του T. Φιλανιώτη, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001
Ολο το προηγούμενο διάστημα είχε γίνει πια σε όλους φανερό σε Ελλάδα και Κύπρο ότι η κατάληξη σε μία συμφωνία για το Κυπριακό μέσα στο 2000 είναι ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Μάλιστα έγκυροι αναλυτές συμφώνησαν ότι εάν δεν μεσολαβούσε η ασθένεια του προέδρου της Κύπρου, Γλαύκου Κληρίδη, το Μάιο του 2000 οι εξελίξεις ίσως να ήταν ραγδαίες. Έστω ία έτσι όμως, παρά τα πισωγυρίσματα και τις καθυστερήσεις, παρά τις αμφιταλαντεύσεις και τις αμφιβολίες, οπωσδήποτε χάρη στην επιμονή του ίδιου του προέδρου των Η.Π Α, φτάσαμε στην επίτευξη αυτού που μέχρι πριν από λίγους μήνες φαινόταν αδιανόητο: στην υπογραφή μίας συμφωνίας λύσης του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με εκ περιτροπής προεδρία και ενισχυμένες εξουσίες κάθε ομόσπονδου κρατιδίου, μία όμως διεθνή υπόσταση και διεθνείς εγγυήσεις συμπεριλαμβανόμενων και των τουρκικών.
Οι αντιδράσεις ήταν λίγο πολύ αναμενόμενες. Οι μεν Τούρκοι θεώρησαν ελάχιστα τα όσα αποκόμισαν μπροστά σ’ αυτά που θα μπορούσαν να είχαν αποκομίσει με περισσότερες πιέσεις προς την ελληνική πλευρά. Η δε ελληνική κυβέρνηση θριαμβολόγησε παρουσιάζοντας τη συμφωνία ως τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία μετά το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας Ατατούρκ-Βενιζέλου του 1930. Οι χαρακτηρισμοί του τύπου: “αρχή μιας νέας εποχής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις”, “επιτέλους, ειρήνη στην Κύπρο” και “δί-Kcun και βιώσιμη λύση” έδιναν και έπαιρναν. Οι μόνοι που αντέδρασαν άμεσα ήταν οι από χρόνια γνωστοί για τις θέσεις τους στο Κυπριακό, όπως ο Δούντας, ο Στοφορόπουλος, ο Καραμπελιάς, ο Σαρρής, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, ενώ το ΚΚΕ. περιορίστηκε να καταδικάσει την ωμή παρέμβαση των Η.ΠΑ. στην περιοχή.
Όσο για την κυπριακή κυβέρνηση και τα κόμματα, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους και μίλησαν για “δικαίωση των αγώνων του κυπριακού ελληνισμού για επανένωση της νήσου και διασφάλιση της ειρηνικής συμβίωσης με τους τουρκοκύπριους”. Και πάλι αυτοί που αντέδρασαν ήταν οι γνωστοί απορριπτικοί, η Εκκλησία, ο Φτωχόπουλος, οι χούλιγκαν του Α.Π.Ο.Ε.Λ. και της Ανόρθωσης και ο Σύνδεσμός Συγγενών Αγνοουμένων.
Ήρθε όμως η στιγμή να τεθεί η συμφωνία σε δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση, αφού πρώτα ήρθε σε συνεννόηση με τα κόμματα, ανακοίνωσε ότι τίθεται σε έγκριση από τη λαϊκή ετυμηγορία το ερώτημα εάν το εκλογικό σώμα συμφωνεί με την κατ’ αρχήν αποδεκτή συμφωνία ή εάν προτιμά τη λύση συνομοσπονδίας δύο χωριστών κρατών!
Είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα κατά το οποίο όλα τα κόμματα και οι πολιτικοί αρχηγοί σε κάθε ευκαιρία τόνιζαν ότι ο αγώνας γίνεται για μία διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ενάντια στην τουρκική επιμονή για λύση συνομοσπονδίας, μία λύση που παρουσιαζόταν ως απαράδεκτη και διχοτομική.
Μόλις ανακοινώθηκε το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου. Πρώτη η Εκκλησία ανακοίνωσε ότι το θεωρούσε εμπαιγμό και ότι θα το μποϋκοτάριζε. Σωματεία προσφύγων και άλλοι φορείς έβγαζαν το ένα μετά το άλλο ανακοινώσεις απορρίπτοντας το δημοψήφισμα, χαρακτηρίζοντάς το ως τελεσίγραφο υποταγής στα κελεύσματα της Αγκυρας. Μάλιστα ορίστηκε μία μέρα διαμαρτυρίας κατά την οποία οι μεγάλες πόλεις της ελεύθερης Κύπρου κατακλύστηκαν από χιλιάδες κόσμο που κατέφθασε από όλα τα μέρη του νησιού για να διαμαρτυρηθεί. To πιo ζωηρό κομματι του συλλαλητηρίου της Λευκωσίας κατευθύνθηκε προς το προεδρικό μέγαρο και απείλησε να το πυρπολήσει καθώς κάποιοι παλιοί θύμισαν στους θερμόαιμους νέους τα Οκτωβριανά του 31. Η αστυνομία αρνήθηκε να συγκρουστεί με τους διαδηλωτές. Η αυθόρμητη συγκέντρωση έτεινε να μεταβληθεί σε ανοιχτή εξέγερση. Η κυβέρνηση πήρε το μήνυμα και αρκετοί υπουργοί παραιτήθηκαν.
Οι ξένες δυνάμεις παρακολουθούσαν τα γεγονότα της Κύπρου με κομμένη την ανάσα. Στην Κύπρο είχε ήδη δημιουργηθεί μία άτυπη αντεξουσία των αντιομοσπονδιακών δυνάμεων με προεξάρχουσα την Εκκλησία και μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα, καλλιτέχνες, μηχανόβιους, γυναίκες και παιδιά με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Όλοι αυτοί δεν έβλεπαν κανένα άλλο μέλλον για την επιβίωση της Κύπρου παρά μόνο την άμεση ένωση με την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα. Και τότε, σε ανύποπτο χρόνο, ξέσπασαν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη και από το Καστελόριζο μέχρι τη Λευκάδα. Το κυρίαρχο σύνθημα των διαδηλωτών ήταν παρμένο από ένα παλιό ζεϊμπέκικο που είχε τραγουδήσει ο Καζαντζίδης: “η Κύπρος είναι ελληνική”.
Η Τουρκία όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Αρχισε να ετοιμάζει στρατό και απειλούσε με προέλαση στην Κύπρο και τον Έβρο και αποβάσεις στα νησιά του Αιγαίου, εάν οι Κύπριοι δεν συνετίζονταν και δεν εγκατέλειπαν αμέσως το αίτημα της ένωσης. Αλλά ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Γιώργος Βασιλείου, που είχαν συνυπογράψει τη μυστική συμφωνία με την Τουρκία για το Κυπριακό, είχαν εξαφανιστεί από Ελλάδα και Κύπρο καθώς οι διαδηλωτές είχαν απειλήσει ότι θα τους λυντσάριζαν για το ξεπούλημα της Κύπρου. Έτσι, δεν υπήρχε κανείς να απαντήσει επίσημα στην τουρκική κυβέρνηση. Ανεπίσημα όμως οι διαδηλωτές απαιτούσαν να απορριφθούν άμεσα οι τουρκικές απειλές και να κηρυχτεί επιστράτευση.
Από τις λοιπές δυνάμεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούσε αυτοσυγκράτηση και στις δύο πλευρές ενώ οι Η.ΠΑ απαίτησαν από τους Κύπριους να λογικευτούν καθώς, όπως τόνιζε ο πρώην πρόεδρος Κλίντον, αυτή ήταν η τελευταία τους ευκαιρία για κάποια λύση. Ελλάδα και Κύπρος όμως για πρώτη φορά ήταν αποφασισμένες να μην υποχωρήσουν ούτε στην Τουρκία ούτε στο δυτικό ιμπεριαλισμό. Και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο: ένα μετά το άλλο, τα κράτη που συνορεύουν με την Τουρκία της κήρυξαν τον πόλεμο και απείλησαν πως εάν κινούσε τα στρατεύματά της κατά της Κύπρου και της Ελλάδας θα εξαπέλυαν επίθεση. Η Αρμενία, η Γεωργία, η Συρία, η Περσία, ακόμη και η καταπονημένη Ρωσία αλλά και τα ανταρτικά κινήματα των Κούρδων και των Παλαιστινίων απειλούσαν την Τουρκία με άμεση συντριβή ενώ ο μοναδικός της σύμμαχος, το Ισραήλ, κρατούσε στάση ουδετερότητας.
Δυστυχώς δε θα μπορέσω να σας διηγηθώ τη συνέχεια καθώς το ξυπνητήρι, ηχώντας ενοχλητικά και επίμονα στο αυτί μου, μου θύμισε πως έπρεπε να σηκωθώ για να πάω στη δουλειά. Να ακούσω και πάλι τους συναδέλφους να μιλούν για το χρηματιστήριο και να διαβάσω στα σιωπηλά τη μικρή στήλη της εφημερίδας που αναφέρεται στην πορεία του 5ου γύρου των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών για το Κυπριακό.