Μικρό οδοιπορικό στο εξοπλιστικό τοπίο της τελευταίας 15ετίας
του Νικόλα Δημητριάδη
Μετά από έναν χρόνο αδράνειας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση σημαντικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Θα επιχειρήσουμε εδώ μια σύντομη ανασκόπηση των ελληνικών αμυντικών εξοπλισμών, την εποχή της κρίσης, με την ευχή τα όσα θα περιγράψουμε να αποτελούν σύντομα μια μακρινή ανάμνηση.
Μετά από τη σύντομη εξοπλιστική κούρσα που ακολούθησε το άγος των Ιμίων (και το όργιο διαφθοράς που τη συνόδευσε), οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μπήκαν σε μία περίοδο παρατεταμένης απαξίωσης. Η εγκατάλειψη ξεκίνησε ουσιαστικά μετά την Ολυμπιάδα και τα απόνερά της. Από τότε, μέχρι και το πρώτο μνημόνιο, δεν προχώρησε κανένα μείζον εξοπλιστικό πρόγραμμα. Ακόμη και προγράμματα που έφτασαν μία ανάσα πριν την υλοποίηση, όπως η αγορά γαλλικών φρεγατών, σταμάτησαν. Ήταν η εποχή που η κυβέρνηση Καραμανλή διέδιδε ότι τα υποβρύχια «γέρνουν», σαν δικαιολογία, ώστε να μην τα παραλάβει (και αποπληρώσει)! Μοναδική εξαίρεση, τότε, αποτέλεσε η αγορά 30 αεροσκαφών F-16, από τη γνωστή αμερικάνικη εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν.
Η επέλαση του μνημονίου, όπως ήταν αναμενόμενο, έπληξε πρώτα και κύρια τις Ένοπλες Δυνάμεις. Άλλωστε, οι εξοπλισμοί ή η στρατιωτική εκπαίδευση δεν προσφέρουν ψήφους. Επί κυβερνήσεων Παπανδρέου-Βενιζέλου-Σαμαρά, τα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα σταμάτησαν στο σύνολό τους. Έκτοτε, οι κυριότερες προσθήκες στο υλικό των Ενόπλων Δυνάμεων αφορούν κυρίως στην απόκτηση παλαιών, μεταχειρισμένων συστημάτων, που αποσύρουν οι Η.Π.Α (οχήματα μεταφοράς προσωπικού M-113, ελικόπτερα Chinook και Kiowa κ.α.). Την περίοδο αυτή άρχισαν να γίνονται αισθητά και τα σοβαρά προβλήματα υποστήριξης των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και συμβάσεων υποστήριξης, ενώ πολλά οπλικά συστήματα αντιμετώπιζαν ελλείψεις και στα πυρομαχικά τους.
Η κυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ
Το 2014, τα χειρότερα φαίνονταν να έχουν περάσει και η χώρα έμοιαζε να μπαίνει σε μια περίοδο δημοσιονομικής ανάκαμψης. Τον Ιούλιο του 2014, λοιπόν, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας κατέθεσε στη Βουλή μία έκθεση, που περιελάβανε 42 επείγοντα προγράμματα ύψους 2 δισ. ευρώ, τα οποία είχαν ως στόχο τη σε βάθος χρόνου επιχειρησιακή «επαναφορά» των Ενόπλων Δυνάμεων. Κανένα από τα προγράμματα αυτά δεν αφορούσε στην αγορά νέων οπλικών συστημάτων. Όλα είχαν να κάνουν με την αξιοποίηση των υπαρχόντων: συντήρηση, ανταλλακτικά, αναβαθμίσεις, πυρομαχικά.
Καθώς η χώρα έμπαινε σε προεκλογική περίοδο (πού καιρός να ασχοληθούμε με την ασφάλεια της χώρας;!), η έκθεση αυτή περίμενε υπομονετικά τη διάδοχη κατάσταση. Πράγματι, η νέα κυβέρνηση και ο τότε νέος υπουργός Π. Καμμένος παρέλαβαν την έκθεση αυτή, αλλά την τοποθέτησαν προσεκτικά και ευλαβικά στο συρτάρι. Είχαν αποφασίσει πως οι Ένοπλες Δυνάμεις θα πέρναγαν άλλα πέντε χρόνια εγκατάλειψης.
Παρ’ όλα αυτά, στη συνέχεια, ο κ. Καμμένος προχώρησε σε ρυθμούς φαστ τρακ (μέσα σε ένα δίμηνο) ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει επί υπουργίας Δ. Αβραμόπουλου: την αναβάθμιση τεσσάρων αεροπλάνων ναυτικής συνεργασίας P-3 Orion, που ανέλαβε η γνωστή αμερικάνικη εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν. Το πρόγραμμα δέχτηκε αρκετή κριτική, κυρίως λόγω της μεγάλης καθυστέρησης (παρ’ ότι προωθήθηκε έναντι των υπολοίπων εκκρεμών προγραμμάτων ως «υπερεπείγον», θα αποδώσει το πρώτο αεροπλάνο το… 2023) και της υψηλής και εμπροσθοβαρούς πληρωμής του (500 εκατ. ευρώ, που θα αποπληρωθούν αρκετά χρόνια πριν την παραλαβή των αεροπλάνων). Η σοβαρότερη κριτική που ασκήθηκε, όμως, ήταν το γεγονός ότι το κόστος του προγράμματος εμπόδισε τις Ένοπλες Δυνάμεις να κλείσουν μία σειρά από «τρύπες», ικανοποιώντας επείγουσες ανάγκες. Και αυτό, διότι κατά τα άλλα, ο κ. Καμμένος, δεν βρήκε τον χρόνο να ασχοληθεί με πολλά πράγματα κατά τη θητεία του. Τα μισά αεροπλάνα της Πολεμικής Αεροπορίας (μεταξύ αυτών τα πολύτιμα Μιράζ και τα εξίσου πολύτιμα ιπτάμενα ραντάρ) συνέχισαν να στερούνται συμβάσεων υποστήριξης, τα υποβρύχια συνέχισαν να στερούνται σύγχρονων τορπιλών, ο στόλος εξακολούθησε να βασίζεται σε πλοία 30 και 40 ετών, τα ελικόπτερα NH-90 συνέχισαν να… μην παραλαμβάνονται και να σαπίζουν στις αποθήκες της κατασκευάστριας εταιρείας στη Γαλλία (όπως και με τα υποβρύχια, προτιμήθηκε να μην παραληφθούν, ώστε να μην… αποπληρωθούν!).
Ευτυχώς, στο βεβαρημένο πρόγραμμά του, μπόρεσε να χωρέσει δύο ακόμη μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα, που ξεκίνησαν να συντάσσονται επί των ημερών του: ο εκσυγχρονισμός των F-16 από τη γνωστή αμερικάνικη εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν και, στη συνέχεια, η αγορά τεσσάρων ναυτικών ελικοπτέρων MH-60 από την Λόκχηντ-Μάρτιν. Σημαντικό γεγονός ήταν, επίσης, η προετοιμασία της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας, που υπεγράφη τελικά από την επόμενη κυβέρνηση. Τέλος, ο κ. Καμμένος συνέχισε τις καθιερωμένες πλέον, συζητήσεις για την αγορά γαλλικών φρεγατών.
Ένας βολικός νόμος
Ο διεισδυτικός αναγνώστης θα πρόσεξε ότι αυτά τα ελάχιστα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα που υλοποιήθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, κατέληξαν όλα στην αμερικανική Λόκχηντ-Μάρτιν. Θα έτυχε, μάλλον να είναι πρώτης προτεραιότητας, ενώ οι υπόλοιπες ανάγκες είναι δευτερεύουσας σημασίας. Υπάρχει, πάντως, και άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εξοπλιστικών: έγιναν όλα χωρίς διεθνή διαγωνισμό, αλλά με απευθείας ανάθεση. Πέραν των πολιτικών επιλογών («διπλωματία των εξοπλισμών» ή ό,τι άλλο) η εμμονή των τελευταίων κυβερνήσεων στις απευθείας αναθέσεις έχει ένα βασικό κίνητρο: Τον νόμο 3978/11 περί προμηθειών του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ο νόμος αυτός δημιούργησε ένα τόσο ασφυκτικό πλαίσιο στις προμήθειες, που αποθαρρύνει την οποιαδήποτε σύμβαση: Διεθνείς διαγωνισμοί με δρακόντειες προβλέψεις και ρήτρες, εξωπραγματικές απαιτήσεις, αφάνταστη γραφειοκρατία, οι οποίοι δεν τελεσφορούν ποτέ, σέρνονται επί χρόνια, ακυρώνονται και επαναπροκηρύσσονται, χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, μόνο στα πρώτα 5 χρόνια εφαρμογής του νόμου (2011-2016), ολοκληρώθηκαν μόλις 16 διαγωνισμοί σε σύνολο 40. Οι υπόλοιποι ακυρώθηκαν!
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι οι περισσότεροι εξ αυτών αφορούν σε συμβάσεις υποστήριξης, παροχής, δηλαδή, ανταλλακτικών που εκ των πραγμάτων κατασκευάζει μία και μόνη εταιρεία: η κατασκευάστρια του εκάστοτε οπλικού συστήματος. Κι όμως, σε πολλές περιπτώσεις, διαγωνισμοί κηρύσσονται άγονοι, καθώς δεν συμμετείχε κανείς. Ούτε καν ο κατασκευαστής!
Καθ’ ότι ελληνικός, βέβαια, ο νόμος αυτός έχει και το παραθυράκι του! Διότι αφορά μόνο στις εμπορικές συμβάσεις – οι διακρατικές συμφωνίες εξαιρούνται. Πράγματι, προγράμματα που γίνονται με διακρατική συμφωνία μπορούν και προχωρούν απρόσκοπτα. Τέτοια είναι τα προγράμματα που αφορούν στα αμερικανικά οπλικά συστήματα, τα οποία αποκτώνται στο πλαίσιο των προγραμμάτων FMS (Foreign Military Service). Με τη μέθοδο αυτή, τα αμερικάνικα οπλικά συστήματα αγοράζονται όχι από τις κατασκευάστριες εταιρείες τους, αλλά από το αμερικανικό δημόσιο, το οποίο παρεμβάλλεται ως μεσάζων, εξασφαλίζοντας, παράλληλα, ευνοϊκή αποπληρωμή. Στην περίπτωση, δε, οπλικών συστημάτων άλλων χωρών, οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να αναζητήσουν κάποια ανάλογη διευθέτηση, προκειμένου να γλιτώσουν από τη δαγκάνα του ίδιου του νόμου τους (π.χ., οι 15ετείς συζητήσεις για την αγορά γαλλικών φρεγατών περιλαμβάνουν πλέον και την ελληνική απαίτηση για διακρατική συμφωνία). Η κυβέρνηση, αντί να κάνει το προφανές (να τροποποιήσει τον νόμο) προσπαθεί να τον παρακάμψει!
Έτσι, τα τελευταία 10 χρόνια εμφανίζεται το εξής παράδοξο: Οσάκις θέλησε η Ελλάδα να αγοράσει νέα οπλικά συστήματα, το έκανε χωρίς διαγωνισμό, με απευθείας ανάθεση και αδιαφανείς διαδικασίες, δίδοντας δισεκατομμύρια ευρώ. Την ίδια στιγμή, οσάκις έρχεται η ώρα να αλλάξει ένα αεροπλάνο… τακάκια, τότε έξαφνα πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του… αδιάφθορου νόμου Βενιζέλου! Προκηρύσσονται διεθνείς διαγωνισμοί και ενεργοποιούνται αυστηρότατες διατάξεις, μη τυχόν και υπάρξει κάποια υπόνοια ατασθαλίας, με αποτέλεσμα το σχετικό πρόγραμμα να ακυρώνεται και το οπλικό σύστημα να μένει χωρίς ανταλλακτικά και να καθηλώνεται. Έχει δημιουργηθεί, έτσι, ένας στρατός δύο ταχυτήτων: Κάποια όπλα (τα αμερικανικά) συντηρούνται κανονικά, μέσω των συμβάσεων FMS, ενώ κάποια άλλα (τα ευρωπαϊκά) απαξιώνονται, καθώς πρέπει να περάσουν από τις συμπληγάδες του 3978/11.
Γνωστότερη περίπτωση, βέβαια, είναι αυτή των γαλλικών μαχητικών Μιράζ. Θεωρούνται η αιχμή του δόρατος της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς, μεταξύ άλλων, είναι εξοπλισμένα με κρίσιμα όπλα (όπως οι πύραυλοι αέρος-επιφανείας Exocet και οι πύραυλοι στρατηγικής κρούσης Scalp), όπλα που στερούνται τα υπόλοιπα μαχητικά της αεροπορίας μας (F-16 και F-4). Κι όμως, τα Μιράζ είχαν να λάβουν ανταλλακτικά εδώ και 10 χρόνια, με αποτέλεσμα πολλά να είναι καθηλωμένα, το πτητικό πρόγραμμά τους να έχει μειωθεί, ενώ οι πιλότοι τους δεν μπορούσαν να εκπαιδευτούν επαρκώς. Τον περασμένο Νοέμβριο, μάλιστα, παραιτήθηκε και ο διοικητής της 114 Πτέρυγας Μάχης, που φιλοξενεί τα Μιράζ, καθώς η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δημοσιογραφικές πηγές, δε, λένε ότι η 114 Πτέρυγα είχε φτάσει να ασχολείται περισσότερο με το μεταναστευτικό (Δομές Ριτσώνας και Οινοφύτων) παρά με τις αεροπορικές επιχειρήσεις. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, με το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου να είναι ορατό, οι συμβάσεις υποστήριξης των Μιράζ (που είχαν περάσει από τη Βουλή τον Δεκέμβριο) εξακολουθούσαν να βρίσκονται χαμένες, κάπου μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ελληνικής γραφειοκρατίας…
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλα μέσα της Πολεμικής Αεροπορίας. Τελευταίο θύμα του νόμου 3978 ήταν ο διαγωνισμός για την υποστήριξη των, σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένων, ιταλικών μεταγωγικών αεροπλάνων C-27, που ακυρώθηκε τον περασμένο Ιούλιο –μεσούσης της ελληνοτουρκικής κρίσης– καθώς απορρίφθηκε η μοναδική υποβληθείσα προσφορά (της κατασκευάστριας εταιρείας).
Τελικά ο νόμος Βενιζέλου είναι ένας νόμος που βολεύει αρκετούς: α) Τους πολιτικούς, που βρίσκουν έναν εύσχημο τρόπο να ακυρώνουν εξοπλιστικά προγράμματα, εξοικονομώντας έτσι κονδύλια. β) Τις εταιρείες που μπορούν να αποφεύγουν τα γρανάζια του (κυρίως η γνωστή αμερικανική εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν) και βλέπουν τα οπλικά συστήματα των ανταγωνιστών τους να απαξιώνονται, ενώ τα δικά τους δουλεύουν ρολόι. γ) Τους Τούρκους, που βλέπουν το αξιόμαχο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να υπονομεύεται εκ των έσω. Όλοι ικανοποιημένοι είναι, εκτός από τις Ένοπλες Δυνάμεις και του Έλληνες πολίτες… Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, πως η τροποποίηση του νόμου Βενιζέλου είναι έτοιμη, στα συρτάρια του υπουργείου, ήδη από το 2018, και εν τούτοις δεν βρέθηκε κανείς που να ενδιαφερθεί να τη φέρει στη Βουλή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη
Κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν άλλαξαν και πολλά στο πεδίο των εξοπλισμών. Ο προϋπολογισμός του 2020 προέβλεπε περιορισμένα κονδύλια για εξοπλισμούς, όπως και οι προηγούμενοι, ο νόμος Βενιζέλου παρέμεινε στη θέση του, οι διαγωνισμοί συνέχισαν να ακυρώνονται κ.ο.κ. Μέχρι τα γεγονότα του Έβρου, τον περασμένο Μάρτιο, η κυβέρνηση είχε υπογράψει μόνο μία κύρια σύμβαση: την αναβάθμιση των F-16, από τη γνωστή αμερικάνικη εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν. Επίσης, κατά την επίσκεψή του στις Η.Π.Α., ο Πρωθυπουργός είχε δηλώσει και την πρόθεσή του να αγοράσει η Ελλάδα αεροπλάνα F-35, που κατασκευάζει η γνωστή αμερικάνικη εταιρεία Λόκχηντ-Μάρτιν. Παράλληλα, βέβαια, η κυβέρνηση συνέχιζε και τις συζητήσεις για την αγορά γαλλικών φρεγατών.
Μετά τον Μάρτιο, όμως, και την κορύφωση της τουρκικής επιθετικότητας, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Αυτό φάνηκε και από μία εκδήλωση για τα εξοπλιστικά, στο οικονομικό φόρουμ των Δελφών, τον περασμένο Μάιο. Στη σχετική συζήτηση συμμετείχαν πρόσωπα με ειδικό «βάρος» στη στρατηγική της χώρας: ο κ. Παναγιωτόπουλος, υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο κ. Διακόπουλος, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού, ο κ. Κ. Φίλης, διευθυντής του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών και ο κ. Ντένης Πλέσσας, αντιπρόεδρος της γνωστής αμερικανικής εταιρείας Λόκχηντ-Μάρτιν. Από τη συζήτηση έβγαινε το συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει στην αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων. Προγραμματίστηκαν και δύο επισκέψεις του κ. Παναγιωτόπουλου στις Η.Π.Α. και τη Γαλλία, που αναμενόταν να έχουν και εξοπλιστικό ενδιαφέρον, οι οποίες, όμως, ακυρώθηκαν λόγω του κορονοϊού. Επιπλέον, κυβερνητικές πηγές έκαναν λόγο και για επικείμενη υπογραφή ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, κατά την προετοιμασία της οποίας γίνονταν και συζητήσεις για την αγορά γαλλικών φρεγατών.
Πράγματι, λίγους μήνες μετά, και αφού φτάσαμε στο παρά πέντε ενός πολέμου με την Τουρκία, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να προχωρήσει σε γενναία αύξηση των αμυντικών δαπανών για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων (2,5 δισ. αντί των 500 εκ.). Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας επεξεργάζονται μία σειρά από εξοπλιστικά προγράμματα. Ας ελπίσουμε να έχουν όλα καλό τέλος και οι αποφάσεις που θα παρθούν να είναι οι πλέον επωφελείς για τη χώρα. Πάντως, εξ’ όσων έχουν δεν το φως της δημοσιότητας, συνεχίζονται οι συζητήσεις για την αγορά γαλλικών φρεγατών, αν και η κυβέρνηση δείχνει τελικά να προτιμά τις φρεγάτες της γνωστής αμερικανικής εταιρείας Λόκχηντ-Μάρτιν.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε;…
1 ΣΧΟΛΙΟ
Λεπτομερές, τεκμηριωμένο, ήρεμο άρθρο.
Επιμερίζει τις ευθύνες τών φταιχτών.
Γι αυτό είναι σημαντικό.
Συγχαρητήρια κύριε Δημητριάδη!