από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
ΤΗΝ 24Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ ολοκληρώθηκε -και έκλεισε- ένας ιστορικός κύκλος 30 χρόνων ενώ, ταυτοχρόνως, εγκοινιάζετοι ένας νέος. Το “παράδοξο” είναι πως αυτός ο κύκλος άνοιξε και έκλεισε με την Κύπρο. Και όμως, το ίδιο είχε συμβεί και πάλι το 1955-56. Η μοίρα της Κύπρου και οι “περιπέτειες” του κυπριακού ζητήματος σφραγίζουν καθοριστικά την τύχη του τόπου και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των πολιτικών δυνάμεων.
Στη δεκαετία του 1950, μετά τη συντριπτική ήττα του εμφυλίου, η ελληνική Αριστερά ανασυγκροτείται με τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις υποστήριξης στον αγώνα της ΕΟΚΑ και ενάντια στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Το 25% των ψήφων της ΕΔΑ, το 1958, υπήρξε απότοκο -κατ’ εξοχήν-της λαϊκής κινητοποίησης για την Κύπρο, και αυτό σε ευθεία αντίθεση με τη στάση του ΑΚΕΛ στην Κύπρο, που απείχε από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, αποχή που θα σφραγίσει την ιστορία του Κυπριακού καθώς και πολλές από τις τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν. Η “Ένωση Κέντρου” θα συγκροτηθεί με σημαία της την αντίθεση στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, θα κατορθώσει να αποσπάσει τις ευρύτερες ΕΑΜικές μάζες από την ΕΔΑ και θα εγκαινιάσει την Κεντροαριστερά. Αντιστρόφως, η Δεξιά της εποχής θα ταυτιστεί με το “ξεπούλημα” του Κυπριακού, που θα επιβεβαιώσει τόσο τραγικά η ακροδεξιά δικτατορία, με τις δύο μοιραίες κινήσεις της: την ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας το 1967, που άφησε απροστάτευτη την Κύπρο, και το πραξικόπημα του 1974, πρελούδιο της τουρκικής εισβολής. Τέλος, το 1974, ο νέος πολιτικός κύκλος της μεταπολίτευσης θα σφραγιστεί από το Κυπριακό και την ανάδυση του ΠΑΣΟΚ ως της πολιτικής δύναμης που θα απορροφήσει την παλιά κεντροαριστερά και ένα μέρος της αριστεράς, σε ένα νέο πολιτικό μόρφωμα με αφετηρία τον “πατριωτισμό” και την “κοινωνική δικαιοσύνη”.
Ως συνέπεια του ακρωτηριασμού της Κύπρου, το 1974 εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος κατά την οποία η Τουρκία θέτει ως διεκδίκηση μια ιστορική αναθεώρηση του συσχετισμού δυνάμεων που είχε προκύψει από τη συνθήκη της Λωζάνης. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός στηρίζεται στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στο πληθυσμιακό και οικονομικό πεδίο και, κατ’ εξοχήν, στο αποφασιστικό γεγονός της Κατοχής της Κύπρου. Ανοίγεται μια ιστορική περίοδος -που θα κορυφωθεί το 2004- σταδιακών και συνεχών υποχωρήσεων της Ελλάδας έναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Αυτές οι υποχωρήσεις, στο δεύτερο μισό της μεταπολιτευτικής περιόδου -μετά το Νταβός, το 1988, και τη συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ, και κυρίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης-, θα επιταχυνθούν σε τεράστιο βαθμό και κλίμακα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μεταβληθεί στον πλέον ένθερμο υποστηρικτή της εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι εγκαταλείφθηκε και το υποτιθέμενο στρατηγικό πλεονέκτημα της εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως αναχώματος στην τουρκική επιθετικότητα. Και αυτό παρά τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου και τη διαρκή και ένοπλη αεροπορική αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου!
Αυτή η μεταστροφή οδηγεί σε ουσιαστική αναθεώρηση και του “ευρωπαϊκού” προσανατολισμού των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, ιδιαίτερα εντυπωσιακή από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο θα περάσει από το ΈΟΚ και NATO το ίδιο συνδικάτο”, του Ανδρέα Παπανδρέου, σε έναν αφελή και αγιοποιημένο ευρωπαϊσμό -αποδοχή του Μάαστριχτ, είσοδος στην ΟΝΕ με οποιοδήποτε κόστος, πολιτική που εξέφρασε ο Κώστας Σημίτης-, για να καταλήξει στον “ευρωατλαντισμό” και στη μεταβολή της Ελλάδας σε ημιπροτεκτοράτο των ΗΠΑ, πολιτική που εκφράζει ο Γιώργος Παπανδρέου. Διότι βέβαια η πρόσδεση της Ελλάδας στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Τουρκία, ως ελάσσονος εταίρου και κατώτερου υπηρετικού προσωπικού, οδηγεί και στην υπονόμευση της οικοδόμησης μιας Ευρώπης που θα μπορούσε να αντιταχθεί στην αμερικανική υπερδύναμη, έστω και στο ελάχιστο. Στρατηγικής σημασίας κίνηση σε μια τέτοια κατεύθυνση, υπήρξε η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αντάλλαγμα, όπως μας επανέλαβε ο Φερχόιγκεν, ήταν η υποστήριξη της εισόδου της Τουρκίας και η μετατροπή της Κύπρου σε αμερικανοαγγλο-τουρκικό προτεκτοράτο με το σχέδιο Ανάν. Η είσοδος της Κύπρου με αυτούς τους όρους όχι μόνο θα ενίσχυε την Τουρκία ως υποψήφια για την ένταξη, αλλά και θα εξασφάλιζε τη συγκρότηση ενός αμερικανικού πόλου στη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ενωμένης Ευρώπης. Ένας τέτοιος ευρωατλαντικός πόλος με την Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρο, σε συνεργασία με τη δυτική, αγγλική, πτέρυγα, θα ενταφίαζε οριστικά κάθε απόπειρα συγκρότησης ενός αυτόνομου ευρωπαϊκού πόλου.
Όταν στη Λουκέρνη διεφάνη πως η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά επρόκειτο να απορρίψουν το σχέδιο Ανάν, ο Γιώργος Παπανδρέου, στην πρώτη του παρέμβαση από την Αθήνα, θεώρησε αυτή την απόρριψη “καταστροφική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες προοιωνίζονται συνεργασίες που αρχίζουν από τα Βαλκάνια και φθάνουν μέχρι την Κεντρική Ασία”, αποκαλύπτοντας εν μέρει τον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό για τον νέο ρόλο της Ελλάδας και της Κύπρου ως των θεραπαινίδων μιας λεοντείας συμμαχίας! [Και βέβαια, σε αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι τυχαία γεγονότα όπως η αντικατάσταση του αεριαγωγού Μαύρη θάλασσα-Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη με εκείνον που θα έρθει στην Ελλάδα από την Κεντρική Ασία μέσω Τουρκίας, ή… η συμμαχία με τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο που έχει προτείνει ακριβώς αυτή τη στρατηγική σε βιβλίο του για την Κεντρική Ασία.]
Και επειδή στα Ανατολικά, και ιδιαίτερα στο Ιράκ, η Τουρκία θα έχει “απώλειες”, μια και οι Αμερικανοί είναι υποχρεωμένοι να στηρίξουν ένα ομόσπονδο Κουρδικό κράτος, θα πρέπει να “αποζημιωθεί” στην Κύπρο και το Αιγαίο. Αν σε όλα αυτά προστεθεί η στρατηγική σημασία της Κύπρου για Αμερική, Βρετανία, Ισραήλ και Τουρκία, τότε κατανοούμε ή μάλλον αρχίζουμε να κατανοούμε τις αιτίες της τεράστιας και πρωτοφανούς κινητοποίησης που ζήσαμε. Μιας κινητοποίησης, η οποία εκδιπλώθηκε σε ένα κρεσέντο από τον Φεβρουάριο, στη Νέα Υόρκη, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του δημοψηφίσματος και θα συνεχιστεί σε όλη την επόμενη περίοδο. Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί το στρατόπεδο του “ευρωατλαντισμού” “έδωσε τα ρέστα του” σε Ελλάδα και Κύπρο, προσπαθώντας, σε άμεση συνεργασία με τον Μπους και τον Πάουελ, να επιβάλει τη Νέα Τάξη του “Ναι σε συσκευασία Yes”.