Αρχική » Λόγιοι τῆς Τουρκοκρατίας καί διακήρυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνέχειας

Λόγιοι τῆς Τουρκοκρατίας καί διακήρυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνέχειας

από Γιάννης Ταχόπουλος

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος & Γεώργιος Σφραντζής

Απόσπασμα (σσ. 84-89) από το βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου, Όψεις εθνοαποδόμησης στην Ελλάδα (Εναλλακτικές Εκδόσεις)


Ἐδῶ πρέπει νά γίνει λόγος γιά τούς διανοούμενους τῆς Τουρκοκρατίας, πρίν ἀπό τό 1821, καί ἀπό τόν Ζαμπέλιο καί τόν Παπαρρηγόπουλο, ὥστε νά δειχτεῖ ὅτι ἡ ἀντίληψη τῆς ἐθνικῆς (τρισχιλιετοῦς) συνέχειας δέν ἐφευρέθηκε ἀπό κάποιους κρατικοδίαιτους διανοούμενους γιά χάρη ἐθνοκρατικῶν σκοπιμοτήτων ἀλλά ὑπῆρχε καί πρίν τό νεοελληνικό ἐθνοκράτος καί τίς ἐπεκτατικές βλέψεις του: Τόν 16ο αἰ. ὁ Ἱέραξ παρομοιάζει τούς ὑπερασπιστές τῆς Κωνσταντινούπολης κατά τήν Ἅλωση μέ τόν Λεωνίδα καί τούς 300: «ὡς πρίν οἱ τριακόσιοι οἱ μετά Λεωνίδου θανόντες ἐν τῷ Περσικῷ πολέμῳ καί τῇ μάχῃ / ἦσαν δ’ ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν ἀνδραγαθοῦντες πλεῖστοι· / ἀλλ’ οὖν τό σμῆνος τῶν ἐχθρῶν ἴσχυεν, ὑπερεῖχε» (Χρονικόν περί τῆς τῶν Τούρκων βασιλείας/ Διά τήν τῶν Τούρκων βασιλείαν, στ. 681). Ἀναφορικά μέ τήν Ἑλληνική Βιβλιοθήκη τοῦ Ἄνθιμου Γαζῆ (Βενετία 1807): «Στό σχῆμα τοῦ Γαζῆ, τίς βιογραφίες τῶν κλασικῶν συγγραφέων ἀκολουθοῦσαν βιογραφίες ἑλλήνων συγγραφέων τῆς ἑλληνιστικῆς καί τῆς ρωμαϊκῆς περιόδου μέχρι τή βυζαντινή ἐποχή καί τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. […] Οἱ Νεοέλληνες λόγιοι, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν μεγάλων σύγχρονων ἐκφραστῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, μνημονεύονταν ἀπό τόν Γαζῆ ὡς συνεχιστές καί κληρονόμοι τῆς βυζαντινῆς γραμματείας». Ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς γράφει στήν προκήρυξή του στίς 7 Μαΐου 1821, γιά τήν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης στό Πήλιο: «Ἡ Κωνσταντινούπολις δέν εἶναι μακράν ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποίαν θά γίνη ἑλληνική καί εἰς τήν Ἁγίαν Σοφίαν θά στηθῆ πάλιν ὁ Σταυρός». Σέ ἕνα σύγγραμμα, τήν Ἀπολογία ἱστορικοκριτική (Τεργέστη 1814): «Τά ὀνόματα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων καί τῶν βυζαντινῶν λογίων μνημονεύονταν πλάι στά ὀνόματα τῶν φωτισμένων Ἑλλήνων πού ἄκμασαν κατά τή διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς ὑποτέλειας». Στή βιβλιοθήκη τῶν Μαυροκορδάτων, ἡγεμόνων στή Μολδοβλαχία, ὑπῆρχαν ἡ Μυριόβιβλος τοῦ Φωτίου, ἡ Ἀλεξιάδα, ἔργα τῶν Μ. Ψελλοῦ, Ν. Βλεμμύδη, Γ. Παχυμέρη, οἱ παραινέσεις τῶν Βασιλείου Β’ καί Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ἔργα τῶν Πατέρων καί τοῦ Γεώργιου Γεμιστοῦ-Πλήθωνα. Κατά τόν Δήμ. Καταρτζῆ (1730-1807), οἱ Ρωμηοί τῆς ἐποχῆς του ἀνῆκαν στό ἴδιο ἔθνος –καί τό συνέχιζαν– μέ τούς Περικλῆ, Θεμιστοκλῆ, Θεοδόσιο, Βελισσάριο, Ναρσῆ, Βασίλειο Β’, Ἰωάννη Τσιμισκή. Κατά τόν Π. Κοδρικᾶ (Μελέτη τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου, Παρίσι 1818), «ἡ περίοδος τῆς “Ρωμαϊκῆς βασιλείας” συνέβαλε νά διατηρηθεῖ ἡ πολιτική ἐλευθερία τοῦ “Ἑλληνικοῦ γένους” καί ἔσμιξε μέ ἐπιτυχία τό προϋπάρχον ἑλληνικό στοιχεῖο μέ τή χριστιανική πίστη». Ἡ «πολιτική τοῦ Γένους ἐλευθερία ἐξολοθρεύθη» στά 1453, ὁπότε καί τό «Ἑλληνικόν Γένος» ἔχασε τήν ἐθνική του ἀνεξαρτησία.

Γιάννης Ταχόπουλος, Όψεις εθνοαποδόμησης στην Ελλάδα


Οἱ ἀδελφοί Μαρκίδες Πουλίου, στόν πρόλογό τους στήν ἔκδοση τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Γ. Σφραντζῆ, «ἀπευθύνονται σέ ὅσους ἀγαποῦν τήν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου. Τά ρητορικά σχήματα τοῦ κειμένου, μέ ἀναφορές ἀπό τά Ὁμηρικά χρόνια ὥς τό Βυζάντιο, ὁδηγοῦν σέ μιά ἀντίληψη ἱστορικῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ». Στή Νεωτερική Γεωγραφία (1791) τῶν Δανιήλ Φιλιππίδη καί Γρ. Κωνσταντᾶ, «ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία ἀποκαλεῖται ἄλλοτε “Αὐτοκρατορία τῶν Ἑλλήνων” καί ἄλλοτε “Βασιλεία τῶν Ἑλλήνων”. Ἡ τέταρτη περίοδος [= ἀπό τά 323 π.Χ. (θάνατος Ἀλεξάνδρου) ὥς τά 1453 μ.Χ.] θεωρεῖται ἀπό τούς συγγραφεῖς μία ἀπό τίς περιόδους τῆς ἱστορίας τοῦ “ἔθνους τῶν Ἑλλήνων”».
Σύμφωνα μέ τούς συγγραφεῖς, οἱ Λατίνοι πού ἐγκαταστάθηκαν στή Ρωμανία «ὅλοι μέ τόν καιρό ἐξελληνίσθηκαν. […] Ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐμετοίκησαν εἰς τήν Κωνσταντινούπολι, ἄφησαν μέ τήν ὁλότη καί τή γλώσσα καί τά ἤθη τά Ρωμάνικα, καί ἐξελληνίσθηκαν»· οἱ ἴδιοι συγγραφεῖς θεωροῦν Ἕλληνες τούς Βυζαντινούς πού ἐπανέκτησαν στά 1261 τήν Πόλη (ἄρα καί –κατά τούς συγγραφεῖς– αὐτοί πού κατεῖχαν πρίν τό 1204 τήν Πόλη ἦταν Ἕλληνες): «Εἰς τά 1261 οἱ Ἕλληνες ἐκατόρθωσαν καί τούς [Λατίνους] ἐδίωξαν, καί ξαναπῆραν τήν πόλι». Γιά νά τήν «ξαναπάρουν» οἱ Ἕλληνες, Ἕλληνες τήν εἶχαν χάσει, Ἕλληνες λοιπόν θεωροῦνται οἱ Βυζαντινοί πρίν τά 1204. Οἱ Βυζαντινοί αὐτοκράτορες χαρακτηρίζονται «οἱ βασιλεῖς μας». Γιά τούς ἴδιους συγγραφεῖς, οἱ ἀνδριάντες τῶν Λατίνων οἱ ὁποῖοι μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Κωνσταντῖνο «εἰς τήν παλαιά Ρώμη ἦταν ζωντανοί, καί ἐνέσπερναν εἰς τούς Ρωμάνους μία καρδιά, […] εἰς τήν νέα [= Νέα Ρώμη = Κων/πολη] ὅμως νεκροί καί κόσμος ἄχρηστος».
Οἱ Φιλιππίδης – Κωνσταντᾶς κάνουν αὐστηρή διάκριση μεταξύ «Ρωμάνων», δηλαδή Λατίνων, πρίν τόν Κωνσταντῖνο Α’, καί «Ρωμαίων»· οἱ δύο συγγραφεῖς στό ἔργο τους ἀναφέρουν πόλεις καί περιοχές τῆς Ἑλλάδας (π.χ. Ἀθήνα, Θήβα, Λειβαδιά, Σάλωνα, Ζητούνι, Λάρισα, Ἰωάννινα, Χανιά, Κάρυστο, Εὔριπο, Ἰόνια νησιά κ.ἄ.) πού κατοικοῦνται ἀπό «Ρωμαίους». Στά 1760, στή Γραμματική γεωγραφική τοῦ Γ. Φατζέα (Βενετία), διαβάζουμε: «Ὁ Θρόνος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁποῦ μίαν φοράν εἶχε τήν Κωνσταντινούπολιν διά μητρόπολιν, καί τήν ἐτίμα ὡσάν κεφαλήν, ἐσβύσθη, φεῦ, καί ἔγινεν ἡ Ἑπτάλοφος θρόνος τῶν Τούρκων, ἀπό τοῦ 1453».
Φατζέας, στή Γραμματική Γεωγραφική (πού ἀφιερώνεται στό «εὐσεβέστατο γένος τῶν Γραικῶν πού κατοικεῖ στή Βενετία»), κάνει λόγο ἀδιαφοροποίητα γιά Ρωμαίους, Γραικούς, Ἕλληνες, ταυτίζοντάς τους: «Γένος τῶν Ρωμαίων, ὁποῦ κατοικεῖ εἰς τήν περίβλεπτον μητρόπολιν τῶν Ἑνετιῶν». «ἡ δόξα τῶν Γραικῶν». «ὁμοφύλους Ἕλληνας». «οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι». «φιλομαθεῖς παῖδας τῶν Ἑλλήνων». «λαμπρότατον Γένος τῶν Γραικῶν».
Στά 1795, ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής ἀπό τά γαλλικά τοῦ συγγράμματος τοῦ Μοντεσκιέ γιά τούς Ρωμαίους καί τούς Βυζαντινούς θεωρεῖ τή Ρωμανία «Γραικικόν βασίλειον». Στό ἔργο τοῦ Δημήτριου Ἀλεξανδρίδη Ἑλληνικός καθρέπτης (Βιέννη 1806) γίνεται ἀναφορά ἀπό τά προομηρικά χρόνια ὥς τόν 15ο αἰώνα. Ὁ ἴδιος λόγιος, μεταφράζοντας μιά «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος» ἑνός ξένου, πρόσθεσε (1807) κι ἕναν τρίτο τόμο μέ τήν ἱστορία τῆς Ρωμανίας.
Στά 1824, ἐκδίδεται στή Βενετία ἡ Κωνσταντινιάς, παλαιά τε καί νεωτέρα, ἤτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως συνταχθεῖσα «παρά ἀνδρός φιλολόγου καί φιλαρχαιολόγου». Στόν πρόλογό της ὁ συγγραφέας γράφει: «λείψανα καί ἐρείπια ταύτης τῆς θαυμασίας πόλεως, εἰς τήν ὁποίαν ἵσταντό ποτε τά σκῆπτρα τῆς Ἀνατολικῆς ἡμῶν Αὐτοκρατορίας […] αὐτά λοιπόν τά σεβαστά λείψανα, τά ὁποῖα ἡ φιλότιμος χείρ τῶν ἡμετέρων Αὐτοκρατόρων ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῶς κατά διάφορας ἐποχάς».
Ὁ Κολοκοτρώνης κατ’ οὐσίαν δηλώνει ὅτι πολεμᾶ ὡς Βυζαντινός, δίχως νά θεωρεῖ ἀσύμβατη μέ τό γεγονός αὐτό τήν ἑλληνικότητά του: «Ὁ βασιλεύς [=ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄] μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινό πόλεμο μέ τούς Τούρκους καί δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα[…] Ἡ φρουρά τοῦ βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τά φρούρια ἡ Μάνη καί τό Σούλι καί τά βουνά». Καί τά ἐπίσημα κείμενα τῆς Ἐπανάστασης δείχνουν ὅτι ἡ Ρωμανία δέν καταδικαζόταν, ἀλλά θεωρεῖτο ἑλληνικό κράτος, πράγμα πού ἀναιρεῖ τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ρωμανία στή νεώτερη Ἑλλάδα θεωρήθηκε ἑλληνική μόνο ἀπό τούς Παπαρρηγόπουλο – Ζαμπέλιο κί ἔπειτα, χάρη σέ αὐτούς.
Νομική Διάταξις τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος, ἤ Ὀργανισμός τοῦ Ἀρείου Πάγου, Γερουσίας τῆς Ἀνατ. Ἑλλάδος τῆς 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοί νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατά τό παρόν εἰς τήν Ἀνατολικήν Χέρσον Ἑλλάδαν». Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, 1/1/1822, ὅπου μεταξύ ἄλλων λέγεται: «Ἄχρι τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαί καί ἐγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν ἔχουσι τούς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἡμῶν αὐτοκρατόρων». Νόμος τῆς Ἐπιδαύρου, ἤτοι Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν ἐν Ἄστρει Β’ Ἐθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δέ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατά μέν τά Ἐγκληματικά καί Πολιτικά ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Ἄρθρ. ΙΑ’ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως, ἐν Ἄστρει, 1 Ἀπριλίου 1823: «[Διορίζεται ἐπιτροπή γιά] νά ἐκθέση τά κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπό τούς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων». Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, 1827, ὅπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες […] οἱ Βυζαντινοί Νόμοι […] καί οἱ παρά τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουσι ἰσχύν». Τήν τακτική αὐτή συνέχισαν ὄχι μόνο ὁ Καποδίστριας ἀλλά καί τό Ἑλληνικό κράτος ὥς τό 1946, θεσπίζοντας τήν Ἑξάβιβλο τοῦ βυζαντινοῦ νομικοῦ Ἀρμενόπουλου ὡς νόμο τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.
Φαίνεται ἀπό τίς ἐκφράσεις τῶν ἐπίσημων ἐπαναστατικῶν κειμένων ὅτι ἡ κοινότητα/συνέχεια («ἡμετέρων») δέν γίνεται ἀντιληπτή μόνο ὡς θρησκευτική («Χριστιανῶν») ἀλλά καί ὡς ἐθνική («τῆς Ἑλλάδος», «Βυζαντινῶν»). Εἶναι προφανές ὅτι ἡ διακήρυξη τῆς ἀδιάσπαστης ἑλληνικῆς τρισχιλιετοῦς συνέχειας δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους οὔτε ἀποτέλεσμα τῶν ἐπεκτατικῶν προθέσεών του. Εἶναι αὐθόρμητη διακήρυξη τῶν ἑλλήνων λογίων. Ὁ ἰσχυρισμός πώς ἡ ἰδεολογία τῆς συνέχειας, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνεται ἡ Ρωμανία, εἶναι μεταγενέστερο δημιούργημα τοῦ νεοελλαδικοῦ κράτους μετά τόν Ζαμπέλιο προκειμένου αὐτό νά ἐπεκταθεῖ ἐδαφικά, εἶναι ἕνας μύθος, πού σερβίρεται μέ διαφορετικές κάθε φορά κοσμοθεωρήσεις καί θρησκευτικοφιλοσοφικές προτιμήσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ