Απεικόνιση της Μήτιδος σε σκηνή από την γέννηση της Αθηνάς
του Τάκη Θεοδωρόπουλου από την Καθημερινή
Οι Κορυσχάδες είναι ένα χωριό της Ευρυτανίας. Είναι τόπος ιστορικός διότι εκεί σχηματίσθηκε η περίφημη κυβέρνηση του βουνού, τον Μάιο του 1944. Γνωστή ως ΠΕΕΑ. Συμμετείχαν όλες οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης. Ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Πέτρος Κόκκαλης, πατέρας του Σωκράτη, ο Γιώργος Σημίτης, πατέρας του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο Ηλίας Τσιριμώκος, ο Αρης Βελουχιώτης. Μια οιονεί πολιτική εθνική ενότητα η οποία θα προετοίμαζε τη διαχείριση της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Ο Γεώργιος Παπανδρέου διαφωνούσε διότι θεωρούσε ότι η δύναμη του ΚΚΕ θα υπερσκέλιζε τις υπόλοιπες. Εντέλει επεκράτησε η άποψη του σοσιαλδημοκράτη Σβώλου και σχηματίστηκε η ΠΕΕΑ. Ηταν ο καιρός που οι σύμμαχοι προετοίμαζαν τη διαμόρφωση του κόσμου μετά την ήττα του Αξονα. Λίγους μήνες αργότερα στη Μόσχα οι μεγάλες δυνάμεις θα μοίραζαν την επιρροή τους στα Βαλκάνια. 90% σοβιετική επιρροή στη Ρουμανία, 90% επιρροή της Δύσης στην Ελλάδα. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι έως σήμερα ακόμη το ΚΚΕ σέβεται τους όρους της συμφωνίας. Φροντίζει πάντα το εκλογικό του ποσοστό να μην ξεπερνάει το όριο του 10%.
Ως γνωστόν η ΠΕΕΑ δεν άντεξε την απελευθέρωση από την τριπλή κατοχή των δυνάμεων του Αξονα. Διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη όταν την ξεπέρασε η κομμουνιστική εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1944 που εγκαινίασε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της σύγχρονης Ιστορίας μας. Σήμερα αποτελεί μια σχεδόν ρομαντική ανάμνηση. Στις Κορυσχάδες η Περιφέρεια Κεντρικής Ελλάδας, ο Δήμος Καρπενησίου, το Ιδρυμα Κόκκαλη και η Βουλή των Ελλήνων χρηματοδότησαν την ανακαίνιση του μουσείου της Εθνικής Αντίστασης που είχε ιδρυθεί, αν δεν κάνω λάθος, από τη Μελίνα Μερκούρη. Συγκρατώ μια έκφραση από την ομιλία του προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα στα εγκαίνια του ανανεωμένου μουσείου. Αναφέρεται στην Ιλιάδα, στη λέξη που εγκαινίασε την ελληνική ποίηση, τη λέξη που εγκαινίασε τον δυτικό πολιτισμό, τη λέξη «μήνιν». «Μήνιν άειδε, θεά, Πηληιάδεω Αχιλήος». «Μήνις» – οργή, θυμός, ή επί το αγοραίον, «τσαντίλα». Ο,τι πιο γνώριμο και οικείο όταν προσπαθείς να χαρακτηρίσεις τη συλλογική ψυχή μας στη διάρκεια των αιώνων. Οι Αγγλοι έχουν το φλέγμα τους, ή την αγάπη τους για την κηπουρική όπως λέει ο Οργουελ. Εμείς έχουμε την μήνι μας, τον θυμό μας, την οργή μας. Δεν την υποτιμώ. Αν δεν ήμασταν θυμωμένοι το πιθανότερο είναι να μην είχαμε επιβιώσει σε τόσους αιώνες Ιστορίας. Αυτός ο «αγριορωμιός» που λέει κι ο Σαββόπουλος κατάφερε να υπερασπιστεί την ιδιοσυγκρασία του λόγω της δυστροπίας του. Απλώς καλείται να απαντήσει στο ερώτημα: καταφέραμε να διασώσουμε τον «ελληνισμό» μας – τρόπος του λέγειν. Ας δεχθούμε ότι αυτό είναι το περιουσιακό μας στοιχείο. Μπορούμε να το αξιοποιήσουμε ή μας φτάνει να το ξοδεύουμε; Το ξοδέψαμε ώς την τελευταία ρανίδα του αίματός μας στον εμφύλιο που ακολούθησε το Αλβανικό έπος και την εθνική αντίσταση. Το ξοδεύουμε σε πρώτη ευκαιρία. Αγανακτισμένοι αντιμνημονιακοί, αρνητές της Ευρώπης, αντιδυτικοί. Η αρνητική στάση ταιριάζει στην εικόνα που έχουμε φτιάξει για τον εαυτό μας. Μας λείπει η θετική. Πώς η ψυχική ορμή που προκαλεί ο θυμός, η οργή, η μήνις, θα μεταμορφωθεί σε έρεισμα δημιουργίας. Πώς η μήνις θα γίνει μήτις, επινοητικότητα, ευφυΐα, όπως είπε ο Κώστας Τασούλας στην ομιλία του;
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σ’ αυτό το μεταίχμιο. Στην αστάθεια και την ανασφάλεια του διεθνούς περιβάλλοντος, καταπονημένη από την κατανάλωση αδρεναλίνης, οφείλει να επινοήσει τους όρους της επιβίωσής της. Η μήνις, η οργή, ανήκουν στην προϊστορία μας. Μας συμπαραστάθηκαν στις κρίσιμες στιγμές. Ομως δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του καιρού μας. Ας απευθυνθούμε στη Μήτιδα, τη σύζυγο του Διός και μητέρα της Αθηνάς μπας και τα βγάλουμε πέρα.
Τα απομνημονεύματα του Ντε Γκωλ ξεκινούν με τη φράση: «Εχω μια ορισμένη ιδέα για τη Γαλλία». Μην ανησυχείτε. Δεν περιμένω τον Ελληνα Ντε Γκωλ. Δεν είμαι τόσο αφελής. Εκείνο όμως που περιμένω είναι να ακούσω κάποιον να μου πει ότι «έχει μια ορισμένη ιδέα για την Ελλάδα». Και όχι για την Ελλάδα που την ζήσαμε όλοι και την ξέρουμε. Για την Ελλάδα που περιμένουμε να ζήσουμε εμείς, όσο ζήσουμε, και τα παιδιά μας ή τα εγγόνια μας. Κι ας είναι απρόβλεπτος ο κόσμος μας.