του Κωνσταντίνου Γεώρμα
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσης. Ο κωπηλατών (το κανό του) πρωθυπουργός και οι υπουργοί του χρησιμοποιούν την οργανωμένη πολιτική διάλυσης της χώρας, υπαγωγής στο ΔΝΤ και περικοπής κάθε κοινωνικού δικαιώματος, ως ένα τεράστιο πείραμα, στο οποίο με μεγάλη χαρά συμπαρίστανται ενθέρμως οι Αμερικάνοι και τα ενίοτε τσιράκια τους, που όταν δεν κυνηγούν καμαριέρες –σοσιαληστές γαρ!– βυθίζουν στην αγωνία, την ανασφάλεια και την κατάθλιψη ολόκληρους λαούς, υποχρεώνοντάς τους να ακολουθήσουν τις αποτυχημένες συνταγές τους.
Θα παρουσιάσουμε δύο τομείς πολιτικών, οι οποίοι θα καταστούν καταστροφικοί για οποιαδήποτε μελλοντική πρόταση ανάπτυξης. Στα εργασιακά, έχουμε ήδη πάει πίσω από το 1920 και τον Βενιζέλο. Η πιο πρωτότυπη διάταξη που ετοιμάζεται είναι αυτή που θα υποχρεώνει τη σύσταση σωματείων στις επιχειρήσεις ,έτσι ώστε τα σωματεία αυτά να …αποδέχονται τις μισθολογικές μειώσεις που θα ζητούν οι εργοδότες. Μάλιστα, οι «ενώσεις προσώπων», όπως ονομάζονται στη νέα οργουελιανή διάλεκτο αυτοί οι θεσμοί, θα μπορούν να συσταθούν, σε επιχειρήσεις με κάτω από είκοσι άτομα, από το 15% των εργαζομένων, δηλαδή από έναν (1) άνθρωπο!
Οι νέες ρυθμίσεις δεν σταματούν εδώ. Αυξάνεται ο χρόνος διευθέτησης του χρόνου εργασίας, δίνοντας τη δυνατότητα στον εργοδότη να αυξάνει κατά βούληση τα ωράρια. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα επεκταθούν έτσι ώστε να καλύπτουν τον ορίζοντα τριετίας (!). Επιπλέον, με το πρόσχημα της υποβοήθησης της εισαγωγής των νέων στην αγορά εργασίας, μειώνεται ο μισθός γι’ αυτούς κατά 20% από τα κατώτατα όρια και μάλιστα για μια περίοδο 9 ετών!
Το αίτημα στα εργασιακά είναι η ευελιξία. Ευελιξία που δεν έχει να κάνει μόνο με τον χρόνο εργασίας, αλλά και με τον μισθό. Δυστυχώς, για τους Έλληνες εργαζόμενους, το μοντέλο που σχεδιάζει η Τρόϊκα μαζί με την κυβέρνηση είναι αυτό του μετανάστη εργαζόμενου στην παραοικονομία. Η σταδιακή, αλλά συνεχής υπονόμευση των εργασιακών δικαιωμάτων από τη χρήση της μεταναστευτικής εργασίας τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει σήμερα στο να μετατραπούν και επίσημα οι Έλληνες σε μετανάστες! Οπότε, ικανοποιείται και το αίτημα «Είμαστε όλοι μετανάστες».
Ασφαλώς, κανένα από αυτά τα μέτρα δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Αντιθέτως, θα κατατείνουν στην υπονόμευση της οποιασδήποτε δυνατότητας βιώσιμης αναπτυξιακής στρατηγικής για το μέλλον.
Κατ’ αρχάς, αναφορικά με την ευελιξία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική νομοθεσία διέθετε το σύνολο των εργαλείων που έχουν εφεύρει τα σοσιαλφανή-νεοφιλελεύθερα μυαλά των δεκαετιών του 1980 και του 1990. Ακόμα και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχει θεσμοθετηθεί, αλλά δεν εφαρμόστηκε παρά ελάχιστα. Ο λόγος είναι απλός: η διοικητική ανικανότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στα οργανωτικά επίπεδα που θέτει ένας τέτοιος θεσμός. Το ίδιο συνέβαινε έως πρόσφατα και με τη μερική απασχόληση, η οποία δεν προτιμούνταν ούτε από τους εργαζόμενους (για ευνόητους λόγους), αλλά ούτε και από τους εργοδότες. Η οικογενειακή φύση της ελληνικής επιχείρησης, η νοοτροπία των Ελλήνων εργοδοτών (τώρα σε ηύρα τώρα στάσου), η απουσία στρατηγικών επιχειρηματικών σχεδίων, όλα αυτά καταδεικνύουν ότι, εάν από κάτι πάσχει η ανταγωνιστικότητα στη χώρα, δεν είναι τόσο η απουσία ευέλικτων μορφών απασχόλησης, αλλά η ύπαρξη ενός κρατικοδίαιτου, οικογενειοκρατικού και όπως-μου γουστάρει επιχειρηματικού πνεύματος. απασχόληση, μερική εργασία και άλλες νέες μορφές εργασιακών σχέσεων.
Άλλοι λόγοι που συνέβαλαν στο να γίνει στην Ελλάδα η αγορά εργασίας ένα απέραντο πεδίο ευελιξίας είναι η παραοικονομία, η μαύρη εργασία, η κυριαρχία της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης, η ανυπαρξία ελεγκτικών θεσμών, η αδυναμία των δικαστηρίων να εφαρμόσουν τους νόμους, η μη εφαρμογή τέλος των ίδιων των νόμων. Σε ένα τέτοιο πεδίο προσθέστε και τη μεταναστευτική εργασία και το γεγονός ότι οι παράνομοι μετανάστες αποτελούν το 65% των μεταναστών στην Ελλάδα και έχουμε μία πραγματική εικόνα των εργασιακών σχέσεων της χώρας.
Μολονότι απουσιάζουν από την ακαδημαϊκή λεγόμενη συζήτηση, η ύπαρξη αυτών των παραγόντων έχει οδηγήσει και στην καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί μία ανταγωνιστική οικονομία, μία οικονομία της γνώσης, της καινοτομίας, μία βιώσιμη οικονομία, με προσανατολισμό προς την ανάπτυξη πράσινων θέσεων απασχόλησης, με μισθούς και εργασιακές σχέσεις που δεν είχαν φανταστεί οι νεοφιλελεύθεροι ούτε στα πιο άγρια όνειρά τους. (Ίσως και γι’ αυτόν το λόγο ο Ομπάμα υποστηρίζει μετά μανίας τον GAP.)
Άλλωστε είναι οι ίδιες αυτές μέθοδοι που οδήγησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε αντίθεση με τις χρυσές μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν οικοδομούνταν το κοινωνικό κράτος και παράλληλα διευρύνονταν τα εργασιακά δικαιώματα.
Η δεύτερη δέσμη μέτρων, που και αυτή έχει ως στόχο την κατάλυση του κοινωνικού κράτους, χρησιμοποιεί δύο προσχήματα: την ορθή στόχευση των κοινωνικών παροχών και την προσαρμογή του κοινωνικού κράτους στις νέες ανάγκες.
Ορθή στόχευση των κοινωνικών παροχών δεν είναι παρά η νεοφιλελεύθερη/σοσιαλιστική επίθεση κατά των κοινωνικών δικαιωμάτων. Κατ’ αρχάς, καμία μελέτη δεν έχει καταδείξει ότι υπάρχει «πρόβλημα στόχευσης». Αντίθετα, πολλές είναι οι μελέτες που εντοπίζουν ελλείμματα του κοινωνικού κράτους, ιδιαίτερα για την κάλυψη κοινωνικών ομάδων που δεν διαμένουν στο …Κολωνάκι ή στα Βόρεια Προάστια όπου διαβιούν οι πολιτικές μας ηγεσίες.
Επιπλέον, όπως έχουν επισημάνει διανοητές όπως ο Φερέρα, η ορθή στόχευση προϋποθέτει ένα πολύ καλά οργανωμένο κοινωνικό κράτος, έτσι ώστε να γίνεται ορθή αποτίμηση-αξιολόγηση του πραγματικού εισοδηματικού επιπέδου του ατόμου που είναι δέκτης των παροχών. Με ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας το οποίο, μετά από μία τριακονταετία σοσιαλιστικής διαχείρισης, κείτεται σε ερείπια και με την φοροδιαφυγή να εκτοξεύεται, ποιος θα κάνει αυτές τις αξιολογήσεις;
Κατά δεύτερον, παροχές μόνον για τους φτωχούς, είναι εμπειρικά αποδειγμένο ότι καταλήγουν σε φτωχές παροχές.
Τρίτον, το ερώτημα που πραγματικά εγείρεται είναι εάν το πρόβλημα του ελληνικού κοινωνικού κράτους εντοπίζεται στο ότι οι παροχές κατευθύνονται σε λάθος αποδέκτες, αντίληψη που δεν στηρίζεται από τα δεδομένα. Το πρόβλημα του ελληνικού κοινωνικού κράτους είναι η στρεβλή του ανάπτυξη, η κάλυψη πελατειακών αναγκών μέσα από αυτό, η απουσία συνολικού σχεδιασμού, η απουσία πολιτικής για τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, λόγω του γεγονότος της ύπαρξης πολιτικών ελίτ που δεν σκέφτονται εθνικά, αλλά μερικά. Που δεν διαθέτουν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τη χώρα, αλλά ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της καρέκλας τους. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το μόνο που σκέφτονται οι κρατούντες είναι πώς θα διατηρήσουν την καρέκλα τους απέναντι στην τρόικα και στους Αμερικάνους και Ευρωπαίους τραπεζικούς τους φίλους.
Γιατί, πράγματι, εκσυγχρονισμός, ή, ορθότερα, πλήρης αναδιάρθρωση-επανασύσταση του κοινωνικού κράτους είναι κάτι απόλυτα αναγκαίο. Αλλά αυτή η επανασύσταση του κοινωνικού κράτους σε εποχές ανασφάλειας, σε εποχές κρίσης και επίτασης των φαινομένων φτώχειας χρειάζεται μία συνολική στρατηγική, που θα εξασφαλίζει ένα ελάχιστο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ασφάλειας. Αλλιώς, η ένδεια των επόμενων χρόνων απειλεί να κατακερματίσει την κοινωνία, να απαξιώσει το οποιοδήποτε ανθρώπινο κεφάλαιο και, πάνω απ’ όλα, μέσα από την παιδική φτώχεια, να διαμορφώσει νέες γενιές απαξιωμένων, μη καταρτισμένων και με χαμηλή εκπαίδευση ανθρώπων, γεγονός που θα καταδικάσει τη χώρα σε υπανάπτυξη για πάρα πολύ καιρό. Γεγονός που βέβαια ποσώς ενδιαφέρει την τρέχουσα πολιτική ηγεσία και τον εσμό των συνδικαλο-κρατικοδίαιτων που τους στηρίζουν.
Εφ. Ρήξη τ. 75