Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, άλλο ένα παράδειγμα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι Έλληνες, υποτίθεται διεθνιστές, καταλήγουν να υποστηρίζουν τα εθνικιστικά αφηγήματα τρίτων χωρών, είτε αυτά είναι το αλβανικό, είτε το σκοπιανό, είτε το τουρκικό. Το ζητούμενο είναι εάν αυτό το ιδιότυπο «εθνικό αυτομαστίγωμα» ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνον ως αποτέλεσμα ιδεοληψιών ή χωρούν και άλλου τύπου δυνητικές ερμηνείες. Διότι στην υπόθεση με τη μειονότητα στη Θράκη που απασχόλησε τη δημοσιότητα προεκλογικά, προέκυψαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο και ειδικές σχέσεις με πρεσβείες…
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ DEFENCE-POINT και HELLAS JOURNAL
Λίγες μέρες λοιπόν μετά την εμπλοκή του στην ομάδα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη συντριπτική πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής που προσυπέγραφε την συμπερίληψη της Σαμπιχά Σουλεϊμάν στα ψηφοδέλτια του κόμματος στις μειονοτικές περιοχές, κι ενώ δεν έχει ακόμα υποχωρήσει ο αρνητικός αντίκτυπος, ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος «ξαναχτυπάει» με άρθρο του στον ιστοχώρο «NEWS 247».
Αυτή τη φορά στο στόχαστρό του μπαίνει η περιοχή της Βορείου Ηπείρου και η ελληνική μειονότητα. Κι όλα αυτά ειπώθηκαν, όπως διευκρινίζεται, σε εκδήλωση στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο στα Τίρανα της Αλβανίας, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, μαζί με τον Ιστορικό Λάμπρο Μπαλτσιώτη. Το να μπει κανείς στη διαδικασία να απαντήσει σε όσα αναφέρει, είναι πολύπλοκη και εξειδικευμένη εργασία. Ο χώρος δεν επαρκεί. Η απλή αναφορά όμως όσων υποστηρίζει, αρκεί για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δυστυχώς, αφού η κατηγορία αφορά ελληνικό κόμμα, οι κατηγορίες περί «εθνομηδενισμού» που εξαπολύονται εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν… πολιτικές συκοφαντίες, αλλά στηρίζονται στις πεποιθήσεις του σκληρού πυρήνα της ηγεσίας του. Αυτό με την προσθήκη… ολίγης από σταλινισμό, οδήγησε στην αδιαφορία απέναντι στη σαφέστατη θέση της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ της υποψηφιότητας της Σαμπιχά.
Αντιγράφουμε, για λόγους υπενθύμισης και τεκμηρίωσης, από το άρθρο-καταγγελία του πρέσβη επί τιμή Γεώργιου Αϋφαντή: «Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής [σ.σ. 167 ψήφους υπέρ και 2 αποχές] ετσιθελικά αγνοήθηκε από την ηγεσία, δίχως να υπάρξει ακύρωσή της, ή κάποιο άλλο πρόσχημα καταστατικής διαδικασίας. Πέρα από την απ’ ευθείας παρέμβαση του Τούρκου πρέσβυ στο Νίκο Παππά, ως υποστηρικτική χορωδία λειτούργησαν οι Νίκος Φίλης, Νίκος Βούτσης, Μαρία Ρεπούση και Μαρία Γιαννακάκη (οι δύο τελευταίες βουλευτές ΔΗΜΑΡ ακόμη τότε, αλλά διαπραγματευόμενες την προσχώρησή τους στον ΣΥΡΙΖΑ) και οι καθηγητές Δημήτρης Χριστόπουλος και Κώστας Τσιτσελίκης.
»Όλοι αυτοί (εκ παραλλήλου με τον Τούρκο πρέσβυ) είχαν βεβαιώσει “αυθεντικά” τον Αλέξη Τσίπρα ότι η Σαμπιχά Σουλεϊμάν ήταν εθνικιστικό κατασκεύασμα της ΕΥΠ, άρα απαράδεκτη για το ψηφοδέλτιο. Ο δε υποψήφιος ευρωβουλευτής Χριστόπουλος είχε προχωρήσει τις αμέσως επόμενες ημέρες σε αναίσχντη επίθεση κατά της Σαμπιχά, καταγγέλλοντας ότι αποτελεί «μειονότητα μέσα στην μειονότητα» (λόγω ελληνοφροσύνης) και ότι «προσπαθεί τάχα να μας πει ότι η μειονότητα δεν είναι ένα ενιαίο, συμπαγές τουρκικό πράγμα»!»
Όλα δείχνουν όμως, ότι η Νέμεση έρχεται από την ίδια την κοινωνία… Σαν να μην έφτανε η «υπόθεση Σαμπιχά», έρχονται να προστεθούν και οι απόψεις Χριστόπουλου για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό. Ας δούμε λοιπόν, εντελώς ενδεικτικά, όσα υποστηρίζει ο καθηγητής Χριστόπουλος του ΣΥΡΙΖΑ… Το ελληνικό έθνος ανήκει στα «τυφλωμένα έθνη» που επιθυμούσαν να επεκταθούν γεωγραφικά, βλέποντας «ως φυσικό χώρο επέκτασης» του ελληνικού κράτους στη Βόρειο Ήπειρο, την οποία, σημειωτέον, τη βάζει σε εισαγωγικά. Πάλι καλά που προσθέτει ότι το όνειρο της «Μεγάλης Αλβανίας» έφτανε μέχρι την Πρέβεζα.
Ο καθηγητής κάνει λόγο για «ελληνικό αλυτρωτικό σχέδιο στη Νότια Αλβανία», καταλογίζοντας στην Ελλάδα «επιθετική πολιτική στα νότια αλβανικά εδάφη». Αναγκάστηκε δε «να υποχωρήσει από τα στρατιωτικά σχέδια» λόγω πίεσης… από την Κοινωνία των Εθνών, όμως «το αλυτρωτικό όραμα δεν σβήνει εύκολα». Ακόμα και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «η ελληνόφωνη και αλβανόφωνη ορθόδοξη νότια Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί διακαή εδαφικό στόχο». Ο ίδιος αποφαίνεται, ότι όσοι μιλούν περί Βορείου Ηπείρου σήμερα στην Ελλάδα, εκπροσωπούν «περιθωριακές ως και γραφικές» φωνές, ακυρώνοντας διά της αποσιώπησης τα δεινά δεκαετιών που έζησαν στον «σοσιαλιστικό παράδεισο» του Χότζα. Προφανώς και ο Ολυμπιονίκης Πύρρος Δήμας δεν είναι τίποτε άλλο από εθνικιστής με όσα έχει εξιστορήσει…
Τούτων λεχθέτων, δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το ότι η αντιμετώπιση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία του Χότζα αποτυπώνεται σαν να μην έγινε και κάτι το τρομερό. Μιλά απλώς για «πολιτική ενσωμάτωσης της ελληνικής μειονότητας», με πρόσβαση στα γλωσσικά της δικαιώματα αλλά μόνο «στις λεγόμενες μειονοτικές ζώνες» και μόνο εφόσον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως πραγματικά εθνική.
Οι τεκμηριωμένες καταγγελίες για βασανιστήρια και για πρακτικές μετά την κατάρρευση του κομουνιστικού μπλοκ, που με τα σημερινά μέτρα και σταθμά θα εξασφάλιζαν στον Χότζα την επωνυμία του «Κιμ Γιονγκ Ουν των Βαλκανίων», ενδιαφέρουν προφανώς κάποιους μόνο εάν καταλογίζονται στην ελληνική πλευρά. Όταν για παράδειγμα γίνεται λόγος για «Μικρασιατική Καταστροφή» και σε ένα ιδιότυπο εθνικό αυτομαστίγωμα, όσοι μιλούν περί «συνωστισμών στην προκυμαία στη Σμύρνη», σπεύδουν να κάνουν λόγο για εγκλήματα του ελληνικού στρατεύματος στη Μικρά Ασία.
Επανερχόμενοι στο πόνημα Χριστόπουλου, στις αλβανικές μειονοτικές ζώνες του Χότζα, δεν περιλαμβάνεται η Χειμάρα, για την οποία «πριν σχεδόν εκατό χρόνια το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι “η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ζήτημα της ζωής και όχι του νόμου” υπαινισσόμενο ότι ελληνική μειονότητα υπάρχει εκεί, είτε την αναγνωρίζει η Αλβανία είτε όχι». Στο μέτρο που συνήθης «καραμέλα» είναι σε αυτού του είδους την ιστοριογραφία η «διεθνής νομιμότητα», κάνει εντύπωση η παντελής απουσία αναφοράς π.χ. στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που προέβλεπε αυτονομία για τη Βόρειο Ήπειρο.
Στο πλαίσιο αυτού του ψυχολογικά δυσεξήγητου εθνικού αυτομαστιγώματος , ο Δημήτρης Χριστόπουλος δηλώνει… ευθαρσώς, ότι «σε κάθε πάντως περίπτωση, η Αλβανία δεν έδιωξε την ελληνική μειονότητα, όπως έκανε η Ελλάδα με την αλβανική μειονότητα της Θεσπρωτίας και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό ως διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κρατών σε σχέση με τις εκατέρωθεν μειονότητές τους». Και επιχειρώντας περαιτέρω να αναδείξει την Ελλάδα ως τον μεγάλο ιμπεριαλιστή και φταίχτη για ό,τι έχει συμβεί στην περιοχή, καταθέτει και το συμπέρασμά του: «Νομίζω πως αν η Αλβανία είχε ακολουθήσει την πορεία της Ελλάδας μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40 μάλλον οι Έλληνες της Αλβανίας θα είχαν παρόμοια τύχη με τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, τους Τσάμηδες». Εννοεί άραγε την εκδίωξή τους από τους Ναζί ως αντάλλαγμα στους Τσάμηδες συνεργάτες τους, τη στιγμή που η πατρίδα του υπέφερε κάτω από την μπότα του φασισμού; Ενδιαφέρον…
Δεν σταματά όμως εκεί, διαπραγματευόμενος το «τσαμικό ζήτημα». Εκεί κάνει στην Ελλάδα την… παραχώρηση να μην την κατηγορήσει για «γενοκτονία», συντασσόμενος ανοιχτά με την αλβανική θέση, αλλά για «εθνοκάθαρση»! Πώς να μην είναι αγαπητός και περιζήτητος στις «χώρες του ελληνικού περιγύρου». Ούτε οι Αλβανοί έχουν δίκιο να κατηγορούν τους Έλληνες για γενοκτονία, όπως οι Έλληνες «με τις αντίστοιχες σφαγές των Ελλήνων του Πόντου», ούτε η Ελλάδα που υποστηρίζει πως οι Τσάμηδες πλήρωσαν τη συνεργασία τους με τον κατακτητή και έφυγαν να γλιτώσουν.
«Τίποτε από αυτά δεν ισχύει όμως», λέει ο Χριστόπουλος. Δεν έγινε «γενοκτονία» το καλοκαίρι του 1944 στη Θεσπρωτία, «καθώς ο στόχος τότε δεν ήταν η φυσική εξόντωση των Τσάμηδων από προσώπου γης αλλά η εκδίωξή τους από το ελληνικό έδαφος», αν και «σε ορισμένες περιπτώσεις περιλάμβανε και τον φυσικό αφανισμό τους». Φροντίζει δε να μας θυμίζει, ότι «η πολιτική αυτή μετά τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας ονομάστηκε “εθνοκάθαρση”». Αυτό έγινε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1944… εθνοκάθαρση σε βάρος των Αλβανών Τσάμηδων.
Υπήρχε όμως «πρόσχημα και αιτία» και αυτό δεν ήταν άλλο από τον «δωσιλογισμό των ισχυρότερων παραγόντων» των Τσάμηδων, όμως δεν υπήρχε τότε συντεταγμένο ελληνικό κράτος αλλά «ανταγωνισμός δύο αντάρτικων οργανώσεων». Απλά, εν συνεχεία, η Ελλάδα το αποδέχθηκε στην πράξη ως τετελεσμένοκαι δεν επέτρεψε την επιστροφή των Τσάμηδων. Προφανώς ο Χριστόπουλος θεωρεί ότι θα ήταν ασφαλείς, ή ότι η επιστροφή τους δεν θα γινόταν όπλο αποσταθεροποίησης στα χέρια της ΕΣΣΔ…
Ο καθηγητής Χριστόπουλος λησμονεί βολικά και δεν αξιολογεί, ότι το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Δικαστήριο Δωσίλογων Ιωαννίνων, καταδίκασε ερήμην 1900 Τσάμηδες της Θεσπρωτίας για συνεργασία με τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς. Οι Τσάμηδες, αντί για εγκληματίες πολέμου, βαφτίζονται αδικημένοι από την Ελλάδα πληθυσμοί.
Τούτων λεχθέντων, δεν εκπλήσσει ότι ο καθηγητής Χριστόπουλος δεν διστάζει να αποκαλέσει τον φυλακισμένο Φρέντι Μπελέρη ως «μάλλον αμφιλεγόμενο μειονοτικό παράγοντα», βάζοντας ακόμη ένα καρφί στον σταυρό που σηκώνει, στοχοποιημένος από τον Έντι Ράμα, παραμένοντας φυλακισμένος χωρίς σαφή δικαιολογία. Το ότι αναγνωρίζει «πρακτικές καταρράκωσης του κράτους δικαίου στην Αλβανία» από τις πράξεις του Αλβανού πρωθυπουργού, εξόφθαλμα δεν επαρκεί…