Αρχική » Το επιχείρημα των οικονομικών πλεονεκτημάτων

Το επιχείρημα των οικονομικών πλεονεκτημάτων

από Γιώργος Ρακκάς

του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004

Από την εποχη της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από τη χώρα μας, όλοι όσοι στήριξαν την διεξαγωγή της διοργάνωσης έχουν διαμορφώσει μια ειδυλλιακή εικόνα για τα οφέλη που θα αποκομίσει η χώρα μας από αυτή. Σε ό,τι αφορά το κυρίαρχο επιχείρημα της διοργανώτριας αρχής αλλά και όλων όσων στήριξαν το εγχείρημα της, τα οικονομικά οφέλη, δηλαδή, που θα προκύψουν από την ανάληψη της μεγαλύτερης αθλητικής διοργάνωσης, η εμπειρία της συντριπτικής πλειοψηφίας των πόλεων που είχαν αναλάβει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών πριν από εμάς, αλλά και η μικρο-οικονομική θεωρία, έρχονται να διαψεύσουν τις αισιόδοξες προσδοκίες των υπέρμαχων της διοργάνωσης.

Τα παραδείγματα του Σίδνεϋ, του Μόντρεαλ, της Ατλάντας και της Βαρκελώνης είναι σε θέση να μας παρέχουν ένα αξιόλογο κριτήριο προκειμένου να αξιολογήσουμε τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις της διοργανώτριας αρχής και των απολογητών της σχετικά με τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα που θα αποκομίσει η πρωτεύουσα -και κατά συνέπεια όλη η χώρα- από τη διεξαγωγή της διοργάνωσης.

Στην περίπτωση του Μόντρεαλ, το 1976, η πόλη επωμίστηκε οικονομικό βάρος της τάξης των 673 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο προέκυψε κυρίως από την ανέγερση του Ολυμπιακού σταδίου. Το ποσό αυτό έχει προσεγγίσει, λόγω των τόκων, το ύψος των 1,2 δισ. και συνεχίζει να επιβαρύνει τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι και καλούνται να το αποπληρώσουν μέχρι και σήμερα. Η διοργάνωση της Βαρκελώνης -η οποία θεωρείται ιδιαιτέρως επιτυχημένη και αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα των απολογητών του “Αθήνα 2004”- είχε έλλειμμα του ύψους των 1,4 δισ. δολαρίων.

Οι περιπτώσεις του Σίδνεϋ και της Ατλάντα είναι κάπως διαφορετικές. Τυπικά, στα χαρτιά δηλαδή, οι διοργανώτριες αρχές παρουσίασαν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Παρόλα αυτά, οι υγιείς προϋπολογισμοί αποδείχθηκαν εκ των υστέρων προϊόν της “δημιουργικής λογιστικής” που κινείται μακράν της πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο επετεύχθη δια μέσου της μεταβίβασης δαπανών για τη συντήρηση και τη δημιουργία των Ολυμπιακών υποδομών στις αντίστοιχες δημοτικές αρχές. Γι’ αυτό εξ άλλου, στον αντίποδα της επίσημης εκδοχής, η αμερικανική εφημερίδα Village Voice υποστηρίζει ότι η Ολυμπιάδα της Ατλάντα κόστισε στους αμερικάνους φορολογούμενους περί- που 1 δισ. δολάρια, ενώ, για την περίπτωση του Σίδνεϋ, ανεξάρτητοι λογιστές υπολογίζουν το ύψος του ελλείμματος στα 1,5 δισ. δολάρια.

Οι παραπάνω περιπτώσεις είναι ενδεικτικές για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει πραγματικά για μια πόλη η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων. 0 κανόνας της διοργάνωσης, και μάλιστα στις πιο “επιτυχημένες” της εκδοχές, όπου η ανάληψη αφορούσε τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, με αφθονία κεφαλαίων και παραγωγικών δυνάμεων που κάλυπτε τις ανάγκες της διοργάνωσης δίχως ιδιαίτερες προσπάθειες και θυσίες, είναι το έλλειμμα και όχι η ξαφνική εκτόξευση των κερδών. Υπ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, προτού καν εισέλθουμε στις ελληνικές ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της περίπτωσης της Αθήνας, έπρεπε να έχουμε στο νου μας -πολύ περισσότερο εκείνοι που διακήρυτταν την αδιαμφισβήτητη επιτυχία της ανάληψης- τη βαριά κληρονομιά.

Φυσικά, τα ελλείμματα δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ατυχίας που ακολουθεί τις διοργανώσεις των Ολυμπιακών αγώνων κατά τα τελευταία 25 χρόνια. Αφορούν την οικονομική φύση της διοργάνωσης, τους Ολυμπιακούς αγώνες δηλαδή, ως μια βραχυπρόθεσμη αλλά γιγάντια επένδυση. Οι μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, και ιδιαίτερα η Ολυμπιάδα, έχουν ανάγκη από πάρα πολλές υποδομές, οι οποίες προϋποθέτουν την μακροπρόθεσμη κινητοποίηση κεφαλαίων και παραγωγικών δυνάμεων, ενώ αντίθετα η διεξαγωγή τους μπορεί να προκαλέσει την βραχυπρόθεσμη έκρηξη της ζήτησης σε μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών. Όπως πολύ εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε -και θα το διαισθανόμαστε ολοένα και περισσότερο όσο θα κυλάνε οι μέρες της διοργάνωσης- αυτή η μακροπρόθεσμη κινητοποίηση του παραγωγικού δυναμικού και των επενδύσεων δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε στοιχειωδώς από τη σχετική, απότομη και ευκαιριακή αύξηση της ζήτησης των προϊόντων και των υπηρεσιών. Οι αγώνες κληροδοτούν στην κοινωνία και την οικονομία που κινητοποιήθηκαν για την προπαρασκευή τους μια σειρά άχρηστων, “ανελαστικών”, αθλητικών υποδομών-τις οποίες μάλιστα θα πρέπει να τις συντηρούν- κι ένα κινητοποιημένο εργατικό δυναμικό το οποίο όμως πλέον υπερβαίνει κατά πολύ τις αντίστοιχες ανάγκες που κλήθηκε να ικανοποιήσει, μιας και αυτές επανέρχονται στο κανονικό μετά το πέρας της διοργάνωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, υποδομές που δημιουργήθηκαν εν όψει των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Σολτ Λέικ Σίτυ, χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο ως τουριστικά αξιοθέατα αμφίβολης μνημειακής αξίας.

Όπως επισημαίνει και ο διευθυντής του Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής ανάλυσης του πανεπιστημίου της Φλώριντα, Phillip Porter: “Ακόμα και από τα απλά μαθήματα οικονομικής θεωρίας μπορεί κανείς να κατανοήσει τη θεμελιακή διαφορά ανάμεοα στη μακροπρόθεσμη βιομηχανική ανάπτυξη και στη βραχυπρόθεσμη μεγέθυνση των δυνατοτήτων μιας οικονομίας. Παρόλα αυτά, για την περίπτωση των μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων η διαφορά αυτή δεν γίνεται πλήρως κατανοητή. Όταν η δημοσιονομική πολιτική θυσιάζει τα φορολογικά της έσοδα στο βωμό της προπαρασκευής ενός αθλητικού γεγονότος, το αποτέλεσμα για την οικονομία είναι μόνο χαμένες ευκαιρίες”.

Δυστυχώς, ως τέτοια θα πρέπει και να αντιμετωπίσουμε και τη δικιά μας περίπτωση. Βέβαια, μια σειρά “ελληνικών ιδιαιτεροτήτων” σε ό,τι αφορά την κινητοποίηση για την διεξαγωγή της διοργάνωσης ίσως επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τις συνέπειες που… κατά παράδοση έχουν να αντιμετωπίσουν οι πόλεις που φιλοξενούν τη διοργάνωση, έπειτα από το τέλος των αγώνων. Ας αναλογιστούμε τι διαστάσεις θα πάρει ένα ενδεχόμενο έλλειμμα και ποιος θα κληθεί να το καλύψει όταν:

-Η χώρα μας είναι η μικρότερη χώρα που έχει διοργανώσει Ολυμπιακούς αγώνες τα τελευταία 26 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα έχει δαπανήσει το μεγαλύτερο ποσοστό του Α.Ε.Π. για την Ολυμπιακή προετοιμασία (4,4%, τη στιγμή που για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και του Σίδνευ δαπανήθηκαν το 1,4% και το 1,6% των αντίστοιχων Α.Ε.Π.).

-Η χώρα μας καλύπτει εξ ολοκλήρου τις Ολυμπιακές δαπάνες από τον κρατικό προϋπολογισμό. -Έχουμε ήδη υπερβεί τον αρχικό Ολυμπιακό προϋπολογισμό κατά τέσσερις φορές.

Ας αναλογιστούμε επίσης, το τι σημαίνει “χαμένη ευκαιρία”, όταν, σε μια χώρα που παρουσιάζει έντονες περιφερειακές ανισότητες με τις υπόλοιπες περιοχές να στενάζουν υπό το καθεστώς του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού, δαπανούμε τεράστια ποσά ενισχύοντας την αποκλειστικότητα των Αθηνών ως το κύριο μητροπολιτικό κέντρο της χώρας. Ας αναλογιστούμε, δηλαδή, το πώς θα μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε τα δυναμικά της χώρας αντί για τη διεξαγωγή της διοργάνωσης, προς την κατεύθυνση μιας ισόρροπης, περιφερειακής ανάπτυξης που θα βελτίωνε κατά πολύ την ποιότητα ζωής της χώρας.

Ας αναλογιστούμε, τέλος, σε ένα συνολικότερο επίπεδο, μιας και η διεξαγωγή της Ολυμπιάδας είναι πλέον αναπόφευκτη, το γιατί ο απολογισμός της διοργάνωσης τείνει να μεταβληθεί σε μια απλή αποτίμηση των ελλειμμάτων και των χαμένων ευκαιριών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έστω και εκ των υστέρων, η αμηχανία και ο σκεπτικισμός που έχει ήδη αρχίσει να εισβάλλει στο κατασκευασμένο κλίμα της Ολυμπιακής ευφορίας θα μπορέσουν να αποβούν εποικοδομητικοί.

ΠΗΓΕΣ

–           Καπερναράκου Κατερίνα, Ολυμπιακά Κέρδη και Ζημιές, περιοδικό Επιλογή, 01/06/2004.

–           Phillip Porter, Mega-Sporting Events make poor municipal investiments, Policy Outlook – Centre for Economic Policy Analisis, Florida, USA. Volume 2, Issue 1 – Πάνος Τότσικας, Ολυμπιακοί Αγώνες-Κοινωνικές και Οικονομικές επιπτώσεις

Εφημερίδα Εποχή, 16/05/2004.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ