Αρχική » Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος

Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος

από Άρδην - Ρήξη

του Κ. Χατζηαντωνίου, από το Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003

ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ

ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2000

Η πολυφιλητη κυπροσ έχει μια παράδοση αγώνων, λόγου και τέχνης που θα μπορούσε να χαρίσει οίο ανάπηρο εθνικό μας σώμα την πνευματική αρτιμέλεια που οι Ελλαδικοί λογοτέχνες αδυνατούν να συλλάβουν- πόσο μάλλον να πλησιάσουν. Δεν θέλω να εξωραΐσω με αυτή την αξιωματική φράση τα συμβαίνοντα στη νήσο ούτε να λιβανίσω τον προδομένο λαό της αλλά να υποσημειώσω μια προοπτική. Η γεωγραφία, που αποτέλεσε κατάρα για την πολιτική της μοίρα, είναι και ευλογία αφού υπενθυμίζει έναν άλλο ελληνισμό που διασώζει την αυθεντική μας φυσιογνωμία, την πέραν κάθε προσδιορισμού με σημεία ορίζοντος. Αυτή την αλήθεια είχε συλλάβει ο κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας ποιητής, ο Γ. Σεφέρης, που διέσωζε την ιωνική μας ψυχή σ’ αυτή τη χώρα του βαλκανικού νότου. Ήταν αναπότρεπτο συνεπώς να στραφεί αυτός ο Ποιητής στη νήσο της ανατολικής ελληνικής Μεσογείου, όχι σαν «ένας μοντερνιστής που συνομιλεί με την παράδοση» αλλά σαν ένας Ίωνας που διαλέγεται με το σύγχρονο κόσμο.

Η σχέση του Σεφέρη με την Κύπρο είναι ο’ όλους γνωστή στις αδρές γραμμές της και, βέβαια, μέσα από τα ποιήματά του, όπως εκείνο της Σαλαμίνας που κάποτε μας έδινε ελπίδες ότι «ο μαντατοφόρος τρέχει κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του» θα φέρει κάποτε το φοβερό μήνυμα. Έλειπε εμφανώς το επιστημονικό και φιλολογικό σχήμα που θα έδινε σ’ αυτή μας τη γνώση το βάθος της γνωριμιάς που ξεπερνά τα φαινόμενα και ταξιδεύει σε λεπτομέρειες χρήσιμες όσο και αποκαλυπτικές. Αποτελεί ευτυχές γεγονός ότι το έργο αυτό ανέλαβε με επιμονή και συνέπεια ο ποιητής και φιλόλογος Σάββας Παύλου. Θυμάμαι τα πρώτα κείμενα του Σάββα Παύλου που διάβασα. Ήταν στο περιοδικό Αυτοδιάθεση, τέλη του 1984, αρχές του 1985. Οι φοιτητικές μας αναζητήσεις πέραν της δεξιάς και της αριστεράς, για την κραυγή εκείνη «τη βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου», την κραυγή που την είπανε φωνή πατρίδας («Λεπτομέρειες στην Κύπρο», Γ. Σεφέρης) και την ανακαλύπταμε με άγρια χαρά μέσα από το πάθος του Βάσου Φτωχόπουλου και τα άρτια πολιτικά ή φιλολογικά κείμενα του Σάββα Παύλου.

Η παιδιόθεν ερωτική μου σχέση με την Κύπρο (καρπός της ροδιακής καταγωγής μου για όσους καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ακούει ένα εννιάχρονο παιδί την εισβολή απ’ ευθείας από το ΡΙΚ και ν’ ακούει τα χρόνια που ακολούθησαν τα συλλαλητήρια της πλατείας Ελευθερίας ή τα απογεύματα την Ώρα του Εθνοφρουρού κάτω από τη λεβάντα του πατρικού σπιτιού) με παρέσυρε πάντοτε στον θαυμασμό για οποιαδήποτε κυπριακή έκφραση. Όμως στην περίπτωση του Παύλου δεν επρόκειτο περί αυτού. Ήταν η σύνδεση σε ένα ενιαίο σχήμα της επιστημονικής αξιωσύνης, της καλλιτεχνικής πνοής και του φλογερού πάθους για τις αρετές του χώματος όπου ριζώνουν οι άνθρωποι όταν δεν είναι ή δεν θέλουν να γίνουν πλαστικοί.

Υπάρχει μια φιλολογία που αποστεώνει τη λογοτεχνία, που αποχυμώνει το ποιητικό έργο από τη μυστική του σύνθεση. Ο ακαδημαϊσμός της κάμνει τους αναγνώστες να μοιάζουν με φοιτητές σε μάθημα ανατομίας γύρω από την κλίνη όπου εκτίθεται στην ύστατή του γυμνότητα το πτώμα της ποιήσεως. Υπάρχει μια άλλη φιλολογία, αυτή που φωτίζει τα γράμματα, που χαρίζει γνώση, δύναμη, πίστη, αρματωσιά απαραίτητη για να γνωρίσεις τον ποιητή, να νιώσεις πιο ώριμα και γι αυτό πιο βαθειά τη συγκίνηση. Γιατί δεν υπάρχει αληθινή τέχνη χωρίς συγκίνηση. Αυτή τη φιλολογία διακονεί ο Σάββας Παύλου. Διόλου τυχαία αφού είναι ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους ποιητές.

Η διατριβή του Σ. Παύλου, προϊόν επίπονης επιστημονικής έρευνας και επίμονης συστηματικής μελέτης, δεν είναι απλή φιλολογική μελέτη αλλά έργο -πρότυπο που διεξέρχεται συνολικά τη σχέση Σεφέρη- Κύπρου, με αρχειακή έρευνα, αναδίφηση και μελέτη όλης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Υπάρχει ιστορική τεκμηρίωση και κριτικός σχολιασμός. Ο Παύλου επιτυγχάνει να φέρει τον αναγνώστη σε αδιαμεσολάβητη επαφή με το σώμα της σεφερικής ποίησης, με τις πηγές των ενορμήσεων του ποιητή, χωρίς να αυθαιρετεί. Επιπλέον μας αποκαλύπτει παραμελημένες περιοχές και περιγράφει με μέγιστη ακρίβεια τη διαδικασία της ποιητικής εμπειρίας. Παρατηρούμε τις ιστορικές συνθήκες που γέννησαν το έργο, μαθαίνουμε για τη δύναμη της μοίρας.

Το έργο αυτό πλουτίζει σοβαρά τη σεφερική βιβλιογραφία και αποτελεί αναντικατάστατη πηγή μελέτης του συνόλου ποιητικού έργου και της προσωπικότητας του Σεφέρη. Γιατί χωρίς τη γνώση της σχέσης του ποιητή με την Κύπρο αυτή μένει αφώτιστη. Ο δεσμός του Σεφέρη με τη Μεγαλόνησο ξεχωρίζει από παρόμοιες σχέσεις Ελλαδιτών με την Κύπρο διότι υπήρξε συνεχής και βαθύς, πολύ πέραν της εκτέλεσης απλώς ενός εθνικού καθήκοντος ή μιας εθνικόφρονος ρητορείας. Η ζωή του ποιητή, οι συχνές επισκέψεις, η αλληλογραφία, οι δημοσιεύσεις και οι ποιητικές αναφορές το μαρτυρούν.

Στο έργο του Παύλου εξετάζονται εμπειρίες, βιώματα, γεγονότα, προβληματισμοί που λειτούργησαν ως προετοιμασία της κυπριακής εμπειρίας του ποιητή, με κορυφαίο γεγονός βέβαια την παντοτινή πληγή του 1922. Η απόστασή του από τον ελλαδισμό, η ιδιαίτερη σχέση με τον αδελφό του Άγγελο (έναν πρόωρα χαμένο ποιητή), το ταξίδι-Νέκυια στο γενέθλιο χώρο, θησαυρίσματα και κρυσταλλώσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Εξετάζονται επίσης οι αμφίδρομες σχέσεις του Σεφέρη με πρόσωπα και πράγματα της νήσου, πριν και μετά την «ανακάλυψη», οι αναρίθμητες ψηφίδες που συγκέντρωσε ο Παύλου, η πρώτη επίσκεψη του Σεφέρη το Νιόβρη του 53, οι θερμές εκδηλώσεις, τα ταξίδια που ακολούθησαν, η αλληλογραφία του, ακόμη και η διπλωματική εμπλοκή και οι άδικες κατηγορίες από τους ψευτοπατριώτες των τριόδων, που ωστόσο πλήγωναν βαθύτατα αυτόν τον τόσο απόλυτα Έλληνα και συνάμα τόσο ξένο στο ελλαδικό κέντρο.

Η χολή υπήρξε άφθονη, οι συκοφαντίες των Ελλαδιτών και οι ευτελείς διαστροφές της αλήθειας δεν έλειψαν. Οι ανεκδιήγητοι «πνευματικοί άνθρωποι» της Αττικοβοιωτίας μιλούσαν για… κλίκα! Και δεν ήταν δυνατό να μην αφήσουν απογόνους! Μια δήθεν αναθεωρητική απόπειρα που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την ιστορία και τη λογοτεχνία μας δεν άφησε βέβαια αμόλυντο και τον Γ. Σεφέρη. Ετέθη κι αυτός στο στόχαστρο μαζί με τον Ελΰτη, τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο. Γραφικοί πλην παχυλά αμειβόμενοι «αντιφασίστες» (τρομάρα τους!) ανακάλυψαν – τι άλλο; – τον κακό εθνικισμό στο έργο των ποιητών μας. Νομίζοντας οι δυστυχείς ότι μπορούν να διασαλεύσουν τα θεμέλια της εθνικής μας συνείδησης, εκτοξεύουν τη γλίτσα τους στις εμβληματικές φυσιογνωμίες της τέχνης μας. Στο βάθος είναι οι ίδιοι εκείνοι στεριανοί του 1920 που (όπως έλεγε ο Άγγελος Σεφεριάδης) δεν κατάλαβαν τα θαλασσινά λόγια του Βενιζέλου και, δέσμιοι του μίζερου εαυτού τους. προτίμησαν το καλύβι από λάσπη και άχερο και το χέρσο χωράφι τους σχίζοντας τους χάρτες της Μεγάλης Ελλάδας…

… Κοιτάζω το εξώφυλλο του βιβλίου. Σεισμόπληκτα παιδιά στον Κύκκο του 1953. Μια φωτογραφία του Γ. Σεφέρη. Τι γίναν εκείνα τα παίδια: Τα χώρισε άραγε το σπαρμένο από ξένους μίσος: Τα σεβάστηκε άραγε η εισβολή; Ο χρόνος που τα πήγε;… Τις μέρες αυτές που ο έγκλειστος Νεοφυτος ετοιμάζεται και πάλι να φωνάξει«Καλώς μας ήρθατε στην Κύπρο, αρχόντοι. Τράγοι και μαϊμούδες]», εμείς, με «μνήμη που όπου και να την αγγίξεις πονεί», θα θάψουμε πάλι στο περβόλι μας από ντροπή το καλάμι, καταφέρνοντας μονάχα τα λόγια του Ποιητή να ψιθυρίσουμε:

«Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή, πως λάμπουν τα δένδρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή, θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη. Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει» (Μνήμη Α’).

Κώστας Χατζηαντωνίου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ