Αρχική » Χρυσή βίζα, κάλπικο κράτος

Χρυσή βίζα, κάλπικο κράτος

του Μανώλη Εγγλέζου – Δεληγιαννάκη από το Άρδην τ. 132

Ένα κράτος χαρακτηρίζεται από πολλά πράγματα: την οργάνωσή του, το όραμα που διαθέτει, τη βούλησή του να ασκήσει την κυριαρχία του, την έγνοια που δείχνει για τους πολίτες του. Τα δημοσιονομικά μεγέθη του συνδέονται με την παραγωγική του βάση, η οποία εν μέρει είναι δεδομένη, εν μέρει όμως καθορίζεται με βάση το όραμα της κοινωνίας που υποτίθεται πως εκφράζει το κράτος.
Ένα σοβαρό κράτος θα κινηθεί προς τη δημιουργία πλούτου από όλους τους τομείς της οικονομίας: Από τον πρωτογενή θα επιδιώξει να πετύχει τη διατροφική αυτάρκεια και εισόδημα μέσω εξαγωγών του πλεονάσματος, από τον δευτερογενή θα εστιάσει στην προστιθέμενη αξία μέσω της μεταποίησης, ενώ θα στοχεύσει και σε ένα υψηλό επίπεδο υπηρεσιών από τον τριτογενή τομέα. Θα κοιτάξει επίσης να τελούν σε ισορροπία οι τομείς αυτοί της οικονομίας και να επιτείνει τις δεξιότητες των ασχολούμενων σε καθέναν από αυτούς, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της τεχνολογίας.
Ένα αποτυχημένο κράτος, θα άφηνε τα πράγματα στην τύχη τους. Ενίοτε θα λειτουργούσε και ανασταλτικά στις προσπάθειες των κατοίκων του για προκοπή, εστιάζοντας σε υψηλή φορολόγηση, παρεμβολή γραφειοκρατικών εμποδίων στην ανάπτυξη της οικονομίας, συμπίεση των μισθών των εργαζομένων. Σε τέτοια περίπτωση, η εκπτώχευση των πολιτών και τελικά του ίδιου του κράτους θα ήταν θέμα χρόνου.
Πού θα μπορούσε να καταφύγει ένα τέτοιο κράτος για να επιβραδύνει μια τέτοια εξέλιξη; Όταν δεν υπάρχει προοπτική από αλλού, το μόνο που έχει είναι οι πρώτες ύλες και το έδαφος. Αντί δηλαδή να μεταποιηθούν πρώτες ύλες προς δημιουργία νέου προϊόντος με προστιθέμενη αξία, να εξάγονται αυτές σε κράτη που έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν, οπότε, και μέχρις εξαντλήσεως των πρώτων υλών, το αποτυχημένο κράτος να εισπράττει τη χαμηλή αξία των πρώτων υλών και το κράτος αγοράς να δημιουργεί πλούτο από την επεξεργασία τους. Το σχήμα αυτό παραπέμπει σε χαρακτηριστικά αποικιακά.
Το άλλο που μένει, και που επίσης θυμίζει αποικίες, είναι το έδαφος. Να φέρει συνάλλαγμα, δηλαδή, μέσω της πώλησης σε ξένους ακινήτων των κατοίκων του αποτυχημένου κράτους. Εδώ πρέπει να δώσει κίνητρα, για να δημιουργήσει μια αγορά. Δεν αρκεί η ομορφιά του τόπου, αυτή μπορεί κάποιος να την απολαμβάνει και με ολιγοήμερες διακοπές και την άλλη χρονιά να επισκεφτεί άλλον, όμορφο επίσης, τόπο. Εδώ το κίνητρο που δίδεται είναι κάποια δικαιώματα στον αγοραστή. Κάποια κράτη προσφέρουν υπηκοότητα· το δικό μας προσφέρει κάτι λιγότερο, άδεια διαμονής, η οποία όμως έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς επιτρέπει στον κάτοχο την ελεύθερη διακίνηση στις χώρες Σένγκεν, πρακτικά σε όλη την Ευρώπη.
Έτσι, ο αλλοδαπός αγοραστής ακινήτου συγκεκριμένης αξίας, 400.000 ή 800.000 ευρώ, ανάλογα με το πού κείται το ακίνητο, μπορεί να ζητήσει την έκδοση της πιο πάνω άδειας διαμονής, της επονομαζόμενης Χρυσής Βίζας (Golden Visa κατά την πλέον μεικτή καθομιλουμένη γλώσσα μας)  γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Μέχρι πρόσφατα, το ποσό ήταν σημαντικά μικρότερο και δεν είχε περιορισμούς στον τρόπο αξιοποίησης του ακινήτου.
Εδώ, η απόκτηση ακινήτου στα πλαίσια της Χρυσής Βίζας συναντιόταν με τον τουριστικό τομέα: οι αγοραστές μίσθωναν το ακίνητο σε τουρίστες, σε βραχυχρόνιες μισθώσεις, εισπράττοντας σημαντικά ποσά και αποσβένοντας με γρήγορο ρυθμό την επένδυσή τους. Συγχρόνως, μαζί με τους Έλληνες αντίστοιχους εκμισθωτές βραχυχρόνιων μισθώσεων, στερούν από την αγορά ακινήτων μεγάλο αριθμό κατοικιών, πράγμα που δημιουργεί πρόβλημα στους ντόπιους που αναζητούν στέγη είτε για ενοικίαση είτε για αγορά. Εννοείται πως για τα απομένοντα διαμερίσματα ή κατοικίες προς μίσθωση, τα ενοίκια ανεβαίνουν σε δυσθεώρητα ύψη, καθώς η προσφορά είναι μικρότερη από τη ζήτηση.
Πέρα απ’ αυτά, και στις αγοραπωλησίες ακινήτων, οι τιμές εκτοξεύονται: οι επίδοξοι αγοραστές έχουν κατά τεκμήριο την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ακριβά, οπότε οι τιμές ανεβαίνουν σε ύψη που δεν μπορούν να πληρώσουν οι ντόπιοι. Συμπαρασύρεται έτσι προς τα πάνω όλη η αγορά ακινήτου, πράγμα που καταλήγει σε στεγαστικό πρόβλημα για την κοινωνία, τόσο ως προς την αγορά όσο και ως προς τη μίσθωση. Τούτο φέρνει περαιτέρω συνέπειες στην τοπική κοινωνία, καθώς οι μισθοί δεν επαρκούν και για κατοικία και για δημιουργία οικογένειας, οπότε είτε οι νέοι μένουν ακόμα με τους γονείς τους, είτε τα ζευγάρια που νοικιάζουν (για αγορά ούτε λόγος) δεν τολμούν να τεκνοποιήσουν, καθώς τα έξοδα δεν μπορούν να καλυφθούν. 
Έτσι, μια κοινωνία που στήριξε την ύπαρξή της στο ξεπούλημα της ίδιας της χώρας της, μπορεί να βλέπει κάποια προσωρινά οφέλη, όμως το μοντέλο αυτό είναι αυτοκαταστροφικό και οδηγεί στη διάλυσή της. Γιατί ούτε παραγωγή θα μπορεί να δημιουργήσει, ώστε να συσσωρεύσει πλούτο και να ανεβάσει τους μισθούς μέσα από την έμφαση στην εξειδίκευση και την τεχνολογία αιχμής, ούτε δημογραφικά θα μπορέσει να αντιστρέψει μια πορεία φθίνουσα, καθώς τα ζευγάρια δεν θα γεννάνε παιδιά.
Ήδη, τα καταστροφικά αποτελέσματα της Χρυσής Βίζας οδήγησαν την κυβέρνηση να ανεβάσει τις ελάχιστες αξίες των ακινήτων που δικαιολογούν την αίτηση για χορήγησή της, να θεσπίσει ελάχιστη επιφάνεια του ακινήτου τα 120τμ., να απαγορεύσει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Όμως ο πυρήνας του ξεπουλήματος των ιδιοκτησιών παραμένει, η χώρα αλλάζει χέρια και αυτό πανηγυρίζεται ως πρόσκληση επενδύσεων και επενδυτών! Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η αγορά ακινήτων είναι μία από τις εναλλακτικές προς χορήγηση της Χρυσής Βίζας, η άλλη, που αφορά παραγωγικές επενδύσεις, δεν προτιμάται από τους ξένους. Προφανώς, δεν τους ελκύει η προοπτική να δημιουργήσουν κάτι στην Ελλάδα.
Τα κίνητρα σε ξένους για αγορά ακινήτων θα μπορούσαν λειτουργήσουν στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου ανασυγκρότησης της παραγωγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχαν συγκεκριμένη στόχευση σε περιοχές της χώρας υποβαθμισμένες, που θα προορίζονταν προς ανάπτυξη πρόσφορων γι’ αυτές κλάδων της οικονομίας (καλλιέργειες, μεταποίηση), και θα ήταν παρακολουθηματικό σε αυτές. Η τωρινή εφαρμογή των κινήτρων μπορεί να συναρθρωθεί μόνο με το αφήγημα περί του τουρισμού ως βαριάς βιομηχανίας της χώρας, το οποίο, με τον τρόπο που εφαρμόζεται, υποβιβάζει τους κατοίκους σε χαμηλόμισθους υπηρέτες των επισκεπτών και το τουριστικό προϊόν σε προσφορά ειδυλλιακού σκηνικού σε αδιάφορους, για τον τόπο, την ιστορία και τους ανθρώπους του, τουρίστες.
Είναι σαφές ότι το κράτος μας (όπως εκφράζεται διαχρονικά από τις εκάστοτε κυβερνήσεις) δεν έχει όραμα για τον τόπο. Αυτό εκφράζεται με πολλούς τρόπους, από την εξωτερική πολιτική μέχρι το δημογραφικό και το παραγωγικό μοντέλο. Είναι επίσης σαφές ότι τις κυβερνήσεις μας τις εκλέγουμε εμείς, αναλαμβάνοντας την ευθύνη αυτών που κάνουν. Είναι απογοητευτικό ότι, σε μια εποχή όπου οι πολίτες αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό συνολικά, όπως καταδεικνύουν και οι δημοσκοπήσεις, οι ίδιοι πολίτες δεν είναι σε θέση να διαμορφώσουν έναν νέο πολιτικό πόλο που θα αναλάβει τις τύχες της χώρας και θα αντιστρέψει την πορεία προς το πουθενά. Χρέος όλων μας είναι να το κάνουμε αυτό, δεν έχομε κι άλλη εναλλακτική αν θέλομε να συνεχίσομε την πορεία μας σαν λαός στην ιστορία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ