637
Χ. Κόλλιας
Το τελευταίο διάστημα, με διάφορες αφορμές, έχει αυξηθεί ο ρυθμός εκτόξευσης απειλών χρήσης στρατιωτικής βίας από την Τουρκία είτε στο Αιγαίο, όπως παραδείγματος χάριν με την πιθανότητα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, είτε στην Κύπρο με αφορμή τα εξοπλιστικά προγράμματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως στην περίπτωση της αγοράς των ρωσικών τεθωρακισμένων Τ-80 και του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-300.
Ως ένα βαθμό, οι εκτοξευόμενες απειλές μπορούν να ερμηνευτούν στα πλαίσια της πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ταλανίζει την Τουρκία και η οποία, κατά μία έννοια, υποχρεώνει το τουρκικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο σε κινήσεις αντιπερισπασμού στα εσωτερικά προβλήματα. Όμως, η σαφώς επιθετικότερη στάση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα οφείλεται και σε δύο άλλους παράγοντες. Πρώτον, την τελευταία περίπου δεκαετία, λόγω των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων1, η Τουρκία αισθάνεται ότι έχει ή ότι τείνει να ανατρέψει τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό δυνάμεων. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση στην υλοποίηση σημαντικών προγραμμάτων αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων καθώς επίσης η έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού και προγραμματισμού στις προμήθειες οπλικών συστημάτων2, έχουν και αυτές συντελέσει στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων όπως παραδείγματος χάριν στην περίπτωση των μαχητικών αεροσκαφών τρίτης γενιάς.
Οι εντατικοί ρυθμοί εξοπλισμών που ακολουθεί τα τελευταία έτη η Τουρκία αντανακλώνται στην σταθερά ανοδική πορεία των στρατιωτικών δαπανών της, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, παρά την οικονομική κρίση που την κατατρέχει. Εν αντιθέσει, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να παρακολουθήσει την Τουρκία σε εξοπλιστικά προγράμματα, με αποτέλεσμα την επαπειλούμενη ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων που υφίστατο σε προηγούμενες χρονικές περιόδους και η οποία, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, δρούσε αποτρεπτικά3. Η καθυστέρηση της υλοποίησης σημαντικών και αναγκαίων ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων αντανακλάται και στην πορεία που διαγράφουν οι ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες τα τελευταία έτη, σε σχέση πάντα με τις αντίστοιχες τουρκικές (Διάγραμμα 1). Παραδείγματος χάριν, οι στρατιωτικές δαπάνες της Τουρκίας την περίοδο 1985-95 έχουν σε σταθερές τιμές αυξηθεί κατά 60.8% περίπου, εν αντιθέσει με τις ελληνικές οι οποίες έχουν παραμείνει ουσιαστικά στάσιμες, κυρίως λόγω των χρόνιων δημοσιονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και των καταβαλλόμενων προσπαθειών σύγκλισης.
Εν ολίγοις, η Τουρκία, συμπεριφερόμενη ως μία περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, ακολουθεί έναντι της Ελλάδας αλλά και άλλων κρατών στην περιοχή μία πολιτική ισχύος που αποσκοπεί στην περιφερειακή ηγεμονία. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας μπορεί να γίνει κατανοητή και η διεθνής συμπεριφορά της γείτονος, καθώς επίσης και η αναθεωρητική της στρατηγική η οποία συνεπικουρείται από μία σταθερά αυξανόμενη τουρκική στρατιωτική ισχύ. Ισχύ την οποία είναι πιθανόν να μη διστάσει να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη χρονική στιγμή στο άμεσο ή απώτερο μέλλον. Η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος έχει καταδείξει ότι η Τουρκία δεν διστάζει να εκμεταλλευθεί τα εκάστοτε παρουσιαζόμενα παράθυρα ευκαιρίας, υλοποιώντας στρατηγικές της επιδιώξεις, όπως έπραξε το 1974 στην Κύπρο με την δημιουργία στρατιωτικών τετελεσμένων4. Αυτή η έστω και μικρή πιθανότητα εξετάζεται παρακάτω. Δηλαδή, τί θα συμβεί εάν η Τουρκία κρίνει σε κάποια συγκυρία ότι της προσφέρεται η ευκαιρία να περάσει από τα λόγια στην πράξη και πλήξει στρατιωτικά στόχους στην Κύπρο με αφορμή παραδείγματος χάριν την εγκατάσταση των S-300 είτε ακόμα και στο Αιγαίο με κάποιας μορφής στρατιωτική πρόκληση. Εξάλλου, η όποια αποτρεπτική αξία της εκτόξευσης απειλών χρήσης στρατιωτικής βίας αποδυναμώνεται εάν οι συνεχείς φραστικές διακηρύξεις δεν συνεπικουρούνται από έργα τα οποία επιβεβαιώνουν την βούληση να χρησιμοποιηθεί η διαθέσιμη στρατιωτική ισχύς.
Η αγορά αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-300 από την Κύπρο προκάλεσε ποικίλες διεθνείς αντιδράσεις. Η Τουρκία απείλησε ότι η εγκατάσταση τους θα παρεμποδισθεί ακόμα και με την χρήση στρατιωτικών μέσων. Όπως προαναφέρθηκε, είναι η δεύτερη φορά που η Τουρκία καταφεύγει στην απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας με αφορμή τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της Κύπρου (η αγορά των ρωσικών τεθωρακισμένων Τ-80 ήταν η προηγούμενη).
Η πραγματοποίηση των απειλών της Άγκυρας, αν και όχι ιδιαίτερα πιθανή, δεν πρέπει όμως και να αποκλείεται είτε με αφορμή την εγκατάσταση των S-300 είτε σε κάποια άλλη χρονική στιγμή με στόχο την ακύρωση στην πράξη του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου αλλά ακόμα και ως αντιπερισπασμός στην πολιτικοκοινωνική κρίση που κατατρέχει την Τουρκία. Ποιές όμως θα είναι οι φάσεις οι οποίες εξελικτικά θα δημιουργηθούν στα πλαίσια του στρατηγικού παιγνίου που θα αναπτυχθεί; Πως θα εξελιχθεί και που θα καταλήξει; Ας εξετάσουμε εν συντομία μία πιθανή αλληλουχία γεγονότων στην περίπτωση που η Τουρκία πλήξει στόχους στην Κύπρο ή και κάπου αλλού, υλοποιώντας τις κατά καιρούς εκτοξευθείσες απειλές. Εάν αυτό συμβεί, όπως φαίνεται και στη σχετική κωδικοποιημένη παρουσίαση των σταδίων, η Ελλάδα αυτόματα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις εξής δύο επιλογές: είτε να μην αντιδράσει σε στρατιωτικό επίπεδο είτε να πραγματοποιήσει και αυτή τις κατά καιρούς διακηρυγμένες προθέσεις της και αυτό παρά τις διεθνείς πιέσεις, παρεμβάσεις και παραινέσεις για αυτοσυγκράτηση και μη-κλιμάκωση που αναμφίβολα θα υπάρξουν. Το ζήτημα είναι κατά πόσο η ελλαδική πολιτική ηγεσία θα διαθέτει την ψυχραιμία αλλά και απαραίτητη αποφασιστικότητα εκείνη τη στιγμή, καθότι αν επιλέξει να μην ανταποδώσει το πλήγμα, οι επιπτώσεις στην αξιοπιστία της χώρας θα είναι καταστροφικές και μακροχρόνιες, με ότι αυτό συνεπάγεται. Η αποτρεπτική αξιοπιστία της χώρας θα πληγεί πιθανόν ανεπανόρθωτα, ενώ το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας – Κύπρου ουσιαστικά θα καταρρεύσει. Ανάλογες θα είναι και οι επιπτώσεις στο ηθικό και φρόνημα τόσο του ελλαδικού όσο και του κυπριακού ελληνισμού. Η δεύτερη επιλογή στη βάση της διακηρυγμένης αρχής της ευέλικτης ανταπόδοσης με την δημιουργία ισοδύναμων στρατιωτικών, σε αυτή την περίπτωση, τετελεσμένων θα αποτελέσει αναπόφευκτα μονόδρομο για την Ελλάδα. Σε πρακτικό επίπεδο, η δημιουργία ισοδύναμων στρατιωτικών τετελεσμένων σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να πλήξει στόχο(ους) αντίστοιχης στρατιωτικής σημασίας είτε στην κατεχόμενη Κύπρο (το πιό πιθανό) είτε στην ίδια την Τουρκία (μάλλον απίθανο), επιλέγοντας τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει, αν και είναι σχεδόν βέβαιο ότι για το ανταποδοτικό πλήγμα θα χρησιμοποιηθεί η αεροπορία, καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί το προσφορότερο μέσο.
Η επόμενη φάση της εξέλιξης του παιγνίου αφορά την Τουρκία. Πως θα αντιδράσει σ’ αυτή την περίπτωση; Δύο είναι οι πιθανές επιλογές της. Είτε να ανταπαντήσει, οπότε η στρατιωτική αντιπαράθεση κλιμακώνεται μάλλον επικίνδυνα, είτε όχι. Η κάθε μία εξ αυτών των επιλογών ενέχει συγκεκριμένο κόστος και οφέλη για την Τουρκία. Πάντως σ’ αυτό το στάδιο της εμπλοκής, το πιο πιθανό σενάριο είναι, ότι κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις και παρεμβάσεις διεθνών παραγόντων (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ), η σύγκρουση να μην κλιμακωθεί πέραν αυτού του σταδίου, καθότι κάτι τέτοιο εύκολα θα οδηγούσε σε μία γενικευμένη σύρραξη. Με άλλα λόγια η εμπλοκή θα παραμείνει ένα χαμηλής έντασης, ελεγχόμενο στρατιωτικό επεισόδιο Όμως το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν εντοπίζεται τόσο στην περιορισμένης έκτασης στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία, όσο στην “επόμενη μέρα”.
Είναι βέβαιο ότι, με τον τερματισμό της σχετικά μικρής στρατιωτικής εμπλοκής, θα υπάρξουν αφόρητες διπλωματικές πιέσεις από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ για την έναρξη του πολυπόθητου, από την δική τους οπτική γωνία, ελληνοτουρκικού διαλόγου. Είναι μάλλον απίθανο η Ελλάδα να μπορέσει να αρνηθεί πειστικά κάτι τέτοιο στις συνθήκες που θα έχουν δημιουργηθεί. Έτσι θα υποχρεωθεί να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων. Διαπραγματεύσεις πού όμως θα αφορούν κυρίως τις διεκδικήσεις επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που την τελευταία εικοσαετία έχει εγείρει και σε ένα βαθμό έχει καταφέρει να εντάξει στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών η Άγκυρα. Εν κατακλείδι, η όποια μικρής κλίμακας στρατιωτική εμπλοκή υπάρξει με αφορμή παραδείγματος χάριν την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα τις δύο χώρες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν πρέπει δε να αποκλείεται η περίπτωση ότι αυτός μπορεί να είναι και ο πραγματικός σκοπός μίας τουρκικής στρατιωτικής ενέργειας καθότι, όπως προαναφέρθηκε, οι διαπραγματεύσεις που θα επιβληθούν στις δύο χώρες θα αφορούν ως επί το πλείστον μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις και συνεπώς αντίστοιχες μικρές ή μεγάλες ελληνικές παραχωρήσεις.
Στο βαθμό που τα γεγονότα εξελιχθούν σε γενικές γραμμές στα πλαίσια του σεναρίου που περιγράψαμε πιο πάνω, καθίσταται εμφανές ότι μία πιθανή στρατιωτική εμπλοκή με αφορμή τους S-300 μπορεί τελικά να οδηγήσει σε ελληνικές υποχωρήσεις και παραχωρήσεις κυρίως στο Αιγαίο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποφευχθεί, ούτε με την ματαίωση της αγοράς του εν λόγω πυραυλικού συστήματος από την Κύπρο – απεμπολώντας το αυτονόητο δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα – ούτε με την μη ανταπόδοση ενός τουρκικού πλήγματος από μέρους της Ελλάδας, διότι αυτό θα έχει ακόμα πιο αρνητικές επιπτώσεις. Το πρόβλημα έγκειται στην αρχή του ισοδύναμου τετελεσμένου. Και τούτο διότι στη βάση της αρχής του ισοδύναμου τετελεσμένου, τόσο η Τουρκία όσο και άλλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) είναι πιθανό σε κάποια συγκυρία να θεωρήσουν ότι μία μικρή σχετικά στρατιωτική κρίση με αφορμή παραδείγματος χάριν την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, μπορεί να παραμείνει μέσα σε ελεγχόμενα πλαίσια και να λειτουργήσει καταλυτικά στην επίλυση (εις βάρος όμως των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων) των ελληνοτουρκικών διαφορών, κάτι το οποίο διακαώς επιθυμούν Αμερική και Ευρώπη. Όμως, αν η Ελλάδα καταστήσει σαφές ότι οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια της Άγκυρας στην Κύπρο (ή και αλλού) θα προκαλέσει ασύμμετρη ανταπόδοση από μέρους της, τότε μία τέτοια τοποθέτηση λειτουργεί αποτρεπτικά διότι αυξάνει, όχι μόνο το κόστος μίας τουρκικής στρατιωτικής ενέργειας, αλλά κυρίως την αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της κρίσης. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι είναι βέβαιο ότι Αμερική και Ευρώπη δεν επιθυμούν μία ανεξέλεγκτη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική κρίση, που μπορεί πολύ εύκολα να εξελιχθεί σε γενικευμένη ελληνοτουρκική σύρραξη, με καταλυτικές ίσως επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή η οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζεται από στρατηγική αστάθεια και ρευστότητα. Ως εκ τούτου οι προσπάθειες να αποτρέψουν την Άγκυρα από μία στρατιωτική ενέργεια στην Κύπρο θα είναι πολύ πιο εντατικές και έντονες. Το κατά πόσο η διακήρυξη από μέρους της Ελλάδας της αρχής της ασύμμετρης ανταπόδοσης όντως θα λειτουργήσει αποτρεπτικά, εξαρτάται αποκλειστικά από το βαθμό αξιοπιστίας της τοποθέτησης αυτής. Δηλαδή, από το κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να πείσει φίλους και εχθρούς ότι αφενός μεν διαθέτει τα μέσα να το πράξει, και η Ελλάδα τα διαθέτει, και αφετέρου ότι όντως δεν θα διστάσει να υλοποιήσει την απειλή. Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι υιοθετώντας την αρχή της ασύμμετρης ανταπόδοσης η Ελλάδα μπορεί να καταστεί υπεύθυνη και υπόλογη για την κλιμάκωση της όποιας μελλοντικής στρατιωτικής κρίσης με την Τουρκία. Όμως, αυτό που παραβλέπεται είναι ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις πρωταρχικός υπεύθυνος μίας τέτοιας κλιμάκωσης είναι όποιος “ήρξατο χειρών αδίκων”, διαβαίνοντας πρώτος τον Ρουβίκωνα και όχι αυτός που αμυνόμενος ανταποδίδει το πλήγμα.* Ο Χ. Κόλλιας είναι επιστημονικός ερευνητής στο ΚΕΠΕ, ειδικευμένος στα οικονομικά της άμυνας
Ως ένα βαθμό, οι εκτοξευόμενες απειλές μπορούν να ερμηνευτούν στα πλαίσια της πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ταλανίζει την Τουρκία και η οποία, κατά μία έννοια, υποχρεώνει το τουρκικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο σε κινήσεις αντιπερισπασμού στα εσωτερικά προβλήματα. Όμως, η σαφώς επιθετικότερη στάση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα οφείλεται και σε δύο άλλους παράγοντες. Πρώτον, την τελευταία περίπου δεκαετία, λόγω των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων1, η Τουρκία αισθάνεται ότι έχει ή ότι τείνει να ανατρέψει τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό δυνάμεων. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση στην υλοποίηση σημαντικών προγραμμάτων αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων καθώς επίσης η έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού και προγραμματισμού στις προμήθειες οπλικών συστημάτων2, έχουν και αυτές συντελέσει στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων όπως παραδείγματος χάριν στην περίπτωση των μαχητικών αεροσκαφών τρίτης γενιάς.
Οι εντατικοί ρυθμοί εξοπλισμών που ακολουθεί τα τελευταία έτη η Τουρκία αντανακλώνται στην σταθερά ανοδική πορεία των στρατιωτικών δαπανών της, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, παρά την οικονομική κρίση που την κατατρέχει. Εν αντιθέσει, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να παρακολουθήσει την Τουρκία σε εξοπλιστικά προγράμματα, με αποτέλεσμα την επαπειλούμενη ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων που υφίστατο σε προηγούμενες χρονικές περιόδους και η οποία, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, δρούσε αποτρεπτικά3. Η καθυστέρηση της υλοποίησης σημαντικών και αναγκαίων ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων αντανακλάται και στην πορεία που διαγράφουν οι ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες τα τελευταία έτη, σε σχέση πάντα με τις αντίστοιχες τουρκικές (Διάγραμμα 1). Παραδείγματος χάριν, οι στρατιωτικές δαπάνες της Τουρκίας την περίοδο 1985-95 έχουν σε σταθερές τιμές αυξηθεί κατά 60.8% περίπου, εν αντιθέσει με τις ελληνικές οι οποίες έχουν παραμείνει ουσιαστικά στάσιμες, κυρίως λόγω των χρόνιων δημοσιονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και των καταβαλλόμενων προσπαθειών σύγκλισης.
Εν ολίγοις, η Τουρκία, συμπεριφερόμενη ως μία περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, ακολουθεί έναντι της Ελλάδας αλλά και άλλων κρατών στην περιοχή μία πολιτική ισχύος που αποσκοπεί στην περιφερειακή ηγεμονία. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας μπορεί να γίνει κατανοητή και η διεθνής συμπεριφορά της γείτονος, καθώς επίσης και η αναθεωρητική της στρατηγική η οποία συνεπικουρείται από μία σταθερά αυξανόμενη τουρκική στρατιωτική ισχύ. Ισχύ την οποία είναι πιθανόν να μη διστάσει να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη χρονική στιγμή στο άμεσο ή απώτερο μέλλον. Η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος έχει καταδείξει ότι η Τουρκία δεν διστάζει να εκμεταλλευθεί τα εκάστοτε παρουσιαζόμενα παράθυρα ευκαιρίας, υλοποιώντας στρατηγικές της επιδιώξεις, όπως έπραξε το 1974 στην Κύπρο με την δημιουργία στρατιωτικών τετελεσμένων4. Αυτή η έστω και μικρή πιθανότητα εξετάζεται παρακάτω. Δηλαδή, τί θα συμβεί εάν η Τουρκία κρίνει σε κάποια συγκυρία ότι της προσφέρεται η ευκαιρία να περάσει από τα λόγια στην πράξη και πλήξει στρατιωτικά στόχους στην Κύπρο με αφορμή παραδείγματος χάριν την εγκατάσταση των S-300 είτε ακόμα και στο Αιγαίο με κάποιας μορφής στρατιωτική πρόκληση. Εξάλλου, η όποια αποτρεπτική αξία της εκτόξευσης απειλών χρήσης στρατιωτικής βίας αποδυναμώνεται εάν οι συνεχείς φραστικές διακηρύξεις δεν συνεπικουρούνται από έργα τα οποία επιβεβαιώνουν την βούληση να χρησιμοποιηθεί η διαθέσιμη στρατιωτική ισχύς.
Η αγορά αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-300 από την Κύπρο προκάλεσε ποικίλες διεθνείς αντιδράσεις. Η Τουρκία απείλησε ότι η εγκατάσταση τους θα παρεμποδισθεί ακόμα και με την χρήση στρατιωτικών μέσων. Όπως προαναφέρθηκε, είναι η δεύτερη φορά που η Τουρκία καταφεύγει στην απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας με αφορμή τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της Κύπρου (η αγορά των ρωσικών τεθωρακισμένων Τ-80 ήταν η προηγούμενη).
Η πραγματοποίηση των απειλών της Άγκυρας, αν και όχι ιδιαίτερα πιθανή, δεν πρέπει όμως και να αποκλείεται είτε με αφορμή την εγκατάσταση των S-300 είτε σε κάποια άλλη χρονική στιγμή με στόχο την ακύρωση στην πράξη του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου αλλά ακόμα και ως αντιπερισπασμός στην πολιτικοκοινωνική κρίση που κατατρέχει την Τουρκία. Ποιές όμως θα είναι οι φάσεις οι οποίες εξελικτικά θα δημιουργηθούν στα πλαίσια του στρατηγικού παιγνίου που θα αναπτυχθεί; Πως θα εξελιχθεί και που θα καταλήξει; Ας εξετάσουμε εν συντομία μία πιθανή αλληλουχία γεγονότων στην περίπτωση που η Τουρκία πλήξει στόχους στην Κύπρο ή και κάπου αλλού, υλοποιώντας τις κατά καιρούς εκτοξευθείσες απειλές. Εάν αυτό συμβεί, όπως φαίνεται και στη σχετική κωδικοποιημένη παρουσίαση των σταδίων, η Ελλάδα αυτόματα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις εξής δύο επιλογές: είτε να μην αντιδράσει σε στρατιωτικό επίπεδο είτε να πραγματοποιήσει και αυτή τις κατά καιρούς διακηρυγμένες προθέσεις της και αυτό παρά τις διεθνείς πιέσεις, παρεμβάσεις και παραινέσεις για αυτοσυγκράτηση και μη-κλιμάκωση που αναμφίβολα θα υπάρξουν. Το ζήτημα είναι κατά πόσο η ελλαδική πολιτική ηγεσία θα διαθέτει την ψυχραιμία αλλά και απαραίτητη αποφασιστικότητα εκείνη τη στιγμή, καθότι αν επιλέξει να μην ανταποδώσει το πλήγμα, οι επιπτώσεις στην αξιοπιστία της χώρας θα είναι καταστροφικές και μακροχρόνιες, με ότι αυτό συνεπάγεται. Η αποτρεπτική αξιοπιστία της χώρας θα πληγεί πιθανόν ανεπανόρθωτα, ενώ το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας – Κύπρου ουσιαστικά θα καταρρεύσει. Ανάλογες θα είναι και οι επιπτώσεις στο ηθικό και φρόνημα τόσο του ελλαδικού όσο και του κυπριακού ελληνισμού. Η δεύτερη επιλογή στη βάση της διακηρυγμένης αρχής της ευέλικτης ανταπόδοσης με την δημιουργία ισοδύναμων στρατιωτικών, σε αυτή την περίπτωση, τετελεσμένων θα αποτελέσει αναπόφευκτα μονόδρομο για την Ελλάδα. Σε πρακτικό επίπεδο, η δημιουργία ισοδύναμων στρατιωτικών τετελεσμένων σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να πλήξει στόχο(ους) αντίστοιχης στρατιωτικής σημασίας είτε στην κατεχόμενη Κύπρο (το πιό πιθανό) είτε στην ίδια την Τουρκία (μάλλον απίθανο), επιλέγοντας τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει, αν και είναι σχεδόν βέβαιο ότι για το ανταποδοτικό πλήγμα θα χρησιμοποιηθεί η αεροπορία, καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί το προσφορότερο μέσο.
Η επόμενη φάση της εξέλιξης του παιγνίου αφορά την Τουρκία. Πως θα αντιδράσει σ’ αυτή την περίπτωση; Δύο είναι οι πιθανές επιλογές της. Είτε να ανταπαντήσει, οπότε η στρατιωτική αντιπαράθεση κλιμακώνεται μάλλον επικίνδυνα, είτε όχι. Η κάθε μία εξ αυτών των επιλογών ενέχει συγκεκριμένο κόστος και οφέλη για την Τουρκία. Πάντως σ’ αυτό το στάδιο της εμπλοκής, το πιο πιθανό σενάριο είναι, ότι κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις και παρεμβάσεις διεθνών παραγόντων (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ), η σύγκρουση να μην κλιμακωθεί πέραν αυτού του σταδίου, καθότι κάτι τέτοιο εύκολα θα οδηγούσε σε μία γενικευμένη σύρραξη. Με άλλα λόγια η εμπλοκή θα παραμείνει ένα χαμηλής έντασης, ελεγχόμενο στρατιωτικό επεισόδιο Όμως το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν εντοπίζεται τόσο στην περιορισμένης έκτασης στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία, όσο στην “επόμενη μέρα”.
Είναι βέβαιο ότι, με τον τερματισμό της σχετικά μικρής στρατιωτικής εμπλοκής, θα υπάρξουν αφόρητες διπλωματικές πιέσεις από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ για την έναρξη του πολυπόθητου, από την δική τους οπτική γωνία, ελληνοτουρκικού διαλόγου. Είναι μάλλον απίθανο η Ελλάδα να μπορέσει να αρνηθεί πειστικά κάτι τέτοιο στις συνθήκες που θα έχουν δημιουργηθεί. Έτσι θα υποχρεωθεί να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων. Διαπραγματεύσεις πού όμως θα αφορούν κυρίως τις διεκδικήσεις επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που την τελευταία εικοσαετία έχει εγείρει και σε ένα βαθμό έχει καταφέρει να εντάξει στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών η Άγκυρα. Εν κατακλείδι, η όποια μικρής κλίμακας στρατιωτική εμπλοκή υπάρξει με αφορμή παραδείγματος χάριν την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα τις δύο χώρες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν πρέπει δε να αποκλείεται η περίπτωση ότι αυτός μπορεί να είναι και ο πραγματικός σκοπός μίας τουρκικής στρατιωτικής ενέργειας καθότι, όπως προαναφέρθηκε, οι διαπραγματεύσεις που θα επιβληθούν στις δύο χώρες θα αφορούν ως επί το πλείστον μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις και συνεπώς αντίστοιχες μικρές ή μεγάλες ελληνικές παραχωρήσεις.
Στο βαθμό που τα γεγονότα εξελιχθούν σε γενικές γραμμές στα πλαίσια του σεναρίου που περιγράψαμε πιο πάνω, καθίσταται εμφανές ότι μία πιθανή στρατιωτική εμπλοκή με αφορμή τους S-300 μπορεί τελικά να οδηγήσει σε ελληνικές υποχωρήσεις και παραχωρήσεις κυρίως στο Αιγαίο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποφευχθεί, ούτε με την ματαίωση της αγοράς του εν λόγω πυραυλικού συστήματος από την Κύπρο – απεμπολώντας το αυτονόητο δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα – ούτε με την μη ανταπόδοση ενός τουρκικού πλήγματος από μέρους της Ελλάδας, διότι αυτό θα έχει ακόμα πιο αρνητικές επιπτώσεις. Το πρόβλημα έγκειται στην αρχή του ισοδύναμου τετελεσμένου. Και τούτο διότι στη βάση της αρχής του ισοδύναμου τετελεσμένου, τόσο η Τουρκία όσο και άλλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) είναι πιθανό σε κάποια συγκυρία να θεωρήσουν ότι μία μικρή σχετικά στρατιωτική κρίση με αφορμή παραδείγματος χάριν την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, μπορεί να παραμείνει μέσα σε ελεγχόμενα πλαίσια και να λειτουργήσει καταλυτικά στην επίλυση (εις βάρος όμως των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων) των ελληνοτουρκικών διαφορών, κάτι το οποίο διακαώς επιθυμούν Αμερική και Ευρώπη. Όμως, αν η Ελλάδα καταστήσει σαφές ότι οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια της Άγκυρας στην Κύπρο (ή και αλλού) θα προκαλέσει ασύμμετρη ανταπόδοση από μέρους της, τότε μία τέτοια τοποθέτηση λειτουργεί αποτρεπτικά διότι αυξάνει, όχι μόνο το κόστος μίας τουρκικής στρατιωτικής ενέργειας, αλλά κυρίως την αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της κρίσης. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι είναι βέβαιο ότι Αμερική και Ευρώπη δεν επιθυμούν μία ανεξέλεγκτη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική κρίση, που μπορεί πολύ εύκολα να εξελιχθεί σε γενικευμένη ελληνοτουρκική σύρραξη, με καταλυτικές ίσως επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή η οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζεται από στρατηγική αστάθεια και ρευστότητα. Ως εκ τούτου οι προσπάθειες να αποτρέψουν την Άγκυρα από μία στρατιωτική ενέργεια στην Κύπρο θα είναι πολύ πιο εντατικές και έντονες. Το κατά πόσο η διακήρυξη από μέρους της Ελλάδας της αρχής της ασύμμετρης ανταπόδοσης όντως θα λειτουργήσει αποτρεπτικά, εξαρτάται αποκλειστικά από το βαθμό αξιοπιστίας της τοποθέτησης αυτής. Δηλαδή, από το κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να πείσει φίλους και εχθρούς ότι αφενός μεν διαθέτει τα μέσα να το πράξει, και η Ελλάδα τα διαθέτει, και αφετέρου ότι όντως δεν θα διστάσει να υλοποιήσει την απειλή. Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι υιοθετώντας την αρχή της ασύμμετρης ανταπόδοσης η Ελλάδα μπορεί να καταστεί υπεύθυνη και υπόλογη για την κλιμάκωση της όποιας μελλοντικής στρατιωτικής κρίσης με την Τουρκία. Όμως, αυτό που παραβλέπεται είναι ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις πρωταρχικός υπεύθυνος μίας τέτοιας κλιμάκωσης είναι όποιος “ήρξατο χειρών αδίκων”, διαβαίνοντας πρώτος τον Ρουβίκωνα και όχι αυτός που αμυνόμενος ανταποδίδει το πλήγμα.* Ο Χ. Κόλλιας είναι επιστημονικός ερευνητής στο ΚΕΠΕ, ειδικευμένος στα οικονομικά της άμυνας
Σημειώσεις
1 Θ. Ντόκος και Ν. Πρωτονοτάριος (1994) Η Αμυντική Πολιτική και Στρατιωτική Ισχύς της Τουρκίας: η πρόκληση για την Ελληνική ασφάλεια, ΕΛΙΑΜΕΠ-Εκδόσεις Τουρίκη, & Θ. Ντόκος, “Τουρκία: Υπερεξοπλίζεται για επιθετικό πόλεμο”, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1 Φεβρουαρίου 1996
2 Χ. Κόλλιας “Αμυντικές δαπάνες με ορθολογισμό”, Καθημερινή 10 Νοεμβρίου 1996
3 Kollias, C. (1994) “Is there a Greek-Turkish arms race? The view from Athens” Cyprus Journal of Economics Vol 7 No 1 & Kollias, C. (1996) “The Greek-Turkish conflict and Greek military expenditure 1962-90”, Journal of Peace Research, Vol 33, No 2
4 Kollias, C. (1994) “Do countries jump through windows of opportunity? The case of the 1974 Turkish invasion of Cyprus”, The Cyprus Review, Vol 6, No 1
2 Χ. Κόλλιας “Αμυντικές δαπάνες με ορθολογισμό”, Καθημερινή 10 Νοεμβρίου 1996
3 Kollias, C. (1994) “Is there a Greek-Turkish arms race? The view from Athens” Cyprus Journal of Economics Vol 7 No 1 & Kollias, C. (1996) “The Greek-Turkish conflict and Greek military expenditure 1962-90”, Journal of Peace Research, Vol 33, No 2
4 Kollias, C. (1994) “Do countries jump through windows of opportunity? The case of the 1974 Turkish invasion of Cyprus”, The Cyprus Review, Vol 6, No 1
q