Αρχική » Η ξενιτιά και το «brain drain»

Η ξενιτιά και το «brain drain»

από Μαρία Κορνάρου

της Μαρίας Κορνάρου

Σύμφωνα με τον μεγάλο νεοελληνιστή Γκυ Μ. Σωνιέ, δεν υπάρχει πιο απαράδεκτο πράγμα για τη νεοελληνική συνείδηση από την ξενιτιά. Τα τραγούδια της ξενιτιάς, βάσει των οποίων κατέληξε ο Σωνιέ σε αυτό το συμπέρασμα, είναι πράγματι πολυάριθμα και γεμάτα από σκληρά λόγια και πένθιμες εικόνες. Ο «ζωντανός χωρισμός», που οδηγεί τον ξενιτεμένο σε τόπο απ’ όπου θα τον διώχνουν οι ξένες πλύστρες του κι οι ξένες αδερφές του, ή απ’όπου θ’ αδυνατεί να γυρίσει γιατί του μάγεψαν το καράβι του κι αυτό ταξιδεύει ανάποδα στη θάλασσα, πάντα πίσω στο λιμάνι της ξένης χώρας.

Συχνό θέμα των τραγουδιών αυτών είναι η αναφορά στη μάνα του ξενιτεμένου, που καταδικάζεται πλέον να βλέπει για πάντα το άδειο στασίδι του στην εκκλησιά ή να μαθαίνει απ’ τους διαβάτες ότι το παιδί της το τρώνε τα μαύρα πουλιά στης Μπαρμπαριάς την άμμο. Η ένταση του κακού της ξενιτιάς στη δημοτική ποίηση των Ελλήνων αποτελεί, έτσι, ένδειξη μιας απίστευτα ριζωμένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας στην οποία η αναχώρηση ακόμη και για τον διπλανό νομό λογίζεται ξενιτεμός μεγάλος, γιατί κάθε ένας που φεύγει από τον τόπο του διαρρηγνύει ένα σύνολο που αποτελεί οργανική ενότητα και όχι κοινωνικό κατασκεύασμα ή συγκυρία. Αυτή βεβαίως η κοινωνία ήταν η ελληνική αγροτική κοινωνία και η οργανική ενότητα ήταν το χωριό, και ακόμη στενότερα το «κύτταρο» της οικογένειας. Έτσι, η ξενιτιά αποτελούσε όχι μόνο μια κατάσταση επίπονη και μια αφορμή θρήνου, αλλά επιπλέον μια πηγή ενοχής για την παραβίαση της κοινής ύπαρξης.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να παρατηρήσει κανείς ότι η ξενιτιά για την ελληνική κοινωνία του τότε καμία σχέση δεν έχει μ’ ό,τι πιστεύουμε γι’ αυτήν σήμερα. Λίγα μόλις χρόνια μετά την κυριολεκτικά μαζική έξοδο νέων προς το εξωτερικό, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, τα τραγούδια της ξενιτιάς φαντάζουν από εξωτικά έως ελαφρώς αστεία – εκτός, ίσως, εάν είσαι η μάνα του ξενιτεμένου. Κατά τα άλλα, η μετανάστευση, εξωτερική ή εσωτερική –γιατί κι οι δύο ενέπιπταν, κάποτε, στην έννοια της ξενιτιάς–αντιμετωπίζεται σήμερα με όρους αυστηρά ορθολογικούς, που στην τελευταία ανάλυση είναι όλοι τους οικονομικοί. Η ύπαρξη ή έλλειψη ευκαιριών στον τόπο καταγωγής, το ύψος των μισθών, η ποιότητα των κρατικών παροχών, το προσδοκώμενο βιοτικό επίπεδο, οι προοπτικές συνταξιοδότησης…

Το συναισθηματικό κομμάτι του πράγματος –η απώλεια της οικογένειας, η λησμονιά της μητρικής γλώσσας, η αναγκαστική προσαρμογή σε έναν ξένο κώδικα ζωής και συμπεριφοράς– δεν αφορά παρά τους «ευαίσθητους»: εκείνους που δεν έφυγαν ποτέ ή έφυγαν και ξαναγύρισαν. Είναι αυτοί οι «ευαίσθητοι» που θα κληθούν σήμερα να εξηγήσουν, σχεδόν να απολογηθούν, για την επιλογή τους, η οποία παρουσιάζεται ακατανόητη για τη μόνη κοινή γλώσσα που μας απομένει, αυτή των ποσών.

Και όπως η ρήξη των δεσμών του χωριού και ο θρήνος της οικογένειας του ξενιτεμένου ήταν παραστάσεις μιας κοινωνίας δομημένης πάνω σε οργανικά σύνολα ανθρώπων, έτσι και η σύγκριση οικονομικών απολαβών ή ασφαλιστικών παροχών αποτελεί κρίσιμο μέγεθος σε μια κοινωνία δομημένη πάνω στα άτομα. Στην πρώτη περίπτωση, στην ξενιτιά εξωθείτο από άδικες δυνάμεις ο γιος ή ο γείτονας, στη δεύτερη, το άτομο επιλέγει την ξενιτιά κατόπιν ορθολογικών υπολογισμών.

Ο γυρισμός στην πατρίδα αλλάζει κι εκείνος όψη. Δεν έρχεται τώρα ο ξένος να «ιδή τ’ἀδέρφια του, να ιδή τους συγγενείς του». Έρχεται όταν μπορεί να πεισθεί, με τρόπο ανάλογο με αυτόν της επιλογής της ξενιτιάς, ότι τον συμφέρει εξίσου να επαναπατριστεί. Έτσι, σε μια περίοδο όπου ο επαναπατρισμός της γενιάς της κρίσης αποτελεί αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης, εισάγονται διάφορες πρωτοβουλίες για το «brain gain» –την επιστροφή στην πατρίδα. Μέσα από αυτές, η ελληνική κυβέρνηση ή ιδιώτες προσπαθούν να χαράξουν έναν ελκυστικό δρόμο επαγγελματικής αποκατάστασης για τους ομογενείς πρώτης και δεύτερης γενιάς που σκέφτονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Εννοείται δε ότι ακόμη και αν επιλέξουν κάποια από τις αδρώς αμοιβόμενες θέσεις που θα τους εγγυάται ένα εισόδημα εφάμιλλο μ’ αυτό μιας δυτικής χώρας, θα απολαμβάνουν επί πλέον ευνοϊκές φορολογικές συνθήκες σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες, πληρώνοντας τους μισούς φόρους. Προσφέρεται, έτσι, ένα ολοκληρωμένο «πακέτο» που μπορεί να συγκριθεί με το βιοτικό επίπεδο ζωής στο εξωτερικό, και ενδεχομένως να κερδίσει κάποιους.

Διερωτάται, όμως, κανείς, ποια θα είναι η αντίδραση όσων επαναπατρίζονται με αυτόν τον τρόπο –ουσιαστικά, σε «ανώτερο επίπεδο» Έλληνα– όταν, αναπόφευκτα, η χώρα μας ξανασυναντήσει φαινομενικά ανυπέρβλητες δυσκολίες, είτε οικονομικά, είτε πολιτικά, είτε και στρατιωτικά. Θα μπορεί να διατηρηθεί μια τέτοια σειρά προνομίων; Και αν όχι, δεν θα οδηγηθεί η «γενιά της κρίσης» σε μια επιλογή αντίστοιχη μ’ αυτήν που έκανε την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή την ξενιτιά;

Γυρισμός, τελικά, δεν υπάρχει χωρίς ν’ αναζητάς τον τόπο σου. Κι υπάρχουν κι αυτοί οι Έλληνες που επιλέγουν να γυρίσουν, είτε αργότερα είτε νωρίτερα, όταν κουράζονται από το κλίμα ή από τους ανθρώπους, ή όταν διστάζουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους μακριά από την πατρίδα, και πάντοτε όταν δεν μπορούν να νιώθουν πια τον ξένο τόπο. Έτσι, επιστρέφουν μόνοι τους, χωρίς κίνητρα, χωρίς προγράμματα, χωρίς συμβούλους, χωρίς παχυλούς μισθούς, μόνο με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν στο εξής να ζήσουν, παρά τις δυσκολίες, στην Ελλάδα. Η διαδρομή τους είναι φυσική, σαν του χελιδονιού, που όταν οι εποχές αλλάξουν επιστρέφει στην παλιά του τη φωλιά – πόσες φορές δεν παραπονέθηκε ο ξενιτεμένος των τραγουδιών, που δεν μπορούσε να γυρίσει μαζί με τα πουλιά!

Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Ρήξης Ιουλίου (179)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ