του Γιώργου Ρακκά
Ένα από τα ερωτήματα στα οποία δεν έχουν καταφέρει να απαντήσουν, ούτε ο πρωθυπουργός ούτε οι υπόλοιποι εκπρόσωποι της κυβέρνησης που έχουν επιφορτιστεί με την υποστήριξη της νομοθετικής της πρωτοβουλίας για τα ομόφυλα ζευγάρια, είναι το γιατί το αίτημα για ορατότητα της ταυτότητάς τους και αναγνώρισή τους από την πλευρά της πολιτείας θα πρέπει να συνεπάγεται υποχρεωτικά μια ριζική ανατροπή στα καθιερωμένα πρότυπα του γάμου και της οικογένειας. Και μάλιστα, δια νόμου.
Τα νομικής φύσεως επιχειρήματα που έχουν κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση δεν απαντούν στο ερώτημα αυτό επί της ουσίας: η συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών έχει θεσπιστεί ήδη από το 2015· το δε ζήτημα της κοινής κηδεμονίας και της αναδοχής που προκύπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες παρουσιάστηκαν σαν επιχειρήματα για να πείσουν πως η θέσπιση γάμου των ομόφυλων ζευγαριών είναι αναγκαία, μπορεί να επιλυθεί με ειδικές ρυθμίσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στην ελληνική δικαιοσύνη να αποφανθεί υπέρ της κατ’ οικονομίαν[1].
Γιατί όμως κρίνεται πως τα παραπάνω δεν επαρκούν, και απαιτείται η επί πλέον νομοθετική παρέμβαση; Διότι αυτή έχει αποφασιστεί κατόπιν πίεσης από ένα ρεύμα το οποίο προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις ιθύνουσες τάξεις, πρεσβεύει την κοινωνική κατασκευή των φύλων, και εκείνο που επιδιώκει δεν είναι η αναγνώριση από την κοινωνία των εναλλακτικών μορφών σεξουαλικότητας, συντροφικότητας και συμβίωσης, ούτε η συνύπαρξή τους με τα παιδιά. Εκείνο που προσπαθεί να πετύχει είναι το δικαίωμα στην αναδιαμόρφωση των προτύπων, δηλαδή τον επαναπροσδιορισμό της αντίληψής μας για τον γάμο και την οικογένεια, ώστε να ενσωματώσουν την αντίληψή τους για τη ρευστότητα των φύλων. Κάτι που ισοδυναμεί με ανατροπή μιας ανθρωπολογικής σταθεράς, που συνόδευε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, όριζε την έμφυλη δυαδικότητα της οικογένειας και την συναρτούσε από την ύπαρξη του εκάστοτε πατρικού και μητρικού προτύπου που συνεισφέρει στην ανατροφή των παιδιών[2].
Η ανατροπή δεν αφορά κατ’ ανάγκην ή αποκλειστικά την «παραδοσιακή ελληνική οικογένεια». Αυτή η άποψη είναι κομμάτι του ιδεολογικού και πολιτισμικού πολέμου που έχει ξεσπάσει (ή μάλλον, αναζωπυρωθεί;), και αποσκοπεί να επιβάλει στη δημόσια συζήτηση το δόγμα ότι κάθε αντίρρηση στον γάμο και την οικογένεια των ομοφύλων ζευγαριών συνιστά υπερσυντηρητισμό, εξωραϊσμό της πατριαρχίας, και εν τέλει στήριξη και προώθηση της ακροδεξιάς ατζέντας.
Όμως, το να ταυτίζεται με την ακροδεξιά η άποψη πως η οικογένεια συνεπάγεται έναν πατέρα, μια μητέρα και ορισμένα παιδιά, είναι πολλαπλώς καταστροφική. Αποδίδει κατ’ αρχάς στην ακροδεξιά το 75%-80% της ελληνικής αλλά και κάθε κοινωνίας. Διαπράττει μια λαθροχειρία, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η διαφωνία με αυτό που επιζητείται διαπερνά οριζοντίως το πολιτικό σύστημα. Διαφαίνεται, εξ άλλου αυτό στην αμηχανία των υπολοίπων κομμάτων, ακόμα και του λεγόμενου προοδευτικού τόξου, από τις αντιδράσεις στην απόπειρα Κασσελάκη να θέσει ζήτημα κοινοβουλευτικής πειθαρχίας για την ψήφιση του νομοσχεδίου, ή τις παλινωδίες του Νίκου Ανδρουλάκη από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ.
Κυρίως όμως, η άποψη αυτή είναι ιστορικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά εσφαλμένη. Διότι η θεμελίωση της οικογένειας στη δυαδικότητα του φύλου, και η κεντρικότητα του πατρικού και του μητρικού προτύπου εντός της, αφορά εν τέλει κάθε δυνατή ιστορική παραλλαγή της οικογένειας: πατριαρχική, μητριαρχική ή ομότιμη, πυρηνική ή διευρυμένη, κυριαρχούμενη από σχέσεις που έρρεπαν προς τον καταναγκασμό ή ολοένα και περισσότερο στην πειθώ και τη συναίνεση, όπως συνέβη μετά την αντιαυταρχική επανάσταση του 1960, η οικογένεια πάντα προϋπέθετε τα δύο φύλα.
Ακόμα και «δίχως οικογένεια»… Στις οριακές περιπτώσεις όπου αυτή διαχέονταν στην κοινότητα, όπως συνέβαινε με ορισμένες ιθαγενικές φυλές (οι οποίες μάλιστα αποθεώθηκαν από τις ελευθεριακές ιδεολογίες του 20ού αιώνα για την ενσάρκωση ενός ριζικού, πρωτόγονου κοινοβιασμού), τα έμφυλα πρότυπα, η μητρότητα και η πατρότητα δεν έπαψαν να βρίσκονται στο επίκεντρό τους. Αφορούσαν εκεί την αυξημένη σημασία της συλλογικής αυθεντίας των γηραιότερων, και τη λατρεία της μητέρας-Φύσης.
Υπάρχει λοιπόν μια «ανθρωπολογική σταθερά». Και σήμερα δοκιμάζεται η ανατροπή της. Όχι απλώς η αποκατάσταση μιας αδικίας, με την απόφαση της κυβέρνησης να προκρίνει μια λελογισμένη, και ήπια, μεταρρύθμιση που δια της περίφημης «τριγωνοποίησης» θα αποπειράται τον συγκερασμό ανάμεσα στις αξίες και το ηθικό σύστημα της πλειοψηφίας και το αίτημα μιας μειοψηφίας να προτυποποιηθεί ο εναλλακτικός τρόπος ζωής της.
Η αλήθεια είναι πως το εγχείρημα αυτό συντελείται με τρόπο ριζικότερο στη Δυτική Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Όπως επίσης ότι ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας της Νέας Δημοκρατίας, που την θέλει να αγγίζει ταυτόχρονα ακροατήρια συντηρητικότερα και τις ελίτ του υπερφιλελεύθερου δικαιωματισμού, την αναγκάζει να προχωράει «λελογισμένα» στην υλοποίησή του.
Τι σημαίνει όμως “λελογισμένη υλοποίηση” όταν μιλάμε για μια ανθρωπολογική ανατροπή; Γι’ αυτό ακριβώς και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που πιέζει για την κατάθεση του νομοσχεδίου και περιβάλλει την πρωτοβουλία αυτήν δεν γνωρίζει ήπιους τόνους. Κάθε μέρα, στην τηλεόραση και τις εφημερίδες, διεξάγεται ένα υστερικό κυνήγι μαγισσών, που θέλει να αποδώσει στην ακροδεξιά κάθε διαφωνία ή αντίρρηση με τον γάμο των ομοφύλων . Δεν λείπει ακόμα και η εργαλειοποίηση των τραγικών συμβάντων της επικαιρότητας: μέχρι και η στυγερή γυναικοκτονία που διέπραξε ο 39χρονος στην Θεσσαλονίκη, εναντίον της εγκύου συντρόφου του επιστρατεύτηκε για πειστούμε ότι εκεί οδηγούνται αναγκαστικά(!;) οι “κανονικές” οικογένειες και τα ετεροφυλοφιλικά ζευγάρια.
Δεν πρόκειται για μη αναμενόμενη εξέλιξη. Κάτι που ο πρωθυπουργός απέφυγε να θίξει κατά την συνέντευξή του στον Γιώργο Κουβαρά της ΕΡΤ, όταν αναφέρθηκε στη νομοθετική του πρωτοβουλία, σαν να είναι ένα απλό ζήτημα ευθυγράμμισης με τα όσα συμβαίνουν στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, είναι πως εκεί η ίδια ανθρωπολογική ανατροπή έχει προκαλέσει μια σφοδρή κοινωνική, πολιτισμική και ανθρωπολογική κρίση. Ο πολιτιστικός πόλεμος του woke, διότι περί αυτού πρόκειται, προκαλεί σημαντικό έλλειμμα συνοχής αξιών στην κοινωνία της Δύσης, και εν τέλει την ενδόρρηξή της.
Επιπλέον, παροξύνει και απολυτοποιεί την πόλωση. Όπως πολύ σωστά τονίζει ο Κώστας Στούπας σε άρθρο του στο capital.gr[3], η επίθεση στα θεμελιώδη δημιουργεί και τις αντίρροπες δυναμικές: όπως η υπερβολή στις ελευθεριότητες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, κατά τη δεκαετία του 1920, θα δώσει τη θέση στον Χίτλερ και τους ναζί της δεκαετίας του 1930, έτσι και τώρα η πρώτη επικράτηση του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, το 2016, και η πιθανή επαναφορά του το 2024, θα ήταν αδιανόητη αν το woke και η πολιτική ορθότητα δεν είχαν φτάσει σε τέτοια επίπεδα υστερίας στις ΗΠΑ.
Άρα προκύπτει αβίαστα το ερώτημα; Με τι ακριβώς θα ευθυγραμμιστούμε; Με τη θεμελιακή κρίση της συμφωνίας γύρω από ένα κοινό σύνολο αξιών, και εν τέλει την κατάρρευση της κοινωνικής ενότητας εν μέσω εμφύλιου πολιτισμικού πολέμου;
Γιατί τώρα;
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, πλειοψηφικές ανάγκες και αιτήματα επέβαλαν την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών που αυτός ο “πολιτισμικός πόλεμος” επιβάλλει σε όλη τη Δύση. Δεν είναι μόνον οι γεωπολιτικές εξελίξεις, ο επεκτατισμός και οι απειλές της Τουρκίας, και ευρύτερα, η άνοδος του ολοκληρωτικού ισλάμ ή η σύγκλιση του ευρασιατικού τόξου, που ανακάτεψαν τα στρατόπεδα. Είναι και το αίτημα για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την παιδεία, την υγεία, το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας, που δημιούργησαν προϋποθέσεις μιας κάποιας σύγκλισης προοδευτικότερων και συντηρητικότερων μερίδων της ελληνικής κοινωνίας, φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, αριστερών και δεξιών, προς το Κέντρο.
Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν τη δυσφορία στις πτέρυγες εκείνες των ελίτ που ομνύουν στον υπερφιλελεύθερο δικαιωματισμό, γιατί τον εξανάγκασαν σε ιδεολογική υποχώρηση. Όντως, μια Ελλάδα που, μέσα στις πολλαπλές κρίσεις και τον πόλεμο των κόσμων του 21ου αιώνα που βιώνει, εκσυγχρονίζεται, βελτιώνει την κοινωνική συνοχή, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και το πολίτευμα, καθώς και την οικονομική της αυτοδυναμία, προκειμένου να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της, προϋποθέτει πλειοψηφική κινητοποίηση, συστρατεύσεις και μέτωπα. Το περιβάλλον αυτό είναι εχθρικό σε μια αποσχιστική ατζέντα που θρέφεται από την εσωτερική πολιτισμική αντιπαράθεση, και κηρύττει τον πόλεμο στην υπόλοιπη κοινωνία.
Η πίεση, επομένως, προς την κυβέρνηση για την προώθηση της μεταρρύθμισης εντείνεται και γι’ αυτόν τον λόγο. Αρκετά με το ‘crisis management’, και την ενότητα που σφυρηλατεί η κοινωνική και η πατριωτική ευθύνη· τα στρατόπεδα θα πρέπει να χαραχθούν εκ νέου, και να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι.
Ομολογουμένως, δεν ήθελε και πολύ η κυβέρνηση για να πέσει στην παγίδα. Η επικράτησή της στις διπλές εκλογές της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2023, παρά την καθίζησή της στους τελευταίους μήνες της πρώτης θητείας της, και, παρ’ όλα αυτά, η έναρξη της δεύτερης δίχως ουσιαστική αντιπολίτευση, φούσκωσε τα πανιά της αλαζονείας της. Θεώρησε εαυτήν παντοδύναμη και ικανή για οποιαδήποτε ‘τριγωνοποίηση’ μεταξύ των ετερόκλητων κατηγοριών του κοινού της. Όπως θεωρεί ο πρωθυπουργός τον εαυτό του ικανό να πετύχει την κάμψη του τουρκικού επεκτατισμού, δηλαδή, να λύσει ένα ζήτημα που κοντεύει να κλείσει… 10 αιώνες (από τη μάχη του Ματζικέρτ), και προφανώς; παραμένει άλυτο. Ή όπως πιστεύει ότι η αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας αρκεί για να απαγκιστρωθεί η οικονομία της από τον παρασιτισμό, ή ότι η ίδρυση παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων από ιδρύματα του εξωτερικού θα λύσει το πρόβλημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Πέραν της αλαζονείας, ωστόσο, υπάρχει και ιδεολογικό πρόβλημα. Διαφάνηκε στην ίδια τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στην ΕΡΤ, όταν αποπειράθηκε να υποβιβάσει ένα ζήτημα πολιτισμικό, ανθρωπολογικό, με σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή της κοινωνίας, σε ένα ζήτημα σύζευξης των αιτημάτων μιας μειοψηφίας με τις θέσεις της πλειοψηφίας, ή ευθυγράμμισης του εγχώριου καθεστώτος με το ευρωπαϊκό. Το ότι η Πολιτεία είναι και φορέας ηθικής, και ότι, κατά συνέπεια, η μεταρρύθμιση δημιουργεί ένα πλαίσιο παρότρυνσης για την περαιτέρω απορρύθμιση των φύλων, του γάμου και της οικογένειας, σε μια κοινωνία που πάσχει από ακραία δημογραφική κρίση και γήρανση, ούτε που του πέρασε από το μυαλό. Όπως επίσης του διέφυγε ότι, το να ανοίγει η συζήτηση σε μια συγκυρία όπου ο πλανήτης χωρίζεται σε στρατόπεδα, όπου οι ολοκληρωτισμοί επελαύνουν, και ενώ η πολυδιάστατη κρίση έχει καταστεί ήδη κανονικότητα, είναι, με επικίνδυνο τρόπο μάλιστα, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.
Το να βαφτίζουμε φιλελευθερισμό αυτήν την απρονοησία, και μια άποψη που βασανιστικά μένει στη ρηχότητα των πραγμάτων, προσπερνώντας το φιλοσοφικό και το ανθρωπολογικό βάθος που αγγίζει, συνιστά μάλλον υποβάθμιση της συγκεκριμένης ιδεολογίας. Πουθενά, εξ άλλου, ο φιλελευθερισμός δεν υποστηρίζει ότι, εξαιτίας του «δικαιώματος στην επιθυμία», κάθε επιθυμία συνιστά και δικαίωμα. Και δεν ευθυγραμμίζονται κατ’ ανάγκην όλα τα ομόφυλα ζευγάρια στη ‘σούμα’ που προσπαθούν να κάνουν όσοι επιδιώκουν την εκπροσώπησή τους γύρω από τις ιδέες της ρευστότητας του φύλου, ή της αποδόμησης των έμφυλων χαρακτηριστικών της οικογένειας.
Φυσικά, η συζήτηση δεν ξεκίνησε πρόσφατα. Το woke είναι εδώ, και προκαλεί ούτως ή άλλως την αντιπαράθεση αυτή. Το ζήτημα είναι πως η κυβέρνηση, με το περιεχόμενο της πρωτοβουλίας της, την φέρνει στο επίκεντρο, σε μια χρονιά μάλιστα που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι κρισιμότατη για τη χώρα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, οι συγκεκριμένοι πειραματισμοί θα πληρωθούν ακριβά. Και δυστυχώς όχι μόνον από την κυβέρνηση, αλλά από ολόκληρη τη χώρα και την κοινωνία.
[1] Βλ. Γεώργιος Ι. Μάτσος, “Γάμος και τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών: είναι δικαίωμα;”, capital.gr, 11 Ιανουαρίου 2024.
[2] Διεξοδικά επιχειρηματολόγησε επί αυτού ο Στέλιος Ράμφος Βλ. “Παρέμβαση Στ. Ράμφου για γάμο ομοφύλων: “Βάση της κοινωνίας η οικογένεια με πατέρα και μητέρα”, capital.gr, 13 Ιανουαρίου 2024. Για μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση βλέπε Κρίστοφερ Λας, Λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμο. Η οικογένεια υπό πολιορκίαν, Εκδόσεις Νησίδες, Αθήνα 2007 και Ποιο είναι το σφάλμα της δεξιάς, γιατί η αριστερά δεν έχει μέλλον, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2019.
[3] Κώστας Στούπας, “Περί τεκνοθεσίας, ηδονοθηρίας και ροζ άστρων”, capital.gr, 11 Ιανουαρίου 2024.
3 ΣΧΟΛΙΑ
[…] Τα νομικής φύσεως επιχειρήματα που έχουν κατατεθεί στην δημόσια συζήτηση δεν απαντούν στο ερώτημα αυτό επί της ουσίας: η συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών έχει θεσπιστεί ήδη από το 2015· το δε ζήτημα της κοινής κηδεμονίας και της αναδοχής που προκύπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις οι οποίες παρουσιάστηκαν σαν επιχειρήματα για να πείσουν πως η θέσπιση γάμου των ομόφυλων ζευγαριών είναι αναγκαία, μπορεί να επιλυθεί με ειδικές ρυθμίσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στην ελληνική δικαιοσύνη να αποφανθεί υπέρ της κατ’ οικονομίαν[1]. […]
[…] Τα νομικής φύσεως επιχειρήματα που έχουν κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση δεν απαντούν στο ερώτημα αυτό επί της ουσίας: η συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών έχει θεσπιστεί ήδη από το 2015· το δε ζήτημα της κοινής κηδεμονίας και της αναδοχής που προκύπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες παρουσιάστηκαν σαν επιχειρήματα για να πείσουν πως η θέσπιση γάμου των ομόφυλων ζευγαριών είναι αναγκαία, μπορεί να επιλυθεί με ειδικές ρυθμίσεις οι οποίες θα επέτρεπαν στην ελληνική δικαιοσύνη να αποφανθεί υπέρ της κατ’ οικονομίαν[1]. […]
[…] 2) Γιώργος Ρακκάς, “Γιατί γάμος; Γιατί τώρα;” […]