Του Νικόλαου Μίχου* από την ιστοσελίδα e-thessalia.gr
Δραματικές στιγμές εξακολουθούν να ζουν οι κάτοικοι της, προσαρτημένης πια στη ρωσική ομοσπονδία, πόλη της Μαριούπολης, της μίας από τις δύο μεγαλύτερες (η άλλη είναι το Ντονέτσκ) πόλεις των πρώην αυτονομιστικών περιοχών του Ντονιέτσκ και του Λουχάνσκ. Παρόλο που οι κάννες των όπλων και οι ομοβροντίες των πυραύλων έχουν σιγήσει, εντούτοις η κατάσταση που έχουν αφήσει πίσω τους στα αποκαΐδια του πάλαι ποτέ λίκνου της Αζοφικής Θάλασσας είναι καταστροφική. Πιο συγκεκριμένα, έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα οι βασικές υποδομές της πόλης με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να μην έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό και συνεχή ηλεκτροδότηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μεγάλες είναι και οι ελλείψεις σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, με τις ουρές των πολιτών στα σημεία διανομής του ρωσικού στρατού να φέρνουν στις μνήμες στιγμές της καθημερινότητες στις περιοχές την πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Αλλά και στο επίπεδο της ψυχολογίας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Η πλειονότητα των κατοίκων θρηνεί τους συγγενείς και τους φίλους που χάθηκαν στις πολεμικές συγκρούσεις, διαβιεί σε γκρεμισμένα σπίτια και χαλάσματα, ενώ ο ρωσικός στρατός φροντίζει για την «ανάταση» του ηθικού των πολιτών εγκαθιστώντας γιγαντοοθόνες σε κεντρικά σημεία της πόλης, οι οποίες καθημερινά αναμεταδίδουν εκπομπές των ρωσικών μέσων ενημέρωσης.
Επιπροσθέτως, το τελευταίο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα, προκειμένου να υλοποιηθεί η ένωση των περιοχών που βρίσκονται υπό την κατοχή του στρατού με τη Ρωσία. Σύμφωνα με μαρτυρίες Ουκρανών κατοίκων και Ελλήνων ομογενών της περιοχής, το συγκεκριμένο δημοψήφισμα ήταν καθόλα διαβλητό και δημιούργημα των δύο κάτωθι ενεργειών από την πλευρά της ρωσικής ομοσπονδίας:
Ο Έλληνας ομογενής, πρώην υπάλληλος του ελληνικού προξενείου στη Μαριούπολης, Ρουστάμ Κιόρ, χαρακτηριστικά αναφέρει: «Το δημοψήφισμα δεν γίνεται με τους πολίτες να αισθάνονται ελεύθεροι να δηλώσουν τη βούλησή τους. Οι Ρώσοι, από τη μια πλευρά στέλνουν στρατιώτες στα σπίτια των ανθρώπων και υπό την απειλή των όπλων τούς οδηγούν στα σημεία που έχουν οριστεί για να ψηφίσουν. Φαντάζομαι καταλαβαίνετε ότι δεν είναι δυνατόν η ψήφος αυτή να μην είναι υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, οι Ρώσοι, λειτουργώντας με τη λογική του καρότου και του μαστίγιου, κάνουν το εξής: Ανακατασκευάζουν γρήγορα και πρόχειρα μεγάλες πολυκατοικίες σε εμφανή και κεντρικά σημεία της πόλης. Στη συνέχεια, με την αρωγή της φιλορωσικής δημοτικής παράταξης, στην οποία έδωσαν τα ηνία της πόλης, οργανώνουν προπαγανδιστικές φιέστες σε πλατείες, όπου παραδίδουν «δωρεάν» τα κλειδιά των διαμερισμάτων αυτών σε κατοίκους της Μαριούπολης. Έτσι, τους δελεάζουν, ώστε να τίθενται απερίφραστα στο πλευρό αυτών που προεργάστηκαν την ένωση με τη ρωσική ομοσπονδία».
Φυσικά, η αγωνιώδης προσπάθεια για ρωσοποίηση των περιοχών του Ντονιέτσκ και Λουχάνσκ, δεν θα μπορούσε να αφήσει απέξω τον τομέα της εκπαίδευσης. Η δασκάλα του σχολείου Νο 46 της κωμόπολης Στάριι Κριμ, Τετιάνα Κιόρ, παρουσιάζει μία ζοφερή εικόνα που, μεταξύ των άλλων, πλήττει την ίδια την ιδιοσυστασία του ελληνισμού της περιοχής. Σημειώνουμε ότι το σχολείο Νο 46 του Στάριι Κριμ ήταν, βάσει διακρατικών συμφωνιών Ελλάδας – Ουκρανίας, «σχολείο ειδικής εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας», στο οποίο έλληνες ομογενείς και Ουκρανοί μαθητές διδάσκονταν καθημερινά και σε υποχρεωτική βάση την ελληνική γλώσσα. Η Τετιάνα αναφέρει: «Από τις αρχές του καλοκαιριού οι Ρώσοι έφεραν υποχρεωτικά στο σχολείο μας και άλλα παιδιά από τις γύρω περιοχές με αποτέλεσμα το δυναμικό να εκτοξευθεί από τον αριθμό των 300, σε εκείνον των 620 μαθητών. Μας ανάγκασαν να λειτουργήσουμε καθόλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, διδάσκοντας υποχρεωτικά σε συνωστισμένες τάξεις των 40 ατόμων τρία και μόνο γνωστικά αντικείμενα: 1) Ρωσική γλώσσα, 2) Ρωσική Ιστορία και 3) Ρωσική Λογοτεχνία. Το χειρότερο, όμως, απ’ όλα είναι ότι από την επόμενη σχολική χρονιά καταργούν οριστικά το μάθημα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Όλοι οι Έλληνες ομογενείς του χωριού κλαίμε καθημερινά στα σπίτια μας».
Επιπροσθέτως, η μεταφορά και μετακίνηση των πολιτών εντός των προαναφερθεισών περιοχών δεν γίνεται απρόσκοπτα και οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι να δουν τους συγγενείς τους, γιατί υπόκεινται σε διαρκείς και εξονυχιστικούς ελέγχους στις οδικές οδούς που συνδέουν τα χωριά και τις πόλεις, ακόμη και μέσα στους δρόμους της Μαριούπολης. Ο Ρουστάμ Κιόρ λέει ότι «κάθε φορά που θέλουμε να μετακινηθούμε, αυτό δεν γίνεται χωρίς δάκρυα στα μάτια». Ο ίδιος είναι ένα έξοχο παράδειγμα της «αλλαγής» και της «απελευθέρωσης» του ρωσικού στρατού. Ενώ ήταν ένας υπάλληλος στο ελληνικό προξενείο, οικονομικά αποκατεστημένος και κοινωνικά καταξιωμένος, τη στιγμή που μιλάμε, δεν μπορεί καν να επιβιώσει, ζητιανεύοντας στους δρόμους της Μαριούπολης για ένα κομμάτι ψωμί, ρακένδυτος και σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Έχει χάσει τα ίχνη της οικογένειάς του, η οποία μεταφέρθηκε διά της βίας στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Τελικά και συμπερασματικά, το μέλλον των περιοχών αυτών προμηνύεται δυσοίωνο. Βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος στο όριο του πεδίου της άοκνης αντιπαράθεσης σε πολεμικό και διπλωματικό επίπεδο μεταξύ δύο κρατών. Ωστόσο, το τίμημα, όπως γίνεται κάθε φορά σε ανάλογες περιπτώσεις, το πληρώνουν οι απλοί πολίτες. Ας αποτελεί αυτή η διαπίστωση τροφή για σκέψη προς όλους μας.
* Ο κ. Νικόλαος Μίχος είναι Βολιώτης εκπαιδευτικός στο Συντονιστικό Γραφείο Εκπαίδευσης Μαριούπολης