Αρχική » Το νέο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ

Το νέο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ

από admin

του Οικολόγου

«Από το λαϊκό πανεπιστήμιο στο πανεπιστήμιο των αρίστων…» , έτσι παρουσίασε η υπουργός το νέο νομοσχέδιο που αφορά στις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση. Φράση που φαντάζει τουλάχιστον σουρεαλιστική για την περίοδο παρακμής και αποδόμησης που διάγουμε.

Ο ι κυοφορούμενες αλλαγές που προωθούνται, και έχουν ήδη προκαλέσει τις αντιδράσεις των πρυτάνεων και της παν/μιακής κοινότητας, οδηγούν με συνοπτικές διαδικασίες στο «Πανεπιστήμιο-Εταιρεία» και στη μετατροπή των προγραμμάτων σπουδών σε project. Ο ακραιφνής νεοφιλελευθερισμός που έχει κατακλύσει το κυβερνητικό επιτελείο, και αποτελεί το ιδεολογικό όχημα για τη διάλυση του δημόσιου χώρου και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, διαπερνά και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.

Στόχος των μεταρρυθμίσεων, κατά την  πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, είναι η αντιμετώπιση της σημερινής παθολογίας της ανώτατης  εκπαίδευσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στις αργομισθίες των καθηγητών, την πλήρη παράλυση της λειτουργίας των ιδρυμάτων, τις πελατειακές σχέσεις των φοιτητικών παρατάξεων με τα πρυτανικά συμβούλια, την ασυδοσία των φοιτητών και σε ό,τι εν γένει συνιστά τη σημερινή παρακμή στην ανώτατη εκπαίδευση. Η αντιμετώπιση των παραπάνω παθογενειών, που εξέθρεψαν οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός του κομματικού κράτους της Μεταπολίτευσης, σε συνθήκες πλήρους παρασιτισμού και διαφθοράς, θα έβρισκε σίγουρα πολλούς υποστηρικτές. Θα γίνει όμως αυτό με την τρέχουσα νομοθετική ρύθμιση; Δυστυχώς όχι, αφού η υπέρβαση της κρίσης στην ανώτατη εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να γίνει με όρους μετάβασης σε μια νέα εποχή, με νέα οράματα και πάνω απ’ όλα νέα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, που θα νοηματοδοτήσουν διαφορετικά την αξία της γνώσης ως στοιχείου ατομικής και συλλογικής προόδου.

Αυτό που θα επιφέρει η επερχόμενη ρύθμιση –αν περάσει τελικά– είναι ο φραγμός της πρόσβασης στη γνώση σε εκτεταμένα κομμάτια νέων των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Με βίαιο τρόπο αποκλείεται η δυνατότητα αναπαραγωγής και  κοινωνικής ανέλιξης των μικρομεσαίων μέσω της κατοχής του πτυχίου, όπως αυτό πραγματοποιήθηκε στη μεταπολεμική και κυρίως στη μεταπολιτευτική περίοδο.

Στα επιμέρους ζητήματα του νέου νομοσχεδίου, τα σημαντικότερα μέτρα που προωθούνται μεταξύ άλλων είναι: Η διοικητική αναδιάρθρωση, οι ρυθμίσεις που αφορούν στην εκπαιδευτική κοινότητα (καθηγητές, φοιτητές), το περιεχόμενο και η διάρθρωση σπουδών, η οργάνωση της παν/μιακής ζωής .

Στη διοικητική αναδιάρθρωση, το σπάσιμο των πελατειακών σχέσεων φοιτητικών νεολαιών-πρυτανικού συμβουλίου θα επιτευχθεί με ένα 15μελές υπερόργανο –το Συμβούλιο του Ιδρύματος–  το οποίο θα ασκεί τον πλήρη διοικητικό και λειτουργικό έλεγχο. Η σύνθεση του συμβουλίου: επτά καθηγητές, μέλη ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης, ένας  φοιτητής και επτά άτομα υψηλών προσόντων, αντικατοπτρίζει την υπαγωγή του ιδρύματος στους τεχνοκράτες της  αγοράς, η επιλογή των οποίων θα γίνεται με βασικό κριτήριο τη δυνατότητα  άντλησης πόρων. Η δε επιλογή του πρύτανη από διεθνή διαγωνισμό σηματοδοτεί την εμμονή των συντελεστών του νομοσχεδίου στους ικανούς Ευρωπαίους και Αγγλοαμερικάνους τεχνοκράτες, που υποτίθεται είναι οι μόνοι που μπορούν να διοικήσουν αποτελεσματικά τα ιδρύματά μας. Είναι αυτοί στους οποίους εναποθέτει το τρέχον πολιτικό σύστημα τις ελπίδες του για την αναγκαία «μετακένωση» της προόδου στην εκπαιδευτική μας κοινότητα, αφού μια τέτοια διεθνοποίηση δεν βλέπει ποτέ προς τα Βαλκάνια, τη Ρωσία, τον αραβικό κόσμο ή την Ασία –με εξαίρεση την Τουρκία και το Ισραήλ.

Αναφορικά με τις ρυθμίσεις για την εκπαιδευτική κοινότητα, ενώ θα έλεγε κανείς ότι το μέτρο της αξιολόγησης των καθηγητών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ανακύπτουν πολλές αμφιβολίες σχετικά με τα κριτήρια αυτής της αξιολόγησης, αλλά και τον τρόπο συγκρότησης του Μητρώου Αξιολογητών, αφού και εκεί την πρώτη θέση φαίνεται να έχουν οι «φωταδιστές» της Εσπερίας. Για παράδειγμα, το κατάλληλο μείγμα κριτηρίων θα είναι δυνατό να οδηγήσει σε παύση καθηκόντων καθηγητές που δεν θα είναι αρεστοί ιδεολογικά στο συμβούλιο του ιδρύματος και στον πρύτανη, ή που το μάθημά τους δεν «πουλάει». Παρά το εύηχον των δηλώσεων «πιστοποίηση και αξιολόγηση παντού», η αξιολόγηση των ιδρυμάτων με όρους αγοράς και επιχειρηματικότητας κινδυνεύει να οδηγήσει στο κλείσιμο –αφού θα διακόπτεται η κρατική χρηματοδότηση– σχολές με αντικείμενο θεωρητικό (π.χ. ιστορικό, γλωσσολογία, κοινωνικές επιστήμες κ.λπ), οι οποίες θα μπορούν να επιβιώνουν μόνο εάν βρουν ιδιώτες χορηγούς –γεγονός απίθανο στη σημερινή συγκυρία. Η ολοκληρωτική υπαγωγή της ανώτατης εκπαίδευσης στους νόμους της αγοράς θα οδηγήσει νομοτελειακά σε παρακμή βασικούς τομείς που δεν θα «πουλάνε», όπως η Ιστορία, η Γλώσσα και ο Πολιτισμός, που όμως αποτελούν τα μόνα εφόδια για την υπέρβαση της σημερινής κρίσης στη χώρα μας.

Επιπροσθέτως, η διευθέτηση του ζητήματος των αιωνίων φοιτητών με τη δυνατότητα παράτασης του κύκλου σπουδών μόνο κατά δύο χρόνια μετά τη συμπλήρωση του κύκλου σπουδών, δεν προβλέπει κάποιες μεταβατικές ρυθμίσεις, αφού με απόφαση του ιδρύματος μπορούν να «διαγράφονται αυτοδικαίως». (Η ίδια ρύθμιση προβλέπεται και για όσους δεν ανανεώνουν την εγγραφή τους σε δύο συνεχόμενα εξάμηνα.) Οι ρυθμίσεις αυτές, παρότι θα βρουν πολλούς υποστηρικτές, που αντιδρούν στην αργοσχολία των σημερινών φοιτητών, έγιναν με μοναδικό κριτήριο τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης που δύναται να ζητήσει ένα ίδρυμα με βάση τους εγγεγραμμένους φοιτητές.

Είναι προφανές πως η κυβέρνηση των Μνημονίων ουδόλως ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές παρενέργειες που θα δημιουργηθούν από την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας σε χιλιάδες νέους ανθρώπους σε συνθήκες ύφεσης και κατακόρυφης αύξησης της ανεργίας. Ακόμα και η εισαγωγή του θεσμού της μερικής φοίτησης με κοινωνικά κριτήρια για κάποιους προϋποθέτει την απόδειξη ότι εργάζεται για πάνω από 20 ώρες την εβδομάδα, κάτι μάλλον αδύνατο για την πλειονότητα των εργαζόμενων φοιτητών στην άτυπη οικονομία και εν τέλει απευκταίο από τους ίδιους, λόγω της υπαγωγής τους σε φορολογικά βάρη.

Η οργάνωση των σπουδών σε τρεις κύκλους, προπτυχιακό τριών χρόνων, διετές μεταπτυχιακό και διδακτορικό, αποτελούν εισαγωγή  του αγγλοσαξονικού προτύπου σπουδών, όπως αυτό αποτυπώθηκε στη Διακήρυξη της Μπολόνιας. Το πτυχίο  παύει ν’ αποτελεί την αυτοτελή πιστοποίηση του φοιτητή και το εισιτήριό του για την αγορά εργασίας –κάτι που βέβαια έχει απαξιωθεί εδώ και πολλά χρόνια. Αντ’ αυτού εισάγονται ακαδημαϊκές μονάδες 60 ανά έτος σπουδών, ο δε φοιτητής μετατρέπεται σε εκπαιδευόμενο και υποβάλλεται σε μια συνεχή προσπάθεια συλλογής μονάδων στο γενικότερο πλαίσιο της «διά βίου μάθησης» και της αντιστοίχισής τους  στο υπό διαμόρφωση εθνικό πλαίσιο προσόντων –αντίστοιχο του ευρωπαϊκού. Είναι προφανής η συσχέτιση των δυνατοτήτων συνέχειας για απόκτηση μονάδων με την οικονομική επιφάνεια του νέου, αφού γενικεύονται τα δίδακτρα για τον μεταπτυχιακό και ενδεχομένως και για τον διδακτορικό  τίτλο, γεγονός που καθιστά αυτούς τους κύκλους μη προσβάσιμους για τη μεγάλη μάζα των φοιτητών, στη συγκυρία που διαμορφώνεται. Είναι επίσης εύλογο ότι ο προπτυχιακός κύκλος σπουδών δεν θα έχει σχεδόν κανένα αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, αφού ειδικά στο πρώτο έτος οι φοιτητές θα εισάγονται σε σχολές και θα λαμβάνουν  γενικές γνώσεις από τα «μενού» των «πιστοποιημένων» μαθημάτων που θα τους προσφέρονται!!

Αναφορικά με την οργάνωση της ζωής στα ιδρύματα, ενδεικτική  του καπιταλιστικού φαντασιακού που διακατέχει την πολιτική ηγεσία του υπ. Παιδείας είναι η δημιουργία ανώνυμης εταιρείας –με Προεδρικό Διάταγμα–, για την αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας, αλλά και για την οργάνωση των υπηρεσιών φοιτητικής μέριμνας (φοιτητικές εστίες, εστιατόρια, λέσχες κ.λπ). Το ενδεχόμενο συγκρότησης κοινωνικών επιχειρήσεων, ή συνεταιρισμών από ανέργους της περιοχής λειτουργίας του ιδρύματος, συμβάλλοντας έτσι θετικά στο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και στην τόνωση της τοπικής οικονομίας, είναι προφανώς μακρινό σενάριο για τους «σοσιαλιστές» της κυβέρνησης. Τέλος, η προάσπιση του ασύλου ασκείται αποκλειστικά από τον διορισμένο πρύτανη-τεχνοκράτη, ο οποίος μπορεί να ερμηνεύσει κατά το δοκούν την παραβίασή του, αφού ο νόμος αναφέρεται γενικά μόνο στην κατοχύρωση των «ακαδημαϊκών ελευθεριών».

Πιστή στις επιταγές του μνημονίου και της τρόικας, η κυβέρνηση συνεχίζει την αποδόμηση του υποτυπώδους κοινωνικού κράτους της μεταπολίτευσης, μετατρέποντας ολοκληρωτικά τη γνώση σε εμπόρευμα. Η δική μας εκδοχή του παν/μίου θα έθετε ως προϋπόθεση, για την υπέρβαση της σημερινής σαθρότητας, τον κομβικό του ρόλο σ’ ένα στρατηγικό σχέδιο με άξονες: την εθνική ανεξαρτησία, την οικολογική ανασυγκρότηση, την κοινωνική δικαιοσύνη και την εμπέδωση της δημοκρατίας. Αυτά μπορούν να πραγματωθούν μόνο αν διασφαλιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας του παν/μίου και διευρυνθεί  η  συμμετοχή και η λογοδοσία των ιδρυμάτων για τον κοινωνικό, οικονομικό και ερευνητικό τους ρόλο στον ίδιο τον λαό. Αλλά αυτό το όραμα θα πραγματωθεί  κυρίως με νέα υλικά –διδασκόντων και φοιτητών– με βασική προϋπόθεση ν’ αντέξουμε ως εθνική και συλλογική οντότητα στους καιρούς που έρχονται.

Ρήξη τ. 76

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ