Μία συνέντευξη αναζωπυρώνει τη φημολογία περί αμερικανικής «ανησυχίας» στον επανεξοπλισμό της χώρας
του Νικόλα Δημητριάδη από την Ρήξη φ. 174
Μία ραδιοφωνική συνέντευξη του Άγγελου Συρίγου άρκεσε για να ανάψει ένας θερμός δημόσιος διάλογος γύρω από την αμερικανική πολιτική και τους αμυντικούς εξοπλισμούς. Αναφερόμενος στην αγορά γαλλικών αεροπλάνων και φρεγατών από την Ελλάδα, ο υφυπουργός Παιδείας δικαιολόγησε την επιλογή με το επιχείρημα της αμερικάνικης απροθυμίας να μας παράσχουν οπλικά συστήματα αντίστοιχων δυνατοτήτων. Η δήλωση αυτή προκάλεσε ποικίλα σχόλια για την αμερικανική πολιτική, η οποία, προκειμένου να μη διαταράσσει τις επιθυμητές για αυτήν ισορροπίες, είναι συχνά φειδωλή στην αποδέσμευση κρίσιμων οπλικών συστημάτων, ακόμη και σε συμμαχικές της χώρες.
Η πολιτική αυτή έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν τόσο απέναντι στην Ελλάδα, όσο και απέναντι στην Τουρκία, οδηγώντας τη μεν πρώτη στην αναζήτηση εναλλακτικών πηγών οπλισμού στις ευρωπαϊκές χώρες, τη δε δεύτερη στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας της. Έτσι, ενώ οι Η.Π.Α. λαμβάνουν ανέκαθεν τη μερίδα του λέοντος από τα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα (για αρκετά χρόνια, η «μερίδα» αυτή έφθανε και το… 100%), σε κάθε κρίση με την Τουρκία, βλέπουμε να προβάλλονται ως αιχμή του δόρατος της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος οπλικά συστήματα αποκλειστικά ευρωπαϊκής κατασκευής, είτε πρόκειται για τους πυραύλους Σκαλπ και Εξοσέτ των Μιράζ-2000, είτε για τα υποβρύχια U-214, είτε για τα άρματα μάχης Λέοπαρντ.
Το ζήτημα αυτό είχε επανέλθει και κατά τη διάρκεια του πρόσφατου άτυπου διαγωνισμού αγοράς φρεγατών. Στο επίκεντρο βρέθηκε η λεγόμενη δυνατότητα αεράμυνας περιοχής, την οποία προσφέρουν οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι μακράς εμβέλειας. Αυτή τη στιγμή, τέτοια δυνατότητα δεν διαθέτει ούτε το ελληνικό, ούτε το τουρκικό ναυτικό. Η αμερικάνικη πρόταση (φρεγάτα MMCS) δεν περιελάμβανε τη δυνατότητα αυτή, καθώς δεν έφερε ούτε τους απαραίτητους πυραύλους ούτε ένα ανάλογων δυνατοτήτων ραντάρ. Το ίδιο, όμως, ίσχυε απ’ ό,τι φαίνεται και για το πλοίο της ολλανδικής πρότασης, το οποίο φέρει αμερικάνικης προέλευσης οπλισμό: Ενώ το πλοίο καθ’ αυτό μπορεί να δεχθεί πυραύλους μακράς εμβέλειας, η προταθείσα στην Ελλάδα διαμόρφωσή του δεν τους περιελάμβανε. Αντιθέτως, δυνατότητα αεράμυνας περιοχής διέθεταν τα προτεινόμενα πλοία που βασίζονταν σε γαλλικό οπλισμό: η γαλλική «Μπελαρά», αλλά και η ιταλική «Μπεργκαμίνι». Αναπόφευκτο, λοιπόν, ήταν να δημιουργηθούν ερωτηματικά για το αν οι αμερικάνικοι πύραυλοι μακράς εμβέλειας είναι, εν τέλει, αποδεσμεύσιμοι για την Ελλάδα ή όχι (όταν είχαν ζητηθεί, πάντως, προ εικοσαετίας, η απάντηση των Η.Π.Α. ήταν αρνητική).
Όσο για τα θηριώδη αντιτορπιλικά και καταδρομικά που υποτίθεται, σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα, ότι δίδονταν ως «ενδιάμεση λύση», φαίνεται ότι επρόκειτο για ευσεβείς πόθους. Τα πλοία αυτά έχουν ζητηθεί κατ’ επανάληψη από το Πολεμικό Ναυτικό, χωρίς αποτέλεσμα, όπως παραδέχθηκε κατόπιν εορτής και ο Άδωνις Γεωργιάδης (ο οποίος μέχρι την κυβερνητική απόφαση αγοράς των Μπελαρά προωθούσε σκανδαλωδώς την αμερικανική πρόταση, παρουσιάζοντας την επιλογή της ως δεδομένη, ενώ ήταν ήδη εν εξελίξει ο διαγωνισμός).
Αντίστοιχες εξελίξεις έχουμε και σε άλλα εξοπλιστικά προγράμματα. Την ώρα που έχει ξεκινήσει ο πολυδάπανος εκσυγχρονισμός των F-16, τα αεροπλάνα αυτά, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Πολεμικής Αεροπορίας, εξακολουθούν να στερούνται σύγχρονων όπλων προσβολής (αντίστοιχων των γαλλικών Εξοσέτ και Σκαλπ που φέρουν τα Μιράζ). Το μόνο πρόγραμμα που υπάρχει για τον εξοπλισμό τους αφορά στους ισραηλινής κατασκευής πυραύλους Rampage. Ο εξοπλισμός τους με σύγχρονα όπλα αμερικανικής κατασκευής παραμένει ακόμα στο επίπεδο της… φημολογίας. Και οι συμπτώσεις συνεχίζονται: Φέτος, π.χ., αναμένονται τα πρώτα αμερικανικά ελικόπτερα που έχει παραγγείλει το Πολεμικό Ναυτικό. Τα ικανότατα αυτά ελικόπτερα, ιδανικά στον εντοπισμό υποβρυχίων, παραγγέλθηκαν χωρίς τον προηγμένο αντιπλοϊκό πύραυλο NSM, τον οποίο δύνανται να φέρουν.
Η ώρα του ταμείου με τις ΗΠΑ
Κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές, αν εξετασθεί ξεχωριστά, μπορεί ασφαλώς να δικαιολογηθεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άλλωστε, η αγορά πανάκριβων οπλικών συστημάτων χωρίς ενδιαφέρον για τον εξοπλισμό τους με τα ανάλογα πυρομαχικά δεν είναι σπάνια στην Ελλάδα. Στη χώρα που παραγγέλνει υπερσύγχρονα υποβρύχια και αρνείται επί 20 χρόνια να τα εξοπλίσει με τις ανάλογες τορπίλες, όλα είναι πιθανά. Όμως, στην περίπτωση των αμερικανικών όπλων, υπάρχει μία… υπερσυσσώρευση συμπτώσεων, που προκαλεί, αν μη τι άλλο, εύλογες απορίες.
Όλα αυτά ρίχνουν νερό στον μύλο των φιλύποπτων, που βλέπουν τις Η.Π.Α. να λαμβάνουν από την Ελλάδα όσα της ζητούν, χωρίς να δίνουν κανένα χειροπιαστό αντάλλαγμα. Μετά την υπογραφή της λεόντειου (για τις Η.Π.Α.) αμυντικής συμφωνίας MDCA και την απόλυτη στοίχιση της Ελλάδας στις επιθυμίες της αμερικανικής πολιτικής (από τις Πρέσπες μέχρι την ουκρανική Εκκλησία και από το πάγωμα των κινεζικών επενδύσεων μέχρι… το Κόσοβο;), έχει έρθει η ώρα να κάνουμε ταμείο. Και το ταμείο, μέχρι στιγμής, λέει ότι το μόνο αντάλλαγμα που έχουμε λάβει είναι η παραχώρηση των μεταχειρισμένων τροχοφόρων οχημάτων Μ-117. Η παραχώρηση αυτή διαφημίστηκε από τον Αμερικανό πρέσβη ως δώρο αξίας ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, αν και στην πραγματικότητα αυτή θα ήταν η αξία των οχημάτων αν είχαν αγοραστεί καινούρια, και όχι μεταχειρισμένα 20ετίας. Ασφαλώς τα οχήματα αυτά είναι χρήσιμα στον Ελληνικό Στρατό. Όλα χρειάζονται, και τα τζιπ και τα φορτηγά και τα τυφέκια και τα κράνη. Δεν είναι όμως το οπλικό σύστημα που θα κάνει τη διαφορά, θα προσδώσει στην Ελλάδα τακτικό πλεονέκτημα και θα αποδείξει ότι η αμερικάνικη πολιτική στα ελληνοτουρκικά έχει ουσιωδώς αλλάξει από την εποχή των Ιμίων και των «ίσων αποστάσεων» υπέρ της Τουρκίας.
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube