Άνοδος των τιμών, TargetModel και ενεργειακή μετάβαση
Σημ. ardin-rixi.gr. Το άρθρο γράφηκε πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και δεν θα μπορούσε επομένως να λάβει υπόψη του αυτήν την διάσταση της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο αναφέρεται σε μια άλλη της παράμετρο, την χρηματιστηριοποίηση της ενέργειας, που έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο ευνοϊκό για την κερδοσκοπία των εγχώριων ολιγοπωλίων.
Του Αναστάση Μπαλτατζή
Ο Γενάρης τελείωσε όμως οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας παρέμειναν σε πολύ υψηλά επίπεδα, παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις για σταδιακή αποκλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία η μέση ΤΕΑ (Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς) τον Ιανουάριο κυμαίνεται στα 227,30 €/MWh στα ίδια περίπου επίπεδα με τις τιμές των δύο προηγούμενων μηνών (Δεκέμβριος:235,38 €/MWh, Νοέμβριος: 228,87 €/MWh), δείχνοντας αύξηση στο τελευταίο δεκαήμερο του μήνα, προμηνύοντας μια παρόμοια εικόνα για τον Φλεβάρη.
Σίγουρα η γενικευμένη ενεργειακή κρίση που περνάει η Ευρώπη με την μείωση της προσφοράς του φυσικού αερίου από την Ρωσία -που πλέον κατέχει την μερίδα του λέοντος στην εγχώρια ενεργειακή αγορά- είναι ένας από τους παράγοντες της αύξησης των τιμών και στην χώρα μας. Αν κοιτάξει όμως κάποιος προσεκτικότερα μπορεί να δει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στις αυξήσεις των τιμών. Τί λοιπόν διαφέρει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Οι παράγοντες είναι σίγουρα πολλοί και σύνθετοι.
Ο ρόλος του Target Model
Το Target Model είναι ένα εργαλείο της ΕΕ για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς, μίας προσπάθειας που ξεκίνησε από το 1996. Η υιοθέτηση του νέου αυτού μοντέλου έγινε στην χώρα μας από τον Νοέμβριο του 2020 κι ήρθε να αντικαταστήσει το λεγόμενο Mandatory Pool. Αποτελείται από τέσσερις αγορές: την προημερήσια αγορά, την ενδοημερήσια, την προθεσμιακή και τέλος την αγορά εξισορρόπησης. Οι παραπάνω αγορές λειτουργούν ως χρηματιστήρια. Οι παραγωγοί πωλούν ενέργεια στον σύστημα, αυτό με την σειρά του πουλάει στους πάροχους και αυτοί στους καταναλωτές.
Η αγορά που είναι υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία του συστήματος αλλά είναι ταυτόχρονα και η πηγή της αύξησης τιμών είναι η αγορά εξισορρόπησης. Σε αυτή δημοπρατούνται ποσά ενέργειας τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών του δικτύου σε πραγματικό χρόνο, χωρίς όμως να υπάρχει ένα ρεαλιστικό όριο στην τιμή τους. Πιο συγκεκριμένα το τεχνητό πλαφόν που έχει θεσπίσει η ΑΔΜΗΕ αυτό φτάνει τα 4.240 €/MWh, ενώ ενδεικτικά η μέση τιμή της MWh για τον Νοέμβριο του 2020 στην προημερήσια αγορά κυμάνθηκε στα 52,66 €. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί ενέργειας να εκμεταλλευτούν το κενό αυτό και να κερδοσκοπήσουν. Μια μονάδα παραγωγής μπορούσε να εξαιρέσει εμμέσως τον εαυτό της από την προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά επειδή όμως λόγω του μεγέθους της ήταν αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών του συστήματος μπορούσε να διεκδικήσει μεγαλύτερες τιμές στην αγορά εξισορρόπησης. Ως εκ τούτου η αγορά αυτή τετραπλασιάστηκε σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο και ανάγκασε τις εταιρείες αυξήσουν τις τιμές τους κατά 15-20% [1]. Μπορεί η κατάσταση που επικράτησε τον Νοέμβριο του 2020 να καταπολεμήθηκε εν μέρει οι διακυμάνσεις όμως στις τιμές χονδρικής της MWh συνέχισαν να είναι μεγαλύτερες σε σχέση με πριν την εισαγωγή του νέου μοντέλου.
Αυτό είναι και το συμπέρασμα μίας έρευνας[1] που διενεργήθηκε πριν ακόμα από την ενεργειακή κρίση και είχε ως στόχο την αξιολόγηση του πρώτου εννεαμήνου του νέου μοντέλου και κατέδειξε αρκετά προβλήματα στον τρόπο λειτουργίας του. Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έρευνας, το νέο μοντέλο έφερε μαζί του και διακυμάνσεις τιμών που δεν είχαν παρατηρηθεί πριν. Την πηγή των προβλημάτων την εντοπίζουν στην φύση του συστήματος, το οποίο αφήνει κενά τα οποία μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν οι παραγωγοί αλλά και στην ίδια την ενεργειακή αγορά, η οποία στην Ελλάδα κυριαρχείται από τέσσερις παραγωγούς (ΔΕΗ, Protergia, ΗΡΩΝ και Elpedison). Ο ολιγοπωλιακός χαρακτήρας της αγοράς σε συνδυασμό με την χαμηλή συνδεσιμότητα της χώρας με άλλες αγορές ήταν αυτός που έφερε τις αυξήσεις των τιμών, μία κατάσταση η οποία είχε παρατηρηθεί προηγουμένως και στην Ισπανία. Οι συντάκτες αφήνουν βέβαια ένα παράθυρο αισιοδοξίας λέγοντας πως συνήθως απαιτείται ένα χρονικό διάστημα περίπου ενάμισι έτους για την ομαλή λειτουργία του νέου συστήματος, χωρίς όμως να αγνοούν τα προβλήματα που αναφέρθηκαν.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι παρότι η χώρα μας είναι από τις τελευταίες που υιοθέτησαν το target model, αυτό καταλαμβάνει το 100% της εγχώριας αγοράς ενέργειας. Το target model δεν είναι ως εκ τούτου από μόνο του το πρόβλημα, αυτό όπως φαίνεται είναι η πλήρης εξάρτηση της χώρας μας από αυτό. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυτό καταλαμβάνει πολύ μικρότερο μερίδιο της αγοράς, με την πλειονότητα των συναλλαγών να διευθετείται από μακροχρόνια διμερή συμβόλαια, ανάμεσα στις εταιρείες και στους καταναλωτές.. Έτσι το ποσοστό της ημερήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που διακινείται στις αγορές των κρατών της Κεντρικής Ευρώπης δύσκολα ξεπερνάει το 30% (Βέλγιο 31%, Γερμανία και Γαλλία 29%, Ολλανδία 25%, Πολωνία 1%), ενώ το ποσοστό της Ιταλίας, η οποία είναι ενεργειακά συνδεδεμένη με την χώρα μας φτάνει μόλις το 11%.
Εκεί εντοπίζει ένα ακόμη πρόβλημα ο Παντελής Κάπρος, πρώην πρόεδρος της ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) και καθηγητής του ΕΜΠ, στην πλήρη κυριαρχία δηλαδή του μη υποχρεωτικού target model [2]. Κατά τον ίδιο η μόνη λύση είναι να αυξηθεί το μερίδιο που έχουν στην αγορά τα μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια με σταθερές, προκαθορισμένες τιμές ανάμεσα στους παραγωγούς και τους προμηθευτές λιανικής. Στην περίπτωση βέβαια της Ελλάδας όπου οι μεγαλύτερες προμηθευτές δραστηριοποιούνται και στην λιανική αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξουδετέρωση του ανταγωνισμού. Σύμφωνα πάλι με τον ίδιο αυτό δεν είναι κατά ανάγκη κακό, καθώς οι καταναλωτές θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την ύπαρξη και τον ανταγωνισμό μερικών μεγάλων παραγωγών με ποικιλόμορφα χαρτοφυλάκια.
Το σημερινό ενεργειακό μίγμα και μια εικόνα από το μέλλον
Με βάση τα στοιχεία των τελευταίων ετών το φυσικό αέριο ήταν κυρίαρχο στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με μερίδιο γύρω στο 40%, έχοντας αντικαταστήσει πλέον την πάλαι ποτέ κύρια πηγή ενέργειας της χώρας, τον λιγνίτη του το οποίου το μερίδιο κυμαίνεται πλέον μόνο στο 10%. Το μερίδιο των ΑΠΕ μαζί με τα υδροηλεκτρικά βρίσκεται κι αυτό πάνω πλέον από το 35%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2021 ήταν η κύρια πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην χώρα με ποσοστό άνω του 49% [4]. Όπως είναι λοιπόν αναμενόμενο η κατακόρυφη αύξηση των τιμών του αερίου συμπαρέσυρε μαζί της όλη την ενεργειακή αγορά. Ακόμα όμως και πριν την κρίση, η αυξημένη συμμετοχή του φυσικού αερίου στην προημερήσια αγορά, είχε ως αποτέλεσμα και την αύξηση της ΤΕΑ [2].
Πηγή εικόνας: ΡΑΕ[2]
Η αυξημένη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα σίγουρα φέρνει και στην συζήτηση την εκμετάλλευση των εγχώριων υδρογονανθράκων, ειδικά μετά τον χαρακτηρισμό του φυσικού αερίου ως μεταβατικό καύσιμο από την Κομισιόν (η απόφαση δεν φαίνεται δυνατή να ανατραπεί). Σε αυτό το κλίμα μία ομάδα 47 νέων επιστημόνων που δραστηριοποιείται σε αυτό τον χώρο απέστειλε ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό ζητώντας την εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων και την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας [5]. Ενώ σε μια είδηση της τελευταίας στιγμής το ΣτΕ ανέβαλε για τέταρτη φορά την δικάσιμο για την προσφυγή περιβαλλοντικών οργανώσεων ενάντια των ερευνών «Δυτικά» και «Νοτιοδυτικά της Κρήτης»[6].
Μπορεί το θέμα της εκμετάλλευσης του εγχώριου φυσικού αερίου να έχει μείνει παγωμένο εδώ και πολλά χρόνια όμως όπως είναι αναμενόμενο οι ΑΠΕ αναμένεται να κυριαρχήσουν στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας. Προβλέπεται μάλιστα ότι το μερίδιο τους στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα κυμαίνεται στο 60-65% μέχρι το 2030. Αυτό με την σειρά του δημιουργεί αρκετές ευκαιρίες. Σε αυτό το κλίμα ο κ. Κάπρος κατέθεσε πλήρη πρόταση στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την δημιουργία ανεξάρτητης Αγοράς ΑΠΕ στο ενεργειακό χρηματιστήριο. Ο ίδιος τόνισε στο Climate Crisis Conference 2022 ότι είναι ανάγκη «να βάλουμε μπροστά την απευθείας συμβατική σχέση των παραγωγών ΑΠΕ με τους τελικούς καταναλωτές, χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε αγοράς, κράτους ή οτιδήποτε. Δεν είναι του μέλλοντος αυτό, πρέπει να ξεκινήσει αύριο το πρωί». Η πλατφόρμα γι’ αυτού του είδους τις συναλλαγές που είναι γνωστές και ως corporate PPAs αναμένεται να θεσμοθετηθούν το νωρίτερο το φθινόπωρο του 2022 [3].
Σε κίνηση για την αύξηση των διμερών συμβάσεων φαίνεται πως θα κινηθεί πάντως στο άμεσο μέλλον το ΥΠΕΝ. Ύστερα από εισηγήσεις της ΡΑΕ και άλλων φορέων τέθηκε το θέμα της αξιοποίησης των νέων έργων ΑΠΕ για την αντιμετώπιση μελλοντικών διακυμάνσεων των τιμών ενέργειας. Σε αυτό λοιπόν το κλίμα θα προωθηθεί ένα νέο μοντέλο, στο οποίο όσοι επενδυτές σε έργα ΑΠΕ συμφωνήσουν σε μία εγγυημένη τιμή «θα δεσμεύονται να κατασκευάσουν το 50% της ισχύος τους με χρηματοδότηση μέσω διμερών συμβολαίων, με την υποχρέωση το 50% αυτής (δηλαδή το 25% της συνολικής ισχύος) να συμβολαιοποιείται με βιομηχανικές επιχειρήσεις». Με αυτό τον τρόπο έως και 2,1 από τα 4,2 GW της ισχύος που έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν έως το 2025 θα μπορεί να καταλήγει σε σταθερές τιμές στους προμηθευτές και τις βιομηχανίες δημιουργώντας μία μεγαλύτερη σταθερότητα μπροστά στις διακυμάνσεις της αγοράς [7].
Η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ δημιουργεί με την σειρά του την ανάγκη αποθήκευσης της ενέργειας για τις ώρες όπου η ζήτηση είναι μεγαλύτερη της προσφοράς. Τέτοιες είναι και αναμένεται να είναι οι ώρες κατά την διάρκεια της ημέρας όπου τα φωτοβολταϊκά παράγουν ενέργεια, οι καταναλωτικές ανάγκες όμως είναι μικρότερες. Ενώ τις νυχτερινές ώρες που δεν παράγεται ενέργεια, η ζήτηση της είναι μεγαλύτερη της προσφοράς. Δυστυχώς όμως στην χώρα μας η ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας φαίνεται να καθυστερεί. Ενώ όπως επισημαίνει η ΡΑΕ αν δεν βρεθεί η δυνατότητα να αποθηκεύεται η ενέργεια για λίγες ώρες, «η αγορά εξισορρόπησης θα μας κοστίσει πανάκριβα» [2]. Πράγματι, οι τρόποι αποθήκευσης ενέργειας φαίνεται ότι θα είναι σημαντική συνιστώσα στο μελλοντικό ενεργειακό τομέα, με πολλές χώρες να έχουν ήδη αρχίσει τις επενδύσεις στο «πράσινο» (παραγόμενο από ΑΠΕ) υδρογόνο. Εδώ θα φανεί και κατά πόσο θα μπορέσουν να κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στο μέλλον. Αυτό γιατί σε ευρωπαϊκό επίπεδο το όριο στις τιμές της αγοράς εξισορρόπησης είναι στα 99.999 €/MWh (σε αντίθεση με τα 4.240 στην εγχώρια αγορά), οπότε η ανάγκη κάλυψης των αναγκών μέσω εισαγωγών από την ενιαία αγορά μπορεί να αποβεί πολύ δαπανηρή. Χαρακτηριστικά στην Γερμανία οι τιμές στην εν λόγω αγορά άγγιξαν τα 50.000 €/MWh τον Δεκέμβρη του 2020 [2]. Σε θέματα αγοράς πάντως ο κ. Κάπρος φάνηκε περισσότερο αισιόδοξος τονίζοντας πως «όταν αυτά τα PPAs ενσωματώσουν τις τεχνολογίες αποθήκευσης, κάτι που πρέπει να κάνουν από τα πρώτα βήματα, τότε θα εξασφαλιστεί η σταθερότητα της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, παράλληλα με την άρση των τεχνικών δυσκολιών» [3].
Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι η άνοδος των τιμών οφείλεται σε μία πληθώρα παραγόντων: στην γενικευμένη ενεργειακή κρίση με την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και το μερίδιο που καταλαμβάνει αυτό στην εγχώρια ενεργειακή αγορά, στη για περιβαλλοντικούς λόγους αναγκαία, αλλά βιαστική απολιγνιτοποίηση, στην χρήση του νέου μοντέλου αγοράς ενέργειας- το λεγόμενο Target Model και τον ολιγοπωλιακό χαρακτήρα της αγοράς. Η αλήθεια είναι ότι ο λιγνίτης μας χάριζε μία ενεργειακή αυτάρκεια, η οποία πλέον έχει εκλείψει και το πρώτο στάδιο της ενεργειακής μετάβασης δείχνει ήδη να έχει πολλά προβλήματα. Σίγουρα υπάρχουν φωνές οι οποίες εμπνέουν μία αισιοδοξία με την πραγματοποίηση βέβαια των απαραίτητων αλλαγών. Αυτό που φανερώνουν όμως πολλά από τα δεδομένα είναι ο κίνδυνος το καράβι της Ελλάδας πλέει χωρίς πηδάλιο στα αχαρτογράφητα νερά της ενεργειακής μετάβασης.
Για το παρόν άρθρο χρησιμοποιήθηκαν οι παρακάτω πηγές:
1. Ioannidis, F.; Kosmidou, K.; Andriosopoulos, K.; Everkiadi, A. Assessment of the Target Model Implementation in the Wholesale Electricity Market of Greece. Energies 2021, 14, 6397. https://doi.org/10.3390/en14196397
4. Μάχη Τράτσα «Πρώτη πηγή ενέργειας οι ΑΠΕ στην Ελλάδα», ot.gr, 29 Απριλίου 2021
7. Χρύσα Λιάγγου: «Νέο μοντέλο έργων ΑΠΕ ενισχύει τα διμερή συμβόλαια με τη βιομηχανία», kathimerini.gr, 5 Φεβρουαρίου 2022