Αρχική » Η ιδεολογία της απολυτρωμένης γης

Η ιδεολογία της απολυτρωμένης γης

από admin
του  Ισραήλ Σαχάκ
Άρδην τ. 71
Εκτός των άλλων, το Ισραήλ προπαγανδίζει στους Εβραίους πολίτες του κράτους μια ιδεολογία της αποκλειστικότητας, που αφορά στη Λύτρωση της Γης. Ο βασικός στόχος, που είναι η μείωση του αριθμού των μη Εβραίων, διαφαίνεται ευκρινώς μέσα από τη συγκεκριμένη ιδεολογία, που ενσταλάσσεται στο μυαλό των Εβραίων μαθητών, για την οποία, εκτός των άλλων, διδάσκονται πως αφορά σε ολόκληρη την επικράτεια είτε του κράτους του Ισραήλ είτε, μετά το 1967, σε αυτό που αναφέρεται ως η Γη του Ισραήλ.
Σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία, η γη που «απολυτρώθηκε» είναι η γη που πέρασε από μη εβραϊκή σε εβραϊκή ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία μπορεί είτε να είναι ατομική είτε να ανήκει στο Εθνικό Εβραϊκό Ίδρυμα ή στο εβραϊκό κράτος. Η γη που ανήκει σε μη Εβραίους θεωρείται, απεναντίας, ως «μη λυτρωμένη». Έτσι, εάν ένας Εβραίος που διέπραξε το χειρότερο έγκλημα που μπορεί να φαντασθεί κανείς αγοράσει ένα κομμάτι γης από έναν ενάρετο μη Εβραίο, η «μη λυτρωμένη» γη μετατρέπεται, μέσω μιας τέτοιας συναλλαγής, σε «λυτρωμένη». Εάν όμως, ένας ενάρετος μη Εβραίος αγοράσει γη από τον χειρότερο Εβραίο, η πρώην αγνή και «λυτρωμένη» γη γίνεται και πάλι «μη λυτρωμένη». Το λογικό συμπέρασμα μιας τέτοιας ιδεολογίας είναι η εκδίωξη, που καλείται «μεταφορά», όλων των μη Εβραίων από τη γη που πρέπει να «λυτρωθεί». Γι’ αυτό και η Ουτοπία της «Εβραϊκής Ιδεολογίας», που έχει υιοθετηθεί από το κράτος του Ισραήλ, είναι μια γη εντελώς «απελευθερωμένη», της οποίας κανένα μέρος δεν κατέχουν, ούτε εκμεταλλεύονται, μη Εβραίοι. Οι ηγέτες του σιωνιστικού εργατικού κινήματος εξέφρασαν αυτήν την απόλυτα αποκρουστική ιδέα με τη μεγαλύτερη σαφήνεια. Ο Γουόλτερ Λακέρ (Walter Laquer), ένας πιστός σιωνιστής, διηγείται στο βιβλίο του  Ιστορία του σιωνισμού3  πόσο ένας από αυτούς τους πνευματικούς πατέρες, ο Α. Ντ. Γκόρντον, που πέθανε το 1919, «αποδοκίμαζε κατ’ αρχήν τη βία και δικαιολογούσε την αυτοάμυνα μόνο σε ακραίες περιστάσεις. Αλλά τόσο αυτός όσο και οι φίλοι του ήθελαν να φυτευτεί κάθε δένδρο και κάθε θάμνος στην εβραϊκή πατρίδα, μόνο από Εβραίους πρωτοπόρους». Αυτό σημαίνει ότι ήθελαν να φύγουν όλοι οι άλλοι και να αφήσουν τους Εβραίους να «λυτρώσουν τη γη». Οι διάδοχοι του Γκόρντον επέβαλαν περισσότερη βία απ’ ό,τι εκείνος σκόπευε, αλλά η αρχή της «απολύτρωσης» και οι συνέπειές της παρέμειναν αναλλοίωτες.
Κατά τον ίδιο τρόπο, το κιμπούτς, που χαιρετίστηκε ευρύτατα ως μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας Ουτοπίας, ήταν και είναι μια Ουτοπία αποκλειστικότητας· ακόμα και αν αποτελείται από εκ πεποιθήσεως άθεους, δεν δέχεται Άραβες ως μέλη και απαιτεί από τα ενδεχόμενα μέλη άλλων εθνικοτήτων πρώτα να ασπασθούν τον Ιουδαϊσμό. Είναι πολύ φυσικό λοιπόν να θεωρούνται τα μέλη των κιμπούτς ως το πιο μιλιταριστικό κομμάτι της ισραηλινής εβραϊκής κοινωνίας.
Πιο πολύ από την «ανάγκη για ασφάλεια», που επικαλείται η ισραηλινή προπαγάνδα, είναι η ιδεολογία της αποκλειστικότητας εκείνη που οδήγησε στην κατάληψη της γης από το Ισραήλ, στη δεκαετία του ’50, και εκ νέου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όπως επίσης στα Κατεχόμενα, μετά το 1967. Επιπλέον δε, αυτή η ιδεολογία υπαγόρευσε και τα επίσημα ισραηλινά σχέδια για τον «Εξιουδαϊσμό της Γαλιλαίας». Αυτός ο περίεργος όρος σημαίνει την ενθάρρυνση των Εβραίων να εγκατασταθούν στη Γαλιλαία, με προσφορά οικονομικών κινήτρων. (Διερωτώμαι ποια θα ήταν η αντίδραση των Αμερικανών Εβραίων αν ένα σχέδιο για «τον εκχριστιανισμό της Νέας Υόρκης», ή ακόμα και μόνο του Μπρούκλιν, προτεινόταν στη χώρα τους). Όμως, η Λύτρωση της Γης συνεπάγεται περισσότερα από τον «εξιουδαϊσμό» περιφερειών. Σε όλη την έκταση του Ισραήλ, το Εθνικό Εβραϊκό Ίδρυμα, που υποστηρίζεται σθεναρά από κρατικές ισραηλινές υπηρεσίες (ιδιαίτερα από τη μυστική αστυνομία), δαπανά μεγάλα ποσά δημόσιου χρήματος για να «λυτρώσει» γη που οι μη Εβραίοι είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν, και να εμποδίσει κάθε πιθανή απόπειρα Εβραίων να πουλήσουν τη γη τους σε έναν μη Εβραίο που τους προσφέρει υψηλότερη τιμή.

Ο ισραηλινός επεκτατισμός
Ο βασικός κίνδυνος που συνιστά το Ισραήλ ως «εβραϊκό κράτος» για τον ίδιο τον λαό του, τους άλλους Εβραίους και τους γείτονές του, είναι η επιδίωξη μιας ιδεολογικά υποκινούμενης εδαφικής επέκτασης και η αναπόφευκτη ακολουθία των πολέμων που προκύπτει από αυτή την επιδίωξη. Όσο πιο εβραϊκό γίνεται το Ισραήλ ή, όπως λέγεται στα εβραϊκά, όσο περισσότερο «επιστρέφει στον ιουδαϊσμό» (μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη τουλάχιστον από το 1967), τόσο περισσότερο η πραγματική πολιτική του ορίζεται μάλλον από εβραϊκές ιδεολογικές θεωρήσεις και λιγότερο από ορθολογικές επιδιώξεις. Χρησιμοποιώντας τον όρο «ορθολογικές», δεν αναφέρομαι εδώ σε μια ηθική αποτίμηση της ισραηλινής πολιτικής ή στις υποτιθέμενες ανάγκες άμυνας ή ασφάλειας του Ισραήλ – ακόμα λιγότερο, στις δήθεν ανάγκες «επιβίωσης του Ισραήλ». Αναφέρομαι, εδώ, σε ισραηλινές ιμπεριαλιστικές πολιτικές που βασίζονται στα υποτιθέμενα συμφέροντά του. Όμως, όσο ηθικά επιλήψιμες ή πολιτικά ανόητες κι αν είναι τέτοιες πολιτικές, θεωρώ ότι ακόμα χειρότερη είναι η υιοθέτηση πολιτικών που βασίζονται στην «εβραϊκή ιδεολογία», σε όλες τις ποικιλόμορφες εκδοχές της. Η ιδεολογική υπεράσπιση των ισραηλινών πολιτικών βασίζεται συνήθως σε εβραϊκές θρησκευτικές πεποιθήσεις ή, στην περίπτωση των κοσμικών εβραίων, στα «ιστορικά δικαιώματα» των Εβραίων που απορρέουν από αυτές και διατηρούν τον δογματικό χαρακτήρα της θρησκευτικής πίστης.
Η αρχική πολιτική μου μεταστροφή από θαυμαστή του Μπεν-Γκουριόν4 σε ορκισμένο αντίπαλό του άρχισε ακριβώς από ένα τέτοιο ζήτημα. Το 1956, εύκολα είχα αποδεχθεί αρχικά τα πολιτικά και στρατιωτικά επιχειρήματα που προέβαλλε ο Μπεν Γκουριόν για να αρχίσει το Ισραήλ τον Πόλεμο του Σουέζ, μέχρις ότου εκείνος (παρ’ όλο που ήταν άθεος και υπερηφανευόταν ότι αδιαφορούσε για τα κελεύσματα της εβραϊκής θρησκείας) δήλωσε στην Κνεσσέτ, την τρίτη μέρα του πολέμου, ότι ο πραγματικός λόγος για τον πόλεμο ήταν «η αποκατάσταση του βασιλείου του Δαυίδ και του Σολομώντα» μέσα στα βιβλικά του όρια. Σε αυτό το σημείο της ομιλίας του, σχεδόν όλα τα μέλη της Κνεσσέτ σηκώθηκαν αυθόρμητα και τραγούδησαν τον ισραηλινό εθνικό ύμνο. Απ’ όσο γνωρίζω, κανείς σιωνιστής πολιτικός δεν έχει ποτέ αποκηρύξει την άποψη του Μπεν-Γκουριόν ότι οι ισραηλινές πολιτικές πρέπει να βασίζονται (μέσα στα όρια πραγματιστικών εκτιμήσεων) στην αποκατάσταση των βιβλικών ορίων ως ορίων του εβραϊκού κράτους. Πράγματι, μια προσεκτική ανάλυση των μεγαλεπήβολων ισραηλινών στρατηγικών και των αληθινών αρχών της εξωτερικής πολιτικής όπως εκφράζονται στα εβραϊκά, καθιστά αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι είναι η «Εβραϊκή Ιδεολογία» που καθορίζει την πραγματική ισραηλινή πολιτική περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. Η άγνοια για τον ιουδαϊσμό, τέτοιος που πραγματικά είναι, και για την «Εβραϊκή Ιδεολογία» κάνει αυτή την πολιτική ακατανόητη στους ξένους παρατηρητές, που συνήθως δεν γνωρίζουν τίποτε για τον ιουδαϊσμό παρά μόνο μια χονδροκομμένη υπεράσπισή του.
Ας δώσω ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα για την ουσιώδη διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στον ισραηλινό ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό –ακόμα και τον πιο υπερβολικό μα κοσμικού χαρακτήρα– και στις αρχές της «Εβραϊκής Ιδεολογίας». Σύμφωνα με ό,τι επιτάσσουν αυτές οι αρχές, όλη η γη που είτε εξουσίαζε τα παλιά χρόνια ένας Εβραίος ηγεμόνας είτε την είχε υποσχεθεί ο Θεός στους Εβραίους μέσα στη Βίβλο –κάτι που, στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πιο σημαντικό από πολιτική σκοπιά, σύμφωνα με τη ραβινική ερμηνεία της Βίβλου και του Ταλμούδ–, πρέπει να ανήκει στο Ισραήλ, εφόσον πρόκειται για ένα εβραϊκό κράτος. Βέβαια, πολλές εβραϊκές «περιστερές»5 έχουν τη γνώμη ότι μια τέτοια κατάκτηση πρέπει να αναβληθεί μέχρις ότου το Ισραήλ γίνει ισχυρότερο απ’ ό,τι είναι σήμερα, ή ότι θα υπάρξει, όπως ελπίζουν, μια «ειρηνική κατάκτηση», δηλαδή ότι οι Άραβες κυβερνώντες και οι αραβικοί λαοί θα «πεισθούν» να παραχωρήσουν την εν λόγω γη έναντι ανταλλαγμάτων που θα τους προσφέρει τότε το εβραϊκό κράτος.
Κυκλοφορεί ένας αριθμός αντιφατικών εκδοχών των βιβλικών ορίων της Γης του Ισραήλ που, κατά την ερμηνεία της ραβινικής ιεραρχίας, θα έπρεπε να ανήκει στο εβραϊκό κράτος. Οι πιο ακραίες ανάμεσά τους, μέσα σε αυτά τα όρια, περιλαμβάνουν τις εξής περιοχές: στον νότο, όλο το Σινά και μέρος της βορείου Αιγύπτου, μέχρι τα περίχωρα του Καΐρου˙ στα ανατολικά, ολόκληρη την Ιορδανία και ένα μεγάλο κομμάτι από τη Σαουδική Αραβία, ολόκληρο το Κουβέιτ και ένα μέρος του Ιράκ που βρίσκεται νοτίως του Ευφράτη˙ στον βορρά, ολόκληρο τον Λίβανο και ολόκληρη τη Συρία, καθώς και ένα τεράστιο μέρος της Τουρκίας (μέχρι τη λίμνη Βαν)˙ και στα δυτικά, την Κύπρο. Το ζήτημα των βιβλικών συνόρων έχει προκαλέσει έναν τεράστιο αριθμό ερευνών και επιστημονικών συζητήσεων –που έχουν συμπεριληφθεί σε άτλαντες, βιβλία, άρθρα και άλλα λαϊκότερα είδη προπαγάνδας–, οι οποίες δημοσιεύονται τώρα στο Ισραήλ, συχνά με κρατικές επιχορηγήσεις ή με άλλες μορφές χορηγίας. Ασφαλώς, ο μακαρίτης Καχάν και οι οπαδοί του, καθώς και σημαντικοί οργανισμοί, όπως το Γκους Εμουνίμ6, όχι μόνο επιθυμούν την κατάκτηση αυτών των περιοχών από το Ισραήλ, αλλά τη θεωρούν ως μια πράξη που συνιστά θεϊκή επιταγή, και είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει, αφού θα έχει τη βοήθεια του Θεού. Πράγματι, σημαντικές εβραϊκές θρησκευτικές προσωπικότητες θεωρούν την άρνηση του Ισραήλ να επιχειρήσει έναν τέτοιο ιερό πόλεμο ή, ακόμα χειρότερα, θεωρούν την επιστροφή του Σινά στην Αίγυπτο ως εθνικό ατόπημα, που δικαίως τιμωρήθηκε από τον Θεό. Ένας από τους πιο σημαίνοντες ραβίνους του Γκους Εμουνίμ, ο Ντοβ Λιόρ, ο ραβίνος των εβραϊκών εποικισμών της Κιρυάτ Άρμπα και της Χεβρώνας, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η αποτυχία του Ισραήλ να κατακτήσει τον Λίβανο, τα χρόνια 1982-1985, ήταν μια δίκαιη θεία τιμωρία για την αμαρτία που διέπραξε όταν «έδωσε ένα μέρος της Γης του Ισραήλ», δηλαδή το Σινά, στην Αίγυπτο.
Αν και διάλεξα μια ομολογουμένως ακραία εκδοχή για τα βιβλικά όρια της Γης του Ισραήλ, που «ανήκει» στο «εβραϊκό κράτος», αυτά τα όρια είναι πραγματικά δημοφιλή στους εθνικο-θρησκευτικούς κύκλους. Υπάρχουν λιγότερο ακραίες εκδοχές των βιβλικών ορίων, που καλούνται ενίοτε «ιστορικά όρια». Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, στο εσωτερικό του Ισραήλ και μεταξύ των Εβραίων υποστηρικτών της διασποράς, η εγκυρότητα της ιδέας είτε των βιβλικών είτε των ιστορικών ορίων που οριοθετούν τα όρια της γης που ανήκει δικαιωματικά στους Εβραίους, δεν αμφισβητείται, για λόγους αρχής, εκτός από μια πολύ μικρή μειονότητα που αντιτίθεται στην ιδέα ενός εβραϊκού κράτους. Στην πραγματικότητα, οι αντιρρήσεις για τη αναζήτηση τέτοιων συνόρων μέσω ενός πολέμου αφορούν συνήθως την αδυναμία επίτευξής τους. Λένε, π.χ., ότι το Ισραήλ είναι ακόμα πολύ αδύναμο για να κατακτήσει όλη τη γη που «ανήκει» στους Εβραίους, ή ότι η απώλεια της ζωής Εβραίων (αλλά όχι Αράβων!) που συνεπάγεται ένας πόλεμος κατακτήσεων τέτοιας έκτασης, είναι πιο σημαντική από την κατάκτηση γης˙ όμως, κατά τον δεοντολογικό ιουδαϊσμό, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η «Γη του Ισραήλ», μέσα σε οποιαδήποτε όρια, δεν «ανήκει» σε όλους τους Εβραίους. Τον Μάιο του 1993, ο Αριέλ Σαρόν πρότεινε επισήμως, στο Συνέδριο του Λικούντ, να υιοθετήσει το Ισραήλ να υιοθετήσει την ιδέα των «βιβλικών ορίων» ως επίσημη πολιτική του. Υπήρξαν μάλλον λίγες αντιρρήσεις σ’ αυτή την πρόταση, εντός ή εκτός του Λικούντ, και ήταν όλες βασισμένες σε πραγματιστικά επιχειρήματα. Δεν ρώτησε κανείς τον Σαρόν πού βρίσκονται ακριβώς τα βιβλικά όρια μέχρι τα οποία υποστήριζε ότι έπρεπε να φθάσει το Ισραήλ. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, για εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους λενινιστές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία ακολουθεί τις αρχές που έθεσαν ο Μαρξ και ο Λένιν. Δεν είναι μόνο η πεποίθηση καθεαυτή, όσο και αν είναι δογματική, αλλά, η ίδια η άρνηση της δυνατότητας να αμφισβητηθεί που, αποκλείοντας κάθε ανοικτό διάλογο, δημιουργεί έναν ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης. Μπορεί να ειπωθεί, επομένως, ότι η ισραηλινο-εβραϊκή κοινωνία και οι Εβραίοι της διασποράς που ζουν μια «εβραϊκή ζωή» και είναι οργανωμένοι σε καθαρά εβραϊκές οργανώσεις έχουν μια έντονη τάση ολοκληρωτισμού στον χαρακτήρα τους.
Ωστόσο, μετά τη δημιουργία του κράτους, αναπτύχθηκε παράλληλα και μια υψηλή ισραηλινή στρατηγική, που δεν βασίζεται στο δόγμα της «εβραϊκής ιδεολογίας», αλλά σε καθαρά στρατηγικές και ιμπεριαλιστικές θεωρήσεις. Μια έγκυρη και διορατική περιγραφή των κατευθύνσεων που διέπουν μια τέτοια στρατηγική έδωσε ο εν αποστρατεία στρατηγός Σλόμο Γκάζιτ, πρώην διοικητής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών7. Λέει ο Γκαζίτ:
Ο βασικός στόχος του Ισραήλ δεν έχει αλλάξει καθόλου [μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ] και παραμένει αποφασιστικής σημασίας: Η γεωγραφική θέση του Ισραήλ στο κέντρο της αραβικής και μουσουλμανικής Μέσης Ανατολής προδιαγράφει τον ρόλο του ως πιστού φύλακα της σταθερότητας σε όλες τις χώρες που το περιβάλλουν. Ο [ρόλος] του είναι να προστατεύει τα υπάρχοντα καθεστώτα: να εμποδίζει ή να διακόπτει τις διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης, και να εμποδίζει την επέκταση του θρησκευτικού φονταμενταλιστικού φανατισμού.
Για να επιτύχει αυτόν τον σκοπό, το Ισραήλ θα εξουδετερώνει όποιες αλλαγές γίνονται έξω από τα σύνορά του, και τις οποίες θα κρίνει απαράδεκτες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να αισθάνεται υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί όλη τη στρατιωτική του ισχύ για να τις εμποδίσει ή να τις εκριζώσει.
Με άλλα λόγια, το Ισραήλ στοχεύει στο να επιβάλει μια ηγεμονία στα άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής. Περιττό να πούμε ότι, σύμφωνα με τον Γκάζιτ, το Ισραήλ ενδιαφέρεται καλοπροαίρετα για τη σταθερότητα των αραβικών καθεστώτων. Σύμφωνα με την άποψή του, όταν το Ισραήλ προστατεύει τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, προσφέρει υπηρεσίες ζωτικής σημασίας στα «προηγμένα βιομηχανικά κράτη, που όλα ενδιαφέρονται στον ύψιστο βαθμό για την εγγύηση της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή». Υποστηρίζει ότι, χωρίς το Ισραήλ, τα υπάρχοντα καθεστώτα της περιοχής θα είχαν καταρρεύσει προ πολλού και ότι συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο εξ αιτίας των απειλών του Ισραήλ. Παρ’ όλο που αυτή η άποψη μπορεί να είναι υποκριτική, θα πρέπει να θυμηθούμε τη ρήση του Λα Ροσφουκώ ότι «η υποκρισία είναι ο φόρος που η κακία πληρώνει στην αρετή». Η Λύτρωση της Γης είναι μια προσπάθεια να αποφευχθεί η πληρωμή ενός τέτοιου φόρου.
Περιττό να πω ότι αντιτάσσομαι πέρα για πέρα και σε αυτή τη μη ιδεολογική αντίληψη της πολιτικής του Ισραήλ, που με τέτοια διαύγεια και ακρίβεια εξηγεί ο Γκάζιτ. Συγχρόνως, αναγνωρίζω ότι οι κίνδυνοι μιας πολιτικής όπως εκείνης του Μπεν Γκουριόν και του Σαρόν, που υποκινούνται από την «Εβραϊκή Ιδεολογία», είναι πολύ μεγαλύτεροι απ’ ό,τι οι απλές ιμπεριαλιστικές στρατηγικές, όσο εγκληματικές και αν είναι. Οι συνέπειες που έχουν οι πολιτικές καθεστώτων τα οποία στηρίζονται σε ιδεολογικά κίνητρα δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Το γεγονός ότι η «Εβραϊκή Ιδεολογία» αποτελεί μια ουσιαστική συνιστώσα της ισραηλινής πολιτικής κάνει επιτακτική, από πολιτική άποψη, την ανάλυση αυτής της συνιστώσας. Η ιδεολογία αυτή, με τη σειρά της, βασίζεται στη στάση του ιστορικού ιουδαϊσμού απέναντι στους μη Εβραίους, ένα από τα κύρια θέματα του βιβλίου αυτού. Αυτή η στάση επηρεάζει κατ’ ανάγκην πολλούς Εβραίους, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ο στόχος μας είναι λοιπόν να εξετάσουμε με πραγματικούς όρους τον ιστορικό ιουδαϊσμό.
Η επιρροή της «Εβραϊκής Ιδεολογίας» πάνω σε πολλούς Εβραίους ενδυναμώνεται και από την απουσία δημόσιας συζήτησης. Μια τέτοια συζήτηση ελπίζω ότι θα οδηγήσει τους ανθρώπους να υιοθετήσουν απέναντι στον εβραϊκό σωβινισμό και την περιφρόνηση που δείχνουν πολλοί Εβραίοι απέναντι στους μη Εβραίους (πράγμα που θα τεκμηριωθεί παρακάτω), την ίδια στάση με εκείνη που συνήθως υιοθετούν απέναντι στον αντισημιτισμό και όλες τις άλλες μορφές ξενοφοβίας, σωβινισμού και ρατσισμού. Δικαίως υποστηρίζεται ότι μόνο η πλήρης αποκάλυψη όχι μόνο του αντισημιτισμού αλλά και των ιστορικών ριζωμάτων του, μπορεί να είναι η βάση του αγώνα εναντίον του. Κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο η πλήρης έκθεση του εβραϊκού σωβινισμού και του θρησκευτικού φανατισμού μπορεί να είναι η βάση του αγώνα ενάντια σε αυτά τα φαινόμενα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα, όταν, αντίθετα με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, η πολιτική επιρροή του εβραϊκού σωβινισμού και του θρησκευτικού φανατισμού είναι πολύ ισχυρότερη από την πολιτική επιρροή του αντισημιτισμού. Όμως, υπάρχει επίσης μια άλλη σημαντική διάσταση: Πιστεύω ότι ο αντισημιτισμός και ο εβραϊκός σωβινισμός μπορούν να καταπολεμηθούν μόνο ταυτόχρονα.
Μια κλειστή ουτοπία;
Μέχρις ότου μια τέτοια στάση υιοθετηθεί ευρύτερα, οι κίνδυνοι που συνεπάγονται οι ισραηλινές πολιτικές που βασίζονται στην «Εβραϊκή Ιδεολογία» παραμένουν μεγαλύτεροι από εκείνους που επιφέρουν πολιτικές που βασίζονται σε καθαρά στρατηγικές θεωρήσεις. Τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών μορφών πολιτικής εξέφρασε ικανοποιητικά ο Χιου Τρέβορ-Ρόπερ στο δοκίμιό του, Ο Σερ Τόμας Μορ και η Ουτοπία8, αποκαλώντας τες πλατωνική και μακιαβελική:
Ο Μακιαβέλι, τουλάχιστον, ζήτησε συγγνώμη για τις μεθόδους που έκρινε αναγκαίες στην πολιτική. Λυπόταν για την ανάγκη της χρήσης βίας και απάτης και δεν τις αποκαλούσε με οποιοδήποτε άλλο όνομα. Αλλά ο Πλάτων και ο Μορ τις καθαγίασαν, αρκεί να χρησίμευαν για να υποστηρίξουν τις Ουτοπικές δημοκρατίες τους.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι αληθινοί πιστοί της Ουτοπίας που ονομάζεται «Εβραϊκό κράτος» και που θα αγωνισθεί για να φθάσει τα «βιβλικά όρια», είναι πολύ πιο επικίνδυνοι από τους γνώστες της υψηλής στρατηγικής τύπου Γκάζιτ, επειδή οι πολιτικές τους καθαγιάζονται είτε από τη χρήση της θρησκείας είτε, ακόμα χειρότερα, από τη χρήση θρησκευτικών εκκοσμικευμένων αρχών που διεκδικούν απόλυτο κύρος. Ο Γκάζιτ, τουλάχιστον, θεωρεί απαραίτητο να επιχειρηματολογήσει ως προς το ότι ο ισραηλινός εκβιασμός ωφελεί τα αραβικά καθεστώτα, ενώ ο Μπεν Γκουριόν δεν προσποιείται καν ότι η αναβίωση του βασιλείου του Δαυίδ και του Σολομώντα θα ωφελήσει κανέναν άλλο εκτός από το εβραϊκό κράτος.
Δεν θα πρέπει να φανεί παράξενο ότι χρησιμοποιούνται οι αντιλήψεις του πλατωνισμού για την ανάλυση ισραηλινών πολιτικών βασισμένων στην «Εβραϊκή Ιδεολογία». Το παρατήρησαν αρκετοί μελετητές, σημαντικότερος από τους οποίους ήταν ο Μόζες Χάντας9, οι οποίοι ισχυρίσθηκαν πως τα θεμέλια του «κλασικού ιουδαϊσμού», δηλαδή του Ιουδαϊσμού όπως καθιερώθηκε από τους ταλμουδιστές σοφούς, βασίζονται σε πλατωνικές επιρροές, και ιδιαίτερα στην εικόνα της Σπάρτης όπως εμφανίζεται στον Πλάτωνα. Σύμφωνα με τον Χάντας, ένα ουσιαστικό στοιχείο του πλατωνικού πολιτικού συστήματος, που υιοθέτησε ο ιουδαϊσμός πολύ νωρίς, ήδη από την περίοδο των Μακκαβαίων (142-63 π.Χ.), ήταν ότι «κάθε φάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς πρέπει να υπόκειται σε θρησκευτικές κυρώσεις, που, στην πράξη, τις χειρίζεται ο ηγεμόνας». Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος ορισμός του «κλασικού Ιουδαϊσμού» και των μεθόδων με τις οποίες τον χειρίσθηκαν οι ραβίνοι, από αυτόν τον πλατωνικό ορισμό. Ιδιαίτερα, ο Χάντας ισχυρίζεται ότι ο ιουδαϊσμός υιοθέτησε αυτό που «ο ίδιος ο Πλάτων συγκεφαλαίωσε [ως] στόχους του προγράμματός του» στο εξής γνωστότατο απόσπασμα:
…το σημαντικότερο όμως είναι ότι κανένας, άντρας ή γυναίκα, δεν επιτρέπεται να είναι ασύδοτος. Κανείς δεν πρέπει να μαθαίνει να δρα με δική του πρωτοβουλία, είτε όταν καταγίνεται επιμελώς με κάτι είτε στο παιχνίδι. Είτε στον πόλεμο είτε στην ειρήνη, πρέπει πάντα να ζει ακολουθώντας τον αρχηγό του… Με δύο λόγια, οφείλουμε να αποβάλουμε ακόμα και την ιδέα της ατομικής πρωτοβουλίας, ή ακόμα και τη γνώση για το πώς αυτή επιτυγχάνεται (Νόμοι, 942αβ).
Εάν αντικαταστήσει κανείς τη λέξη «αρχηγός» με τη λέξη «ραβίνος», θα έχουμε μια τέλεια εικόνα του κλασικού Ιουδαϊσμού, που επηρεάζει ακόμα βαθύτατα την ισραηλο-εβραϊκή κοινωνία και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ισραηλινή πολιτική.
Το παραπάνω απόσπασμα που παραθέσαμε επέλεξε ο Καρλ Πόπερ στο έργο του, Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, για να περιγράψει την ουσία μιας «κλειστής κοινωνίας». Ο ιστορικός ιουδαϊσμός και οι δύο διάδοχοί του, η εβραϊκή ορθοδοξία και ο σιωνισμός, είναι ορκισμένοι εχθροί της ιδέας της ανοικτής κοινωνίας σε ό,τι αφορά στο Ισραήλ. Ένα εβραϊκό κράτος, είτε βασίζεται στην τωρινή του εβραϊκή ιδεολογία, είτε, αν γίνει ακόμα πιο εβραϊκό απ’ ό,τι είναι τώρα, στις αρχές της εβραϊκής Ορθοδοξίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να περιέχει μια ανοικτή κοινωνία. Η ισραηλινο-εβραϊκή κοινωνία βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Μπορεί να γίνει ένα τελείως κλειστό μιλιταριστικό γκέτο, μια εβραϊκή Σπάρτη, που θα στηρίζεται στον μόχθο των Αράβων ειλώτων και θα διατηρείται εξ αιτίας της επιρροής του στο πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ και των απειλών χρησιμοποίησης της πυρηνικής του ενέργειας, ή μπορεί να επιχειρήσει να μεταβληθεί σε μια ανοικτή κοινωνία. Για να επιλέξει τον δεύτερο δρόμο, θα πρέπει να προβεί σε μια έντιμη εξέταση του εβραϊκού παρελθόντος του, να αναγνωρίσει την ύπαρξη του εβραϊκού σωβινισμού και της αποκλειστικότητας, και να πραγματοποιήσει μια έντιμη ανάλυση της συμπεριφοράς του Ιουδαϊσμού απέναντι στους μη Εβραίους.
Σημειώσεις:
3. Walter Laquer, Ιστορία του σιωνισμού, Schocken Publishers, Tel Αviv, 1974, στα εβραϊκά.
4. Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (1886-1973) ήταν Ισραηλινός πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ και ιδρυτής του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος της χώρας. Γεννήθηκε στην Πολωνία ως Νταβίντ Γκρυν (David Grόn). Το 1906 μετανάστευσε στην υπό οθωμανική κυριαρχία Παλαιστίνη, όπου εργάστηκε στις καλλιέργειες, εφαρμόζοντας τη φιλοσοφία που ενέπνευσε τους σιωνιστές για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Ο Μπεν Γκουριόν εκδιώχθηκε από την Παλαιστίνη το 1915, λόγω των εθνικιστικών και σοσιαλιστικών του δραστηριοτήτων. Η οθωμανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη τερματίστηκε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, ο Γκουριόν μπόρεσε να επιστρέψει στην Παλαιστίνη, η οποία βρισκόταν πλέον υπό βρετανικό έλεγχο. Επιμένοντας ότι η εβραϊκή εργασία αποτελεί μονόδρομο για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, ίδρυσε τη Γενική Ομοσπονδία Εργαζομένων, γνωστή ως Χίστραντουτ, και ενθάρρυνε και την ιδέα της δημιουργίας μιας εβραϊκής στρατιωτικής δύναμης στην Παλαιστίνη. Από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, διατήρησε το πρωθυπουργικό αξίωμα μέχρι το 1963 (με εξαίρεση το διάλειμμα της διετίας 1953-1955) και εγκατέλειψε την πολιτική το 1970, σε ηλικία 84 ετών (σ.τ.ε).
5. «Περιστερές» είναι οι Ισραηλινοί οπαδοί της ειρήνης και των ειρηνικών μεθόδων, αλλά σχεδόν πάντα, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, στα πλαίσια του σιωνισμού, ενώ «γεράκια» αποκαλούνται οι πολιτικοί που, όπως ο Σαρόν, είναι υπέρ της συστηματικής χρήσης βίας για την επίτευξη των σιωνιστικών επιδιώξεων (σ.τ.ε.).
6. Η Γκους Εμουνίμ (Μέτωπο των Πιστών) είναι η θρησκευτική σιωνιστική οργάνωση που εγκαινίασε, μετά τους πολέμους του 1967 και του 1974, την εγκατάσταση Εβραίων εποίκων στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. (σ.τ.ε.)
7. Βλ. Yedioth Ahronot, 27 Απριλίου 1992.
8. Hugh Trevor-Roper, Renaissance Essays, Foantana Press, London, 1985.
9. Βλ. Moses Hadas, Hellenistic Culture, Fusion and Diffusion, Columbia University Press, New York, 1959, ιδιαίτερα τα κεφάλαια VII και XX.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ