Του Tάσου Χατζηαναστασίου*
Η γυναίκα ως λάφυρο πολέμου
Η ιστορία της Ελένης Στάικου και των γυναικών του Μεσολογγίου είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για την αντιμετώπιση της γυναίκας στους πολέμους ως λάφυρο, ως αντικείμενο αγοραπωλησίας και αιώνιο θύμα της αντρικής βίας και κυριαρχίας. Είδαμε πρόσφατα πώς αντιμετωπίστηκαν οι γυναίκες των Γεζίντι από τους άντρες τού Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Είναι πολύ γνωστή εξάλλου η αφορμή της «μήνιος του Αχιλλέως», εξαιτίας της απαίτησης του Αγαμέμνονα να του δώσει το πρωτοπαλίκαρο των Αχαιών τη σκλάβα Βρισηίδα, επειδή αυτός είχε αποδώσει στον πατέρα της τη δική του σκλάβα, τη Χρυσηίδα.
Στη διάρκεια του Αγώνα, στις περιοχές που οι οθωμανικές δυνάμεις κατέστειλαν την Επανάσταση, η κάθε είδους κακοποίηση εις βάρος των γυναικών, η αιχμαλωσία και η πώλησή τους ως σκλάβων θεωρούνταν δεδομένη, σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.[1] Τον Απρίλιο του 1822, στη Χίο, μετά τις σφαγές στο νησί, δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα προκαλώντας τον οίκτο των ξένων προξένων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες αυτής της θλιβερής εικόνας.[2] Γι’ αυτό και έχουμε τα παραδείγματα των Ελληνίδων που προτιμούσαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους παρά να πιαστούν αιχμάλωτες από τους Τούρκους. Αναφερθήκαμε ήδη στις Σουλιώτισσες. Η περίπτωση των δεκατριών νεαρών γυναικών της Νάουσας, τον Απρίλιο του 1822, που ρίχτηκαν στα νερά της Αράπιτσας μετά την καταστολή της επανάστασης στην πόλη τους από τους Τούρκους, είναι επίσης πολύ χαρακτηριστική.[3]
Το παρακάτω απόσπασμα είναι χα ρακτηριστικό της μοίρας των απλών γυναικών στα χωριά όπου διεξάγονταν επιχειρήσεις των τουρκικών και αιγυπτιακών δυνάμεων και προέρχεται από τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Είχε αποσταλεί από τον Καποδίστρια να επιθεωρήσει τις επαρχίες της Πελοποννήσου και τον Οκτώβριο του 1829 βρέθηκε στο Μέγα Σπήλαιο, όπου οι κάτοικοι ταλαιπωρούνταν από τις αρπαγές καλογέρων της περιοχής: «Σαν τραβάτε τόσην τυραγνίαν, δεν το αφήνετε το χωργιόν σας να φύγετε να πάτε σ’ άλλο χωργιόν εθνικόν, οπούναι τόσα; Μου λέγει η παπαδιά· “Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα εις τον βάλτο, στο νερό τόσες ψυχές να γλιτώσουμεν· και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε· και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες –μας φάγαν· και τα παιδιά πεταμένα μέσα– γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν· κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ· και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν· όλο δόλο και απάτη.” Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ.»[4]
Τρωάδες
Θα αναρωτιέται εύλογα κανείς για την τύχη των γυναικών του εχθρού, όταν έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων. Είναι πολύ γνωστές οι σφαγές γυναικοπαίδων που ακολούθησαν την άλωση της Τριπολιτσάς.[5] Σφαγές Τούρκων αμάχων σημειώθηκαν και σε άλλες περιοχές όπου επικράτησαν οι Έλληνες, τους δύο πρώτους μήνες της Επανάστασης.[6] Είναι βέβαιο επίσης ότι οι Οθωμανίδες αιχμαλωτίζονταν προκειμένου να ανταλλαγούν με Έλληνες αιχμαλώτους ή να εξαγοραστούν από τους οικείους τους. Αντιμετωπίζονταν δηλαδή ως περιουσία με ανταλλακτική αξία.[7]
Με βάση νόμο της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης, από τον Φεβρουάριο του 1822, η δουλεία απαγορευόταν στην ελληνική επικράτεια, άσχετα εάν αυτό δεν εφαρμόστηκε απόλυτα. Όπως γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος, που έχει μελετήσει λεπτομερώς την Ελληνική Επανάσταση και ειδικά το θέμα των αιχμαλώτων, «δεν έγινε ούτε και ήταν δυνατόν να γίνει εφαρμογή των διατάξεων μέσα στην ανάστατη εκείνη εποχή. Και αγοραπωλησίες παρατηρήθηκαν, καθώς και παλλακείες των αιχμαλώτων γυναικών και παρθένων. […] Ακόμη και ορισμένα ισχυρά μέλη της κυβερνήσεως, γοητευμένα από τη συντροφιά με ωραίες σκλάβες, κοίταζαν πώς να αποφύγουν την ισχύ του νόμου».[8] Πάντως, ο νόμος υπήρχε και οι παραβάτες μπορούσαν να ελεγχθούν και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβλήθηκαν οι προβλεπόμενες ποινές, ακόμη και η εσχάτη των ποινών. Έχουμε, για παράδειγμα, την πληροφορία ότι συνελήφθη και εκτελέστηκε Έλληνας που σκότωσε μία Τουρκάλα με τα παιδιά της.[9]
Παρά τη σκληρότητα του Αγώνα, ο πόνος του εχθρού και ειδικά των «ευάλωτων», όπως έχει επικρατήσει σήμερα να χαρακτηρίζονται οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, δεν άφηνε ασυγκίνητους τους Έλληνες. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη «συμπεφωνημένο υπονοούμενο»[10] της ελληνικής παράδοσης που εκκινεί από τους «Πέρσες» του Αισχύλου, κυρίως όμως τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, και φτάνει ως τα δημοτικά τραγούδια, που «μπαίνουν στη θέση» του νικημένου εχθρού.[11] Πολύ χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι «Του Κιαμίλ-μπεη», του πάμπλουτου πασά της Κορίνθου:
Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι, ουδέ μες τα σαράγια.
Ένας παπάς σου τα ’καψε τα έρμα τα παλάτια.[12]
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,
Κλαίει και η Κιαμήλαινα το δόλιο της τον άντρα.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς ραγιάδων[13]
Στα δε απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21, έχουμε επίσης αναφορές στις οποίες εκφράζεται θαυμασμός για τη γενναιότητα των εχθρών, αλλά και συμπόνια για τον πόνο του αντιπάλου και ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα παιδιά.[14]
Φιλία και Έρως ανίκατοι μάχαν
Κλείνουμε το παρόν σημείωμα με περιστατικά που αφορούν γυναίκες και αποκαλύπτουν και μία άλλη πλευρά, την ανθρώπινη, ακόμη και ρομαντική, ενός Αγώνα που διεξήχθη με αγριότητα και στον οποίο διαπράχθηκαν εγκλήματα κι από τις δύο πλευρές χωρίς να αμφισβητείται το δίκιο του Αγώνα. Ούτε βέβαια η μεταχείριση των ραγιάδων για τόσους αιώνες και οι μαζικές σφαγές και εξανδραποδισμοί των Οθωμανών εις βάρος των Ελλήνων, που διεκδικούσαν την ελευθερία τους, μπορούν να συμψηφιστούν με τις υπαρκτές υπερβασίες και αγριότητες των αγωνιστών.
Η μία περίπτωση αφορά τη διάσωση της Βασιλικής, της αρραβωνιστικιάς και μετέπειτα συζύγου του Κίτσου Τζαβέλλα, ενός από τους επικεφαλής της Φρουράς του Μεσολογγίου κατά την ηρωική Έξοδο. Σύμφωνα με την αφήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Νικόλαου Κασομούλη, τη Βασιλική διέσωσε ο πιστός φίλος του Σουλιώτη οπλαρχηγού, Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, ο ήρωας της μάχης της Κλείσοβας, περνώντας διά πυρός και σιδήρου μέσα από τις γραμμές του εχθρού μη αφήνοντας από το χέρι τη νεαρή κοπέλα, που κουβαλούσε δύο παιδιά ή, σύμφωνα με άλλους, ένα και ήταν έγκυος στο δεύτερο.[15]
Η άλλη περίπτωση αφορά την τύχη μιας Οθωμανίδας αιχμαλώτου των Ελλήνων που πολιορκούνταν από τον Κιουταχή στην Ακρόπολη το 1826-1827. Την κοπέλα ερωτεύτηκε ο οπλαρχηγός Χρήστος Πρεβεζάνος και αυτή ανταποκρίθηκε στα αισθήματά του αποδεχόμενη να τον ακολουθήσει παρότι κινδύνευε η ζωή της, από τους ομοεθνείς της αυτή τη φορά, όταν οι Έλληνες συνθηκολόγησαν και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ακρόπολη.[16] Το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο. Ο Κεφαλονίτης Γεράσιμος Φωκάς ζούσε στο Μεσολόγγι με μία όμορφη Τουρκάλα, που την είχε σώσει από τη σφαγή στο Νεόκαστρο το 1821. Παρά το ότι οι Έλληνες σκόπευαν να την ανταλλάξουν με δικούς τους αιχμαλώτους, η ίδια επέλεξε να παραμείνει με τον Φωκά. Τελικά, το ζευγάρι δραπέτευσε στην Κεφαλονιά όπου παντρεύτηκε με χριστιανικό γάμο. Τέλος, αναφέρεται ο έρωτας του οπλαρχηγού Κ. Βλαχόπουλου με την Αϊσέ, κόρη του μουλά του Βραχωρίου Αλήμπεη. Η Αϊσέ βαφτίστηκε χριστιανή, αλλά αιχμαλωτίστηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου και οδηγήθηκε στην οικογένειά της στην Πρέβεζα. Αρνήθηκε, όμως, να ξαναγίνει μουσουλμάνα, διέφυγε στην Κέρκυρα απ’ όπου έφτασε στην Πελοπόννησο και ξανασυναντήθηκε με τον αγαπημένο της.[17]
Οι παραπάνω περιπτώσεις, που ασφαλώς δεν αποτελούν τον κανόνα, αποκαλύπτουν και μία ακόμη απελευθερωτική πλευρά για τις γυναίκες κατά την Ελληνική Επανάσταση που, μέσα στην αγριότητα του πολέμου, έκαναν μία ρηξικέλευθη επιλογή: ν’ απαρνηθούν τη θρησκεία και την ένταξή τους στην έως τότε κυρίαρχη ομάδα και, ενώ ακόμη η έκβαση του Αγώνα δεν είχε κριθεί, να μείνουν με τον άντρα που ανήκε, με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα, στον εχθρό.
Επιλογικά, η παρουσία, ο ρόλος και η δράση της γυναίκας στην Επανάσταση παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, από την παραδοσιακή θέση του θύματος και του λαφύρου πολέμου, ως τη γυναίκα αγωνίστρια, τη νοσοκόμα και τροφοδότρια, την καπετάνισσα, αλλά και τη γυναίκα που αρνείται τη μοίρα της και επαναστατεί διεκδικώντας την αυτοδιάθεση του σώματός της με αίμα και με θυσίες.
*δρ. Ιστορίας, εκπαιδευτικος.
Διαβάστε και το πρώτο μέρος:
Το …metoo της Επανάστασης του ’21 (Α΄ μέρος)
[1] Διακάκης, όπ.π., σ. 270. Γίνεται αναφορά σε οθωμανική πηγή που επιβεβαιώνει την υποδούλωση γυναικών και κοριτσιών που ακολουθούσε την είσοδο οθωμανικών δυνάμεων σε χριστιανικές κατοικημένες περιοχές.
[2] Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Πολιτιστικές Εκδόσεις, Αθήνα 2004, τ. Β’, σσ. 134-140.
[3] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Στ΄, Εκδ. Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 138-139.
[4] Μακρυγιάννη στρατηγού, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα [χ. χ.] σ. 309. Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης με τους άντρες του θα τιμωρήσουν τους άρπαγες καλογέρους μ’ έναν… γενναίο παραδοσιακό ξυλοδαρμό.
[5] Χατζηαναστασίου – Κασιμάτη, όπ. π., σσ. 95-96.
[6] Ιδιαίτερα επικριτικός για τις σφαγές αμάχων ο Βρετανός ιστορικός Τζώρτζ Φίνλεϊ, (Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, μτφ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, τ. Α΄, Το Βήμα, Αθήνα 2021, σσ. 202, 228, 232 (ενδεικτικά). Κατά τον Βακαλόπουλο, που αναφέρει επίσης τις σφαγές, ο Φίνλεϊ «δεν ομιλεί εξίσου αυστηρά για τις ωμότητες των Τούρκων». (Βακαλόπουλος όπ.π., τ. Ε΄, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 394.)
[7] Διακάκης, όπ.π., σ. 48.
[8] Βακαλόπουλος όπ.π., σσ. 747, 767-768. Ανάμεσα σ’ αυτούς που «περνούσαν ευχάριστες ώρες με τη συντροφιά ωραίων Τουρκισσών» και ο εισηγητής του νόμου κατά της δουλείας, Μαυροκορδάτος, σύμφωνα με ξένο συγγραφέα. Βλ. Βακαλόπουλος, όπ.π., σ. 765.
[9] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. ΣΤ΄, Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 11.
[10] Διατύπωση του Γιώργου Σεφέρη. Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση», Δοκιμές, τ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1992στ, σ. 147.
[11] Βλ. και τις παρατηρήσεις του Γ. Καραμπελιά στο βιβλίου του: Το δημοτικό τραγούδι, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2017, σσ. 57-58.
[12] Γίνεται αναφορά στην πυρπόληση των πολυτελών κατοικιών του Κιαμίλ-μπεη με διαταγή του Παπαφλέσσα κατά την α΄ πολιορκία της Κορίνθου, τον Απρίλιο του 1821.
[13] Δημοσιεύεται και στα απομνημονεύματα του Φωτάκου, του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη, βιβλίο 2ο, κεφ. ΙΔ΄, σ. 155.
[14] Χατζηαναστασίου – Κασιμάτη, όπ.π., σσ. 119-120.
[15] Διακάκης όπ.π., σ. 375, υποσ. 116.
[16] Βυζάντιος Χρήστος, Η ιστορία του τακτικού στρατού, 1821-1833, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Εισαγωγή, επιστημονική επιμέλεια, σχόλια: Θεοτοκάς Νίκος – Τζάκης Διονύσης, Αθήνα 2021, σ. 272, υποσ. x I ix..
[17] Διακάκης, όπ. π., σ. 243.
Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορεί το βιβλίο του Τάσου Χατζηαναστασίου και της Μαρίας Κασιμάτη, Πολεμώντας το ’21.