Το πρώτο -αθησαύριστο- κείμενο του Περικλή Γιαννόπουλου
Το παρόν κείμενο του Περικλή Γιαννόπουλου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ἀκρόπολις», στις 21 Μαρτίου 1899. Παρέμεινε μέχρι σήμερα αθησαύριστο, αν και αποτελεί το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενό του, το οποίο υπογράφει με το ψευδώνυμο «Νεοέλλην», ένα από τα πολλά που χρησιμοποίησε στα πρώτα του συγγραφικά βήματα. Στο πρώιμο αυτό κείμενο, που πραγματεύεται την αρχιτεκτονική της συγχρόνου του Αθήνας, διαγράφεται καθαρά η σκέψη του Γιαννόπουλου, όπως τη γνωρίζουμε από τα μεταγενέστερά του κείμενα.
Αντιθέτως με τα «βλακώδη και τερατώδη μαρμάρινα μέγαρα», όπως το Ζάππειο, ο Γιαννόπουλος εντοπίζει την ελληνική αρμονία στις λαϊκές συνοικίες, τα απλά μικρά σπίτια, ακόμη και της «ρυπαροτάτης» Πλάκας, όπως επίσης και στις εκκλησίες. Ζητά την από κοινού μελέτη της αρχαίας και της βυζαντινής παράδοσης, ως προϋπόθεση για τη δημιουργία νεοελληνικού αρχιτεκτονικού ρυθμού, ενώ διαφαίνεται ήδη η επιμονή του στην απλή, καθαρή «ελληνική γραμμή» και η ελπίδα του να απαλλαγεί η Ελλάδα από τη μίμηση των ευρωπαϊκών προτύπων.
Ο Γιαννόπουλος είναι σήμερα αγνοημένος. Και όταν αναφέρεται, είναι για να παρουσιαστεί όχι η ουσία της σκέψης του τόσο, όσο το ύφος και οι λεκτικές ακρότητες των μεταγενέστερων κειμένων του, στις οποίες επανέρχονται διαρκώς, τόσο οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, όσο και οι όψιμοι «οπαδοί» του. Το προδρομικό αυτό κείμενο, λοιπόν, γραμμένο πριν το γύρισμα του 20ού αιώνα, αποτελεί την καλύτερη «εισαγωγή» στη σκέψη του παρεξηγημένου αυτού διανοητή.
Άρδην
Εἶνε βέβαιον ὅτι ἡ ἐντύπωσις ἐκ τοῦ συνόλου τῶν οἰκοδομημάτων τῶν Ἀθηνῶν εἶνε καλλίστη. Χάρις εἰς τὴν λευκότητα, ἁπλότητα, οὐχὶ δὲ σπανίως καὶ σεμνότητα τῶν οἰκιῶν, κυρίως δὲ χάρις εἰς τὴν τάσιν πρὸς διατήρησιν ἐξωτερικῶς τοῦ ἀρχαίου ρυθμοῦ, δι’ ἀναλόγου πρὸς τὰς σημερινὰς ἀνάγκας μεταβολῆς, παράγεται μία ἐντύπωσις ἰσχυρά, τέχνης σχεδόν ἰδιορρύθμου, ἥτις λέγει ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ θέλει νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ψυχήν της καὶ εἰς τὴν ἐκδήλωσιν αὐτὴν δὲν ὁμοιάζει πρὸς οὐδεμίαν ἄλλην. Καὶ ἡ τάσις αὕτη εἶναι μία τῶν πειστικωτέρων ἀποδείξεων, ὅτι παρὰ τὰ φαινόμενα καὶ διαπραττόμενα, ἡ Ἑλληνικὴ ψυχὴ τῆς ὁποίας τὸν χαρακτῆρα διέπλασαν αἰῶνες πάμπολλοι, τείνει πάντοτε νὰ διατηρήσῃ τὴν μορφὴν ἰδίου πολιτισμοῦ ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς ἐποχὰς τῆς οἰκτροτέρας καταπτώσεως οἵα ἡ σημερινή. Διότι τὸ διαπλαστικὸν ἔργον τῶν αἰώνων ἐπὶ τοῦ χαρακτῆρος μιᾶς φυλῆς ἀδυνατεῖ νὰ μεταβάλῃ ἔστω καὶ σειρὰ μακρὰ γενεῶν οἰκτροτάτων.
*
Καὶ πράγματι χαίρει τις περιεργαζόμενος τὰς ποικιλωτάτας οἰκοδομὰς τῶν Ἀθηνῶν καὶ συγχωρεῖ σχεδὸν τὰς τόσας ἐλλείψεις γούστου, τὰ τόσα βλακώδη καὶ τερατώδη μαρμάρινα μέγαρα, συγχωρεῖ τὰ παραδοξότατα μίγματα τῶν ρυθμῶν καὶ αὐτὸ τὸ οἰκτρότατον Ζάππειον –τοῦ ὁποίου ἐφάμιλλον μόνον τὸ πλησίον πανόραμα ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ– καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν λουλουδάκειον φωλεάν, ἐκεῖ ὅπου πᾶς τις θὰ ἐπροτίμα νὰ ἔβλεπε ἐστεμμένην τὴν κορυφὴν τοῦ Λυκαβηττοῦ μὲ περίκομψον Βυζαντινὸν ναΐσκον, καταρρέοντα πανταχόθεν διὰ μαρμαρίνων κλιμάκων, ὑψούμενον πολύχρωμον καὶ χρυσόθολον, ὑψοῦντα τὸν Σταυρὸν ὑπεράνω τῆς πόλεως καὶ ἀπέναντι τῆς Ἀκροπόλεως συμβολίζοντα οὕτω μετ’ αὐτῆς τὰ δύο μεγαλεῖα τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος.
Διότι ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν κατ’ ἀρχὴν ἀναμνήσεων τῶν γενικῶν κακίστων εἰς τὰς λεπτομερείας, ἡ γενικὴ ἐντύπωσις σώζεται χάρις εἰς τὰ διὰ δωρεῶν ἀνεγερθέντα οἰκοδομήματα, ἔνθα τηρεῖται ἀκριβεστέρα ἡ ἀρχαία ὄψις, χάρις εἰς τὴν συγκινητικὴν ἀντίθεσιν τῶν ναῶν, οἵτινες ὀφείλονται εἰς τὴν ἀκαταδάμαστον καὶ μεγαλοφυᾶ ἐπιμονὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντιπροσωπεύουν μόνοι τὴν λαμπροτέραν ἴσως ἐποχὴν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, συνδέοντες τὰς δύο κυριώτατας μεταπλάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος, φωτίζοντες εἰς μάτην τὴν ὁδὸν τῶν ἐκτυφλωθέντων συγχρόνων.
*
Περιέλθετε τὰς ὁδοὺς ἔνθα ἐγείρονται αἱ πλουσιώτεραι οἰκοδομαί· θὰ εὕρετε πλῆθος οἰκιῶν ἀληθῶς ὡραίων μὲ ζηλευτὴν σεμνότητα καὶ καλλίστην ἁρμονίαν γραμμῶν, μὲ ἔκφρασιν συνόλου ἁπλουστάτην. Περιέλθετε κυρίως τὰς ἀπομεμακρυσμένας συνοικίας ἐκεῖθεν καὶ ἄνωθεν τοῦ Πολυτεχνείου, τὰ ἀνώτερα μέρη τῆς Νεαπόλεως, εἰσέλθετε εἰς τὴν ρυπαροτάτην Πλάκαν, εἰς ὅλους τέλος τοὺς μακρὰν τῶν κέντρων συνοικισμούς, θὰ ἀνεύρετε ἀπειρίαν μικρῶν οἰκίσκων ἁπλουστάτων καὶ καλλιτεχνικωτάτων, ἀληθῶν κομψοτεχνημάτων ἐκ τῶν ὁποίων καταφαίνεται ἄριστα ποία εἴνε ἡ τάσις καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ αἰσθητικὴ τοῦ λαοῦ.
*
Καὶ ὅμως παρ’ ὅλα τὰ φαινόμενα καὶ ἀπορρέοντα ἐκ τῆς ἐντυπώσεως τοῦ συνόλου τῶν οἰκοδομημάτων τῶν Ἀθηνῶν, νεοελληνικὸς ρυθμὸς πραγματικὸς δὲν ὑπάρχει καὶ ἐργασία σοβαρὰ πρὸς δημιουργίαν αὐτοῦ δὲν γίνεται οὐδεμία παρ’ οὐδενός. Πᾶσα ἡ μέχρι τοῦδε συντελεσθεῖσα ἐργασία ὑπὸ τῶν ἀλλοδαπῶν καὶ ἡμεδαπῶν ἀρχιτεκτόνων μόνον ἴσως ὡς προπαρασκευαστικὴ ἐργασία δύναται νὰ θεωρηθῇ, διότι περιέχει πολλὰ στοιχεῖα κάλλιστα, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ δημιουργήσῃ ἴδιον ρυθμὸν καθαρῶς νεοελληνικόν. Καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ κατορθώσῃ. Διότι οἱ μὲν ἀλλοδαποὶ καὶ ἄν ἤθελον θὰ ἦτο ἀδύνατον ἀνθρωπίνως νὰ μεταβληθῶσι τόσον εἰς Ἕλληνας, ὥστε νὰ δυνηθοῦν νὰ ἐννοήσουν τὴν ἰδέαν καὶ τὸ αἴσθημα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς ἵνα κατορθώσουν νὰ ἐκδηλώσουν αὐτὸ ἐν τῇ τέχνῃ. Καὶ εἶνε λυπηρότατον νὰ παρακολουθῇ τις τόσας ματαίας προσπαθείας, τόσην σπατάλην κόπων εὐγενῶν, ὄχι μόνον εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς πάσας τὰς ἄλλας τέχνας ὡς καὶ εἰς πάντα τὰ Ἑλληνικὰ ζητήματα μόνον καὶ μόνον διότι τὰ μεγάλα κεφάλια τῶν σοφῶν διδασκάλων καὶ τῶν σοφωτάτων ἀρχηγῶν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐννοήσουν τὸ ἁπλούστατον τοῦτο καὶ τὸ καταστήσουν κοινότατον δόγμα παντὸς Ἕλληνος: Ὅτι πᾶν δημιούργημα τῆς νέας Ἑλλάδος ἀνάγκη νὰ στηρίζῃ τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τῆς ἀρχαίας καὶ τὸν ἕτερον ἐπὶ τῆς Βυζαντινῆς· ὅτι ἐκ τῶν δύο αὐτῶν πλουσιωτάτων πηγῶν ἀντλοῦσα ἡ νέα Ἑλλάς δύναται νὰ παρουσιάσῃ φυσικώτατα καὶ εὐκολώτατα πολιτισμὸν ἰδιόρρυθμον καὶ τὸν μόνον σύμφωνον πρὸς τὸν ἰδιορρυθμότατον αὐτῆς χαρακτῆρα.
Καὶ πράγματι τὶ φυσικώτερον δι’ Ἕλληνας ἀρχιτέκτονας τῆς ἐπιμόνου μελέτης τῆς ἀρχαίας καὶ Βυζαντινῆς Τέχνης πρὸς δημιουργίαν καθαρῶς νεοελληνικῶν ρυθμῶν συμφώνως πρὸς τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην; Εἶνε ἄραγε ἐγχείρημα ἀνώτερον τῶν δυνάμεών των καὶ τῶν σπουδῶν των ἡ προσπάθεια πρὸς τελείαν ἀντίληψιν τοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Τέχνης καὶ τῆς καθορίσεως τῶν στοιχείων αὐτῆς, καὶ ἡ συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα αὐτῆς ἐφαρμογὴ ἐπὶ τῶν σημερινῶν συνθηκῶν ἄνευ ἀναμίξεως ἄλλων ρυθμῶν ὅτε καὶ θὰ δύναται νὰ ὀνομασθῇ νεοελληνικὸς ρυθμός; Καὶ δὲν εἶνε ἀρκετὴ ἡ ὁδηγία ἐν πολλοῖς ἐκ τῶν ὑπαρχουσῶν προσπαθειῶν; Εἶνε δύσκολον νὰ μελετηθῇ ἡ κομψοτάτη Βυζαντινὴ Τέχνη πρὸς ἐφαρμογὴν ὅσον τὸ δυνατὸν τελειοτέραν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τῶν ναῶν, πρὸς δημιουργίαν ἐξ αὐτῆς νεοβυζαντινοῦ ρυθμοῦ ὅστις ἄριστα καὶ ὡραιότατα ἠδύνατο νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς τὰ ἐξοχικὰς οἰκοδομὰς μὲ ἐλαχίστας μεταβολάς.
Ἡ ἑλληνικὴ φύσις εἶνε παροῦσα αὐστηρότατη πάντοτε, ὁδηγός, διὰ νὰ συγκρατήσῃ τὴν χεῖρα τοῦ σχεδιαστοῦ πρὸ πάσης τραγελαφικῆς ἤ πολυπλόκου συνθέσεως. Αἱ γραμμαὶ τῶν ὀρέων εἶνε πάντοτε παροῦσαι διὰ νὰ διδάξουν τὰς γραμμὰς τὰς τερπνὰς καὶ χίλια τερατουργήματα ἀπέναντι τοῦ Ὑμηττοῦ διὰ νὰ ὁδηγήσουν πνεῦμα καὶ ὀφθαλμὸν παντὸς ἀπειρόκαλου. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ φύσις εἶνε τόσον ἀπροσίτως ὡραία καὶ ἁρμονικὴ, ὥστε ἐπιβάλλει τὴν ὑπερτάτην εὐγραμμίαν, ὁ δὲ οὐρανὸς τόσον διαυγὴς ἐστί φωνάζων ὅτι μόνον ὑπερτάτην ἁπλότητα δύναται ν’ ἀνεχθῇ.
Ὁμολογῶ ὅτι μεθ’ ὅσης συγκινήσεως ἀνευρίσκω, καὶ εἰς τὰ σημερινά μας χάλια μὲ τὴν μανιώδη ξενολατρείαν, τὴν ψυχὴν τὴν ἑλληνικήν, μεθ’ ὅσης λύπης βλέπω καθημερινῶς ἐγειρόμενα τερατουργήματα, κακοσχήμους καὶ κακοτέχνους ἀπομιμήσεις, παράδοξα μίγματα παντὸς ρυθμοῦ, ἐποχῆς καὶ ἐθνικότητος, μετὰ τόσης χαρᾶς θὰ παρηκολούθουν τὰ πρῶτα βήματα ἅτινα θὰ ἐσήμαινον ἐν τῇ τέχνῃ τὴν ἀφύπνισιν τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως.
Ἀλλ’ ἐὰν δὲν τολμᾷ τις νὰ ἐλπίσῃ τίποτε ἀπὸ τὸ ἀκατανόμαστον πρᾶγμα τὸ καλούμενον Ἀρχαὶ τοῦ τόπου· ἐὰν δὲν δύναται νὰ φαντασθῇ ὅτι θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἱδρυθῇ σχολὴ ἀρχιτεκτονικῆς πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ παραγάγῃ νεοελληνικοὺς ρυθμοὺς ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ· ἐὰν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραδεχθῇ τις ὅτι σύλλογος μηχανικῶν καὶ ἀρχιτεκτόνων ὑπάρχων ἐνδιαφέρεται περὶ πράγματος μὴ ἀφορῶντος ὑλικὰ συμφέροντα· ἐὰν δὲν δύναται τις νὰ ἐλπίσῃ συνεργασίαν μεταξὺ νέων ἀρχιτεκτόνων πρὸς μελέτην ἀρχαίας καὶ Βυζαντινῆς τέχνης, διότι συνεργασία δύο Ἑλλήνων πρὸς σκοπὸν κοινὸν καὶ συμφέρον κοινὸν καὶ καλὸν κοινὸν εἶνε ἀδύνατος ἕνεκα ἐλλείψεως ἤθους καὶ ἐλλείψεως ἀνωτέρων ἠθικῶν ἀρχῶν καὶ ἰδανικῶν, εἶνε ἄραγε ἀδύνατον καὶ πρόωρον μεταξὺ τόσων νέων νὰ εὑρεθῇ τις ὅστις νὰ χαράξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὴν ἀληθῆ ὁδόν;
Διὰ τὸν γράφοντα ὅστις τρέφει ὑψίστην ἰδέαν περὶ τῶν δυνάμεων καὶ τῆς ἱκανότητος τοῦ Ἕλληνος ὡς ἀτόμου τὸ πρᾶγμα δὲν θεωρεῖται οὔτε δύσκολον κάν. Ἐὰν δὲ δὲν ἔγινε μέχρι τοῦδε καὶ ἐὰν δὲν θὰ γείνῃ εἰς τὸ προσεχὲς μέλλον ὁ μόνος λόγος εἶνε ὅτι ἔλειψε πάντοτε ἡ καθοδήγησις ἐκεῖθεν ὅθεν ὤφειλε νὰ παρέχεται καὶ νὰ ἐπιβάλλεται.
Νεοέλλην