Αρχική » Οι Βυζαντινοί, επίγονοι του Μεγάλου Άλεξάνδρου

Οι Βυζαντινοί, επίγονοι του Μεγάλου Άλεξάνδρου

από Άρδην - Ρήξη

Απόσπασμα από το άρθρο της Αγνής ΒΑσιλικοπούλου, «Ο Μέγας Αλέξανδρος των Βυζαντινών», που εκδόθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Περίοδος Β’,Τόμος 32, 1998-2000. [Άρδην τ. 113]

Μνημονευτέον ὑμῖν ἐστίν ὅτι Ῥωμαῖοι ἐσμέν, ὅτι ἡ Φιλίππου καἈλεξάνδρου ὑμῖν ὑπάρχει πατρίς καί ὡς τούτοιν τοῖν γένοιν τοῖς διαδόχοις ὥσπερ τίς κλῆρος ἔλαχεν κατιών ἐπί μακροῦ διαρκής.

Μανουήλ B′ Παλαιολόγος

Παρότι το Βυζάντιο αυτοαποκαλείται μέχρι τέλους η Ρωμαίων ἀρχή, ή το Ρωμαίων κράτος, τα Ρωμαίων πράγματα κ.τ.ο., διεκδικώντας επίμονα τη συνέχεια της Romanitas από Δυτικούς και Ανατολικούς, ήρωας-πρότυπο του Βυζαντινού κόσμου δεν είναι ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας, αλλ’ ο βασιλεύς των Μακεδόνων Αλέξανδρος, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πολιτιστική σύνθεση Ελληνισμού και Ανατολής. Κανένα άλλο ιστορικό πρόσωπο δεν προβάλλεται με τόσο θαυμασμό και συμπάθεια στα γραπτά μνημεία των βυζαντινών χρόνων, λόγια και δημώδη.

Σχεδόν όλα τα βυζαντινά λογοτεχνικά είδη έχουν τις ρίζες τους στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, στην εποχή της όψιμης αρχαιότητας, όταν στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ελληνιστικά και ανατολικά στοιχεία αλληλοεπηρεάζονται, μετασχηματίζοντας παλιές λογοτεχνικές μορφές ή δημιουργώντας νέες, πού εκφράζουν το νέο, οικουμενικό, πνεύμα.

H σχετική με τον Αλέξανδρο ιστοριογραφία είχε αρχίσει πριν από το θάνατό του. Μεταγενέστεροι ιστορικοί, εξιστορώντας τη ζωή του μεγάλου βασιλιά των Μακεδόνων, ερμηνεύουν πράξεις, σχέδια, γεγονότα, προβάλλοντας τη δική τους πραγματικότητα. Τα κείμενα του Διόδωρου, του Πλούταρχου, του Αρριανού, είναι πηγές για τους βυζαντινούς συγγραφείς. Θέματα από τη ζωή και τα κατορθώματα του Μ. Αλεξάνδρου ήταν από τα πιο αγαπητά στις ρητορικές σχολές Ελλήνων και Ρωμαίων. Λόγοι ή ρητορικές πραγματείες, όπως το  Περί τῆς Ἀλεξάνδρου Τύχης καί Ἀρετῆς  του Πλούταρχου, είναι αντικείμενο μελέτης και μίμησης για τους Βυζαντινούς. Ο M. Αλέξανδρος, όμως, δεν είναι μόνο μία ξεχωριστή, ιστορική μορφή. Πολύ νωρίς, στοιχεία μυθικά από τις παραδόσεις των Ελλήνων και των ανατολικών λαών (όπως λ.χ. το έπος του Γιλγαμές) ενσωματώνονται στο θρύλο του, μεταβάλλοντάς τον σε πρόσωπο υπερφυσικό. Πρόγονοί του είναι μυθικοί ήρωες, ο Περσέας, ο Ηρακλής, οι Αιακίδες. Προέρχεται από ιερογαμία· είναι γιός του Άμμωνα-Δία, πού είναι χαρακτηριστικό προϊόν θρησκευτικού συγκρητισμού και λατρεύεται μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, αλλά και του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου Νεκτεναβώ, που είχε καταφύγει στην αυλή του Φιλίππου. Παίρνει μορφή ζώου· γίνεται κριός, τράγος, πάρδαλις, λεοπάρδαλις. Συναντά στην πορεία του πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα· τη βασίλισσα των Αιθιόπων Κανδάκη, τη βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμι, τις Αμαζόνες, τις Σειρήνες. Αποδίδονται σ’ αυτόν επιστολές στη μητέρα του Ολυμπιάδα και στο δάσκαλό του Αριστοτέλη. Γέννημα του οικουμενικού ελληνισμού, το μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη, συμπίλησε τον γ΄ μεταχριστιανικό αιώνα το σχετικό με τον Αλέξανδρο ιστορικό-μυθικό υλικό και είναι ανεξάντλητη πηγή για την ελληνική και για πολλές άλλες λογοτεχνίες σ’ Ανατολή και Δύση.

H μυθιστορηματική αφήγηση των κατορθωμάτων του Αλεξάνδρου ήταν προσφιλές θέμα για τους λογοτέχνες σ’ όλη την ιστορική πορεία του βυζαντινού κράτους. Ποικίλλει όχι μόνο το θεματικό υλικό, αλλά και η μορφή των έργων, έμμετρη ή πεζή, εξεζητημένη ή δημώδης. Η Διήγησις τοῦ Ἀλεξάνδρου του ε΄ αιώνα γνώρισε πολυάριθμες διασκευές. Tο ιδ΄ αιώνα, άγνωστος ποιητής συνέθεσε έργο με τον τίτλο Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς σε ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους και σε γλώσσα λόγια, ανάμεικτη με στοιχεία της γλώσσας της εποχής. Έργο για το ίδιο θέμα, σε πεζό λόγο, χρονολογείται μεταξύ 1430 και 1453.

Ο Αλέξανδρος καταδιώκει τον Δαρείο σε βυζαντινό χειρόγραφο των Κυνηγετικών του Οππιανού.

Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και στη δημοτική ποίηση, σε παραλλαγή λ.χ. του τραγουδιού του Αρμούρη. Μόνο με τον Αλέξανδρο συγκρίνεται ο Εμίρης του Ακριτικού έπους. Ο μεσαιωνικός ήρωας Διγενής Ακρίτας έχει πολλά κοινά με το βασιλιά των Μακεδόνων. H πολεμοχαρής Μαξιμώ είναι απόγονος των Αμαζόνων, που είχε φέρει ο Αλέξανδρος από χώρα των Βραχμάνων.

Οι λόγιοι συγγραφείς πλησιάζουν περισσότερο το ιστορικό πρόσωπο του Αλεξάνδρου, με αναμφισβήτητες στρατηγικές ικανότητες. Στρατηλάτης, πολιτικός και φιλόσοφος, είναι πρότυπο βασιλιά, μέτρο σύγκρισης για όλους τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ο Ευσέβιος Καισαρείας συγκρίνει τον πρώτο χριστιανό βασιλιά, M. Κωνσταντίνο, με τον Αλέξανδρο. Ο Κωνστάντιος κρίνεται από το Θεμίστιο «φιλοσοφώτερος Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου». Για τον Ιουλιανό, ο Μ. Αλέξανδρος ήταν πρότυπο αυτοκράτορα και πολεμιστή· στο έργο του Συμπόσιον ή Κρόνια, όπου εμφανίζονται όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι και το Μ. Κωνσταντίνο, ο Σειληνός λέει: «ὅσα μήποτε οὗτοι ἑνός ὠσίν ἀντάξιοι τουτουί τοῦ Γραικοῦ». Κατά το Φιλοστόργιο, ο λόγιος αυτοκράτορας φιλοδοξούσε «νέον γενέσθαι Ἀλέξανδρον, τόν ἐκ Μακεδονίας», ως πρότυπο όμως φιλοσόφου βασιλέως είχε το Μάρκο Αυρήλιο. Στην αφιέρωση της ιστορίας του στο Θεοδόσιο το B΄, ο Σωζομενός γράφει: «ὥστε μοι δοκεῖ εἱκότος ταῖς σαῖς ἀρεταῖς νενικῆσθαι καί Ἀλέξανδρον τόν Φιλίππου». Ο Αναστάσιος ο A’ διακρίνεται για το βασιλικόν φρόνημα, ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος, κατά το ρήτορα Προκόπιο από τη Γάζα. Ο Ηράκλειος παραβάλλεται προς τον Αλέξανδρο στα έργα του Πισίδη. Ο Βασίλειος A΄ δαμάζει ατίθασο άλογο, όπως ο Μ. Αλέξανδρος το Βουκεφάλα, κατά τον ιστορικό Γενέσιο. Γεννάδας και περίκλυτος χαρακτηρίζεται ο Αλέξανδρος από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο. Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ο Ρωμανός ο Γ΄ σχεδίαζε πολεμικά έργα αντάξια, όσων είχαν κατορθωθεί παρά Ἀλεξάνδρῳ τῷ τοῦ Φιλίππου. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης γράφει στον Ιωάννη Κομνηνό: εκτετόξευκας ἄεθλον, ὅν οὔπω τις … μετά γέ τόν Μακεδόνα ἐκεῖνον. Tη γενναιότητα του Μανουήλ Κομνηνού συγκρίνει ο Κίνναμος προς την τόλμαν του Αλεξάνδρου. Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος προβάλλει στον ίδιο αυτοκράτορα το πρότυπο του Αλεξάνδρου τοῦ καλοῦ βασιλέως. «Ὥ, Ἀλεξάνδρου μεγαλοφρονέστερε καί δραστηριώτερε», γράφει ο Γ. Τορνίκης προς τον κυρ Ανδρόνικον τον Κομνηνό, πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας. Ο N. Χωνιάτης συγκρίνει το γάμο του Ισαακίου B΄ Αγγέλου και της κόρης του Ούγγρου βασιλιά Βελά με το γάμο του Μ. Αλεξάνδρου. Διεκτραγωδώντας την άλωση του 1204, ο μόνος Έλληνας ιστορικός της, προσπαθεί να παρηγορήσει τους συμπατριώτες του, θυμίζοντάς τους ότι «οὑδ’ Ἀλεξάνδρῳ, φασί, τά ἐπί πᾶσιν ἀπρόσκοπα». Βασιλεύς και φιλόσοφος, όπως ο Αλέξανδρος, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ιστορικό και ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις, «ὅτε οἱ Λατίνοι κατεῖχον τήν Κωνσταντινούπολιν, κρίνεται μάλιστα ἀξιώτερος θαυμάζεσθαι» και αποκαλείται περσοκτόνος. «Ἀντίκρυς Ἀλέξανδρος», γράφει ο Σχολάριος για τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο IA’ τον Παλαιολόγο.

Προς τον Αλέξανδρο συγκρίνονται και ξένοι ηγεμόνες ευγενείς. «Ὁ κόντος Ἀλδουίνος… ἑαυτόν ἐξωμοίου τῷ Ἀλεξάνδρῳ τῷ πάνυ τῷ Μακεδόνι», γράφει ο Ν. Χωνιάτης. Ακόμα, ο Μωάμεθ ο Β΄ παραβάλλεται προς τον Αλέξανδρο από τους ιστορικούς της Αλώσεως του 1453. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος γράφει στον Πορθητή, ότι θα εξιστορήσει τα κατορθώματά του, «ιν’ ἀείποτε φέρηταί σου τό ὄνομα μᾶλλον ἤ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος», όταν ο σουλτάνος ολοκληρώσει το έργο του, «φαίνεται μικρός πρός τό σόν παραβαλλόμενος μέγεθος Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών». (…)

Eίvαι, όμως, ο Μ. Αλέξανδρος για τους Βυζαντινούς μόνο ρητορικός τόπος, ιδεατός βασιλιάς, μέτρο σύγκρισης για τους ηγεμόνες, παράδειγμα προς μίμησιν, ή και προς αποφυγήν για ηθικοπολιτικά κείμενα; Ένα ιστορικό-μυθικό πρόσωπο, που η γεμάτη θαυμαστά γεγονότα ζωή του εμπνέει δημοφιλείς διηγήσεις για εξωτικές χώρες, θαυμάσιες λεπτομέρειες για τους λαούς, τα ζώα που κατοικούσαν σ’ αυτές; Όχι μόνο.

Στη βυζαντινή κοινωνία, κοινωνία μεσαιωνική, η ιδέα της Romanitas ήταν μάλλον περιορισμένη. Προέχει η θρησκευτική ταυτότητα, διαιρώντας τον κόσμο σε πιστούς απίστους, ορθοδόξους και αιρετικούς. Η Κωνσταντινούπολη είναι η Νέα Ρώμη, αλλά και Νέα Ιερουσαλήμ και οι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους, ο νέος περιούσιος λαός. Τα ιερά κείμενα του Ιουδαϊκού κόσμου, κανονικά ή ψευδεπίγραφα, που μεταφράστηκαν ή γράφτηκαν απ’ ευθείας στα ελληνικά, είναι κύριες πηγές των βυζαντινών λογοτεχνικών ειδών, που απευθύνονται στο πλατύ κοινό. Tα ιουδαϊκά κείμενα αναγνωρίζουν στον Αλέξανδρο ένα ρόλο στο ευρύτερο σχέδιο του Θεού για τον κόσμο· ο Μακεδόνας κοσμοκράτορας είναι σύμβολο των έσχατων ημερών.

Η ανάληψη του Αλέξανδρου σε βυζαντινό πινάκιο με σμάλτο, του 12ου αιώνα.

H βυζαντινή παγκόσμια ιστορία, γνωστή ως χρονογραφία, διαμορφώθηκε στην πρωτοβυζαντινή περίοδο και λίγο πριν, δηλαδή από το β΄ έως τον ε΄ αιώνα. Σημαντική πηγή της τα βιβλία της Π. Διαθήκης. Το προφητικό κείμενο του Δανιήλ συγκαταλέγει τη βασιλεία του Μ. Αλεξάνδρου «εἰς τάς μεγίστας καί καθολικωτάτας βασιλείας, αἱ τοῦ πλείστου τῆς οἰκουμένης ἐκράτησαν ἀλλήλας διαδεξάμεναι». Οι βασιλείες αυτές είναι:

α) Ασσυρίων – Βαβυλωνίων, χρυσή βασιλεία,

β) Περσών – Μήδων, αργυρά βασιλεία

γ) Ελλήνων-Μακεδόνων, χαλκή βασιλεία

δ) Ρωμαίων, σιδηρά βασιλεία

Ο Θεός επεμβαίνει στην ιστορία, «ὡς διά τοῦ Θεοῦ πᾶσα βασιλεία συνίσταται». Ο Μέγας Αλέξανδρος έζησε πριν από τη Ρώμη, που ευλόγησε ο Θεός. Το Περσικό βασίλειο διαλύεται από τον Αλέξανδρο, που ξεκίνησε την πορεία του προς την Ανατολή, αφού πρώτα προσκύνησε στο ναό του αληθινού Θεού, στην Ιερουσαλήμ, «ὡς παρ’ αὐτοῦ τήν οἰκουμένην ὁμολογῶν προσειληφέναι», κατά το Γεώργιο Σύγκελλο. Τα κατορθώματα αρχίζουν από την Κωνσταντινούπολη, «εἰς Βυζούπολιν τῆς Εὐρώπης», το μελλοντικό κέντρο της οικουμένης. Σύμφωνα με τα σχέδια της θείας Πρόνοιας, ο Αλέξανδρος φθάνει μέχρι την Ινδία, όπου ζουν οι ενάρετοι Βραχμάνες, χτίζει δώδεκα πόλεις με το όνομά του και τριάντα δύο χρόνων πεθαίνει στη Βαβυλώνα, κατά το Πασχάλιο χρονικό. Κατά τον λίγο προγενέστερο χρονογράφο Μαλάλα, ο Αλέξανδρος πεθαίνει τριάντα έξι χρόνων, αφού βασίλευσε δεκαεπτά χρόνια και υπέταξε είκοσι δύο λαούς. Κατά το Γεώργιο Μοναχό όμως, βασίλευσε μόνο δώδεκα χρόνια.

Τα σχετικά μ’ αυτόν γεγονότα απομακρύνονται όλο και περισσότερο, από όσα αφηγούνται οι ιστορικοί. O Αλέξανδρος, ως σύγχρονος, βυζαντινός ηγεμόνας, απελευθερώνει χώρες που ανήκουν στους Ρωμαίους, στους ‘Έλληνες και στους Αιγυπτίους· «ἐλευθερώσας ὁ αὐτός Ἀλέξανδρος… πᾶσαν τήν γῆν τῶν Ρωμαίων καί Ἑλλήνων καί Αἰγυπτίων… ἀποδούς Ρωμαίοις πάντα ἅ ἀπώλεσαν». H Ρωξάνη είναι κόρη του Δαρείου και όχι του Οξυάρτη και η χήρα Κανδάκη βασιλεύει των «ἐνδοτέρων Ἰνδῶν».

Στα έργα των χρονογράφων, η μορφή του Αλεξάνδρου δεν είναι όπως των άλλων ανθρώπων· έχει οφθαλμόν ένα γλαυκόν και έναν μέλανα. Δεν είναι ανθρωπόμορφος· είναι τράγος, κέρας ανά μέσον των οφθαλμών αυτού έχων η πάρδαλις, ενώ ο Δαρείος είναι κριός. Ο Αντίοχος ο Επιφανής, που βεβήλωσε το ναό των Ιουδαίων, καλείται βδέλυγμα της Ερημώσεως, όπως και στο κείμενο των Μακκαβαίων.

Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών είναι ο πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων, όχι μόνο για τους χρονογράφους, αλλά και για πολλούς άλλους συγγραφείς, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Νικηφόρος Βλεμμίδης. «Ἕλληνες γάρ καί Μακεδόνες οἱ αὐτοί», γράφει ο Γεώργιος Σύγκελλος. Σε άλλη σελίδα του έργου του γράφει και την πηγή· «Ἕλληνας γάρ καί Μακεδόνας κατά τήν τῶν Μακκαβαίων γραφήν τούς αὐτούς μεμαθήκαμεν». Πραγματικά στο A΄ βιβλίο των Μακκαβαίων διαβάζουμε: «Ἰδού βασιλεύς Ἑλλήνων, δηλαδή Μακεδόνων. Τόν τῶν Ἑλλήνων βασιλέα Ἀλέξανδρον τόν Μακεδόνα» προβάλλει και ο Γεώργιος Μοναχός.

Ο Βυζαντινός είναι, όπως είπαμε, πάνω απ’ όλα Ορθόδοξος. Από την πρώτη οικουμενική σύνοδο (325) η αυτοκρατορική ορθοδοξία διατυπώνεται ελληνικά. Οι διάφοροι αιρετικοί, πού καταδικάζονται κατά καιρούς από τις οικουμενικές συνόδους, καταλήγουν να εκφράζονται σ’ άλλες γλώσσες· οι μονοφυσίτες λ.χ. καταλήγουν να μιλούν συριακά. Ελληνοφωνία και Ορθοδοξία ταυτίζονται· Λατίνοι είναι για τούς Βυζαντινούς οι ετερόδοξοι Δυτικοί και οι Βυζαντινοί ενωτικοί αποκαλούνται Λατινόφρονες.

Tο ομόγλωσσον συνδέει τους Βυζαντινούς με την κοσμοκρατορία του Αλεξάνδρου. «Βασιλεία τρίτη, ἥτις ἐστίν ὁ χαλκός, ἡ κυριεύσει πάσης τῆς γῆς», γράφει το προφητικό κείμενο του Δανιήλ, και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει: «χαλκῷ τοίνυν παρεβλήθη διά τό εὔηχον τῆς ὁμιλίας καί τῆς γλώττης· Ἕλληνες γάρ οἱ σύν Ἀλεξάνδρῳ» και αυτός ο Αλέξανδρος «ὑπάρχοντες εὔγλωττοι τήν ὁμιλίαν χαλκῷ παρεβλήθησαν». Ο χαλκός, αν και λιγότερο πολύτιμος, είναι περισσότερο εύηχος από τον χρυσό και τον άργυρο. Κατά το Ζωναρά όμως, «τῷ χαλκῷ δέ ταύτην ἀπείκασαν ὡς δυνατωτέραν». H βασιλεία του Αλεξάνδρου είναι ξεχωριστή, «οὐ γάρ ὥσπερ αἱ ἄλλαι βασιλείαι καί αὕτη», γράφει ο Γεώργιος Μοναχός.

Ο Αλέξανδρος, χαρισματικός ηγεμόνας, σύμφωνα με τα σχέδια της θείας Πρόνοιας έγινε κοσμοκράτορας και διέδωσε την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης και του κηρύγματος, στους πρώτους τουλάχιστον μεταχριστιανικούς αιώνες, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας στη χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τη μόνη γλώσσα του Βυζαντινού κράτους από τον Z΄ αιώνα. Οι Βυζαντινοί ονομάζονται Έλληνες από Ανατολικούς και Δυτικούς, όπως και τα κράτη των Διαδόχων και των επιγόνων του Μακεδόνα βασιλιά. Στην αυτοβιογραφία του Αρμένιου Ανανία του Σιρακηνού διαβάζουμε, ότι ο Ανανίας ταξίδεψε στη χώρα των Ελλήνων. Ο ιστορικός Προκόπιος γράφει ότι οι Γότθοι άρχοντες αποκαλούσαν τα στρατεύματα του Ιουστινιανού Γραικούς. Με το όνομα αυτό ονομάζουν απ’ αρχής μέχρι τέλους τους Βυζαντινούς οι Δυτικοί ηγεμόνες και η Γραμματεία του Πάπα. (…)

Tο Βυζάντιο προέκυψε από το συγκρητισμό του Ελληνισμού και των ανατολικών λαών, που σφράγισε η ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο ρόλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα εσχατολογικά κείμενα, που ήρθαν να επιβεβαιώσουν την ειδωλολατρική πίστη στη Roma aeterna, αλλά και η αίγλη του ονόματος Ρωμαίος, δεν άφησαν τους Βυζαντινούς v’ αλλάξουν όνομα. Η Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν γι’ αυτούς η ολοκληρωμένη μορφή κράτους, «τό ἔσχατον βασίλειον· πᾶσα γάρ ἀρχή καί ἐξουσία τοῦ κόσμου τούτου καταργηθήσεται ἄνευ ταύτης», γράφει η Αποκάλυψη του Ψευδο-Μεθοδίου Πατάρων. Οι προφήτες και οι ηγέτες του Ισραήλ, ο Μ. Αλέξανδρος, οι Ρωμαίοι Καίσαρες, εμφανίστηκαν για να υπηρετήσουν, ό,τι το παρελθόν είχε προαναγγείλει ή υπαινιχθεί. Ο μακρύς δρόμος της θείας αποκάλυψης δικαιώνεται· περιμένουν το τέλος. Από την αρχαιότητα κληρονομούν τη συνείδηση υπεροχής της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης, χάρις στην οποία Έλλην σημαίνει πολιτισμένος, μη βάρβαρος, σ’ Ανατολή και Δύση. Το έθνος των Ρωμαίων, κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνη, θαυμάζεται και τιμάται απ’ όλους «γιά τήν παιδείαν τῶν Ἑλλήνων». Χριστιανοί και Ρωμαίοι, οι λόγιοι Βυζαντινοί, κληρονόμοι της νοσταλγίας για ένα μυθοποιημένο παρελθόν, παρέμειναν πάντα θαυμαστές του αττικού γλωσσικού ιδιώματος και ύφους συνεχίζοντας την αυταπάτη της β′ σοφιστικής, ότι η γνώση και η χρήση της γλώσσας των αττικών κειμένων τους ανυψώνει στο επίπεδο των προγόνων, που Δυτικοί και Ανατολικοί θεωρούσαν πολιτιστικά ανώτερους. Η κοινή διάλεκτος καθιέρωσε τη γλωσσική ομοιομορφία στον ελληνόφωνο χώρο, η παιδεία, όμως, επέβαλε τη διμορφία.

Το βυζαντινό κράτος συνεχίζει την αυτοκρατορία του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου, αλλά συνδέεται και με την κοσμοκρατορία του Αλεξάνδρου. Τα στρατιωτικά Τακτικά προβάλλουν απ’ αρχής μέχρι τέλους «τούς ἐγείραντας ἐν τοῖς πολέμοις μεγάλα τρόπαια Ἕλληνας καί Ρωμαίους». Οι λόγιοι αναφέρονται σε έργα «παρά τοῖς Σεβαστοῖς γενόμενα… καί πρό ἐκείνων παρά Ἀλεξάνδρου τῷ τοῦ Φιλίππου». Αποκαλυπτικά κείμενα, όπως του ΨευδοΜεθοδίου, που μεταφράστηκε από τα συριακά στα ελληνικά και τα λατινικά και επηρέασε πολύ την εσχατολογική σκέψη του Μεσαίωνα, ενώνουν τους Ρωμαίους και τους Έλληνες, ορίζοντας κοινή καταγωγή, διαφορετική από την καταγωγή που γράφουν οι συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων. Εφόσον το κείμενο γράφτηκε στην Ανατολή, Έλληνες και Ρωμαίοι εμφανίζονται ως απόγονοι των Αιθιόπων.

Τα αποκαλυπτικά, εσχατολογικά, κείμενα, τοποθετούν το τέλος της Ιστορίας στην ζ΄ χιλιετία από κτίσεως κόσμου. Τότε την οικουμένη θα κατακλύσουν τα βάρβαρα έθνη, που είχε νικήσει ο Μ. Αλέξανδρος· «ἐν δέ τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, κατά τήν προφητείαν τοῦ Ἰεζεκιήλ… ἐξελεύσεται Γώγ καί Μαγώγ… οὓς συνέκλεισεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς ἐν τοῖς μέρεσι τοῦ βορρᾶ… εἴκοσι δύο βασιλεῖς καθεστήκασιν ἐμφρούριοι ἔνδον τῶν πυλών, ὧν Ἀλέξανδρος ἔπηξεν». Η αντίσταση των Βυζαντινών δε θα είναι αποτελεσματική· η αυτοκρατορία θα καταστραφεί· «ἐν στόματι μαχαίρας ὑπό τοῦ σπέρματος τοῦ Ἰσμαήλ… πάντες οἱ δυνάσται τῶν Ἑλλήνων, τουτέστι τῶν Ρωμαίων».

Προς τον Μ. Αλέξανδρο και τον Μ. Κωνσταντίνο συγκρίνονται και οι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών. Ο Αλέξιος B′ Τραπεζούντιος (1297-1330) «περί τό κράτος καί τήν βασίλειον ἀρχήν Ἀλέξανδρος δεύτερος ἐχρημάτισε, περί τήν εὐσέβειαν καί τήν ὀρθόδοξον πίστην Κωνσταντῖνος νέος ἐγένετο». Τους δύο μεγάλους της Ιστορίας συνδέει προς τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου το κείμενο «Περί των οφφικιαλίων του παλατίου Kωνσταντινουπόλεως» του Ψ. Κωδινού· «ἐπεί δ’ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος καί ἦν καί ἐλέγετο βασιλεύς Ρωμαίων, βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καλοῦνται μέχρι τοῦ νῦν καί οἱ ἐκείνου διάδοχοι βασιλεῖς… Τά μέν ἐώα ἔθνη διδόασι μεγάλην τιμήν τῷ βασιλεῖ ὡς διαδόχῳ τοῦ πατρικού ὀσπιτίου τοῦ Ἀλεξάνδρου, τά δ’ αὐ ἑσπέρια ὡς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου διαδόχῳ». Είναι αμφίβολο, αν τα εσπέρια έθνη αναγνώρισαν ποτέ τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως Ρωμαίον αυτοκράτορα, διάδοχο του M. Κωνσταντίνου. Τα εώα όμως έθνη τον αναγνωρίζουν διάδοχο του Κωνσταντίνου και του Αλεξάνδρου. Ο σουλτάνος Νάσαρ της Αιγύπτου, που αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος του καιρού τούτου, προσφωνεί τον Ανδρόνικο Γ’ (1328-1341) «σπάθην τῆς βασιλείας τῶν Μακεδόνων, ἀνδρειότατα τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων… κληρονόμον τῆς βασιλείας τῶν Ρωμαίων».

Διάδοχοι δύο λαών που κυριάρχησαν στον κόσμο της εποχής τους, οι υπήκοοι του Βυζαντινού Κράτους πρέπει να είναι ακατανίκητοι, τονίζει ο Μανουήλ B′ Παλαιολόγος στο λόγο του προς τους Θεσσαλονικείς: «Μνημονευτέον ὑμῖν ἐστίν, ὅτι Ρωμαῖοι ἐσμέν, ὅτι ἡ Φιλίππου καί ἡ Ἀλεξάνδρου ὑμῖν ὑπάρχει πατρίς καί ὡς τούτοιν τοῖν γένοιν τοῖς διαδόχοις ὥσπερ τις κλῆρος ἔλαχεν κατιών ἐπί μακροῦ διαρκής, τό ἐφ’ οὕς ἄν τῶν πολεμίων παρατάξωνται τούτων τοῖς ὅπλοις κρατεῖν». Απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων αποκαλεί τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας και ο τελευταίος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ