Έχει απάντηση η Κύπρος στην τουρκική επιθετικότητα; Συνεννοούνται Αθήνα και Λευκωσία;
του Αλέκου Μιχαηλίδη
Γίνεται μεγάλη προσπάθεια για να ενταχθεί το εθνικό ζήτημα στην ατζέντα της προεκλογικής περιόδου στην Κύπρο. Ξώφαλτσα μεν, αλλά τόσο ο Αβέρωφ Νεοφύτου και ο Δημοκρατικός Συναγερμός όσο και το ΑΚΕΛ, που στηρίζει τον πρώην διαπραγματευτή του Προέδρου Αναστασιάδη, Ανδρέα Μαυρογιάννη, προσπαθούν να συντηρήσουν μια συζήτηση που στο τέλος δεν βοηθά και κανέναν. Ο τέως υπουργός Εξωτερικών και με διαφορά πρώτος στις δημοσκοπήσεις, Νίκος Χριστοδουλίδης, επιλέγει τη σιωπή, τονίζοντας συχνά πως στηρίζει ένα διζωνικό δικοινοτικό δημοκρατικό κράτος και πως δεν διαφώνησε με τον Αναστασιάδη στη διαχείριση του Κυπριακού και της εξωτερικής πολιτικής.
Από την άλλη, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, τις ώρες που οι Τούρκοι δεν σταματούν τις απειλές και τις προκλήσεις, προτάσσει νέα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ως τη μόνη πολιτική τακτική της κυπριακής κυβέρνησης. Με πρώτο βιολί τον νυν υπουργό Εξωτερικών, Ιωάννη Κασουλίδη, ο Πρόεδρος θεωρεί πως η πολιτική του κατευνασμού, που ακολούθησε η Κύπρος εδώ και δεκαετίες, μπορεί ακόμα να βοηθήσει στην εξημέρωση του θεριού που λέγεται Τουρκία. Το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται διεθνώς ρεζίλι, διότι ακόμα κι η «αμαρτωλή» Αθήνα έχει στο πίσω (ή στο μπροστά) μέρος του μυαλού της την πολιτική της αποτροπής. Όμως η μικρή Κύπρος θεωρεί ότι ο Ερντογάν και το κατοχικό καθεστώς θα σταματήσουν τον εποικισμό στην Αμμόχωστο ή τις απειλές σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, με τα ΜΟΕ που προτείνει η Λευκωσία.
Οι προτάσεις κατατέθηκαν και γραπτώς, ενώ η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν παύει να επισημαίνει τον πόθο της για συμφωνία επί των ΜΟΕ. Ο Πρόεδρος Αναστασιαδης, λοιπόν, σε επιστολή με ημερομηνία την 23η Μαΐου 2022, επιχείρησε να πείσει την κατοχική πλευρά και τον εκπρόσωπο του Ερντογάν στην Κύπρο, Ερσίν Τατάρ, ότι η συζήτηση για τα ΜΟΕ μπορεί να βοηθήσει τη διαδικασία για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Υπενθύμισε την παλιότερη συμφωνία με τον Ντερβίς Έρογλου για λύση βασισμένη στην αποκεντρωμένη ομοσπονδία και πρότεινε:
Η περιφραγμένη περιοχή των Βαρωσίων και η πρόσβαση σε αυτήν, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των ψηφισμάτων 550(1984) και 789(1992) του Συμβουλίου Ασφαλείας, μεταβιβάζονται στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη επιστροφή στην περιοχή των νόμιμων κατοίκων της υπό συνθήκες ασφαλείας το συντομότερο δυνατό. Παράλληλα, το αεροδρόμιο της Τύμπου θα τεθεί επίσης υπό τη διαχείριση των Ηνωμένων Εθνών και λειτουργεί σε πλήρη συμμόρφωση με τους σχετικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης του Σικάγου του 1944, καθώς και της Συνθήκης Ίδρυσης του 1960. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε ότι υπάρχει μια ενιαία και αδιαίρετη Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων στην Κύπρο (FIR Λευκωσίας).
Θα συμφωνηθούν πρακτικές ρυθμίσεις για το εμπόριο μέσω του λιμένα Αμμοχώστου, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αριθ. 10 για την Κύπρο στην Πράξη Προσχώρησης του 2003 στην ΕΕ. Οι συναλλαγές αυτές θα διοικούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Τουρκία θα άρει τους περιορισμούς της προς την Κύπρο και θα εφαρμόσει πλήρως και χωρίς διακρίσεις το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας Σύνδεσης προς την Κύπρο, επιτρέποντας έτσι, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση σε πλοία υπό κυπριακή σημαία στα τουρκικά λιμάνια και το άνοιγμα του χώρου της.
Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επανέλαβε την πρόταση για κατάθεση εσόδων από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, ακόμα και χωρίς διευθέτηση του Κυπριακού, σε λογαριασμό μεσεγγύησης προς όφελος της τουρκοκυπριακής κοινότητας, με την προϋπόθεση συμφωνίας οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας.
Ωστόσο, αν και η επιστολή ήταν κάτι περισσότερο από γενναιόδωρη –χρησιμοποίησε αρκετές φορές τη φράση «αγαπητέ Ερσίν» ο Πρόεδρος Αναστασιάδης– Τουρκία και Τουρκοκύπριοι απέρριψαν τις προτάσεις για ΜΟΕ, διότι επιμένουν σε λύση δύο κρατών, που θα κατοχυρώνει όμως και τη συγκυριαρχία τους στον νότο. Τα μέτρα δε αφορούν περισσότερο υποχωρήσεις της Λευκωσίας, παρά μέτρα προς οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών. Οι υποχωρήσεις υπάρχουν πλέον και γραπτώς, ακόμα και αν απερρίφθησαν, και προφανώς θα τις βρίσκουν μπροστά τους οι μελλοντικοί διαπραγματευτές, πρόεδροι και υπουργοί της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τουλάχιστον πολιτειακά και τουλάχιστον ως τον Φεβρουάριο του 2023, αυτή την απάντηση έχει η Κύπρος στην τουρκική επιθετικότητα. Και ακόμα κι αν επικροτείται λεκτικά η στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως προς την ενίσχυση της άμυνας, τη συμφωνία με τη Γαλλία και τις κινήσεις αποτροπής, η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν κάνει απολύτως τίποτα για να αισθάνονται ασφαλείς οι πολίτες του νησιού. Ούτε προνοούνται κινήσεις αλλαγής πολιτικής αν εκλεγεί τον επόμενο Φεβρουάριο ένας εκ των τριών φαβορί για την Προεδρία. Άλλωστε, πέραν του ανεξάρτητου υποψηφίου Γιώργου Κολοκασίδη, ουδείς εκ των άλλων υποψηφίων (ειδικά των Νεοφύτου, Χριστοδουλίδη και Μαυρογιάννη) δεν αντιπολιτεύεται την πολιτική του κατευνασμού, των ΜΟΕ, ουδείς εκ των άλλων υποψηφίων δεν συζητά για κοινή πορεία Ελλάδας-Κύπρου, θεσμική πανεθνική διάσκεψη, ουδείς δεν μιλά για σχέδιο αντίδρασης που θα περιλαμβάνει και την Εθνική Φρουρά και τον Ελληνικό Στρατό.