαν και απασχολούν το τουρκικό κράτος από την ίδρυσή του το 1923 και εντεύθεν. Προβλήματα όπως, η εισβολή του ατατουρκισμού ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας, η μετάβαση από το μονοκομματικό κράτος στο πλουραλιστικό κομματικό σύστημα, οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή της Τουρκίας, η κρίση του ατατουρκισμού και η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ.
Ο συγγραφέας ξεκινά με την ορθή διαπίστωση ότι η κρίση του τουρκικού πολιτικού συστήματος είναι πολύμορφη και πολυεπίπεδη, γεγονός που ανατρέπει την μέχρι σήμερα αντίληψη που κυριαρχούσε ανάμεσα σε πολλούς δυτικούς αναλυτές. Για μισό περίπου αιώνα η Τουρκία απετέλεσε το πρότυπο μουσουλμανικού κράτους που αφομοίωσε κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο βασικές αρχές που διέπουν τα σύγχρονα δυτικά κράτη. Η αντίληψη αυτή άρχισε, πρωτίστως, να κλονίζεται, λίγο μετά την Ιρανική επανάσταση οπόταν πολλοί αναλυτές άρχισαν να ανακαλύπτουν ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες που δρούσαν στην τουρκική κοινωνία. Η εκρηκτική άνοδος του κόμματος της ευημερίας του Ν. Ερμπακάν κατά τη δεκαετία του ’90 ανάγκασε πολλούς ερευνητές να διαμορφώσουν μια νέα προσέγγιση της σύγχρονης Τουρκίας. Οι σχέσεις κράτους και κοινωνίας, καθώς επίσης το ιδεολογικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί που ρυθμίζουν αυτή τη σχέση, αποτελούν τα θεμελιακής σημασίας ζητήματα που απασχολούν τη σημερινή επιστημονική προσέγγιση της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας. Για την κατανόηση αυτών των ζητημάτων, ο συγγραφέας θεωρεί αναγκαία μια νέα προσέγγιση της τουρκικής κοινωνίας: η οποία δεν θα προσεγγίζεται μόνο με βάση τις αρχές του κεμαλισμού (συνθέτουν το ιδεολογικό πλαίσιο εκδυτικισμού της Τουρκίας αλλά, θα λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν την οθωμανική παράδοση και τις κοινωνικές δομές που δημιούργησε η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κληρονομιά που άφησε η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είναι μόνο γεωγραφική, αλλά πρωτίστως πολιτισμική και κοινωνική. Ο κεμαλισμός, ως πολιτική πρακτική, υπήρξε κατά κύριο λόγο ασυμβίβαστος με την κοινωνική κουλτούρα που κληροδότησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γεγονός αυτό ερμηνεύει σαφώς το πατρονάρισμα που επέβαλε στα αρχικά του στάδια στο πολιτικό σύστημα ο Κεμάλ, καθώς και τις έντονες αντιφάσεις και τον πολιτικό αυταρχισμό που κουβαλάει μέχρι και σήμερα το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Η σύγκρουση του εκσυγχρονισμού με την παράδοση, στο όνομα «ενός ενιαίου λαού και έθνους», η βίαιη –τεχνητή, κυρίως– πολιτιστική και εθνική ομοιογένεια δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμα. Τα σημάδια τους είναι έντονα στην τουρκική κοινωνία (κουρδικό πρόβλημα, αντιθέσεις μεταξύ σουνιτών και αλεβιτών κ.ά.). Ο μοναδικός θεσμός που λειτούργησε με συνέχεια και σταθερότητα είναι ο στρατός, ο οποίος χρειάστηκε να επέμβει πραξικοπηματικά τρεις φορές (1960, 1971, 1980) για να διαφυλάξει τον κεμαλικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Οι επεμβάσεις αυτές μπορεί να εκλαμβάνονται από πολλούς δυτικούς ως ένδειξη δυνατότητας του στρατού να διαφυλάξει το σύγχρονο κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, που προσπαθεί να οικοδομήσει η Τουρκία, αλλά αν το δει κανείς στο διηνεκές, τότε αυτό ερμηνεύεται ουσιαστικά ως αδυναμία του τουρκικού πολιτικού συστήματος να συμβιβαστεί με τις ανάγκες της τουρκικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό ρυθμίζει μία σχέση όπου το κράτος δεν εμπιστεύεται την κοινωνία και η κοινωνία δεν εμπιστεύεται το κράτος. Αυτή η σχέση είναι ικανή να οδηγήσει την Τουρκία σε επαναστατικές περιπέτειες κατά τη διάρκεια έντονων οικονομικών ή εθνικών κρίσεων.
Το “δυτικό πρόσωπο” το οποίο προσπάθησε να παρουσιάσει η Τουρκία συντηρήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι η Τουρκία αποτέλεσε τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο και υποστηρικτή των δυτικών και κυρίως αμερικάνικων συμφερόντων στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Η πολιτική αυτή, όμως, δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς, δηλαδή να καταστήσει την Τουρκία ηγεμονική περιφερειακή δύναμη. Ο ρόλος της στη Μέση Ανατολή παραμένει υποβαθμισμένος, αφού δεν κατάφερε να άρει τις παραδοσιακές καχυποψίες με τις γειτονικές Αραβικές χώρες και το Ιράν. Στα Βαλκάνια η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και επακολουθήσασα κρίση εμφανίστηκε ως ευκαιρία για την τουρκική εξωτερική πολιτική να παίξει ένα δικό της ρόλο με φιλομουσουλμανική κατεύθυνση. Το τέλος της Γιουγκοσλαβικής κρίσης βρήκε την Τουρκία να κερδίζει σε ερείσματα και αξιοπιστία, τόσο σε σχέση με τις δυτικές δυνάμεις όσο και αναφορικά προς τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Δεν μπόρεσε, όμως, να παίξει το ρόλο που προσδοκούσε αφού, δεν κατάφερε να άρει την καχυποψία του παρελθόντος στους χριστιανικούς πληθυσμούς και ο ρόλος της κάθε άλλο παρά σταθεροποιητικός υπήρξε. Παράλληλα, η μόνιμη αντιπαράθεση με την Ελλάδα καθιστά τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν αδύνατη. Με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η ικανότητά της να καλλιεργεί προσδοκίες στις νέες πολιτικές ηγεσίες των κρατών της Βαλκανικής.
Ο συγγραφέας πολύ σωστά καταλήγει ότι σήμερα η Τουρκία βρίσκεται στο δίλημμα να αναπροσαρμόσει την πολιτική της στο εξωτερικό και να επαναπροσδιορίσει την ιδεολογία του πολιτικού συστήματος, εάν θέλει να γίνει αποδεκτή από την “ευρωπαϊκή οικογένεια”. Σε ποιο βαθμό η στρατιωτική και πολιτική ελίτ επιθυμούν να υιοθετήσουν το δυτικό σύστημα αξιών και την δυτική κοινωνική συμπεριφορά θα καθορίσει κατά πόσο η Τουρκία μπορεί να μετεξελιχθεί από «στρατιωτική δημοκρατία» σε σύγχρονη δυτική δημοκρατία. Οι πολιτικές, όμως, εξελίξεις κατά το τελευταίο έτος με τη σύγκρουση του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ερμπακάν με το στρατιωτικό κατεστημένο δίνουν μια νέα διάσταση των πολιτικών εξελίξεων σε μακροχρόνιο επίπεδο γεγονός που καθιστά οποιαδήποτε πρόβλεψη μετέωρη.
Το βιβλίο του Χρ. Γιαλουρίδη, το οποίο αποτελεί μία προσπάθεια αναθεωρητικής προσέγγισης της σύγχρονης τουρκικής πραγματικότητας, έρχεται να καλύψει ένα κενό στον χώρο της ελληνικής βιβλιογραφίας να αναφορικά με τη μελέτη της πολιτικής ανάπτυξης στην σύγχρονη Τουρκία. Παράλληλα, περιλαμβάνεται εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από το θέμα, ελληνική και ξένη, με εξαίρεση την τουρκική που αποτελεί και τη μοναδική αδυναμία του βιβλίου. Τέτοιες προσπάθειες είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες γιατί συμβάλλουν τόσο στην ανάπτυξη των τουρκικών σπουδών στη χώρα μας όσο και στην κατανόηση του γειτονικού μας περιβάλλοντος.
Χρήστος Ιακώβου
Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ
Τμήμα Μεσανατολικών Σπουδών