Του Γιώργου Ρακκά πρωτοδημοσίεύτηκε στο slpress.gr
Το ΚΙΝΑΛ / ΠΑΣΟΚ, μπορεί πλέον και εδώ και αρκετά χρόνια να φαίνεται εγκλωβισμένο γύρω στο 7% και να είναι σκιά του παντοδύναμου εαυτού του, μεταπολιτευτικού και εκσυγχρονιστικού. Εντούτοις λειτουργεί ακόμα ως το έσχατο και απωθημένο σημείο αναφοράς μιας τεράστιας μερίδας ψηφοφόρων, που λόγω της βαθιάς κομματικής κρίσης στην οποία έχει περιέλθει, έχουν μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ.
Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου, ότι στις διαδοχικές εκλογές του 2015 και του 2019, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ διαμόρφωσαν αέρα νίκης, λεηλατώντας ο μεν τη λαϊκιστική δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ, η δε την εκσυγχρονιστική. Το ΚΙΝΑΛ, λοιπόν, έφτασε να είναι “μικρό κόμμα”.
Σε αυτό συνέβαλαν και οι προτιμήσεις των μεγάλων επιχειρηματικών κύκλων, που έχουν ιστορικά ταυτιστεί με την κεντροαριστερά, και οι οποίοι μέχρι σήμερα έδιναν το “δαχτυλίδι” τους στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο μεγάλος χώρος του ΠΑΣΟΚ δεν παραμένει στο παρασκήνιο, διαμορφώνοντας με τα υπόγεια ρεύματά του ακόμα και τους συσχετισμούς των μεγαλύτερων κομμάτων.
Νέα χαρακτηριστικά
Στη συγκυρία των τωρινών εσωκομματικών εκλογών η περίοδος αυτή δείχνει να τελειώνει και ο χώρος καλείται να αποφασίσει επιτέλους καθαρά την ατζέντα και τη στρατηγική του. Το πολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο συμβαίνει αυτό χαρακτηρίζεται από νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, το είδος των διακυβευμάτων που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει –από την τουρκική απειλή μέχρι το μεταναστευτικό αδιέξοδο, το δημογραφικό, η υπέρβαση του οικονομικού παρασιτισμού και της υστέρησης του κράτους και των θεσμών– είναι ολότελα διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ανυπαρξία του ως αξιωματική αντιπολίτευση, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να αποτελέσει τον έτερο πόλο του πολιτικού σκηνικού αυτοτελώς, καθώς η παντοδυναμία του στην κεντροαριστερά υπήρξε προϊόν και μόνο της αντιμνημονιακής τυχοδιωκτικής πολιτικής η οποία ήλθε, νίκησε, και άφησε πίσω της συντρίμμια. Οι τρεις βασικότεροι υποψήφιοι για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ, σήμερα, προκρίνουν τρεις διαφορετικές στρατηγικές για την μελλοντική πορεία του κόμματος.
Γιώργος Παπανδρέου
Πολλοί είπαν ότι ο Γιώργος Παπανδρέου αποφάσισε να κατέλθει ως υποψήφιος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ ελαυνόμενος από την πικρία της άρον-άρον αποπομπής του και την ανάγκη του για αυτοδικαίωση. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό· σε πολιτικό επίπεδο εκφράζει μια υπερατλαντική γραμμή, προερχόμενη από το βαθύ κράτος των ΗΠΑ και το κλίμα Σόρος.
Το κλίμα αυτό θεωρεί πως η παρούσα ελληνοτουρκική ένταση στέκεται εμπόδιο σε μια γενική αναδιαπραγμάτευση με την Τουρκία, ώστε αυτή να γυρίσει την πλάτη στο ευρασιατικό στρατόπεδο και να επανέλθει στο Ατλαντικό. Απαιτείται επομένως ένας επώδυνος για την Ελλάδα συμβιβασμός με την Τουρκία, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω μιας “προοδευτικής διακυβέρνησης”.
Ήτοι, με ένα κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας Τσίπρα-Παπανδρέου-Βαρουφάκη. Αυτό το σχήμα μπορεί να υποστηρίξει μια λύση “τύπου Πρεσπών” για τα ελληνοτουρκικά, και εφόσον αυτή κατατεθεί στο τραπέζι υπό μια τέτοια κυβέρνηση, ο ατλαντικός παράγοντας εκτιμά ότι θα βρει θετική ανταπόκριση και από την εθνομηδενιστική πτέρυγα της ΝΔ, η οποία σήμερα έχει παραγκωνιστεί στην τωρινή κυβέρνηση.
Νίκος Ανδρουλάκης
Ο Νίκος Ανδρουλάκης εκφράζει με την υποψηφιότητά του την τελευταία γενιά της νεολαίας (2000-2010) που πρόφτασε και είδε το ΠΑΣΟΚ ισχυρό. Είναι νέος, μιλάει για τους νέους και προς τους νέους. Την ίδια στιγμή όμως φέρει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της γενιάς του: Είναι πολιτικά ρηχός και βαθύτατα κομφορμιστής, σημιτικός την εποχή παντοδυναμίας του Σημίτη, πιο πρόσφατα, υποστηρικτής της Συμφωνίας των Πρεσπών στο θυελλώδες συμβούλιο του ΚΙΝΑΛ, όπου η Φώφη Γεννηματά μόνη της επέβαλε την καταψήφισή της στο κοινοβούλιο· μια επιλογή που μαθαίνουμε ότι υπερασπίζεται ακόμα στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις που γίνονται στη Βόρεια Ελλάδα ενόψει των εσωκομματικών εκλογών.
Δεν διαθέτει πρόγραμμα και σαφή ατζέντα, πιστεύει ότι με το μάρκετινγκ της νεότητάς του και μόνο θα μπορέσει να πάρει τις εκλογές. Εκείνο στο οποίο ποντάρει πραγματικά –και εκεί ίσως φαίνεται και μια υψηλή “τακτικιστική νοημοσύνη”– είναι ότι παρουσιάζεται ως “κεντρώα επιλογή” και έναντι της πόλωσης μεταξύ των προσανατολισμών που πρεσβεύουν οι Γιώργος Παπανδρέου και Ανδρέας Λοβέρδος.
Επενδύει, λοιπόν, στο να επικρατήσει στον δεύτερο γύρο ως “εγγυητής ενότητας, και βλέπουμε”, αν και το προφίλ του δεν είναι ασύμβατο με την προοπτική να συμπράξει σε μια μετεκλογική συνεργασία τύπου “προοδευτικής διακυβέρνησης”, εφόσον τα αποτελέσματα με την απλή αναλογική το επιτρέψουν.
Ανδρέας Λοβέρδος
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, από την άλλη, έχει το μειονέκτημα ότι ήταν στην πρώτη γραμμή καθ’ όλη την περίοδο της μακρόσυρτης φθοράς, αλλά και της ταχείας πτώσης του κόμματος. Την ίδια στιγμή, όμως, οι θέσεις του, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, για τα εθνικά θέματα, το μεταναστευτικό, ζητήματα όπως αυτά της ασφάλειας, που ανέδειξε με τη διαφοροποίηση της στάσης του και την υπερψήφιση της αυστηροποίησης του Ποινικού Κώδικα στη Βουλή, δείχνει ότι έχει πιάσει καλύτερα το αισθητήριο του κόσμου, δηλαδή τις πιο επιτακτικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Γι’ αυτό εξ άλλου και στις δημοσκοπήσεις έχει σταθερό και μεγάλο προβάδισμα δημοφιλίας στο γενικό εκλογικό σώμα, δηλαδή στους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων. Κι αυτό συμβαίνει γιατί με την πρόσφατη παρουσία του δείχνει να έχει κατανοήσει πως αν η σοσιαλδημοκρατία θέλει να έχει μέλλον στην ελληνική “εκλογική αγορά”, οφείλει να αποκτήσει μια πατριωτική γραμμή, είκοσι πέντε χρόνια αφότου την εγκατέλειψε.
Κάτι που συντονίζεται και με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές τάσεις, καθώς η καθίζηση της σοσιαλδημοκρατίας πανευρωπαϊκά οφείλεται στο ρήγμα που η ίδια άνοιξε με τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της στα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης, της μετανάστευσης, της προάσπισης των εθνικών και των πολιτιστικών ταυτοτήτων.
Εκλογές ΚΙΝΑΛ, ποιό το εκλογικό σώμα
Το ζήτημα, εντούτοις, είναι ότι για τις εκλογές του ΠΑΣΟΚ δεν θα αποφασίσει το γενικό εκλογικό κοινό. Θα αποφασίσουν κατ’ αρχάς τα ενεργά μέλη. Στην περίπτωση του ΚΙΝΑΛ, αυτοί δεν είναι απλή εκλογική βάση, αλλά υψηλόβαθμα στελέχη του δημοσίου, παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, των επιμελητηρίων και του συνδικαλισμού, οι οποίοι θα φέρουν στην κάλπη τους δικούς τους ψηφοφόρους, οργανωμένα.
Γι αυτόν τον κόσμο των παραγόντων, που η μακροχρόνια παραμονή τους στην εξουσία έχει μεταβάλει τη νομή θέσεων ευθύνης σε δεύτερη φύση, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και άλλα κριτήρια, μικροπολιτικά. Όπως, για παράδειγμα, ποιος είναι εκείνος ο υποψήφιος που εγγυάται με τη στρατηγική του μια γρήγορη επάνοδο στην εξουσία, έστω και σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Τα υψηλά εσωκομματικά ποσοστά του Γεωργίου Παπανδρέου, σε ευθεία αντίθεση με την εικόνα που έχει η κοινωνία για αυτόν, οφείλονται σε τέτοιους υπολογισμούς –όπως και, ενδεχομένως, η ίδια εκτίμηση να δημιουργεί το προβάδισμα του Νίκου Ανδρουλάκη στον Β΄ γύρο.
Δεύτερον, είναι πλέον σαφές –ιδίως με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που παρασύρει όμως και την ΝΔ στην ίδια κατεύθυνση– ότι οι εκλογές έχουν αποκτήσει κρίσιμη σημασία για τις συνολικότερες πολιτικές εξελίξεις και το ζήτημα της κυβερνησιμότητας που θα προκύψει από την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση με τον νόμο της απλής αναλογικής. Στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ, λοιπόν, θα σπεύσουν να ψηφίσουν και τα πρώην μέλη του ΠΑΣΟΚ που σήμερα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ.
Και έγκειται στους δικούς τους μηχανισμούς να πετύχουν τον βαθμό της κινητοποίησης –αν και είναι αλήθεια ότι τη μεγαλύτερη αγωνία για το αποτέλεσμα το έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ποιόν του μελλοντικού προέδρου του ΚΙΝΑΛ θα κρίνει τις τύχες του εγχειρήματος περί “προοδευτικής διακυβέρνησης”, η επιτυχία του οποίου είναι πλέον ένα υπαρξιακό στοίχημα για τον Αλέξη Τσίπρα και το κόμμα του.
Καταλύτης του πολιτικού σκηνικού
Ένα τακτικό πλεονέκτημα που έχει αυτή η πλευρά, έγκειται στο γεγονός ότι, στην ανάγκη, μπορεί να ψηφίσει και αρνητικά, με την έννοια ότι ενδιαφέρεται περισσότερο να αποτρέψει την άνοδο Λοβέρδου στην προεδρία του ΚΙΝΑΛ. Μπορεί, δηλαδή, να μετατοπιστεί εύκολα στον δεύτερο γύρο, ανάλογα με το ποιος από τους Γ. Παπανδρέου και Ν. Ανδρουλάκη θα καταφέρει να εισέλθει σε αυτόν.
Τρίτον, στις εσωκομματικές κάλπες του ΚΙΝΑΛ θα προσέλθουν και φαινομενικά “ουδέτερες δυνάμεις”, μερίδες των ψηφοφόρων που έχουν κατανοήσει τη στρατηγική σημασία του αποτελέσματος ώστε το πολιτικό σκηνικό να ξεκολλήσει από την ανυπαρξία αντιπολίτευσης που το ταλανίζει και να κινηθεί σε παραγωγικότερες ατραπούς και συγκρούσεις θέσεων εθνικής και κοινωνικής ευθύνης. Το κομμάτι αυτό ρέπει ήδη στις δημοσκοπήσεις προς τον Α. Λοβέρδο.
Οι εκλογές στο ΚΙΝΑΛ θα κριθούν εν τέλει από τις αναλογίες που θα έχει το μείγμα των ψηφοφόρων που θα καταλήξει στην κάλπη. Πόσοι από τις τρεις αυτές ειδικές κατηγορίες εν τέλει θα συμμετάσχουν, ζήτημα που κρίνεται και από εξωγενείς παράγοντες –από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις διάφορες πρεσβείες. Είναι μια εκδίκηση της ιστορίας· άλλοτε το πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ μπορούσε να παίζει εκείνο με μηχανεύματα στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κομμάτων, τώρα παίζουν εκείνα με το ΚΙΝΑΛ. Ακόμα και έτσι, όμως, οι εσωκομματικές του εκλογές έχουν καταστεί πλέον καταλύτης που θα κρίνει τη συνολική μελλοντική φυσιογνωμία του πολιτικού σκηνικού.