του Νίκου Μελέτη | αναδημοσίευση από το liberal.gr
Η από καθ’ έδρας κριτική που ασκήθηκε και η προσχηματική επίκληση επιχειρημάτων προκειμένου να καταγραφεί (πολιτική) διαφοροποίηση, δεν μπορεί να μειώσει τη σημασία της Ελληνογαλλικής Αμυντικής Συμφωνίας, τόσο για την ενίσχυση της προληπτικής αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, όσο και για το απευκταίο ενδεχόμενο της εκδήλωσης επίθεσης επί του πεδίου.
Η καλόπιστη κριτική που ασκήθηκε, αφορά το πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας και κυρίως την κάλυψη που προσφέρει το άρθρο 2, με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση που μια από τις δυο χώρες δεχθεί επίθεση και μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά και στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ περί νόμιμης άμυνας.
Η ρήτρα αυτή καλύπτει την «επικράτεια» της χώρας και όπως εξαίρετοι νομικοί και διεθνολόγοι (Β.Βενιζέλος, Χ.Ροζάκης, Π.Λιάκουρας κ.α.) σημείωσαν, αφορά το έδαφος της χώρας και τα χωρικά ύδατα της.
Μια ρήτρα εξαιρετικά σημαντική, καθώς η τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά έχει διατυπωθεί με τον πιο ακραίο τρόπο με τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και τον τελευταίο, εκτός πάσης λογικής ισχυρισμό, ότι «η κυριαρχία των νησιών συνδέεται με την τήρηση εκ μέρους της Ελλάδας της υποχρέωσης αποστρατικοποίησης» (επιστολή Σινιρίογλου στον ΟΗΕ).
Έτσι η Ελληνογαλλική Συμφωνία δημιουργεί και συμβατική υποχρέωση της Γαλλίας να συνδράμει και στρατιωτικά εφόσον εκδηλωθεί επίθεση εναντίον των ελληνικών εδαφών, το καθεστώς των οποίων αμφισβητεί και διεκδικεί για λογαριασμό της η Τουρκία. Και αυτό είναι ένα ισχυρό αποτρεπτικό όπλο.
Αυτό θα αφορά όμως και τις μελλοντικές επεκτάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς σε αυτά η Ελλάδα θα ασκεί κυριαρχία και έτσι με τον τρόπο αυτό δίνεται μια ισχυρή απάντηση και στο casus belli της Τουρκίας.
Η Ελλάδα είναι προφανές ότι αντιμετωπίζει την τουρκική επιθετικότητα και στις θαλάσσιες περιοχές πέραν των χωρικών υδάτων της. Εκεί που έχει κυριαρχικά (λειτουργικά) δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα ab initio (εξ υπαρχής) και ipso facto (αυτοδικαίως) και στην ΑΟΖ αφότου οριοθετηθεί.
Οι περιοχές αυτές που το κράτος δεν έχει κυριαρχία αλλά έχει κυριαρχικά δικαιώματα, δεν συνδέονται με την έννοια του «εδάφους» του, καθώς πλατφόρμες και τεχνητές νήσοι σύμφωνα με το άρθρο 60 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας «δεν απολαύουν το καθεστώς των νήσων» ενώ το παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα να ορίσει μια ζώνη ασφαλείας πλάτους έως 500 μέτρων γύρω από αυτά.
Η Ελλάδα δεν έχει μέχρι στιγμής οριοθετήσει την ΑΟΖ της στην επίμαχη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν της περιοχής της Ελληνοαιγυπτιακής Συμφωνίας. Και τουλάχιστον στο ορατό μέλλον δεν διαφαίνεται πρόθεση για οριοθέτηση, η οποία δεν θα είναι αποτέλεσμα συμφωνίας με την Τουρκία. Επίσης, δεν υπάρχει σχεδιασμός για την έναρξη ερευνών στην περιοχή της Ελληνοαιγυπτιακής Συμφωνίας που θα έθετε έτσι εκ των πραγμάτων το ερώτημα της προστασίας μιας υπεράκτιας πλωτής εγκατάστασης την οποία θα απειλούσε η Τουρκία.
Η αποστολή ερευνητικών σκαφών ακόμη και γεωτρύπανου σε περιοχή της ελληνικής μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας, συνιστά παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά δεν θεωρείται με όρους διεθνούς δικαίου «επίθεση», ούτε εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κίνηση η οποία δικαιολογεί την επίκληση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας βάσει του άρθρου 51.
Ακόμη κι αν η Ελληνογαλλική Συμφωνία περιείχε ειδική αναφορά για κάλυψη της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής και στην ΑΟΖ, θα ήταν αρκετά προβληματική στην εφαρμογή της, καθώς θα έπρεπε, όπως προβλέπει η συμφωνία, και οι δυο χώρες να συμφωνήσουν ότι πράγματι πρόκειται περί «επίθεσης» η οποία θα πρέπει να τύχει κοινής στρατιωτικής απάντησης. Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν πρόκειται περί μη οριοθετημένης ΑΟΖ.
Είναι διαφορετική υπόθεση εργασίας το τι θα συμβεί με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, εάν μια παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων οδηγήσει σε σύγκρουση έστω και περιορισμένη Ελλάδας- Τουρκίας, οπότε η συνδρομή της Γαλλίας δεν θα αφορά πια την προστασία των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά στρατιωτική αρωγή σε μια στρατιωτική επίθεση που δέχεται το έτερο συμβαλλόμενο μέρος (η Ελλάδα) ακόμη κι αν αυτή δεν αφορά ευθεία επίθεση σε «έδαφος», αλλά π.χ. στον ελληνικό στόλο.
Η ενεργοποίηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής θα υπόκειται πάντοτε στις πολιτικές αποφάσεις και τη συγκυρία, ανεξαρτήτως του εύρους των περιοχών που τυπικά καλύπτει.
Το 2020 χωρίς την ύπαρξη Συμφωνίας και της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής, η Γαλλία ήταν αυτή που έσπευσε να παρέμβει στην Ανατολική Μεσόγειο και με τη στρατιωτική παρουσία της να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην κλιμάκωση την οποία επεδίωκε η Τουρκία, με την παραβίαση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με τις έρευνες του Oruc Reis.
Προφανώς, το ιδανικό θα ήταν η Ελληνογαλλική Συμφωνία να είχε εξαντλήσει κάθε όριο «γενναιοδωρίας» της Γαλλίας και να κάλυπτε το δυνητικό εύρος των χωρικών υδάτων και την μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, που προφανώς τέθηκαν στη διαπραγμάτευση, αλλά δεν τέθηκαν ως sine qua non όρος προκειμένου να κλείσει η Συμφωνία.
Το ερώτημα όμως είναι, εάν αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα για την απόρριψη μιας εξαιρετικά σημαντικής Συμφωνίας. Ή αν απλώς με εντελώς μικροκομματική διάθεση αντιμετωπίζεται ένα μείζον θέμα εθνικής ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής. Και εάν η μη τυπική κάλυψη της μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας, με όλα τα πρακτικά και πολιτικά προβλήματα που θα ανακύπτουν έτσι κι αλλιώς, είναι αρκετό για να απορριφθεί από την Ελλάδα μια Συμφωνία την οποία ποτέ δεν είχε εξασφαλίσει, τουλάχιστον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και εκεί που και η προηγουμένη κυβέρνηση πανηγύριζε σε κάθε δήλωση στήριξης της ελληνικής κυριαρχίας απο κάποιον εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τώρα δεν είναι αρκετή η συμβατική δέσμευση σε «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» από τη Γαλλία…
Για το Σαχέλ
ΥΓ. Σε ό,τι αφορά το άρθρο 18(i) «συμμέτοχη σε κοινές αναπτύξεις δυνάμεων ή αναπτύξεις σε θέατρα επιχειρήσεων προς υποστήριξη κοινών συμφερόντων, όπως για παράδειγμα τις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ», θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι Συμμαχίες χωρίς αμοιβαίες υποχρεώσεις δεν υφίστανται παρά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας ορισμένων που θεωρούν ότι ο πλανήτης ζει με μοναδική έγνοια τη στήριξη των ελληνικών συμφερόντων. Στο Σαχέλ οι γαλλικές επιχειρήσεις στρέφονται εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας η οποία αποσταθεροποιεί την περιοχή απ όπου προέρχεται εκτός των άλλων η κύρια μάζα του μεταναστευτικού κύματος από την Αφρική. Ένα θέμα που αφορά άμεσα την Ευρώπη και την Ελλάδα.
Η Γαλλία είχε αναπτύξει 5000 στρατιώτες στην επιχείρηση Barkhane από το 2014 με ενίσχυση από την Εσθονία, τη Δανία και με την υποστήριξη της Γερμανίας, Σουηδίας, Ισπανίας, Βρετανίας, Τσεχίας και των ΗΠΑ. Και αυτό σε συνεργασία με το G5 Sahel (Μπουργκίνα Φάσο, Μάλι, Μαυριτανία, Νίγηρα και Τσαντ) που συγκροτήθηκε το 2014 και υποστηρίζεται από τις αποφάσεις 2359 και 2391 του ΣΑ οτυ ΟΗΕ.
Η ΕΕ μάλιστα έχει συγκροτήσει δικές της αποστολές EUCAP Sahel Niger, EU CAP Sahel Mali και EUTUM Mali στη βάση των αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ.
Η συμμετοχή, η οποία προφανώς δεν είναι υποχρεωτική αλλά θα είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεων, εξυπηρετεί όχι κάποιον «γαλλικό πόλεμο» αλλά την επιχείρηση ομαλοποίησης της κατάστασης σε μια ανοικτή πληγή στην καρδιά της Αφρικής. Οι ελληνικές δυνάμεις μάλλον δεν θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε αυτήν την επιχείρηση δίπλα στις πολύπειρες γαλλικές δυνάμεις, αλλά η έστω και συμβολική συμμετοχή θα έχει τη μορφή της πολιτικής στήριξης της επιχείρησης. Πάντως, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, εάν και εφόσον απαιτηθεί, μπορούν και πρέπει να βρίσκονται σε πεδία κρίσης, αποκτώντας εμπειρία επί του πεδίο, ενισχύοντας το αξιόμαχο τους, το κύρος και την αξιοπιστία τους σε διεθνές επίπεδο.
Καμιά συμμαχία δεν είναι παντοτινή Και γι’ αυτό πορεύεσαι κάθε φορά με αυτό που έχεις στα χέρια και όχι με αυτό που θα ήθελες ή νομίζεις ότι έχεις… Και κάθε συμμαχία είναι «δούναι και λαβείν». Εξάλλου οι φαντασιώσεις για «τσάμπα» συμμαχίες, πληρώθηκαν ακριβά στο παρελθόν.
Η συμμαχία δεν είναι αποτέλεσμα της γαλλικού φιλελληνισμού. Είναι τα συμφέροντα της Γαλλίας.