Αρχική » Η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων

Η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων

από Άρδην - Ρήξη

του Δημήτρη Ευαγγελίδη, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 3, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2013

Ἡ ἑλληνική γλώσσα, σύμφωνα μέ τίς νεώτερες ἐπιστημονικές ἀπόψεις1, διαμορφώθηκε στόν ελλαδικό χῶρο, μετά τήν ἄφιξη τῶν Πρωτο-Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἀφομοίωσαν μέν καί ἐξαφάνισαν βαθμιαία τούς προγενέστερα ἐγκατεστημένους λαούς (= Προέλληνες), ἀλλά ἐπηρεάσθηκαν πολιτισμικά καί πολιτιστικά. Οἱ Προέλληνες μιλοῦσαν δικές τους γλῶσσες καί ὡς ἐκ τούτου ἐπηρέασαν σαφῶς τήν διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς διαδικασίας2 ἦταν ἡ ἀρχικά ἑνιαία πρωτο-ελληνική νά διασπαστεῖ σέ τρεῖς διαλέκτους μεταξύ 2200/2100 π.Χ. καί 1900 π.Χ. δηλ. ἀπό τήν ὁριστική ἐγκατάσταση τῶν Πρωτο-Ἑλλήνων σέ μιά σχετικά στενή ζώνη πού περιελάμβανε τήν σημερινή Ἤπειρο καί ἕνα τμῆμα τῆς Ν. Δ. Ἰλλυρίδος, τήν Δυτική Μακεδονία καί τό Β. Α. μέρος τῆς Θεσσαλίας, μέχρι τήν ἔναρξη τῆς μετακίνησης τῶν φύλων αὐτῶν, κυρίως πρός νοτιότερες περιοχές3. Οἱ διάλεκτοι αὐτές ἦσαν:

α) Μιά πολύ ἀρχαϊκή μορφή τῆς μετέπειτα ἰωνικῆς-ἀττικῆς διαλέκτου.

β) Μιά ἐπίσης ἀρχαϊκή μορφή τῆς λεγομένης δυτικῆς / βορειοδυτικῆς / ἠπειρωτικής διαλέκτου (ἀπό αὐτήν προέκυψαν ἀργότερα ἡ Δωρική τῆς Λακωνίας, τῆς Κρήτης κ.λπ., ἡ διάλεκτος τῆς Ἠλείας, ἡ αἰτωλική, ἡ νεο-ἀχαϊκή, καθώς καί οἱ διάλεκτοι τῶν τριῶν μεγάλων φυλετικῶν ὁμάδων τῆς Ἠπείρου – Θεσπρωτῶν, Μολοσσῶν, Χαόνων).

γ) Ἡ λεγομένη κεντρική διάλεκτος, ἡ ὁποία στήν συνέχεια διασπάστηκε στήν αἰολική (ἀναφέρεται καί ὡς πρωτο-αἰολική) καί τήν μετέπειτα ἀρκαδο-κυπριακή.

Ὁλοκληρώνοντας τήν εἰκόνα ἀναφέρουμε ὅτι γύρω στό 1600 π.Χ. ἕνα τμῆμα αἰολοφώνων μετανάστευσε ἀπό τήν ΝΑ Θεσσαλία (= Ἀχαΐα Φθιῶτις) στήν ΒΑ Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ἡ διάλεκτός τους ἄρχισε νά ἐμφανίζει νεωτερισμούς καί νά δέχεται ἐπιδράσεις ἀπό τήν ἀρκαδική (ἀργότερα ἀρκαδο-κυπριακή) διάλεκτο τῆς κεντρικῆς Πελοποννήσου (ὅπου γύρω στό 1900 π.Χ. εἶχαν μεταναστεύσει καί ἐγκατασταθεῖ οἱ ἀρκαδόφωνοι, προερχόμενοι ἀπό τήν περιοχή τῆς σημερινῆς Δυτικῆς Μακεδονίας). Ἔτσι διαμορφώθηκε τελικῶς ἡ γνωστή μας, ἀπό τίς πινακίδες μέ τήν Γραμμική Β, διάλεκτος τῶν Μυκηναϊκῶν Βασιλείων, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀναφερόταν ὡς ἀχαϊκή (δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν προαναφερθείσα νεο-ἀχαϊκή, μιά δωρική διάλεκτο), ἐνῶ σήμερα ἔχει ἐπικρατήσει γενικότερα νά τήν ἀποκαλοῦμε μυκηναϊκή. Μέ τήν κατάρρευση τοῦ μυκηναϊκοῦ κόσμου, ἡ μυκηναϊκή διάλεκτος ἔπαυσε σταδιακά νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐξαφανιστεῖ ὁριστικά γύρω στό 1150 π.Χ. Τέλος, μέ τήν διασταύρωση αἰολικῶν καί δυτικῶν διαλεκτολογικῶν στοιχείων, προέκυψαν ἡ θεσσαλική καί ἡ βοιωτική διάλεκτος.

Ποιά ἦταν λοιπόν ἡ γλωσσολογική σχέση τῆς ἀρχαίας μακεδονικῆς λαλιᾶς σέ σχέση μέ τίς παραπάνω διαλέκτους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας;

Πρίν ἀσχοληθοῦμε μέ τίς ἀπαντήσεις στό ἐρώτημα αὐτό θά πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ ἔρευνες καί οἱ μελέτες γιά τήν μακεδονική σημείωσαν ἐξαιρετική πρόοδο τά τελευταία τριάντα χρόνια, μέ ἀποτέλεσμα νά εἴμαστε σέ θέση νά ἀναφερόμαστε πλέον σέ ἐπεξεργασμένο γλωσσολογικό ὑλικό, ἀπό τό ὁποῖο μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ συγκεκριμένα ἐπιστημονικά συμπεράσματα.

Οἱ ἀκαδημαϊκές πάντως συζητήσεις ξεκίνησαν οὐσιαστικά ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα μέ τήν ἔκδοση στήν Λειψία τῆς Γερμανίας μιᾶς σύντομης σχετικά μελέτης ἀπό τόν F. G. Sturz μέ τίτλο Περί τῆς διαλέκτου τῆς ελευθέρας μακεδονικῆς4, πού στόχευε νά παρουσιάσει τίς ἀπόψεις καί τήν ἔρευνά του γιά τήν θέση τῆς μακεδονικῆς ὡς διαλέκτου τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί κυρίως μέ τήν ἔκδοση τό 1825 τοῦ ἔργου τοῦ G. O. Müller Περί της κατοικίας, της καταγωγής και της αρχαιότερης ιστορίας του μακεδονικού λαού5. Δυστυχῶς ἡ συζήτηση, ἀπό ἐπιστημονική, σύντομα μετατράπηκε σέ πολιτική καί ἐξελίχθηκε σέ μιά ἀτέρμονα σειρά ἀντιπαραθέσεων γιά τήν ἑλληνικότητα ἤ μή αὐτῆς τῆς γλώσσας6.

Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ:

Για πολλές δεκαετίες υπήρξε έντονη αμφισβήτηση για την ένταξη ή μη της μακεδονικής στις ελληνικές διαλέκτους. Το πρόβλημα οφειλόταν εν μέρει στην ανεπάρκεια του υλικού, πρώιμων επιγραφών κυρίως, αλλά και σε εξωεπιστημονικούς παράγοντες, καθώς ευθύς εξαρχής η διαμάχη ήταν στενά εξαρτημένη από τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη νότια Bαλκανική κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα –ακόμα και ώς τις μέρες μας– και τις εδαφικές διεκδικήσεις των λαών που κατοικούσαν στην περιοχή.7

Ἐπιχειρώντας ἑπομένως νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα πού θέσαμε παραπάνω γιά τήν σχέση τῆς ἀρχαίας μακεδονικῆς λαλιᾶς μέ τίς ἄλλες ἑλληνικές διαλέκτους, πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι στό παρελθόν, ἀλλά καί μέχρι πρόσφατα σχετικά, ἦταν δύσκολη μιά ἁπλή καί σαφής ἀπάντηση λόγω ἀνυπαρξίας ἤ ἔστω σπανιότητας τοῦ γλωσσολογικοῦ ὑλικοῦ, πού ἐπέτρεπε ποικίλες ὑποθέσεις καί ἀπόψεις. Αὐτές μποροῦμε νά τίς κατατάξουμε σέ τέσσερεις ὁμάδες, ἀναλόγως τῆς θέσης πού ὑποστηρίζουν:

α) Ἡ πρωιμότερη θέση δεχόταν τήν ἄποψη ὅτι ἡ Μακεδονική ἦταν μιά μεικτή γλώσσα, συγγενής τῆς Ἰλλυρικῆς (Ἡ θέση τοῦ προαναφερθέντος G. O. Müller, ἀλλά καί Σλάβων κυρίως ἐπιστημόνων στήν συνέχεια, ὅπως τῶν G. Kazaroff, M. Rostovtzeff, M. Budimir, H. Baric κ.ἄ) ἤ τῆς Θρακικῆς (ὑποστηρίζεται ἀκόμα καί σήμερα ἀπό τόν Βούλγαρο D. Tzanoff).

β) Μιά ἄλλη θέση, πού ὑποστηρίχθηκε ἀπό σημαντικούς ἐπιστήμονες, ἀποδεχόταν τήν Μακεδονική ὡς ἀνεξάρτητη Ἰνδοευρωπαϊκή γλώσσα, συγγενική μέ τήν ἑλληνική (V. Pisani, I. Russu, G. Mihailov, P. Chantraine, I. Pudic, C. D. Buck, E. Schwyzer, Vlad. Georgiev, W. W. Tarn καί ὁ ἐξέχων Γάλλος γλωσσολόγος Olivier Masson, στήν ἀρχή τῆς σταδιοδρομίας του).

γ) Ἡ πλειονότητα πάντως τῶν ἐπιστημόνων καί κυρίως τῶν γλωσσολόγων ὑποστήριζε καί ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Μακεδονική ἦταν μία ἀκόμη ἑλληνική διάλεκτος (Ἡ θέση πού ἀνέπτυξε ὁ Φ. Γκ. Στούρτς πού προαναφέραμε, ἀλλά καί ὁ «πατριάρχης» τῆς ἑλληνικῆς Γλωσσολογίας Γ. Χατζιδάκις (1848-1941), ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Γλωσσολογίας στό Α.Π.Θ. Νικ. Ἀνδριώτης, καθώς καί ο N. Kalleris, A. Fick, Otto Hoffmann, F. Solmsen, V. Lesny, F. Geyer, N. G. L. Hammond, A. Toynbee, Ch. Edson καί τοῦ Olivier Masson στά ὤριμα χρόνια του).

δ) Τέλος, πρέπει νά ἀναφέρουμε καί τήν ὕπαρξη παλαιότερα μιᾶς μικρῆς μερίδας ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι τήρησαν μιά ἐπιφυλακτική στάση, ἐπικαλούμενοι τήν ὕπαρξη κάποιων ἀσαφῶν σημείων καί τήν ἀνεπάρκεια τοῦ γλωσσολογικοῦ ὑλικοῦ πού ἦταν διαθέσιμο τήν ἐποχή τους, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωροῦν ἀδύνατη τήν διατύπωση τεκμηριωμένης θέσης [Κυρίως, ὁ Γάλλος γλωσσολόγος Antoine Meillet (1866–1936) καί ὁ Ἰταλοεβραῖος Ἱστορικός Arnaldo Momigliano (1908–1987)]8.

Ὅμως καί οἱ ἀρχαῖες πηγές ἦσαν, ὄχι μόνον ἐξαιρετικά φειδωλές στό θέμα τῆς γλώσσας τῶν Μακεδόνων, ἀλλά μᾶλλον ἐπέτειναν τήν σύγχυση. Ὅπως εὔστοχα καί μέ σαφήνεια ἐπεξηγεῖται:

Oἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀναφέρονται μᾶλλον σπάνια σέ αὐτή καθαυτή τήν γλώσσα τῶν Mακεδόνων. Συνοψίζοντας (βλ. τελευταῖα Παναγιώτου 1992 – Kapetanopoulos 1995) θά μπορούσαμε νά ὁμαδοποιήσουμε τίς σχετικές μαρτυρίες ὡς ἑξῆς:

α. Γιά τόν χαρακτῆρα τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου: Kατά τόν Τίτο Λίβιο, Mακεδόνες, Aἰτωλοί καί Ἀκαρνᾶνες μιλοῦν τήν ἴδια διάλεκτο – παραπλήσια διαπίστωση κάνει καί ὁ Στράβων γιά τήν διάλεκτο Ἠπειρωτῶν καί Mακεδόνων. Ὡς γνωστόν, τά ἰδιώματα ὅλων τῶν παραπάνω φύλων ἀνήκουν στήν βορειοδυτική διαλεκτική ὁμάδα. Oἱ μαρτυρίες αὐτές ἐπιβεβαιώνονται πλέον ἀπό τίς διαλεκτικές ἐπιγραφές καί μέ τήν σειρά τους συνδυάζονται μέ ἔμμεσες μαρτυρίες τῶν πηγῶν γιά τήν συγγένεια Mακεδόνων καί Δωριέων: ὁ Ἡρόδοτος (1.56) ταυτίζει Mακεδόνες καί Δωριεῖς – ὁ ἴδιος (5.20, 5.22, 8.137, 8.138), ὅπως καί ὁ Θουκυδίδης (2.99.3) καί ἄλλες μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουν τόν μῦθο πού συνδέει τόν βασιλικό οἶκο τῶν Tημενιδῶν μέ τό Ἄργος καί τόν Ἡρακλή, πληροφορίες πού ἐπιβεβαιώνονται ἐμμέσως ἀπό ἀρχαιολογικά εὑρήματα π.χ. τόν κατάδεσμο9 πού δημοσίευσε ὁ Tιβέριος (1989) […] Ἀντίθετα, γενεαλογικοί μῦθοι τοῦ Ἡσιόδου καί τοῦ Ἑλλανίκου συνδέουν τούς Mακεδόνες μέ τούς Αἰολεῖς, ἀλλά μέχρι σήμερα δέν ὑπάρχουν σοβαρά στοιχεῖα ἐνισχυτικά αὐτῆς τῆς παράδοσης.

β. Γιά τήν προοδευτική περιθωριοποίηση τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου: Ἤδη στό στράτευμα τοῦ M. Aλεξάνδρου, ἕνα διαλεκτικό σύνολο διαφορετικῶν προελεύσεων, οἱ Mακεδόνες ἐκφράζονται στήν κοινή – ἡ διάλεκτος χρησιμοποιεῖται μόνο μεταξύ Mακεδόνων ἤ σέ στιγμές ἔντονης συγκίνησης. Ἡ νεώτερη χρονολογικά μαρτυρία γιά τήν διάλεκτο εἶναι τῶν μέσων τοῦ 1ου αἰώνα π.X. καί ἀναφέρεται στήν ὑποχώρησή της ἤδη πρίν ἀπό τήν περίοδο αὐτή στήν πτολεμαϊκή αὐλή. Oἱ μαρτυρίες τῶν πηγῶν ἐπιβεβαιώνονται καί ἀπό τίς ἐπιγραφές.

γ. Γιά τήν μακεδονική διάλεκτο καί τήν κοινή: Ἡ κοινή διαδόθηκε μέσω τῶν μακεδονικῶν κατακτήσεων καί ἐπικράτησε, χωρίς ἀνάσχεση, χάρη στά ἑλληνιστικά βασίλεια. Ἔτσι συνδέθηκε ἀργότερα στή συνείδηση ὁρισμένων ἀττικιστῶν πολύ στενά μέ τούς Mακεδόνες, σέ βαθμό πού ὁ ὅρος μακεδονίζειν νά ἀποκτήσει σέ ὁρισμένους ἀπό αὐτούς τήν ἔννοια «ὁμιλῶ τήν κοινή» (π.χ. Ἀθήναιος, «Δειπνοσοφισταί» 3.121f-122a) – γιά τόν λόγο αὐτό προκάλεσε καί τά εἰρωνικά τους σχόλια. Ὡς ἀπόδειξη ἐπίσης αὐτῆς τῆς σημασίας τοῦ μακεδονίζειν μποροῦν νά ἀντιπαρατεθοῦν χωρία ἀττικιστῶν, ὅπου ὁ ἴδιος τύπος χαρακτηρίζεται ἀπό τούς μέν ὡς «μακεδονικός» καί ἀπό τούς δε ὡς τύπος «εὐτελής» πού χρησιμοποιοῦν οἱ «ἀμαθεῖς» ἤ οἱ «νεώτεροι»10.

Ἔχουμε ἤδη τονίσει ὅτι τά τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, ἡ κατάσταση μεταβλήθηκε ριζικά χάρη στίς δημοσιεύσεις τῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν τοῦ Βερολίνου ἐπιγραφικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τήν περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης (1972) καί τήν Βόρεια Μακεδονία (1999), καθώς καί τοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν Ρωμαϊκῶν-Ἑλληνικῶν Ἀρχαιοτήτων (Κ.Ε.Ρ.Α.) ἀπό τήν Ἄνω Μακεδονία (1985) καί τήν περιοχή τῆς Βεροίας (1998).

Ἐπί πλέον τό ΚΕΡΑ δημοσίευσε τρεῖς σημαντικότατες συλλογές ὀνομάτων ἀπό τίς περιοχές τῆς Βεροίας, τῆς Ἑδέσσης καί ἐκπατρισμένων Μακεδόνων.

Ὅπως ξεκαθαρίζει καί ὁ καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. Ἰωάννης Μ. Ακαμάτης σέ ἕνα ἐξαιρετικό ἄρθρο του μέ τόν τίτλο «Ἡ γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων»11:

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η γλώσσα που μιλούσε ο λαός των Μακεδόνων υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων. Από μερικούς μάλιστα ερευνητές, τον αμερικανό καθηγητή Borza και τους μαθητές του, θεωρήθηκε πως το σύνολο των ελληνικών επιγραφών που βρέθηκε στη μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας ανήκουν στους συγγενείς των βασιλέων, αφού οι τάφοι είναι βασιλικοί. Η γλώσσα τους, λένε, είναι φυσικό να είναι η ελληνική, αφού οι ίδιοι μελετητές υποστηρίζουν πως η βασιλική οικογένεια και η ανώτατη τάξη μόνο είχαν εξελληνιστεί. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι προφανές πως το επιχείρημα αυτό θα κατέπιπτε αν είχαμε ελληνικά κείμενα που ανήκουν στους κοινούς ανθρώπους και χρονολογούνται πριν από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της κοινής ελληνικής, ας πούμε πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.

Το πρώιμο νεκροταφείο της Αγοράς της Πέλλας μας έδωσε τα πιο σημαντικά ευρήματα. Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. προέρχεται η επιτύμβια στήλη του Ξάνθου, ενός φτωχού σχετικά παιδιού. Για να γίνει η στήλη ξαναχρησιμοποιήθηκε ένα κομμάτι μάρμαρο. Η επιγραφή στη στήλη γράφει: ΞΑΝΘΟΣ/ΔΗΜΗΤΡΙΟ/Υ ΚΑΙ ΑΜΑ/ΔΙΚΑΣ ΥΙΟΣ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ το μητρωνυμικό Αμαδίκα. Το όνομα αυτό φαίνεται πως προέρχεται από τη ρίζα αμ- από όπου και το ομηρικό ρήμα αμά-ω (αρχ.=θερίζω) και τη μακεδονική κατάληξη -δίκα, θυμηθείτε το όνομα Ευρυδίκα.

Παρατηρείστε τον κανονικό σχηματισμό της μακεδονικής κατάληξης σε α αντί η. Τα πρόσφατα, μάλιστα, ευρήματα από τη Βεργίνα μας έδωσαν τρεις φορές το όνομα της μητέρας του Φιλίππου ως Ευρυδίκας και όχι Ευρυδίκης. Έτσι, ενώ τα παραδείγματα πριν από μερικά χρόνια ήταν λιγοστά, σήμερα καθημερινά αυξάνονται με τις ανακαλύψεις της αρχαιολογικής σκαπάνης. Σας θυμίζω δύο ευρήματα από το νεκροταφείο της Πέλλας, βγαλμένα από το χώμα πρόσφατα. Πρόκειται για χρυσά φύλλα με την ταυτότητα των νεκρών. Στο ένα φύλλο καταγράφεται το όνομα Ηγησίσκα, αντί του Ηγησίσκη από το ρήμα ηγούμαι. Σας αναφέρω, ακόμα πως, η νεκρή ήταν ένα μικρό κορίτσι, έτσι είναι -ίσκη=Ηγησίσκη. Στο άλλο καταγράφεται το όνομα Φιλοξένα.

Άλλο ένα εύρημα από το νεκροταφείο της περιοχής της Αγοράς ανήκει σε ένα ενεπίγραφο μολύβδινο έλασμα, ένα κατάδεσμο, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Είναι ένα σημαντικότατο απόκτημα της αρχαιολογικής έρευνας που πραγματοποιείται στη Μακεδονία τα τελευταία χρόνια. Το κείμενο αυτό, κατά την άποψή μου, μπορεί αποφασιστικά να βοηθήσει στην κατανόηση της Μακεδονικής διαλέκτου.

Είναι ως αυτή τη στιγμή το μοναδικό διαλεκτικό κείμενο της μακεδονικής. Η σημασία του αυξάνει ακόμα περισσότερο, γιατί είναι σχετικά εκτεταμένο κείμενο. Αυτό το κείμενο, που είναι έτοιμο προς δημοσίευση, μόλις εμφανιστεί, είμαι βέβαιος πως θα σχολιαστεί ευρύτατα από τους ειδικούς γλωσσολόγους. Η πινακίδα ήρθε στο φως μέσα σε ένα τάφο ενός ταπεινού ατόμου. Το κείμενο παρουσιάζει σχέσεις με την αττική στη σύνταξη. Όμως διαφέρει από την αττικο-ιωνική ομάδα στα εξής:

1. Το α και εδώ δεν γίνεται δευτερεύον η, βλ. πχ. Θετίμα, αντί Θετίμη, γάμαι αντί γήμαι, άλλα αντί άλλη, ερήμα αντί ερήμη, κακά αντί κακή.

2. Η συνίζηση του α και ο γίνεται α, όχι ω, π.χ. ταν άλλαν πασάν αντί των άλλων πασών, χηράν αντί χηρών κ.λπ.

3. Γενικά, και άλλες ιδιαιτερότητες μας βοηθούν να κατατάξουμε τη γλώσσα του κειμένου στην ομάδα των Β.Δ. δωρικών, ελληνικών, βέβαια, διαλέκτων. Αυτή, λοιπόν, είναι η μακεδονική και αυτή εννοείται, όταν ο Αλέξανδρος μιλά στους στρατιώτες του «μακεδονιστί».

Δυστυχῶς, οἱ παλιές θεωρίες ἀποσύρονται δύσκολα μέ ἀποτέλεσμα ἀπομεινάρια ἀπηρχαιωμένης «σοφίας» νά ἐπιβαρύνουν ἀκόμα ἐπιστημονικά περιοδικά, πανεπιστημιακά ἐγχειρίδια καί ἔργα, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητής Μιλτ. Χατζόπουλος, ὑποδεικνύοντας ὡς χαρακτηριστικά παραδείγματα (πρός ἀποφυγήν θά λέγαμε), τό σχετικό κείμενο γιά τήν Μακεδονική τοῦ Καθηγητή Ρ. Κρόσσλαντ (R. A. Crossland), στόν τρίτο τόμο (Μέρος 1), τῆς φημισμένης καί ἐγκυρότατης κατά τά ἄλλα Ἀρχαίας Ἱστορίας τοῦ Πανεπιστημίου Καίημπριτζ12 καί τό βιβλιαράκι τοῦ Ἀμερικανορουμάνου Καθηγητή Εὐγενίου Μπόρζα13.

Χαρακτηριστικό ἐπίσης παράδειγμα ἀποτελοῦν καί οἱ διαλεκτολογικοί χάρτες πού κυκλοφοροῦν στήν ξένη (ἀλλά καί στήν ἑλληνική δυστυχῶς) βιβλιογραφία καί οἱ ὁποῖοι περιορίζουν τίς ἑλληνικές διαλέκτους σέ ἕνα μικρό τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου (τήν νότια ἡπειρωτική Ἑλλάδα, τήν νησιωτική καί τίς μικρασιατικές ἀκτές), ἐνῶ ἐμφανίζουν τόν χώρο τῆς Μακεδονίας, καθώς καί τῆς Ἠπείρου, νά κατοικεῖται ἀπό ὁμιλητές μή-ἑλληνικῶν διαλέκτων (βλ. Χάρτες 1, 2, και 3)!

Γιατί ὅμως ὑπῆρχαν αὐτές οἱ ἀμφιβολίες καί ἀμφισβητήσεις γιά τήν θέση τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου; Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ καθηγητής Μ. Χατζόπουλος:

Μια αιτία –ίσως η σπουδαιότερη– για την τόση αντίσταση στην αφομοίωση των νέων στοιχείων και την επιμονή σε ξεπερασμένες θεωρίες μέχρι ακόμα και τα τελευταία χρόνια, είναι ο τρόπος με τον οποίον από τον 19ο αιώνα η επιστημονική συζήτηση για τη μακεδονική λαλιά και τον ελληνικό ή μη χαρακτήρα της επικεντρωνόταν στη σποραδική εμφάνιση σε μακεδονικές λέξεις και κύρια ονόματα –που κατά τα άλλα φαίνονταν πλήρως ελληνικά– ηχηρών συμφώνων [voiced stops] (β, δ, γ) αντί των αντιστοίχων αρχικά δασέων, άηχων συμφώνων [originally “aspirate” unvoiced stops] (φ, θ, χ,), που αναμένονταν στις άλλες ελληνικές διαλέκτους, όπως για παράδειγμα Βάλακρος και Βερενίκα αντί Φάλακρος και Φερενίκα14.

Καί συνεχίζει:

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 του περασμένου αιώνα, η επιτάχυνση της αρχαιολογικής έρευνας στη Μακεδονία και οι δραστηριότητες του Προγράμματος «Μακεδονία» του ΚΕΡΑ είχαν ως αποτέλεσμα την παρουσίαση πολυάριθμων επιστημονικών εργασιών και μεταξύ αυτών από κορυφαίους γλωσσολόγους (Claude Brixhe, Άννα Παναγιώτου, O. Masson, L. Dubois, Μιλτιάδης Β. Χατζόπουλος) οι οποίοι αξιοποίησαν τα νεώτερα δεδομένα και οι οποίες συγκεντρώθηκαν, επιτρέποντας έτσι να προχωρήσουμε πέρα από τον Γόρδιο δεσμό, ο οποίος, από τον 19ο αιώνα αιχμαλώτιζε όλες τις συζητήσεις γύρω από τη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων, δηλ. στο εάν ήταν ελληνική ή όχι. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να λεχθεί ότι από εδώ και πέρα το εμπόδιο που παρεμπόδιζε την ταυτοποίηση της γλώσσας που ομιλούσαν ο Φίλιππος και ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πια εξαλειφθεί: Η αρχαία μακεδονική ήταν μια πραγματική και γνήσια ελληνική διάλεκτος. Στο ζήτημα αυτό όλοι οι γλωσσολόγοι και φιλόλογοι που ασχολούντο ενεργά με αυτό το πρόβλημα είχαν πλέον την ίδια άποψη. Είναι όμως εξ ίσου αληθινό ότι δεν συμφωνούν στα πάντα.

Δύο ερωτήματα ακόμα εγείρουν σοβαρές διαφωνίες:

α) Πώς εξηγείται η σποραδική παρουσία σε μακεδονικές λέξεις και ονόματα των φθόγγων β, δ, γ αντί των αντίστοιχων φθόγγων φ, θ, χ των άλλων ελληνικών διαλέκτων;

β) Ποια είναι η διαλεκτική θέση της μακεδονικής εντός της ελληνικής;

Η πρώτη ερώτηση διερευνήθηκε αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, αλλά με αποκλίνοντα συμπεράσματα από τους Claude Brixhe και Anna Panayotou από τη μια μεριά, και τους O. Masson, L. Dubois και τον υποφαινόμενο από την άλλη.

Ως προς το θέμα των διαλεκτικών σχέσεων της μακεδονικής εντός της ελληνικής, εκτός από τους παραπάνω αναφερθέντες επιστήμονες, οι N. G. L. Hammond και E. Voutiras είχαν επίσης σημαντική συνεισφορά. Για όσο διάστημα, πάντως, ασχολήθηκα, σταδιακά πείσθηκα ότι τα δύο παραπάνω ερωτήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους ή, σωστότερα, ότι η έρευνα για τις διαλεκτικές συγγένειες της μακεδονικής διαλέκτου μπορούν να παράσχουν ικανοποιητικές ερμηνείες γι’ αυτή την επίμαχη ιδιαιτερότητα του συμφωνικού της συστήματος (of this controversial particularity of its consonantal system).

[…]

Έτσι, η έρευνα για το συμφωνικό σύστημα της μακεδονικής οδήγησε στο ερώτημα των διαλεκτολογικών συγγενειών αυτής της ομιλίας με τις οποίες ήταν στενότερα συνδεδεμένη. Ήταν φυσιολογικό η βασική διαφωνία περί του ελληνικού ή μη-ελληνικού χαρακτήρα της μακεδονικής να παραμερίσει σε μια δευτερεύουσα θέση το ερώτημα της τοποθέτησής της εντός των ελληνικών διαλέκτων. Εν τούτοις, δεν παραμελήθηκε πλήρως. Ήδη, ο F. G. Sturz, στηριζόμενος στον Ηρόδοτο, προσδιόρισε τη μακεδονική ως μια δωρική διάλεκτο, ενώ ο Otto Abel υπήρξε ακριβέστερος και την τοποθέτησε μεταξύ των βορείων δωρικών διαλέκτων. Υπέθεσε ότι ο Στράβων και ο Πλούταρχος παρείχαν τα αναγκαία επιχειρήματα, για να επιμείνουμε ότι η μακεδονική δεν διέφερε από την Ηπειρωτική διάλεκτο.

Η θεμελιώδης εργασία του Otto Hoffmann ήταν αυτή που εισήγαγε αποφασιστικά την αιολική διάσταση στη συζήτηση, η οποία γίνεται ευρέως αποδεκτή στις μέρες μας (Daskalakis, Toynbee, Goukowsky). Η θέση για τη δωρική-βορειοδυτική διάσταση πραγματοποίησε μια ισχυρή επαναφορά χάρη στο κύρος του J. N. Kalleris, ακολουθούμενη από τον Γ. Μπαμπινιώτη, τον Olivier Masson και άλλους επιστήμονες με περισσότερο επεξεργασμένες απόψεις (A. Tsopanakis, A. I. Thavoris, M. B. Sakellariou και Cl. Brixhe).

Τελικώς, ο N. G. L. Hammond διατύπωσε την πλέον ξεκάθαρη άποψη, επιχειρηματολογώντας για την παράλληλη ύπαρξη δύο μακεδονικών διαλέκτων: μιας στην Άνω Μακεδονία, στενά συνδεδεμένης με τις βορειο-δυτικές διαλέκτους, και μιας άλλης στην Κάτω Μακεδονία, συγγενικής με τη θεσσαλική. Ένα νέο, όμως, στοιχείο, η δημοσίευση ενός εκτενούς διαλεκτολογικού κειμένου από τη Μακεδονία, δημιούργησε μια νέα κατάσταση. Το κείμενο αυτό προήλθε από την ανακάλυψη ενός κατάδεσμου (βλ. σημ. 9) από το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ο οποίος ανακαλύφθηκε σε τάφο της Πέλλας15.

Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι πολλοί «καλοθελητές» ἔσπευσαν νά μειώσουν τήν τεράστια σημασία αὐτῆς τῆς ἀνακάλυψης γιά τίς γλωσσολογικές ἔρευνες, μέ ἐπιχειρήματα πού κυμαίνονταν ἀπό ἕναν ἁπλό σκεπτικισμό μέχρι ἀνυπόστατες ὑποθέσεις. Ὁ Καθηγητής Μ. Χατζόπουλος εἶναι ἀποστομωτικός στό θέμα αὐτό:

Κατά την άποψή μου, η παρουσία [γλωσσικών] τύπων όπως διελέξαιμι, ἰμέ, ἀνορόξασα, δαπινά, οι οποίοι είναι αναμενόμενοι στη μακεδονική, αλλά τελείως ξένοι στις βορειο-δυτικές διαλέκτους, αποτελεί αποφασιστική επιβεβαίωση για την ντόπια καταγωγή του συγγραφέα του κειμένου και μας επιτρέπει να απορρίψουμε την απίθανη υπόθεση ότι το κείμενο ίσως υπήρξε έργο κάποιου Ηπειρώτη κατοίκου που ζούσε στην Πέλλα16.

Τα επίμαχα σύμφωνα

Ἐπανερχόμαστε στό διαβόητο ζήτημα τῆς ὕπαρξης στήν Μακεδονική τῶν ἠχηρῶν συμφώνων [voiced stops] (β, γ, δ) ἀντί τῶν ἀντιστοίχων, ἀρχικά δασέων, ἄηχων συμφώνων [originally “aspirate” unvoiced stops] (φ, θ, χ), πού ὑπάρχουν στίς ἄλλες ἑλληνικές διαλέκτους.

Στό θέμα αὐτό, ὅπως προαναφέραμε, ὑπάρχουν δύο ἀπόψεις γιά τήν προέλευση τοῦ φαινομένου. Ἡ πρώτη ἄποψη ὑποστηρίζεται κυρίως ἀπό τήν Καθ. Ἄννα Παναγιώτου:

Oρισμένες αρχαίες (από τον Πλούταρχο και μετά) καθώς και βυζαντινές πηγές επισημαίνουν ότι οι Mακεδόνες «χρώνται» B αντί του Φ (και κάποτε Δ αντί του Θ) σε ανθρωπωνύμια, σε λατρευτικά επίθετα, σε μήνες του μακεδονικού ημερολογίου και σε μακεδονικές «γλώσσες» – οι γραμματικοί και οι λεξικογράφοι υποστηρίζουν ότι το ανθρωπωνύμιο Φίλα ([phvla]) π.χ. αντιστοιχούσε στο μακεδονικό Bίλα [bvla] (ή ήδη από το τέλος της κλασικής εποχής [vvla], σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, κυρίως Babiniotis 1992). Aυτή η διαφορά θεωρήθηκε από τους περισσότερους γλωσσολόγους και φιλολόγους ως απολύτως βασική, διαχώριζε, δε, τη μακεδονική από το σύνολο των ελληνικών διαλέκτων –της μυκηναϊκής ελληνικής συμπεριλαμβανομένης–, διότι υποδήλωνε διαφορετική εξέλιξη συμφώνων στο φωνολογικό σύστημα της μακεδονικής, δηλαδή, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή τα ινδοευρωπαϊκά ηχηρά δασέα *bh, *dh, *gh έχουν τραπεί στην ελληνική σε άηχα δασέα [ph, th, kh] (γραφήματα Φ, Θ, X αντίστοιχα) έχοντας χάσει την ηχηρότητά τους, ενώ στη μακεδονική έχουν τραπεί αντίστοιχα σε [b d g] (γραφήματα B, Δ, Γ αντίστοιχα), έχουν, δηλαδή, χάσει τη δασύτητά τους. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, η διαφορά απηχεί εξέλιξη στο εσωτερικό της ελληνικής (αποκλειστοποίηση), θέση που μάλλον δύσκολα συμβιβάζεται με τα νεότερα δεδομένα από τα διαλεκτικά κείμενα (βλ. τελευταία Brixhe & Panayotou 1994, σ.σ. 211, 216-218, Παναγιώτου 1997, σ. 202).

Ίσως είναι οικονομικότερο να υποθέσει κανείς ότι τα ονόματα που παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό είναι γλωσσικά κατάλοιπα ενός φύλου που έζησε στην περιοχή και το οποίο αφομοιώθηκε γλωσσικά από τους Mακεδόνες. Είναι σαφές ότι ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. τα μόνα ίχνη αυτής της γλώσσας είχαν περιοριστεί σε ένα τομέα κατεξοχήν συντηρητικό, την ονοματολογία. Ήδη τον 4ο αιώνα π.X., όταν η γραφή αρχίζει να διαδίδεται στη Mακεδονία, στο γλωσσικό αίσθημα των Mακεδόνων τα ονόματα αυτά αποτελούσαν, χωρίς διάκριση προφανώς, τμήμα του μακεδονικού γλωσσικού υλικού και της παράδοσης17.

Τό φῦλο πού ἀναφέρει ἡ Καθηγήτρια Ἀ. Παναγιώτου εἶναι οἱ Φρύγες, ἀποδεχόμενη ἔτσι τήν ἐπίδραση ἑνός φρυγικοῦ ἐπιστρώματος (adstratum) στήν διαμόρφωση τῆς Μακεδονικῆς, ἐπηρεασμένη προφανῶς ἀπό τίς θέσεις τοῦ συναδέλφου της, Γάλλου γλωσσολόγου Claude Brixhe, Καθηγητή στό Πανεπιστήμιο τοῦ Νανσύ, ὁ ὁποῖος ἔχει πραγματοποιήσει σημαντικές ἔρευνες καί μελέτες στήν (νεκρή ἀπό αἰῶνες) φρυγική γλώσσα.

Ὁ καθηγητής Μ. Χατζόπουλος δέν δέχεται πάντως αὐτήν τήν ὑπόθεση καί ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ὕπαρξη τῶν ἠχηρῶν συμφώνων β, γ, δ τῆς Μακεδονικῆς ὀφείλονται στήν ἐπίδραση τῶν γειτονικῶν διαλέκτων τῶν Περραιβῶν καί Θεσσαλῶν. Ὅπως ὑποστηρίζει μέ ἰσχυρή ἐπιχειρηματολογία καί πειστικότητα:

Εάν λάβουμε υπόψη τη γεωγραφική κατανομή των τύπων με ηχηρά κλειστά σύμφωνα στη Θεσσαλία, παρατηρούμε ότι αυτοί είναι συγκεντρωμένοι στο βόρειο τμήμα της περιοχής, κυρίως στην Πελασγιώτιδα και Περραιβία, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στη δεύτερη. Αλλά και στη Μακεδονία, αυτοί οι τύποι είναι άνισα κατανεμημένοι. Βρέθηκαν σε σημαντικούς αριθμούς και ποικιλία –προσφέροντας μαρτυρία για την αυθεντική ζωτικότητα του φαινομένου– σε τρεις πόλεις ή περιοχές: Στη Βεργίνα, τη Βέροια και την Πιερία. Όμως, όλες αυτές εντοπίζονται στο απώτερο νοτιο-ανατολικό τμήμα της Μακεδονίας, σε άμεση επαφή με την Περραιβία. Νομίζω ότι αυτή ακριβώς η γεωγραφική κατανομή μάς παρέχει τη λύση του προβλήματος. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια φωνητική ιδιομορφία της ελληνικής διαλέκτου, που μιλιόταν και στις δύο πλευρές του Ολύμπου και η οποία αναμφίβολα οφειλόταν σε κάποιο υπόστρωμα ή επίστρωμα, πιθανόν, αλλά όχι υποχρεωτικά, φρυγικό.

Εάν παρέμειναν οποιεσδήποτε αμφιβολίες σε σχέση με την ελληνική προέλευση του φαινομένου, θα τις διαλύσουν δύο ονόματα προσώπων: Κεβαλῖνος και Βέτταλος.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι το πρώτο προέρχεται από την ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα *ghebh(e)l-. Εάν, σύμφωνα με τη «φρυγική» υπόθεση, η απώλεια της ηχηρότητας των δασέων δεν έλαβε χώρα πριν από την ανομοίωση των εκπνεομένων, ο τύπος τον οποίον θα έπρεπε να διαμορφώσει η ελληνική διάλεκτος της Μακεδονίας έπρεπε να είναι Γεβαλῖνος και όχι Κεβαλῖνος, ο οποίος είναι αποτέλεσμα πρώτα της απώλειας της ηχηρότητας των δασέων και μετά της ανομοίωσής τους. Οι Claude Brixhe και Anna Panayotou, αντιλαμβανόμενοι πλήρως το πρόβλημα, υπεκφεύγουν δεχόμενοι (ότι το φαινόμενο οφείλεται σε) «παρωχημένο διαλεκτισμό» (“faux dialectisme”).

Από την άλλη, το όνομα Βέτταλος είναι προφανώς ο μακεδονικός τύπος του εθνικού Θετταλός, χρησιμοποιούμενο ως όνομα προσώπων, με πιθανή μεταφορά του τόνου. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η αντίθεση μεταξύ του αττικού Θετταλός και του βοιωτικού Φετταλός απαιτεί την ύπαρξη ενός αρχικού *gwhe-. Δεδομένου δε ότι, αφ’ ενός μεν στη φρυγική, σε αντίθεση με την ελληνική, τα ινδο-ευρωπαϊκά χειλο-υπερωικά18 (labiovelars, δηλ. τα σύμφωνα *kw, *gw, *gwh: σημείωση ΔΕΕ) έχασαν το υπερωικό τους προσάρτημα, χωρίς να διατηρήσουν οποιοδήποτε ίχνος από αυτό, ο τύπος τον οποίο θα έπρεπε να κληρονομήσει η ελληνική διάλεκτος της Μακεδονίας, σύμφωνα με τη «φρυγική» υπόθεση, θα έπρεπε να εμφανίσει ένα αρχικό *Γε- (Γετταλός: σημείωση ΔΕΕ), που ολοφάνερα δεν είναι η περίπτωση.

Από την άλλη, ο τύπος Βέτταλος, ο τύπος, δηλαδή τον οποίο οι Μακεδόνες πρόφεραν με ένα ηχηρό αρχικό σύμφωνο, μπορεί να ερμηνευθεί με ένα τύπο των ηπειρωτικών αιολικών διαλέκτων στις οποίες, όπως γνωρίζουμε, τα «δασέα» χειλο-υπερωικά, ακολουθούμενα από ένα /i/ ή ένα /e/, εξελίχθηκαν σε απλά ηχηρά χειλικά. Ο αιολικός τύπος Φετταλός, που βρίσκεται πίσω από το Βετταλός, μας παρέχει ένα terminus post quem19 για το φαινόμενο της μετατροπής σε ηχηρό σύμφωνο (the voicing phenomenon). Και τούτο διότι, αν λάβουμε υπ’ όψη την ορθογραφία των μυκηναϊκών πινακίδων, η οποία διατηρεί ακόμη μια διακριτή σειρά συμβόλων για τα χειλο-υπερωικά, είναι αναγκαίο (=υποχρεωτικό) να χρονολογήσουμε το παραπάνω φαινόμενο σε μια μετα-μυκηναϊκή εποχή, αρκετά μετά από την εξάλειψη των χειλο-υπερωικών, που σημαίνει προς το τέλος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. το νωρίτερο, και προφανώς εντός του ελληνικού κόσμου. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση του τύπου Βέτταλος, μια ad hoc20 υπόθεση περί «παρωχημένου διαλεκτισμού» (“faux dialectisme”) είναι απαράδεκτη, λόγω της καθυστερημένης χρονικά εποχής, όπου κάποιος υποθετικός Μακεδόνας πατριώτης θα έμπαινε στον πειρασμό να καταφύγει σε έναν τέτοιο γλωσσικό τύπο για το εθνικό όνομα των Θεσσαλών, όταν από καιρό είχε αντικατασταθεί από τον τύπο της Αττικής «κοινής» Θετταλός. Η επανεπεξεργασία του σε ένα τύπο Βετταλός, που ακούγεται δήθεν πιο «μακεδονικός» (more “Macedonian-sounding”), μας ξαναγυρίζει σε ένα επιστημονικό επίπεδο γνώσεων που είχαν επιτύχει τον 19ο αιώνα21.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, στην πρωτο-ελληνική (ΠΕ) γλώσσα, τα μεν χειλικά έδωσαν αντίστοιχα τους φθόγγους π, β, φ, τα οδοντικά τους φθόγγους τ, δ, θ, τα υπερωικά τους φθόγγους κ, γ, χ. Παρατηρούμε ότι τα ηχηρά δασέα της ΠΙΕ στην ΠΕ μετατράπηκαν σε άηχα δασέα.

Οι χειλο-υπερωικοί φθόγγοι βαθμιαία εξαφανίσθηκαν και εξελίχθηκαν στους αντίστοιχους χειλικούς, οδοντικούς ή υπερωικούς, ανάλογα με το φωνήεν που ακολουθούσε. Για παράδειγμα, ο ηχηρός δασύς φθόγγος gwh μετατράπηκε σε φ εάν ακολουθούσε α ή ο, σε θ αν ακολουθούσε ε ή ι, και σε χ εάν ακολουθούσε ου22.

Συμπεράσματα

Ἡ μακεδονική ἀνῆκε στίς Δυτικές / Βορειοδυτικές / Ἠπειρωτικές ἀρχαιοελληνικές διαλέκτους ὡς ξεχωριστή διάλεκτος μέ τίς δικές της ἰδιομορφίες καί ἰδιωματισμούς καί ἦταν ἡ καθομιλουμένη τῆς πλειοψηφίας τῶν κατοίκων τοῦ Μακεδονικοῦ Βασιλείου. Σέ ὁρισμένες ὅμως περιοχές τῆς Κάτω Μακεδονίας καί ἰδιαίτερα αὐτές πού γειτόνευαν μέ τήν Θεσσαλία, οἱ κάτοικοι ὁμιλοῦσαν μιά ἀρχαϊκή αἰολική διάλεκτο, κατάλοιπο τῶν ἀρχικῶν ἐγκαταστάσεων τῶν Πρωτο-Αιολέων, ἀλλά καί νεωτέρων ἐπιρροῶν ἀπό αἰολόφωνα γειτονικά φύλα, ὅπως οἱ Περραιβοί, οἱ Αἰνιάνες, ἀλλά καί οἱ Θεσσαλοί, μέ τήν μεικτή αἰολοδωρική τους διάλεκτο. Μέχρι τά τέλη τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ. περίπου ἔπαυσε νά χρησιμοποιεῖται ὡς καθομιλουμένη καί ἐπιβίωσε μόνον σέ ὀνόματα τόπων, μηνῶν καί προσώπων.

Ἡ ὕπαρξη αὐτῶν τῶν δύο διαλεκτικῶν μορφῶν εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν διαμόρφωση διαφορετικῶν ἀντιλήψεων στούς ἀρχαίους συγγραφεῖς καί τήν διατύπωση ἀντιφατικών ἀπόψεων παρουσιάζοντας τούς Μακεδόνες ἄλλοτε ὡς Δωριεῖς (π.χ. Ἡρόδοτος) καί ἄλλοτε ὡς αἰολοφώνους (π.χ. Ἡσίοδος, Ἑλλάνικος).

Μιά εὔστοχη καί ἐξαιρετικά πειστική ἱστορική ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ φαινομένου ἔχει διατυπωθεῖ ἀπό τόν Καθηγητή Μιλτ. Χατζόπουλο:

Ως προς τους τρεις Τημενίδες αδελφούς, τους μυθικούς ιδρυτές του Μακεδονικού Βασιλείου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήδη από την αρχαιότητα υπήρχε η υποψία ότι δεν είχαν έλθει από το Πελοποννησιακό Άργος αλλά από το Άργος Ορεστικόν της Άνω Μακεδονίας, και γι’ αυτό η ονομασία Αργεάδαι δινόταν όχι μόνον στη βασιλεύουσα Δυναστεία, αλλά σε ολόκληρη την πατριά που ακολούθησε τα τρία αδέλφια στην περιπέτεια της κατάκτησης της Κάτω Μακεδονίας. Γνωρίζοντας ότι οι Ορέστες ανήκαν στη Μολοσσική ομάδα, γίνεται εύκολα αντιληπτό το πώς η σημαντική και με μεγάλο κύρος ελίτ του νέου Βασιλείου επέβαλε τη δικιά της (βορειο-δυτική: σημείωση ΔΕΕ) διάλεκτο, ενώ η αρχαία αιολική διάλεκτος –η ύπαρξη της οποίας είχε δώσει αφορμή σε ορισμένους αρχαίους αλλά και νεώτερους συγγραφείς να θεωρούν τους Μακεδόνες αιολόφωνους– υποβιβάσθηκε στο καθεστώς ενός ιδιωματικού υποστρώματος (the old Aeolic dialect relegated to the status of a substratum patois), κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οποίας […] επιβίωσαν μόνον με τη μορφή ελάχιστων υπολειμμάτων, γενικώς περιθωριοποιημένων, με την εξαίρεση ορισμένων ονομάτων τόπων, προσωπικών ονομάτων και ονομάτων μηνών, που είχαν καθιερωθεί από την παράδοση23.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Βλ. σχετικά M. Garašanin, C.A.H. Vol. III part 1, σελ. 142 – Cambridge, 1982. J. P. Mallory, In Search of the INDO-EUROPEANS – London, 1991. Μ. Σακελλαρίου, Ιστορία Ελληνικού Έθ­νους, τόμ. Α΄ – Αθήνα, 1972. Α. Φ. Χρηστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις απαρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη, 2001, καθώς και το πλέον πρόσφατο και κατατοπιστικότατο David W. Anthony, The Horse, the Wheel, and Language: How Bronze-Age Riders from the Eurasian Steppes Shaped the Modern World, Princeton N. J. 2007.

2 Βλ. για την επίδραση των διαφορετικών γλωσσικών υποστρωμάτων (substratum) και επιστρωμάτων (adstratum) στην διαμόρφωση και εξέλιξη διαφόρων γλωσσών στο κλασσικό έργο του James M. Anderson: Structural Aspects of Language Change – London, 1973

3 Βλ. Μ. Σακελλαρίου, Ι.Ε.Ε. ό.π.

4  F. G. Sturz, De dialecto macedonica liber, Leip­zig, 1808.

5  G. O. Müller, Über die Wohnsitz, die Abstammung und die ältere Geschichte des makedonischen Volks, Berlin, 1825.

6  Miltiades Hatzopoulos, «The speech of the ancient Macedonians, in the light of recent epi­graphic discoveries» – VI International Symposium on Ancient Macedonia, Thessaloniki, 1999.

7  Βλ. Άννα Παναγιώτου, «Η θέση της Μακεδονικής» στο Α.-Φ. Χρηστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστ. Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρ. Μ. Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη, 2001 σσ. 319-325.

8  Βλ. Miltiades Hatzopoulos, The speech of the ancient Macedonians ό.π.

9 Μιά συνηθισμένη μέθοδος στήν ἀρχαία Ἑλλάδα γιά τήν ἐπίτευξη κάποιου σκοποῦ (συνήθως ἀπό χαμηλῆς μορφωτικῆς και πνευματικῆς στάθμης ἂτομα) μέ μαγικές πράξεις καί φράσεις ἦσαν οἱ κατάδεσμοι (=μαγικοί δεσμοί). Οἱ κατάρες ἤ ἐρωτικές ἐπικλήσεις γράφονταν κυρίως σέ ἐλάσματα μολύβδου (φθηνό καί ἀνθεκτικό ὑλικό, ἂν καί ἔχουν βρεθεῖ καί ελάσματα ἀπό πολύτιμα μέταλλα), τά οποῖα τύλιγαν σέ κύλινδρο καί τά τρυποῦσαν πέρα ὡς πέρα μέ ἕνα καρφί (κάρφωμα). Στήν συνέχεια ἔριχναν τούς καταδέσμους μέσα σέ τάφους ἤ πηγάδια ὥστε νά ἔλθουν σέ ἂμεση ἐπαφή μέ τά πνεύματα τοῦ Κάτω Κόσμου.

10  Βλ. Α. Παναγιώτου, Η θέση της Μακεδονικής ό.π.

11  ὁλόκληρο τό κείμενο ὑπάρχει δημοσιευμένο στό Διαδίκτυο στήν διεύθυνση http://abnet.agrino.org/htmls/D/D009.html

12  Βλ. R. A. Crossland, “The Language of the Macedonians” στο Τhe Cambridge Ancient History – Vol. III, part 1 (2nd Edition 1982, Reprinted 1990), σσ. 843-847.

13  E. N. Borza, Before Alexander Constructions of Early Macedonia, 1999.

14 Βλ. Miltiades Hatzopoulos, The speech of the ancient Macedonians ό.π.

15  Βλ. M. Hatzopoulos, The speech… ό.π.

16 Βλ. M. Hatzopoulos, The speech… ό.π.

17 Βλ. Άννα Παναγιώτου, «Η θέση της Μακεδονικής» στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, ό.π.

18  Το φθογγολογικό σύστημα της αρχικής Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκής (ΠΙΕ) γλώσσας περιελάμβανε ένα πολύπλοκο σύστημα συμφώνων, που διακρίνονταν σε χειλικά (labials), οδοντικά (dentals), υπερωικά (velars), χειλο-υπερωικά (labio-velars) κ.λπ., που με τη σειρά τους διακρίνονται σε άηχα (unvoiced/voiceless stops), ηχηρά (voiced stops) και ηχηρά δασέα (voiced aspirates/aspirated stops). Η σπουδαιότερη κατηγορία συμφώνων της ΠΙΕ ήσαν τα λεγόμενα κλειστά (stops). Έχουμε λοιπόν την εξής κατάταξη:

19 Λατιν. «όριο μετά από το οποίο», δηλ. το αρχαιότερο χρονικό σημείο που μπορεί να συμβεί ένα γεγονός.

20Λατιν. επί τούτου, δηλ. κατασκευασμένη.

21  Βλ. M. Hatzopoulos, The speech… ό.π.

22Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Σύντομη εισαγωγή στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία και στην Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1977.

23 Βλ. M. Hatzopoulos: The speech… ό.π.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

MήτσοςΡουσσάκος 18 Αυγούστου 2021 - 10:33

Απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο. Η Ελληνική γλώσσα γεννήθηκε εδώ, δεν ήρθε από πουθενά, και είναι , μακράν, αρχαιότερη. Η Ινδοευρωπαϊκή -Ινδογερμανική θεωρία, παράγωγο του ευρωπαϊκού Ρωμαντισμού, έχει καταρριφθεί δεκαετίες τώρα.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ