Αρχική » Έντι Ζεμενίδης: «Η Ουάσιγκτον έπαθε σύνδρομο της Στοκχόλμης»

Έντι Ζεμενίδης: «Η Ουάσιγκτον έπαθε σύνδρομο της Στοκχόλμης»

από Άρδην - Ρήξη

Διαβάστε το άρθρο του εκτελεστικού διευθυντή του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής (03/07/2022)

Τα τελευταία πέντε χρόνια οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας χαρακτηρίζονται από μια συνεχή προσπάθεια «διπλωματίας των ομήρων» από την Αγκυρα. Η Τουρκία έχει επικριθεί από κάθε μεγάλη αμερικανική εφημερίδα γι’ αυτή την κυνική τακτική και για την εφαρμογή της παντού – από τον πάστορα Μπράνσον, τους υπαλλήλους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, μέχρι την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ομως, τη στιγμή της επικείμενης ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, διαπιστώνεται ένα καταστροφικό αποτέλεσμα αυτής της συνεπούς χρήσης της «διπλωματίας των ομήρων»: η αμερικανική κυβέρνηση ανέπτυξε το σύνδρομο της Στοκχόλμης.

Το 1973, μια εξαήμερη ομηρία μέσα σε μια σουηδική τράπεζα οδήγησε στην ψυχολογική διάγνωση που είναι γνωστή ως σύνδρομο της Στοκχόλμης. Eνα από τα καλύτερα νοσοκομεία του κόσμου –η Cleveland Clinic– ορίζει το σύνδρομο αυτό ως εξής: «Eνας μηχανισμός αντιμετώπισης μιας κατάστασης αιχμαλωσίας ή κακοποίησης. Οι άνθρωποι αναπτύσσουν με την πάροδο του χρόνου θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς ή τους κακοποιητές τους».

Η επισήμανση «με την πάροδο του χρόνου» είναι σημαντική στην περίπτωση των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας. Η ικανότητα της Aγκυρας να κρατάει όμηρο την αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει αναπτυχθεί τα τελευταία 70 χρόνια, από τότε που η γεωγραφική της θέση την κατέστησε βασικό κομμάτι της σκακιέρας στην πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό το γεωπολιτικό πλεονέκτημα επέτρεψε στην Τουρκία να αποφύγει σοβαρές συνέπειες για μια σειρά από παραβάσεις, όπως συστηματικές δικτατορικές πρακτικές, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μη αναγνώριση γενοκτονίας, καταπίεση της θρησκευτικής ελευθερίας και κατοχή της Κύπρου επί πέντε δεκαετίες.

Για να είµαστε δίκαιοι απέναντι σε όσους πάσχουν από την εκδοχή του συνδρόμου της Στοκχόλμης στην Ουάσιγκτον, φανταστείτε η εκπαίδευσή σας να περιείχε ισχυρές δόσεις της άποψης του Χάλφορντ Τζον Μακίντερ για τη γεωπολιτική, η οποία υπερτονίζει τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας. Στη συνέχεια, να αφιερώσατε δεκαετίες εργασίας σε ένα σύστημα όπου η Τουρκία συνορεύει σταθερά με τους εχθρούς – αντιπάλους της Αμερικής (συμπεριλαμβανομέννων της Σοβιετικής Ενωσης, του Ιράν, του Ιράκ και της Συρίας) και παρέχει σκληρά μέσα για την αντιμετώπιση αυτών των αντιπάλων (π.χ. αεροπορική βάση Ιντσιρλίκ). Και ενώ τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά, φανταστείτε μια εποχή όπου η φιλοϊσραηλινή κοινότητα και η εταιρική Αμερική αποτελούσαν μέρος του «φιλοτουρκικού λόμπι» και οι σημερινοί αξιόπιστοι στρατηγικοί εταίροι και σύμμαχοι στην περιοχή ήταν είτε τυπικά ανένταχτοι (Κύπρος) είτε τόσο γεμάτοι αντιαμερικανισμό που η σημασία του κόλπου της Σούδας αποσιωπούνταν (Ελλάδα).

Ολα αυτά αποσκοπούν στο να δώσουν μια εξήγηση –όχι μια δικαιολογία– όσον αφορά τα θύματα του συνδρόμου της Στοκχόλμης στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, οι ενέργειες που απορρέουν από αυτό το σύνδρομο είναι ενδεικτικές μιας τεράστιας πολιτικής αποτυχίας, η οποία πρέπει να διορθωθεί άμεσα.

Υπάρχουν ορισµένες γραφειοκρατικές διορθώσεις που μπορούν να εφαρμοστούν εύκολα και μπορούν να οδηγήσουν τις ΗΠΑ στον δρόμο για μια καλύτερη πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρχικά, πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως «πολύ μεγάλη για να αποτύχει». Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ, αυτό ακριβώς έκανε η κυβέρνηση Ομπάμα με ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ακουσίως τα έκανε μεγαλύτερα και έκανε την οικονομία πιο ευάλωτη στην τύχη αυτών των ιδρυμάτων.

Πώς μπορούμε να αποφύγουμε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα απέναντι στην Τουρκία; Μια πρόχειρη έρευνα του προσωπικού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα έδειχνε ότι το «γραφείο της Τουρκίας» στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι πολύ μεγάλο σε σύγκριση με άλλων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η γραφειοκρατική παρουσία στην πραγματικότητα εξασφαλίζει στην Τουρκία ένα «λόμπι» στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το μέγεθος του οποίου είναι εντελώς αδικαιολόγητο για μια χώρα που στην καλύτερη περίπτωση έχει γίνει –όπως το έθεσε ο Στίβεν Κουκ του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων– «ούτε φίλος ούτε εχθρός».

Το υπάρχον προσωπικό στο γραφείο της Τουρκίας και οι προϊστάμενοί του πρέπει επίσης να ξεπεράσουν την (καλά κερδισμένη) φήμη τους ότι διαλέγουν επιλεκτικά τους ειδικούς για την Τουρκία τους οποίους συμβουλεύονται. Δεν προτείνω να συμβουλεύεται το Στέιτ Ντιπάρτμεντ Ελληνοαμερικανούς ή Αρμενιο-Αμερικανούς ή Ελληνες διπλωμάτες και αναλυτές. Το πλήθος των εμπειρογνωμόνων για την Τουρκία στην Ουάσιγκτον είναι μεγάλο και είναι κοινό μυστικό ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποφεύγει τους περισσότερους από τους σφοδρούς επικριτές της Τουρκίας.

Τέλος, η ύπαρξη ενός αναπληρωτή βοηθού υπουργού Εξωτερικών με αρμοδιότητα το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τον Καύκασο δεν ενδείκνυται, όσο καλός κι αν είναι ο αρμόδιος αξιωματούχος. Αυτή η γεωγραφική δικαιοδοσία τοποθετεί την Τουρκία στο επίκεντρο και οποιοσδήποτε αναπληρωτής βοηθός υπουργός Εξωτερικών με τέτοια δικαιοδοσία –και με ένα δυσανάλογα μεγάλο γραφείο για την Τουρκία– θα προσπαθεί συνεχώς να εξυπηρετεί την Αγκυρα. Στην προηγούμενη κυβέρνηση, η δικαιοδοσία του αναπληρωτή βοηθού υπουργού Εξωτερικών ήταν τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος – μια δικαιοδοσία που επέτρεπε μια πιο θετική ατζέντα και στην πραγματικότητα πέτυχε πολύ θετικότερα αποτελέσματα.

Τα δημόσια μηνύματα του προέδρου Μπάιντεν σχετικά με τα F-16 στην Τουρκία ήταν το επισφράγισμα αυτού του συνδρόμου της Στοκχόλμης – και για να μην υποθέσει κανείς ότι αυτό το σύνδρομο έχει κομματικό χαρακτήρα, η στάση του Μπάιντεν θύμιζε την ανοιχτή άσκηση πίεσης από τον πρόεδρο Τραμπ για την παραλαβή των F-35 από την Τουρκία. Ενώ οι γραφειοκρατικές ρυθμίσεις μπορεί να χρειαστούν κάποιον χρόνο, η δημόσια σηματοδότηση από κορυφαίους πολιτικούς –ιδίως εκλεγμένους– ηγέτες θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Η συνεπής, διακομματική παράδοση μιας άρνησης δημόσιας καταγραφής του τι πρέπει να κάνει η Τουρκία για να αποκαταστήσει τη συμμαχία της με την Ουάσιγκτον έχει εξαντλήσει τον κύκλο της. Ο πρόεδρος Μπάιντεν μπορεί να επιμένει ότι δεν υπήρξε κανένα «αντάλλαγμα» όσον αφορά τα F-16, αλλά η αποτυχία του να επισημάνει ότι μια τέτοια πώληση παραβιάζει την CAATSA και απειλεί τη σταθερότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο υπονομεύει την αξιοπιστία του.

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης έγινε μέρος του αμερικανικού λεξιλογίου το 1974, όταν η κληρονόμος του μεγιστάνα των μίντια, Πάτι Χιρστ, το χρησιμοποίησε ως υπεράσπιση για τα εγκλήματα που διέπραξε ενώ βοηθούσε τον Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό (με τον οποίο άρχισε να συμπορεύεται ενώ κρατούνταν αιχμάλωτη). Οι κατώτεροι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μπορεί να μοιάζουν με τους ομήρους της σουηδικής τράπεζας, αλλά εάν τα F-16 μεταφερθούν σε μια Τουρκία που έχει ήδη επιδείξει την τάση να χρησιμοποιεί υπάρχοντα F-16 για να διαπράττει εγκλήματα –και έχει δηλώσει την πρόθεση να διαπράξει επιπλέον εγκλήματα– ο πρόεδρος Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Μπλίνκεν κινδυνεύουν να γίνουν η εκδοχή της Πάτι Χιρστ της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ