του Φ. Μαλκίδη, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
1. Μία οφειλόμενη πράξη χρέους
η διερεύνηση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το νεοτουρκικό και κεμαλικό καθεστώς, αποτέλεσε ένα ζήτημα ταμπού για την ελληνική ιστορική και πολιτική επιστήμη. Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, η ταυτόχρονη ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο NATO το 1952,1 αλλά και σύγχρονα η αποκαλούμενη προσέγγιση των δύο κρατών, αποτέλεσαν σημεία σταθμούς (και) για το Ποντιακό ζήτημα. Είναι αυτές οι παράμετροι “που η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν απέκτησε τη δικαίωση που επιβαλλόταν να αποκτήσει”, όπως τονίζει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του2. Αφενός γιατί το πολιτικό κλίμα δεν επέτρεψε να διερευνηθεί το έγκλημα των μαζικών δολοφονιών εναντίων των Ελλήνων, αφετέρου όταν αυτό έγινε, μετά από πρωτοβουλία επιστημόνων και διανοουμένων, ως ελάχιστο χρέος έναντι της συλλογικής μνήμης, αντιμετώπισε ένα πολύ εχθρικό περιβάλλον. Ωστόσο, μετά από αγώνες και προσπάθειες πολλών ετών από Πόντιους της δεύτερης γενιάς και συλλόγους του εσωτερικού και του εξωτερικού, το Ελληνικό κοινοβούλιο αναγνώρισε το 1994 τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, θεσπίζοντας τη 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης και τιμής. Ο νόμος για την αναγνώριση του μαζικού εγκλήματος ήταν από μόνος του ένας σταθμός στη νεώτερη ελληνική ιστορία, ότι πιο πολύτιμο ίσως είχε να προσφέρει το ελλαδικό κράτος προς τα θύματα της εκκαθάρισης από την ιστορική πατρίδα και προς τους απογόνους τους, τους πρόσφυγες που έφτασαν ρακένδυτοι στην Ελλάδα και παρόλα αυτά συνεισέφεραν στο ελληνικό πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η αναγνώριση της γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων είχε πολλές συνιστώσες και άλλες τόσες προτεραιότητες. Η προστασία της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, “πράξη καθήκοντος προς την ιστορία και πράξη ευθύνης απέναντι στις νεότερες γενιές των Ελλήνων”3, η διεθνοποίηση της σε όλα τα επίπεδα (αναγνώριση από την Τουρκία, η καταπάτηση δικαιωμάτων των ποντιοφώνων που ζουν στην Τουρκία και ιδιαίτερα στον τόπο διαβίωσης τους στον Πόντο), η εγκατάσταση των Ποντίων προσφύγων από την τ. Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα, η τεκμηρίωση της γενοκτονίας. Για λόγους που είναι γνωστοί και κατανοητοί όπως αναφέραμε παραπάνω και συνδέονται με συμφέροντα ξένα με τη μνήμη και την πραγματική φιλία μεταξύ των λαών η απόφαση της εθνικής αντιπροσωπείας για την έκδοση των ντοκουμέντων της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, δεν υλοποιήθηκε άμεσα. Έτσι πέρασαν 10 ολόκληρα χρόνια ώσπου η Ελληνική Βουλή να εκδώσει το βιβλίο του καθηγητή πανεπιστημίου Κωνσταντίνου Φωτιάδη, το οποίο τεκμηρίωσε τις δολοφονίες 353000 Ελλήνων στον Πόντο το διάστημα 1916-1923. Το βιβλίο χωρίζεται σε 13 κεφάλαια τα οποία καλύπτουν την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου, την εθνολογική κατάστα- αη στην περιοχή, τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και το νεοτουρκικό καθεστώς, το οποίο στράφηκε εναντίον των Ελλήνων (και των Αρμενίων), το πρόγραμμα του κεμαλικού καθεστώτος για την εθνοκάθαρση στον Πόντο. Το βιβλίο περιλαμβάνει πρωτογενείς πηγές, καρπός της πολύχρονης έρευνας του συγγραφέα σε κρατικά αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Μ. Βρετανίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας, του Βατικανό, της Κοινωνίας των Εθνών και της Ελλάδας, ενώ παρατίθεται και πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία, ελληνική και ξένη.
2. Το αδίκημα
Η γενοκτονία των Ποντίων (1916-1923) με τα πάνω από 353.000 θύματα, αποτελεί μία μεγάλη γενοκτονία του 20ου αιώνα. 0 όρος γενοκτονία όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. 0 μερικός ή ολικός αφανισμός μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας εμπίπτει, σύμφωνα προς το άρθρο 1 της ειδικής Σύμβασης, την οποία έχει ψηφίσει η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948 στο έγκλημα της γενοκτονίας, διακρινόμενο από τα εγκλήματα πολέμου, αφού “δει/ παραβιάζει μόνον τους πολεμικούς κανόνες, αλλά το ίδιο αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, εφόσον δεν αναπέμπει σε συγκεκριμένα άτομα ή έθνος, αλλά αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα”4. Έτσι η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή. Αυτός ο οποίος διαπράπει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι, στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.
Η 19η Μάιου 1919, ημερομηνία της αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, είναι η αρχή για τη δεύτερη και πιο σκληρή φάση της Ποντιακής γενοκτονίας. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, η εξάλειψη της Ποντιακής ηγεσίας στην Αμάσεια το 19215, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι μαζικές δολοφονίες, ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν μετά από εξοντωτικές πορείες, στην Ελλάδα, στην ΕΣΣΔ, το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Αυστραλία,
ΗΠΑ) ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναληφθεί αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο6. Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων μετά το 1922-1923.
3. Η σημασία της έκδοσης
Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων
του Πόντου και η έκδοση του συγγραφικού έργου του Κ. Φωτιάδη από τη Βουλή των Ελλήνων παρά την ομολογουμένως πολυετή καθυστέρηση, δικαίωσε τον Ποντιακό Ελληνισμό και συνέδεσε τον σύγχρονο Ελληνισμό με το παρελθόν του μέσω της συλλογικής μνήμης, δηλαδή αλήθειας. Η συγκεκριμένη έκδοση του Κ. Φωτιάδη είναι πλέον ένα βασικό στοιχείο της μνήμης και “εναπόκειται στη Βουλή των Ελλήνων να μεταβιβάσει στα κοινοβούλια άλλων χωρών την πρόθεσή της να καταστήσει σεβαστή της μνήμη αυτή της Γενοκτονίας”7. Ο Ποντιακός Ελληνισμός είναι ένα μεγάλο τμήμα του έθνους και δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί από την Πολιτεία και την ελληνική κοινωνία. Η διαφύλαξη και η περαιτέρω ανάδειξη και διεθνοποίηση της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας, η οποία υπερβαίνει τον Ποντιακό Ελληνισμό και διαπερνά όλη την ελληνική κοινωνία, αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο των θεσμών και της κοινωνίας που σέβονται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη τους. Και όπως καταλήγει ο μεγαλύτερος ίσως Πόντιος συγγραφέας, ο Δημήτρης Ψαθάς “ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη κριτική αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, ήταν ίσως κι ένας από τους λόγους που τόσο άσχημα πορεύτηκε η ‘φιλία’ με τους Τούρκους. Να ρίξουμε το πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε. Να ξέρουν κι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους εφ’ όσον θέλουν να πάρουν τη θέση που φιλοδοξούν ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μία ελληνοτουρκική φιλία επάνω σε στέρεες βάσεις”8.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
#. Μαλκίδης θ., Η πολιτική της Ελλάδας και της Τουρκίας μετά την ένταξη τους οτο NATO, Αθήνα 2000, σ.45.
Φωτιάδης, Κ., Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2004, σ.16
3 . Πρόλογος του πρώην προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Α. Κακλαμάνη, Φωτιάδης, Κ., ο.π., σ.11.
4 . Destexhe, Α., Rwanda and genocide in the Twentieth Century, New York, New York University
Press, 1996, p. 2 5. Φωτιάδης, Κ., ο.π., Κεφάλαιο Γ Το Μαρτυ-
ρολόγιο 1921, σ. 365-419. 6 . Βλ. Φωτιάδης, Κ., ο.π., κεφάλαιο ΙΓ1, ο. 457 κ.ε., καθώς και για τις ευθύνες των ελλαδικών κυβερνήσεων.
7. Φωτιάδης, Κ., ο.π., σ.17. 8. Ψαθάς, Δ. Γη του Πόντου, Αθήνα , χχ., σ. 8.