του Μ. Κωνσταντίνου, από το Άρδην τ. 88, Δεκέμβριος 2011-Φεβρουάριος 2012
«Το τίμημα της ειρήνης που αποδέχθηκαν οι Petain, Laval και το σινάφι τους, ήταν η δέσμευσή τους να εξαλείψουν τον εθνικό πολιτισμό. Το καθεστώς του Vichy απολάμβανε μια νόθα ανεξαρτησία, υπό την προϋπόθεση ότι θα κατέστρεφε τα διακριτά χαρακτηριστικά του γαλλικού πολιτισμού.
George Orwell Γιατί γράφω
«Ο δωσιλογισμός είναι ένα επάγγελμα που εδραιώνεται σε περιόδους από-ενσωμάτωσης και κοινωνικής αναβλητικότητας… Χωρίς να διαθέτουν κανένα πραγματικό δεσμό με τις μεγάλες πολιτικές μας παραδόσεις, τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει τους δωσίλογους από το θέλγητρο της ένταξης τους στο πεδίο έλξης του κατακτητή… Δεν είναι το προσωπικό κύρος που τους προσδίδει δύναμη επιρροής, αλλά η κατοχική εξουσία»
Jean- Paul Sartre, Τι είναι δωσίλογος
«Αυτή είναι η κεντρική ιδέα. Οι αναλώσιμοι κατάσκοποι δεν είναι μίας χρήσεως. Κάποτε αποστέλλονται στο εχθρικό στρατόπεδο για να συνάψουν συνθήκη ειρήνης. Μετά επιτίθεμαι!
Sun Tzu, Η Τέχνη του Πολέμου
Έ να από τα σημαντικά μαθήματα της παρούσας κρίσης, η οποία απειλεί με συνδυασμένη κρατική κατάρρευση ολόκληρο τον ελληνισμό, αφορά στο εξής καταναγκαστικό παράδοξο. Ο ενιαίος ιστορικός χώρος του ελληνισμού είναι αδιαλείπτως εκτεθειμένος σε κρίσεις βιωσιμότητας της κρατικής του υπόστασης, χωρίς να έχει καταφέρει να αποκτήσει στοιχειώδη κουλτούρα κρίσης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής του οργάνωσης. Το γεγονός ότι αδυνατεί να διαμορφώσει μια πολιτική παιδεία κριτικών καταστάσεων, ενώ σημαντικά τμήματά του τεμαχίζονται, αποκόπτονται, ανακυκλώνονται και ακολούθως επανέρχονται εναντίον του ως βαλλιστικά βλήματα, δεν είναι απλά απορίας άξιον αλλά και αξίωση να δώσουμε εξηγήσεις στον εαυτό μας και στις γενιές που έρχονται –αν καταφέρουν να έρθουν– όχι μόνο για την οικονομική και πολιτική μας χρεοκοπία, από τα Δεξιά μέχρι τα Αριστερά, αλλά και για την πνευματική μας καθίζηση, για την διανοητική αποσύνθεση του ελληνισμού. Διότι ο ελληνισμός ως ιστορικός χώρος δεν είναι απλά ένα γεωπολιτικό μέγεθος που αυξομειώνεται όπως η Τουρκία. Αποτελεί μεταξύ άλλων και ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό ερώτημα για ολόκληρη την ανθρωπότητα, και θα είναι πραγματικά ανθρωπολογικό σκάνδαλο, αν καταφέρουμε να αυτοδιαλυθούμε χωρίς να δώσουμε εξηγήσεις γι’ αυτή την μανία αυτοκαταστροφής.
Λοιπόν, είναι εμφανές ότι οι κρατικές ελίτ του ελληνισμού συντηρούν ένα σύνδρομο διαρκούς ήττας που πλήττει πλέον τις έλλογες προϋποθέσεις της ικανότητας του κρίνειν και του αποφασίζειν, σε βαθμό που να μην μπορούμε να διαχειριστούμε ούτε καν μικρές νίκες και στρατηγικά πλεονεκτήματα.
Μια πρώτη επισήμανση επομένως οφείλει να έχει χαρακτήρα απολογισμού των πεπραγμένων μας. Οι κυβερνητικές, κομματικές, οικονομικές και ακαδημαϊκές ελίτ του ελληνισμού δεν μπόρεσαν και δεν μπορούσαν, εκ φύσεως και εξ επαγγέλματος, να υπερασπιστούν την θεμελιώδη διαχρονική αξίωση του ελληνισμού για εθνική ολοκλήρωση και κοινωνική χειραφέτηση απέναντι σε δυτικές και ανατολικές Αυτοκρατορίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σήμερα καταρρέουν, συμπαρασύροντας μαζί και τα κρατικά τους μορφώματα. Η διαχρονική αδυναμία του ελληνισμού να απεγκλωβιστεί, οριστικά και αμετάκλητα από τον πολιτικό και οικονομικό καταμερισμό εργασίας της παγκόσμιας αποικιοκρατίας είχε ως αναπόφευκτη κατάληξη τον εδαφικό του ακρωτηριασμό και την απότομη διακοπή της εθνικής του ολοκλήρωσης μέσα από κινήματα αυτοδιάθεσης. Μοιραία όμως, όταν εγκαταλείπεις την αυτοδιάθεση, αυτόχρημα παραιτείσαι από την ελληνική ιδέα του αυτεξούσιου, της αυτοθέσμισης, της αυτοκυβέρνησης, της ίδιας της αυτονομίας. Και ακολουθούν, με αυτοματικό πλέον τρόπο, η συνδυασμένη παραίτηση από την παιδεία και την ανδρεία, την αγωγή και την άμυνα, την υγεία και την φιλία, την φιλοτιμία και την αλληλεγγύη. Γι’ αυτό απαξιώσαμε την προσφυγιά και καταλήξαμε παρασιτικοί κόλακες να ζητιανεύουμε ελευθερία στα δικαστήρια του Αττίλα και στα ευρωπαϊκά υποκαταστήματα της Αυτοκρατορίας. Δεν άντεξαν αλλά και δεν αντέξαμε να κουβαλούμε στις πλάτες και στις μνήμες Κούγκια και Μεσολόγγια, Μαχαιράδες και Αχυρώνες του Λιοπετρίου.
Γι’ αυτό, στην Ελλάδα, παρατηρούμε πλέον εμβρόντητοι, όχι απλά το κλείσιμο του κύκλου της μεταπολίτευσης αλλά το βίαιο σπάσιμό του. Αυτό συνεπάγεται εξάρθρωση του κράτους, εκχώρηση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού, οικονομική ταπείνωση, εγκατάλειψη της διασποράς και της Κύπρου και πολιτικό εξευτελισμό ενός περήφανου έθνους, με τεράστια συμβολή στους αγώνες για χειραφέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας, και όχι μόνο του εαυτού του. Αυτό ήταν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, του μοντέλου μετάβασης από την δικτατορία στην κοινοβουλευτική ολιγαρχία των κομμάτων, χωρίς συντακτική εθνοσυνέλευση εκλεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων. Το ειδικό βάρος των κομμάτων, στην συντακτική διαδικασία διαμόρφωσης του συντάγματος το 74, αντικατέστησε το έθνος ως κορυφαία ηθική και πνευματική ενότητα, διαθέτουσα συντακτική εξουσία. Μοιραία, λοιπόν, τα καθεστωτικά εκλογικά καρτέλ των κομμάτων της μεταπολίτευσης υποκατέστησαν την λαϊκή κυριαρχία με ειδικά συντεχνιακά συμφέροντα και σφετερίστηκαν ακόμη και την ίδια την κρατική κυριαρχία, θέτοντάς την υπό διαπραγμάτευση με την Τουρκία, το ΝΑΤΟ και τις ξένες πολυεθνικές. Ουσιαστικά, η Μεταπολίτευση ξετυλίχτηκε σε διαρκή νοθεία του δημοκρατικού πολιτεύματος από το δικομματικό καρτέλ, το οποίο χειραγώγησε την διάκριση εξουσιών, σφετερίστηκε δημόσια περιουσία του ελληνικού λαού και παρασιτοποίησε την οικονομία ανεμπόδιστα, λόγω της ανυπαρξίας λαϊκής συντακτικής εξουσίας και νομοθετικής δύναμης μέσω δημοψηφισμάτων.
Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι η μεταπολίτευση αποτελεί μοντέλο δικομματικού τυχοδιωκτισμού, κρατικοποιημένου κοινοβουλευτισμού και οικονομικού παρασιτισμού, τότε το ημι-ανεξάρτητο κυπριακό κρατίδιο, που επιβίωσε ακρωτηριασμένο μετά το 74, αποτελεί μια γελοιογραφική της απομίμηση. Οι κυπριακές πολιτικές ελίτ αλληθώριζαν προς το μοντέλο παρασιτικού εκσυγχρονισμού της μεταπολίτευσης, οικοδομώντας πανομοιότυπους κομματικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς λαφυραγωγίας και πελατειακής εξυπηρέτησης. Ταυτόχρονα, έθεταν τις οικονομικές και πολιτικές βάσεις της νεο-αποικιακής εξάρτησης, που μας οδήγησε στο οριακό σημείο της αυτοεξαφάνισης, το 2004. Το κυπριακό μεταπολεμικό θαύμα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα υβρίδιο της παρασιτικής μεταπολίτευσης των Αθηνών με νεο-αποικιακού τύπου εκσυγχρονισμό και αρχοντοχωριάτικο κοσμοπολιτισμό. Ποιος δεν θυμάται τις μεταπολεμικές γενιές που μεγάλωσαν με τα βαρύγδουπα ψέματα της δήθεν αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης που μας κληρονόμησε η αποικιοκρατία, ή της προστασίας του περιβάλλοντος και της φύσης από τις Αγγλικές Βάσεις; Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν ακαδημαϊκά παραρτήματα του PRIO μέσα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου που ισχυρίζονται σε διεθνή περιοδικά ότι οι Αγγλικές Βάσεις σταμάτησαν την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων το 1974, προστάτευσαν ε/κυπριακές περιουσίες και αποτέλεσαν ασφαλές καταφύγιο για τους πρόσφυγες.
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν απλά μια προσχηματική νομιμοποίηση, η οποία συγκάλυψε τις μαύρες τρύπες που άνοιξε η νεοαποικιακή μας εξάρτηση και η αγγλο-τουρκική συγκατοχή. Απλά μετάθεσε προσωρινά την κρίση του πολιτικού μας νεοπλουτισμού, του παρακμιακού μας δημόσιου βίου, την κρίση ταυτότητας των κομμάτων, την διαφθορά των ακαδημαϊκών, την άλωση της παιδείας από ΜΚΟ, τον παρασιτικό χαρακτήρα της οικονομίας, την σταδιακή εξάρθρωση της άμυνας, την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας. Κοντολογής, δεν αντιμετωπίσαμε την αγγλο-τουρκική συγκατοχή ως επίταση του νεο-αποικιακού συνδρόμου, που ακύρωνε διαρκώς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, από το 60 και εντεύθεν, και ενώ οι συνθήκες της ήττας και της υποχώρησής μας μετά το 74 απαιτούσαν στρατευμένη παιδεία, πολιτική, υγεία και άμυνα. Αντίθετα, διαχειριστήκαμε την διπλή κατοχή ως κάτι εξωτερικό προς το κράτος, και όχι ως ένα σύνδρομο που έπρεπε να καταπολεμηθεί ως εσωτερικό σύμπτωμα της παρακμής. Και έτσι καταφέραμε να μετατρέψουμε την Κύπρο σε ένα προστατευόμενο και ασφαλές πειραματικό εργαστήρι, όπου δοκιμάζονταν, ελεύθερα και ανεμπόδιστα, βιοπολιτικές μέθοδοι καταστροφής των ελληνικών κρατιδίων αλλά και ανθρωπολογικής μετάλλαξης του ίδιου του ελληνικού πολιτισμού.
Ζούμε την τελευταία φάση ενός ακήρυχτου πολέμου, που επιδίωξε να μετατρέψει τα Πανεπιστήμια του ελληνισμού σε παραρτήματα της μη-κυβερνητικής αυτοκρατορίας του Σόρος, σε τράπεζες, εταιρείες, και χρηματιστήρια του γνωσιακού καπιταλισμού. Η διατρύπηση της φούσκας, που ονομάστηκε «κοινωνία της γνώσης», αντί εκπαίδευση της αμάθειας, αφήνει πίσω της ψυχικά ερείπια, ιστορικά βιβλία-φρανκεστάιν, και μια περιρρέουσα αμνησία που επαγγέλλεται τεχνολογικές επαναστάσεις, από συμμορίες καθηγητών χωρίς σύνορα, πατρίδα, πίστη και αίσθησης αληθείας. Αυτή η «κοινωνία της γνώσης» -που τόσο βαρύγδουπα αναγγέλθηκε από αυτάρεσκες ελίτ- κατέστησε την κοινωνία μας αγνώριστη, επειδή ακριβώς κατέστρεψε το μορφωτικό κεκτημένο της κλασικής ελληνικής παιδείας και ορθόδοξης γραμματολογίας, ως βάση φιλοκαλλίας και φιλομάθειας. Αναπότρεπτα, αυτά τα «προϊόντα γνώσης» μετατράπηκαν σε μοντέλα της αυτο-υποδούλωσής μας, προάγοντας κωδικοποιημένο μίσος κατά της επαναστατικής παράδοσης του ελληνισμού και των απελευθερωτικών του αγώνων. Ζούμε τους επιθανάτιους σπασμούς της εκπαιδευτικής αντεπανάστασης, ένα οργουελιανό 1984, με ακριβοπληρωμένες ακαδημαϊκές ελίτ πλήρως ευθυγραμμισμένες με την ιμπεριαλιστική ιδιόλεκτο του Newspeak. Πρόλαβαν, παρ’ όλα αυτά, να κατασκευάσουν μια μαζική προπαγανδιστική βιομηχανία ιδιολεκτικών μετονομασιών, όπου πόλεμος σημαίνει ειρήνη, σκλαβιά σημαίνει ελευθερία, άγνοια σημαίνει δύναμη, και κατασκοπεία σημαίνει συμμετοχική παρατήρηση σε ερευνητικά προγράμματα. Κατάφεραν επίσης να μετατρέψουν σε έγκλημα καθοσιώσεως οποιαδήποτε απόπειρα σύνθετης σκέψης, που αμφισβητεί τον διανοητικό και ψυχικό μας ευνουχισμό, προστατευόμενοι από κανόνες συμπεριφοράς που επιτρέπουν την αστυνόμευση και την κατασκοπεία, καταργώντας κάθε υπόνοια σύγκρουσης και δίκαιης αγανάκτησης, στο όνομα του θεσμικού καθωσπρεπισμού.
Αυτό αποτελεί ίσως το πιο οδυνηρό επεισόδιο του πνευματικού και σωματικού μας εκφυλισμού. Συχνά, αυτό το είδος περιελιττόμενης προδοσίας, αντιμετωπίζεται, είτε ως ακαδημαϊκό kitsch, είτε ως περιπέτεια ενός αξιοπερίεργου ύφους, είτε ακόμη και ως διανοητικό επικόσμημα του νεο-αποικιακού και οιωνεί διζωνικού προτεκτοράτου. Κατ’ ουσίαν όμως, αποτελεί ένα είδος oratio specioza, δηλαδή ευπρόσωπης και κόσμιας προδοσίας, επιμελεία μιας νέας γενιάς απολογητών της κατοχής. Αν δεν αντιμετωπίσουμε σε οργανωμένη, πλέον, διάταξη αυτή την prae-fidens δημόσια επιμελητεία των κατοχικών ηθών, η υπόθεση της Αυτοδιάθεσης, η οποία αποτελεί το πνευματικό, πολιτικό και συγκινησιακό υπόβαθρο της ελληνικής παιδείας της Κύπρου, θα καταστεί οριστικά αντικείμενο φιλολογικής και ιστορικής έρευνας, αντί κατεπείγουσα εθνικο-απελευθερωτική προοπτική. Αυτή η διαρκώς υπερθρασυνόμενη διανοούμενη μικρο-εθνότητα πολλαπλής κατασκοπευτικής χρήσεως, μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί πλέον μόνο με συνδυασμένες πράξεις πολιτικής ανυπακοής, υψηλό φρόνημα παιδείας, προσωπικό θάρρος και σωματική ανδρεία. Καμιά συνιστώσα αυτής της δίκαιης οργής, η οποία θα ξεσπάσει ως αντικατοχική φρόνηση, δεν επαρκεί από μόνη της για να αντιμετωπίσει τα εδραιωμένα castra praetoria της διπλής κατοχικής τυραννίδος.
Ήδη ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1314α) μας προειδοποίησε γι’ αυτή την ατάλαντη και άχαρη μυρμηγκιά σπεκουλαδόρων-κατασκόπων. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, αποκαλούσε όσους καταγορεύουν ως «ωτακουστές», τις δε παραπολιτικές τους πρακτικές ως «βουλεύματα τυράννων». Η βιοπολιτική μέθοδος, διά της οποίας επιβάλλεται η υπεροχή και το δεσποτικόν της τυραννίδος, θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πάνω σε τρεις βασικές αρχές, με τις οποίες κάλλιστα μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τη σημερινή διασπορά των μοχθηρών βουλευμάτων της διπλής κατοχής ανάμεσά μας: ενός μεν του μικρά φρονείν τους αρχομένους (κάμψη ή εξασθένιση του φρονήματος και εγκατάλειψη της προσπάθειας αντίστασης), δευτέρου δε του δυσπιστείν αλλήλοις (εδραίωση αμοιβαίας δυσπιστίας και καχυποψίας ανάμεσα στους αρχομένους, έτσι ώστε να καταδίδουν ο ένας τον άλλο), τρίτον δ’ αδυναμία των πραγμάτων (εξουδετέρωση της ικανότητας συλλογικής δράσης). Ο Αριστοτέλης μας άφησε ένα εκπληκτικό κληροδότημα, στο οποίο αποτυπώνονται συνοπτικά όλα τα εκφυλιστικά συμπτώματα της κατοχικής και νεοκυπριακής τυραννίδος. Μας αποστέλλει συστημένο ένα σκοτεινό προμήνυμα για τον σύγχρονο βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό της εθιμικής κατασκοπείας, τον οποίο εκτρέφει καθημερινά στη ζωή μας το νεοαποικιακό φαινόμενο, με τη δική μας συνενοχή και συνέργεια. Γι’ αυτό και η μετάβαση στην πολιτική αξίωση της απελευθέρωσης-αυτοδιάθεσης προϋποθέτει συνολική ρήξη με όλους τους κατασκοπευτικούς μηχανισμούς της αγγλοτουρκικής συγκατοχής, οι οποίοι εγκυστώθηκαν πάνω στον κοινωνικό ιστό και μέσα στους κρατικούς θεσμούς. Η αυτο-οργάνωση στη βάση απελευθέρωσης-αυτοδιάθεσης αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική απάντηση σε αυτή τη μέθοδο προληπτικής καταστολής της πνευματικής δύναμης του έθνους. Για τον Αριστοτέλη είναι αυτονόητο ότι ο φόβος των κατασκόπων αποψιλώνει την πόλη από την παρρησιαστική της δύναμη: «παρρησιάζονταί τε γαρ ήττον φοβούμενοι τους τοιούτους» ωτακουστές (Πολιτικά 1313β). Η τυραννία διασφαλίζει την κυριαρχία της εξουδετερώνοντας: «Τους υπερέχοντας κολούειν και τους φρονηματίας αναιρείν… και μήτε σχολάς, μήτε άλλους συλλόγους επιτρέπειν γίνεσθαι σχολαστικούς, και πάντα ποιείν εξ ων ότι μάλιστα αγνώτες αλλήλοις έσονται πάντες» (1313α-β).
Δεν προσπαθούν, χρόνια τώρα, με ασταμάτητη λύσσα, να καταστρέψουν τους «φρονηματίες» πολιτικούς, να εξοντώσουν τους εναπομείναντες «παρρησιαστές» ακαδημαϊκούς, και να περιθωριοποιήσουν τους «σχολαστικούς» δημοσιογράφους; Δεν προσπαθούν συστηματικά ν’ αφελληνίσουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, να μας καταστήσουν άγνωστους, καταδότες και εχθρευόμενους μεταξύ μας; Αυτή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η μοναδική – και μάλιστα εκ βαρβάρων προερχόμενη – μέθοδος διάσπασης του πατριωτικού φρονήματος και κλονισμού της αυτοπεποίθησης του λαού. Μόνο έτσι μπορούν να τον σπρώξουν προς «τα μικρά φρονείν».
Σε αντίθεση με το ψυχροπολεμικό παρελθόν, σήμερα, η κατασκοπευτική δράση ολόκληρου του συστήματος της διπλής κατοχής είναι απροκάλυπτη και χωρίς προσχήματα, προνοητική, κόσμια, πολιτικά ευπρεπής, και έχει σχεδόν αποκτήσει χαρακτηριστικά «καταδιωκόμενου» κοινωνικού κινήματος, το οποίο αναζητά διεθνή προστασία για τη «μη κυβερνητική» του δικτύωση. Αυτή είναι μια σημαντική βιοπολιτική σταθερά του συμπλέγματος κυριαρχίας που παράγει ο ιμπεριαλισμός. Είτε πυρπολεί τη ζούγκλα του Βιετνάμ, είτε οργανώνει προγεφύρωμα μετά από απόβαση στην Κερύνεια, η επελαύνουσα παράνοια της ιμπεριαλιστικής τυραννίας αισθάνεται απειλημένη, πολιορκημένη και διωκόμενη. Γι’ αυτό αξιώνει ως άρση της κατάστασης πολιορκίας την επέκταση της κυριαρχίας του, και υπαγορεύει ως πρωτόκολλο ειρήνης τα τετελεσμένα ενός κατακτητικού πολέμου. Αυτό το οργουελιανό Newspeak αποτελεί την αρχέτυπη γλωσσική δομή κάθε ιμπεριαλιστικής λογικής. Παρομοίως, η ακαδημαϊκή υποκουλτούρα, που δημιούργησε η αγγλοτουρκική συγκατοχή, νομιμοποιείται μέσα από αυτή την ιμπεριαλιστική ιδιόλεκτο, μετονομάζοντας τον κατάσκοπο σε «ερευνητή-διαμεσολαβητή-ειρηνευτή-ακτιβιστή», την εισβολή/κατοχή/εποικισμό σε ζώνη εθνοτικών συγκρούσεων, ανάγοντας τα εδαφικά τετελεσμένα σε τεχνική «επίλυση συγκρούσεων», τον σφετεριστή γης σε «χρήστη», τον επιτιθέμενο και αμυνόμενο σε «δυο αντιμαχόμενες πλευρές», την κυπριακή δημοκρατία σε «ελληνοκυπριακή διοίκηση», τις αγγλικές βάσεις σε «ασφαλές καταφύγιο», την δίκαιη οργή σε «λεκτική βία», κ.λπ.
Η κατασκοπευτική τυραννία, για την οποία μας μίλησε ο Αριστοτέλης, καθώς και ο εδραιωνόμενος ολοκληρωτισμός της ιδιολέκτου (Newspeak), την οποία διέγνωσε ο George Orwell, δεν αποτελούν πια φιλοσοφικές παρατηρήσεις και μυθιστορηματικές κατασκευές, αλλά καθημερινές συνθήκες εργασίας και αναπαραγωγής με όρους μαζικής κοινωνικής μαλάκυνσης. Υπ’ αυτούς τους όρους, η κατακτητική βία της συγκατοχικής τυραννίας συνεχίζεται με ειρηνευτική πανουργία, εκβιαστικό δόλο, μυστική συναλλαγή και δωροδοκημένη διαιτησία. Ολόκληρο το αγγλοτουρκικό σύστημα της συγκατοχής είναι θεμελιωμένο πάνω σ’ αυτή την παραπολιτική βία.
Οι προϋποθέσεις δυναμικής αντίστασης σ’ αυτό τον βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό της συγκατοχής δεν έχουν εξαφανιστεί ολοσχερώς. Όμως, για να μην καταλήξει η λαϊκή ανυπακοή σε κτηνωδία και ρεβανσισμό, πρέπει ν’ αλληλεπιδράσει μ’ ένα σαλπιγκτήριο μύθο, μια συγκλονιστική ιδέα. Η μοναδική ιδέα, η οποία μπορεί ακαριαία να πετάξει στον πλησιέστερο κάδο απορριμμάτων το ρατσιστικό αφήγημα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, να εμπνεύσει τον λαό και να τον κινητοποιήσει σε εθνικοαπελευθερωτική κατεύθυνση, είναι η Αυτοδιάθεση. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Όπως το ’31 και το ’55, το μέλλον της ιθαγένειας μας θα καθοριστεί από τη βούλησή μας για εθνικοαπελευθερωτική πάλη και κοινωνική χειραφέτηση. Το εθνικό μας ζήτημα δεν καθορίζεται από την ύπαρξη μειονοτήτων και εποίκων, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τη βούλησή μας να το επιλύσουμε με όρους απελευθέρωσης – αυτοδιάθεσης.
Ακούγεται οξύμωρο, αλλά αποτυπώνει τη σφοδρότητα των παρασιτικών σπασμών της υπό πολιορκία Κυπριακής Δημοκρατίας. Κανένα από τα υπαρκτά της κατορθώματα, ή τουλάχιστον αυτά που θεωρούν ως τέτοια οι κομματικές ελίτ, δεν μπορούν και δεν φαίνονται ικανά να δικαιώσουν την ύπαρξή της. Επειδή ακριβώς παραιτήθηκε από το κορυφαίο πολιτικό ανδραγάθημα αυτού του λαού, τον αγώνα για Αυτοδιάθεση. Από τη στιγμή που προδίδεται αυτή η πολιτική υπόσχεση της γενιάς του ’31 και του ’55, η οποία ήταν επίσης πνευματικό ανδραγάθημα παιδείας και ανδρείας, δεν απομένει τίποτ’ άλλο, από το να συναγωνιζόμαστε την αθλιότητα του κατακτητή.
Η μόνη ελπιδοφόρα εξέλιξη σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία είναι ότι, μαζί με τα ετοιμόρροπα κρατικά μορφώματα και κομματικά απολιθώματα, συντρίβονται και όλα τα εξαρτημένα ανακλαστικά της συνθηκολόγησης, δηλαδή, του πειρασμού της εξελικτικής συνομοσπονδίας με το εποικιστικό κατοχικό καθεστώς. Για πρώτη φορά, ίσως, αμφισβητείται τόσο μαζικά, εκ των προτέρων, το κλείσιμο του Κυπριακού Ζητήματος με λύση συνομοσπονδίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του εποικιστικού προτεκτοράτου του τουρκικού στρατού στην κατεχόμενη Κύπρο. Η γεωπολιτική χειραγώγηση των μεταναστευτικών ροών, ως εφεδρικό μέσο του δημογραφικού ιμπεριαλισμού της Τουρκίας, με στόχο την «ειρηνική» αλλοίωση των εθνολογικών δεδομένων του κυπριακού ελληνισμού, επιτείνει τα αντικατοχικά ανακλαστικά των λαϊκών τάξεων. Τώρα λοιπόν έχει ωριμάσει η στιγμή όχι για να βεβαιώσουμε εκ νέου ότι οποιαδήποτε λύση θα τεθεί σε δημοψήφισμα, αλλά για να θέσουμε εμείς οι ίδιοι σε δημοψήφισμα τον διζωνικό ρατσισμό που προτείνουν ως λύση τα κόμματα του νεο-κυπριακού και αθηναϊκού κατεστημένου, αλλάζοντας έτσι οριστικά την βάση διαπραγμάτευσης σε βάση απελευθέρωσης-αυτοδιάθεσης.
Είναι έκδηλο ότι μια μαζική αμφισβήτηση του προτεινόμενου διζωνικού προτεκτοράτου και της παρασυνταγματικής του λογικής συνεπάγεται σύγκρουση με το δικομματικό καρτέλ Αθηνών-Λευκωσίας, που την θεωρεί θεμέλιο της δικής του υποτελούς επιβίωσης στα πλαίσια της νεο-οθωμανικής τάξης πραγμάτων. Η προτεινόμενη λύση διζωνικού προτεκτοράτου μεθοδεύεται από ένα μηχανισμό επίλυσης τεχνικών προβλημάτων, ο οποίος εκ της λειτουργίας του ακυρώνει και αποβάλλει οποιαδήποτε αξίωση απελευθέρωσης –αυτοδιάθεσης ως εθνικιστικό θόρυβο, ο οποίος παρεμποδίζει την θετική λήψη του μηνύματος της συμφιλίωσης. Και βεβαίως απαιτεί ένα συγκεκριμένο μοντέλο ηγεσίας, το οποίο αξιώνει ως σιωπηλό προαπαιτούμενο την φυσική και διανοητική κατωτερότητα του λαού. Θεμελιώνεται σ’ αυτό που ευφημιστικά αποκαλείται «αρχή της εμπιστευτικότητας», δηλαδή, το απαραβίαστο των παρασκηνιακών κοντραμπάντων με την κατοχική ηγεσία. Το διπλωματικό πλαίσιο αυτού του εκβιασμού, που ευφημιστικά αποκαλείται «διάλογος», επιτρέπει μόνο την παρασκηνιακή κινητοποίηση ΜΚΟ τύπου PRIO και άλλων δεξαμενών σκέψης του ιμπεριαλισμού, οι οποίες διαμορφώνουν προτάσεις, χειραγωγούν πολιτικούς και ηγεσίες, εξαγοράζουν ακαδημαϊκούς, μαθητευόμενους φοιτητές και δημοσιογράφους, και καθορίζουν το πλαίσιο της συζήτησης ως διαδικασία δοσοληψίας. Οι ΜΚΟ λοιπόν σηματοδοτούν το τέλος της πολιτικής και της αντικατάστασης της από το παρασκήνιο, το μαύρο παραπολιτικό χρήμα και τον γεωπολιτικό παραγοντισμό προσοντούχων μεν αλλά διεφθαρμένων ακαδημαϊκών ελίτ. Οι ΜΚΟ αποτελούν σήμερα την βασική μέθοδο ιδιωτικοποίησης της πολιτικής και πλήρους εκχρηματισμού του δημοσίου βίου. Αποπολιτικοποιούν το εθνικό μας ζήτημα, το μετατρέπουν σε τεχνικό πρόβλημα και ακολούθως το εξατομικεύουν σε προσωπικές δυσλειτουργίες. Διαθέτουν δύναμη διορισμού υπουργών, καταρτίζουν προτάσεις για τον Downer και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, δημιουργούν πλατφόρμα παρασκηνιακής συνεννόησης μεταξύ Δεξιών και Αριστερών ελίτ, συμμετέχουν σε σεμινάρια κατάρτισης στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών, ελέγχουν τμήματα Πανεπιστημίων, δημιουργούν εσωτερική αγορά εργασίας, οργανώνουν δίκτυο αλληλοβοήθειας, προσλήψεων, ανελίξεων και απολύσεων, και λειτουργούν όχι απλώς ως lobby αλλά ως παρακρατική ακαδημαϊκή μαφία.
Το ερώτημα επομένως δεν είναι η μεταρρύθμιση της υφιστάμενης κρατικής ηγεσίας με τεχνητή πρόσθεση ενός διαπραγματευτή, ο οποίος δεν θα μπορεί ν’ αλλάξει την βάση διαπραγμάτευσης, και θα είναι ούτως ή άλλως εγκλωβισμένος στο πρωτόκολλο περί ελάχιστης δημοσιότητας. Να μην λησμονούμε, ότι η συμβολή του δημοκρατικού πολιτισμού της Ελλάδας στην πολιτική θεωρία δεν αφορά την χρηστότητα του μονάρχη, ή ένα ιδεώδες μοντέλο κυβερνήτη και ηγεμόνα. Τα προσόντα του ηγέτη βεβαίως είναι σημαντικά και αποδείχθηκαν κρίσιμα σε ιστορικές στιγμές, αλλά ένα ηγετοκρατικό μοντέλο κυπριακού τύπου και παρασκηνιακής πολιτικής εξουδετερώνει τον λαϊκό παράγοντα, παθητικοποιεί τους πολίτες, αποπολιτικοποιεί τις συγκρούσεις και τελικά ποινικοποιεί την δημόσια ζωή. Έτσι, φτάσαμε στο κωμικο-τραγικό σημείο, αντί να λαμβάνουμε μέτρα προστασίας κατά της κρατικής βλακείας, ποινικοποιούμε την αναγνώρισή της. Αντιθέτως, το κρίσιμο ζήτημα για την ελληνική αντίληψη περί πολιτικής αφορά το αξίωμα του άρχειν και άρχεσθαι, του μετέχειν κρίσεως και αρχής, για όλους, από όλους, πολίτες, εκκλησιαστές και εκκλησιάζουσες. Λόγω της απελπισίας, αναζητούμε ηγέτη αλλά παραβλέπουμε το ουσιαστικό: την αγωγή μας στο ελληνικό αυτεξούσιο, στην ικανότητα δηλαδή αυτο-οργάνωσης, στην ανάπτυξη αυτοπεποίθησης, οργανωτικών και ρητορικών ικανοτήτων συμμετοχής στην πολιτική, που θα καταστήσει τον ηγέτη ανακλητό εντολοδόχο και όχι μοναρχοπαπικό εντολέα.
Γι’ αυτό τον λόγο, πρέπει να κάνουμε το επόμενο βήμα που είναι η αυτοδιαχείριση της πολιτικής. Λέμε για παράδειγμα ότι, το 2004, απορρίψαμε το σχέδιο Ανάν και μαζί του όλα τα προηγούμενα σχέδια που ανακεφαλαίωσε, χωρίς όμως να απορρίπτουμε την μέθοδο της μυστικής διπλωματίας και της παρασιτικής δράσης των ΜΚΟ που το εκκόλαψαν. Αυτό που θα αλλάξει τα δεδομένα της υποταγής μας είναι, πέρα από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, να καταστρέψουμε την μέθοδο που το εκκολάπτει, το πραγματικό βαμπίρ της παραπολιτικής και της μυστικής διπλωματίας, που προϋποθέτει βουβές μάζες και αμέτοχο λαό, κατασκοπευτικές ΜΚΟ, δωσίλογους καθηγητές, ρουφιάνους φοιτητές, και υπαλλήλους στρατιωτικούς. Ένας βασικός λόγος για την αυξανόμενη αποχή από τις εκλογές είναι η αποπολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής, η κρατικοποίηση των κομμάτων, η απονεύρωση της ελληνικής παιδείας, που είναι κατ’ εξοχήν πολιτική αγωγή, πράγματα που καταλήγουν μοιραία στο σαμποτάζ και την απαξίωση του αντικατοχικού αγώνα. Καταντήσαμε να θεωρούμε ως πολιτική την παραπολιτική ίντριγκα, το διπλωματικό πόκερ, το παρασκήνιο των πρεσβειών και το ψυχολογικό θρίλερ των μυστικών συνομιλιών, που τεντώνουν και διασπούν το νευρικό σύστημα των πολιτών. Αυτό το μοντέλο διαχείρισης του Κυπριακού Ζητήματος, είτε είναι ενδοτικό είτε είναι διεκδικητικό, παραμένει ηγετοκρατικό και θεμελιώνεται στην παθητικοποίηση του λαϊκού παράγοντα.
Επανατοποθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος σημαίνει επανατοποθέτησή του στην βάση της απελευθέρωσης-αυτοδιάθεσης, στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας και όχι στη βάση του διαμοιρασμού εξουσίας, Είναι αυταπάτη όμως να νομίζουμε ότι η επανατοποθέτηση θα γίνει χωρίς συγκρούσεις, σε επίπεδο εναλλαγής της εξουσίας και απλής μεταρρύθμισης της κρατικής ηγεσίας. Επανατοποθέτηση σημαίνει πάνω απ’ όλα επιλογή λαϊκού εθνικού απελευθερωτικού αγώνα για να ξανακερδίσουμε την κοινωνία μας, τα παιδιά μας, τα σχολεία μας, να ξανακερδίσουμε την χαμένη ελληνική τιμή της πολιτικής. Θυμηθείτε ότι αυτό ήταν το τεράστιο μάθημα της ΕΟΚΑ. Χωρίς την πολιτιστική επανάσταση που προηγήθηκε του ένοπλου αγώνα, χωρίς Παγκύπριο Γυμνάσιο και αγροτόπαιδα που μπορούσαν να απαγγέλλουν Όμηρο, Αισχύλο και Θουκυδίδη και να κάνουν το σταυρό τους για να ενωθούν με τον διπλανό τους και την Ελλάδα, χωρίς 17χρονους ποιητές όπως ο Παλληκαρίδης, κανείς δεν θα μπορούσε να αναλάβει το προσωπικό και ψυχικό κόστος αυτού του έπους. Χρειαζόμαστε λοιπόν πρότυπα ελληνικά σχολεία, Νηπιαγωγεία και Γυμνάσια και, επιτέλους, ένα πρότυπο Ελληνικό Πανεπιστήμιο της Κύπρου που να είναι το καμάρι της ελληνικής οικουμενικότητας, το δικαιούμαστε και το αξίζουμε.
Προτείνω, ως επιστέγασμα αυτής της παρέμβασης, την δημιουργία ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου, με προγραμματική αξίωση την επαναθεμελίωση της ελληνικής παιδείας της Κύπρου, στη βάση της απελευθέρωσης – αυτοδιάθεσης. Αυτό το πανεκπαιδευτικό μέτωπο για την αυτοδιάθεση, πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνει δασκάλους, νηπιαγωγούς, καθηγητές γυμνασίων και πανεπιστημίων, άνεργους επιστήμονες, χωρίς συνδικαλιστικούς και επαγγελματικούς φραγμούς. Να μπορεί να πλησιάζει τα προσφυγικά σωματεία, να θέλει να επανατροφοδοτήσει τους πολιτισμικούς δεσμούς με τον ελλαδικό χώρο και την διασπορά, να μπορεί να δώσει επιστημονική στήριξη σε δημοσιογράφους και πολιτικούς. Να μπορεί να γίνει, δηλαδή, μια πολιτιστική δύναμη πυρός και να μπορεί να συγκεντρώνει το φρόνημα και το ταλέντο, σε έναν Πανελλήνιο δημόσιο χώρο αντίστασης στην κατοχή.