Από το Άρδην τ. 129 με αφιέρωμα το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική[1], από την υιοθέτησή της το 1962, συμβολίζει ένα ισχυρό βήμα για την ενοποίηση της Ευρώπης. Στόχοι της μεταξύ άλλων, πριν από 60 χρόνια, ήταν η αύξηση της αγροτικής παραγωγής, η εξασφάλιση ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου για τους αγρότες και η δημιουργία επάρκειας αγαθών σε λογικές τιμές. Γι’ αυτό, τις πρώτες δεκαετίες, η ΚΑΠ παρείχε εγγυημένες τιμές στους αγρότες, επέβαλλε δασμούς στα προϊόντα εκτός ΕΟΚ και, σε περιπτώσεις που οι τιμές έπεφταν στην αγορά, παρενέβαιναν ενισχύοντας τους παραγωγούς. Αυτή η πολιτική έληξε το 1992 που έπαψαν πια να ισχύουν εγγυημένες τιμές. τότε ξεκίνησαν οι ενισχύσεις (γνωστότερες στην Ελλάδα ως επιδοτήσεις). Ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ αρχικά απορροφούσε σχεδόν το σύνολο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, 90% το 1970, μειώθηκε στο 75% στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στο τρέχον πλάνο (2021-2027) απορροφά πια το 1/3 των πόρων της ΕΕ. Επίσης, σταδιακά, το κέντρο βάρους της ΚΑΠ μετατοπίζεται από την επάρκεια προϊόντων και το εισόδημα των παραγωγών στην προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να βρίσκεται η χρυσή τομή.
Η νέα ΚΑΠ, που τέθηκε σε ισχύ το 2023, φέρνει μεγάλες αλλαγές, εναρμονισμένη με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, που έχει ως στόχο, μέχρι το 2050, η ΕΕ να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα. Οι στόχοι της νέας ΚΑΠ χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα φιλόδοξοι ως προς την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι το 2030. Συγκεκριμένα επιδιώκει:
– Μείωση της συνολικής χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων κατά 50%.
– Μείωση των συνολικών πωλήσεων αντιμικροβιακών φαρμάκων στην ΕΕ για τα εκτρεφόμενα ζώα και τις υδατοκαλλιέργειες κατά 50%.
– Η βιολογική καλλιέργεια να καλύψει το 25% της γεωργικής γης και,
– Το 10% τουλάχιστον της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης να επανέλθει σε τοπίο με υψηλή ποικιλομορφία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του πρώην εκτελεστικού αντιπροέδρου της, αρμόδιου για την προώθηση της Πράσινης Συμφωνίας, του Φρανς Τίμμερμανς, δεν εκτίμησε μια σειρά από λόγους, όπως τις παρενέργειες της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τις συνέπειες που προκαλούν αυτές στη διατροφική αυτάρκεια της Ευρώπης και πόσο συμπιέζουν το αγροτικό εισόδημα. Ο Τίμμερμανς (που το περασμένο καλοκαίρι παραιτήθηκε από τη θέση του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να ηγηθεί στις ολλανδικές εκλογές της συμμαχίας σοσιαλιστών-οικολόγων) επεδίωξε να διαμορφώσει μια ΚΑΠ που θα ικανοποιεί τις βάσιμες οικολογικές ανησυχίες, χωρίς όμως αυτή να είναι λειτουργική για τους αγρότες και με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα στην προστασία του περιβάλλοντος. Οι ανεξάρτητες μελέτες που έγιναν εκτιμούν ότι το αποτέλεσμα θα είναι αμφιλεγόμενο. Η COPA-COGECA, δηλαδή ή Ένωση των Γεωργικών Οργανώσεων και της Συνομοσπονδίας Συνεταιρισμών, προειδοποιούν ότι «η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ θα παρουσιάσει απότομη πτώση, οι τιμές και τα εισοδήματα των αγροτών θα μειωθούν και θα επηρεαστούν σημαντικά, ενώ τα περιβαλλοντικά οφέλη θα είναι πολύ περιορισμένα […] λόγω του ότι θα μετακυλιστούν σε τρίτες χώρες».
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φον Ντερ Λάιεν, βλέποντας από το φθινόπωρο την καταιγίδα που ερχόταν, προσπάθησε να ρίξει τους τόνους λέγοντας στο ευρωκοινοβούλιο ότι χρειάζεται περισσότερος διάλογος γύρω από την κατεύθυνση της ΚΑΠ. Μετά τις πανευρωπαϊκές διαμαρτυρίες των αγροτών και τις σκληρές συγκρούσεις τους στις Βρυξέλλες τον περασμένο Φεβρουάριο, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω, έβαλε νερό στο κρασί της όσον αφορά τις αυστηρές δεσμεύσεις της ΚΑΠ και υποσχέθηκε ότι θα μειώσει τον γραφειοκρατικό φόρτο που φέρνει το νέο πλάνο. Ουσιαστικά, η ΚΑΠ, λόγω των αγροτικών κινητοποιήσεων, πάγωσε, αφού οι βασικές της θέσεις για ραγδαία μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και χερσώματος του 10% της γης τέθηκαν σε νέα διαβούλευση. Μένει να δούμε αν θα γίνει διάλογος ουσίας ή είναι μια ντρίμπλα της ΕΕ για να περάσει τον κάβο των ευρωεκλογών.
Καταληκτικά, η ΕΕ δεν φαίνεται να έμαθε από το πάθημα της πανδημίας, όταν η βιομηχανική της παραγωγή φαρμακευτικών ειδών (από μάσκες και γάντια έως πιο εξειδικευμένα προϊόντα) είχε περιοριστεί σημαντικά, με αποτέλεσμα, τους πρώτους μήνες, να εξαρτηθεί απολύτως από τα ασιατικά εργοστάσια. Σε καιρούς γενικευμένης γεωπολιτικής αστάθειας, είναι αυτοκτονικό, στο δίπολο προστασία περιβάλλοντος-αγροτική παραγωγή να θυσιάζεις τον δεύτερο πόλο. Γιατί η διατροφική ανεπάρκεια που θα προκληθεί, αναγκαστικά θα καλυφθεί με διατροφικά προϊόντα από την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, που σίγουρα ακολουθούν πολύ λιγότερο αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα. Έτσι και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα δεν μειώνεται και η υγεία των Ευρωπαίων καταναλωτών θα επιβαρυνθεί.
[1] Τα στοιχεία για την ΚΑΠ έχουν αντληθεί από την ανάλυση της Έλλης Τσιφόρου, «Ευθύνεται η Κοινή Αγροτική Πολιτική για τις κινητοποιήσεις των αγροτών σε ΕΕ και Ελλάδα;»