Του Δημήτρη Παπαμιχαήλ*
Η ανακάλυψη, τον περασμένο Αύγουστο, του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου στη Μεσόγειο από τον ιταλικό κολοσσό ΕΝΙ, εντός των ορίων της Αιγυπτιακής ΑΟΖ, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τα σχέδια εξαγωγών φυσικού αερίου από την Κύπρο στην Αίγυπτο, που αποτελεί μέχρι στιγμής την μοναδική διέξοδο για τις κυπριακές εξαγωγές υδρογονανθράκων.
Το κομβικό ζήτημα της μεταφοράς στον τομέα του φυσικού αερίου και οι κυπριακές επιλογές
Η βέβαιη ύπαρξη έως και 250 δκμ (δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων) στο κοίτασμα Αφροδίτη, εντός της κυπριακής ΑΟΖ, που ανακάλυψε το 2012 η αμερικανική Noble Energy, αποτέλεσε μία πολύ θετική εξέλιξη για τη μεγαλόνησο την ίδια στιγμή που διέσχιζε την χειρότερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά (και ενώ νέες μελέτες έχουν βεβαιώσει την οικονομική βιωσιμότητα του κοιτάσματος, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε περιοχή «deep offshore»), η πιθανότητα εμπορικής εκμετάλλευσης παραμένει αβέβαιη, και αυτό σχετίζεται κυρίως με την δυνατότητα μεταφοράς των ποσοτήτων αυτών.
Πράγματι, σε αντίθεση με το πετρέλαιο και τον άνθρακα, το φυσικό αέριο, ενώ αποτελεί τον πιο «καθαρό» υδρογονάνθρακα, συναντάει σημαντικά προβλήματα σε ό,τι αφορά τη μεταφορά του στους τόπους κατανάλωσης και αυτό λόγω της μικρής ενεργειακής του πυκνότητας και φυσικής κατάστασης. Η κατασκευή υποθαλάσσιων αγωγών ή ακόμη εγκαταστάσεων υγροποίησης (που επιτρέπουν τη ναυτιλιακή μεταφορά του σε θερμοκρασία -165 βαθμών κελσίου) χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις (συχνά ξεπερνούν τα 10 δισ. δολάρια), και θεωρούνται δικαίως εξίσου σημαντικές δραστηριότητες με την εξόρυξη καθεαυτή. Όπως είναι λοιπόν κατανοητό, τα έργα αυτά αποδίδουν με κάποιο βάθος χρόνου. Συνεπώς η χρηματοδότησή απαιτεί βεβαιώσεις όσον αφορά στις τιμές πώλησης φυσικού αερίου που μπορούν να προσφέρουν μονάχα συμβόλαια μακράς διάρκειας.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν γιατί τόσο οι κυπριακές αρχές, όσο και οι γειτονικές αρχές του Ισραήλ, αντιμετώπισαν την Αίγυπτο ως τον προτιμότερο αγοραστή των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων τους, ιδιαίτερα από την στιγμή που η Τουρκία αποκλείστηκε για διπλωματικούς λόγους και από τις δύο χώρες (ενώ υπήρξε η προτιμότερη επιλογή των Ισραηλινών πριν την επίθεση στη φλοτίλα της Γάζας).
Ένας αγωγός προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη θα χρειάζονταν πολλά χιλιόμετρα υποθαλάσσιας διαδρομής και οι ποσότητες που μπορούν να προσφέρουν τα εν λόγω κοιτάσματα δεν δικαιολογούσαν μία τέτοια επένδυση, ειδικά από τη στιγμή που δεν είναι σίγουρη η απορρόφηση των ποσοτήτων αυτών στη στάσιμη Ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία εγκαταστάσεων υγροποίησης, που έχει προταθεί να γίνει ώστε να εξυπηρετεί τα ισραηλινά και κυπριακά κοιτάσματα από κοινού, θα μπορούσε να προσφέρει μεγάλη ευελιξία στην εξαγωγή του φυσικού αερίου, ωστόσο συναντά, στην παρούσα συγκυρία, το εμπόδιο της υπερπροσφοράς. Η ζήτηση υγροποιημένου φυσικού αερίου έχει πάψει να αναπτύσσεται ήδη από το 2012, και οι προοπτικές της είναι μάλλον δυσοίωνες για τα αμέσως επόμενα χρόνια, από τη στιγμή που ο μείζων εισαγωγέας, η Ιαπωνία, αποφάσισε την επανέναρξη των πυρηνικών μονάδων παραγωγής ρεύματος που είχαν κλείσει μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011 (το φυσικό αέριο χρησιμεύει πρωτίστως στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας).
Η Αίγυπτος ως η καλύτερη επιλογή
Παρ’ όλα αυτά, η Κυπριακή ηγεσία φαινόταν να βρίσκει λύση στο πρόβλημα των εξαγωγικών προοπτικών της χώρας, μάλιστα γρηγορότερα από την Ισραηλινή ηγεσία, αφού είχε προσεγγίσει πρώτη τις αιγυπτιακές αρχές ώστε να προωθήσει την μελλοντική συνεργασία στον τομέα του φυσικού αερίου. Στο πλαίσιο των τριμερών συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών Αιγύπτου-Ελλάδας-Κύπρου που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2014, η ενεργειακή συνεργασία αποτέλεσε ουσιαστικό κομμάτι της κοινής διακήρυξης, και όπως όλα έδειχναν, είχαν τεθεί οι απαραίτητες διπλωματικές βάσεις για την κατασκευή ενός διεθνούς αγωγού που θα συνέδεε το κοίτασμα Αφροδίτη με το δίκτυο διανομής αερίου της γειτονικής χώρας.
Η Αίγυπτος έτεινε πράγματι να μετατραπεί από εξαγωγέας φυσικού αερίου σε εισαγωγέας, λόγω της ραγδαίας αύξησης στην κατανάλωση του καυσίμου αυτού που σχετίζεται με τις αυξανόμενες ανάγκες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος (αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης). Αποτελεί μία αγορά 90 εκατομμυρίων ανθρώπων (και έπεται να αγγίξει τα 130 σε βάθος εικοσαετίας), με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης (της τάξης του 3%) παρά την πολιτική αστάθεια που ακολούθησε την «αραβική άνοιξη».
Πιο συγκεκριμένα, στην αιγυπτιακή οικονομία το 2014 καταναλώθηκαν 49 δκμ. Το ποσό αυτό έχει γνωρίσει αύξηση της τάξης του 60% στην τελευταία δεκαετία (βλ. σχετικό γράφημα), όσο δηλαδή και η ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Η στασιμότητα που παρατηρείται τα δύο τελευταία χρόνια σχετίζεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, περισσότερο σε οικονομοτεχνικούς παράγοντες (και για την ακρίβεια, στις πολύ χαμηλές τιμές πώλησης του αερίου και την έλλειψη κινήτρου από πλευράς πωλητών να εφοδιάζουν την αγορά), παρά στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας της χώρας.
Πηγή: BP Statistical Review, 2014
Η ανακάλυψη της ΕΝΙ ενισχύει τη γεωπολιτική θέση της Τουρκίας
Ωστόσο, η ανακοίνωση της ιταλικής ΕΝΙ στις 30 Αυγούστου ότι το κοίτασμα Ζόχρ (εντός της Μεσογειακής ΑΟΖ της Αιγύπτου) διαθέτει 900 δκμ αλλάζει άρδην τα έως τώρα δεδομένα. Αφενός, η γειτονική χώρα θα μπορεί να εξασφαλίσει τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες της, αφετέρου, θα μπορούσε έως και να ανακτήσει, έστω μερικώς, την πρόσοδο των εξαγωγών φυσικού αερίου, ενώ θα αποσοβήσει σημαντικά έξοδα σε υποδομές που θα χρειάζονταν σε περίπτωση εκτεταμένων εισαγωγών.
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τις ταχύτατες εξελίξεις για εξεύρεση λύσης στο κυπριακό, επαναφέρουν στην επιφάνεια την επιλογή της Τουρκίας, πράγμα που διαφαίνεται και σε τοποθετήσεις ειδικών, προσφιλών στο δυτικό προσανατολισμό της Κύπρου. Μία τέτοια συμφωνία θα αποτελέσει παγίωση της γεωπολιτικής ηγεμονίας της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, καθότι θα δημιουργήσει σχέση εξάρτησης στον εν δυνάμει πιο προσοδοφόρο τομέα της κυπριακής οικονομίας, είτε η Τουρκία αποτελέσει μονοψώνιο είτε διαμετακομιστικός χώρος για το φυσικό αέριο της Κύπρου.
Η στόχευση στην αγορά της Αιγύπτου για το κυπριακό φυσικό αέριο αποτελούσε όχι απλώς την καλύτερη επιλογή από οικονομική άποψη, αλλά και μία εναλλακτική σαφώς πιο φιλική στα ελληνικά συμφέροντα και με δεδομένο ότι η Αίγυπτος δεν έχει εκφράσει ηγεμονικές διαθέσεις στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Με τα υπάρχοντα δεδομένα των άκρως αρνητικών εξελίξεων στο περιφερειακό περιβάλλον, αλλά και τη διεθνή συγκυρία των χαμηλών τιμών του πετρελαίου (που παρασύρουν τις τιμές του φυσικού αερίου λόγω της δομής των συμβολαίων μακράς διάρκειας σε Ευρώπη και Ασία), οι Κυπριακές αρχές ίσως θα έπρεπε να αναστείλουν τα σχέδια άμεσων εξαγωγών και να στοχεύσουν πρωτίστως στην ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς.
Αναμένοντας την εύρεση ενός δεύτερου κοιτάσματος αντίστοιχου μεγέθους με αυτό της Αφροδίτης το οποίο θα λειτουργούσε σαν πράσινο φως σε επενδύσεις για την ανάπτυξη υποδομών μεταφοράς ανεξάρτητα με τις γειτονικές χώρες, η Κύπρος θα μπορούσε να διεκδικήσει την από κοινού ανάπτυξη των ίδιων υποδομών, ιδιαίτερα για τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, μαζί με την Αίγυπτο, εκμεταλλευόμενη σε αυτά τα πλαίσια την τεράστια εμπειρία που διαθέτει το νησί στον τομέα των ναυτιλιακών υπηρεσιών. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγονταν μία δυσμενής σχέση εξάρτησης από την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα η τριμερής συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου θα αποκτούσε μία υλική πραγματικότητα.
* Γεωγράφος