του Γ. Παπαγιαννόπουλος, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999
Απορημένη Άνοιξη η φετινή. Απορημένη και αιμάσσουσα. Με όσα γύρω μας συμβαίνουν. Πριν καλά-καλά ξεμυτίσει, άρχισαν οι βομβαρδισμοί ίου NATO στη γείτονα Γιουγκοσλαβία.
Η απανθρωπιά, η αποκοτιά, η παράνοια του πολέμου εκτυλίσσονται μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων μας, οι φωνές των θυμάτων εισβάλλουν στα σαλόνια μας όπως τις μεταφέρει προς τα μας το μικρό κουτί που γνωρίζει πάλι μέρες δόξης.
Γέμισαν οι ουρανοί τοξικά, βρέχουν οι ουρανοί ΝΑΤΟϊκές βόμβες πάνω από τη Νέα Γιουγκοσλαβία. Αντί ν’ ανοίξουν οι καρδιές μας να γίνουν πιο ευάλωτες στα κελεύσματα της Άνοιξης και του έρωτα, φέτος σκληραίνουν, γεμίζουν μίσος, μαυρίλα, απογοήτευση, αγανάκτηση. Ημιμαθείς διαλαλούν από τηλεοράσεων στη σημερινή lingua franca, την πρόθεσή τους για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της! Άνθρωποι χαμογελαστοί δείχνουν χάρτες με καταστροφές κτηρίων και γεφυριών που κάποιοι μόχθησαν χρόνια για να φτιάξουν. Άλλοι πάλι ανόητοι δίπλα τους δικαιολογούν δολοφονίες και δολοφόνους με τη θεωρία του “στατιστικού λάθους”.
Η γιουγκοσλαβική τηλεόραση βομβαρδίζεται διότι οι ειδήσεις που μεταδίδει δεν είναι αρεστές στην ανεπτυγμένη και επιτιθέμενη Δύση. Μαζί με το κτήριο, βομβαρδίζονται και σκοτώνονται και όσοι εργάζονταν εκείνη τη στιγμή εντός του κτηρίου. Η κινεζική πρεσβεία βομβαρδίζεται και τρεις Κινέζοι σκοτώνονται στο Βελιγράδι “διότι οι χάρτες του NATO δεν είχαν ενημερωθεί”!
Και οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται και θα συνεχίζονται όπως διαλαλούν χωρίς αιδώ οι εμπνευστές τους. Καταστρέφουν :η γη με βόμβες, τους ουρανούς με τοξικά, τα νοήμονα δελφίνια στις θάλασσες με τους ήχους των σόναρ των υποβρυχίων.
Διαστροφή και διεστραμμένοι κυριαρχούν πλέον ανάμεσα στους ισχυρούς. Για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, έτσι ηταν πάντα τα πράγματα για τους εξουσιαστές και την κάθε λογής εξουσ:; Κι ήταν σε γνώση μας αυτή η λογική όταν συνειδητά επιλέξαμε — <αι έκτοτε παραμείναμε— να ανήκουμε στο στρατόπεδο των καταπιεσμένων και κατατρεγμένων, των ανέστιων, των κινημάτων της μαχόμενης διανόησης.
Όχι από μια ακόμα (δική μας) διαστροφή, αλλά από μια διαρκή εσωτερική μας παρόρμηση που απαιτεί: ένα τρόπο ζωής χειραφετημένο και όχι χειραγωγημένο. Μια διαρκή πάλη του ανθρώπου με τον εαυτό του και τους γύρω του. Έναν συνεχή αγώνα ενάντια στους —κουφούς και τυφλούς— ισχυρούς της Γης.
Κι ακόμα, επειδή σαν διανοούμενοι κι ακτιβιστές οφείλουμε ν’ αντισταθούμε σ’ αυτή την ομογενοποίηση πολιτισμών, σ’ αυτή την ομοιομορφία που επιβάλλει ένα ρεύμα χρηματισμού της ζωής μας, σ’ αυτή την πλαστικοποίηση αισθημάτων και τρόπου σκέψης.