Σε ποιο σκηνικό εντάσσονται οι τελευταίες εξελίξεις: Κατ’ αρχήν, η Άγκυρα, με την ενθάρρυνση κυρίως των ΗΠΑ, και τη σημαντική αρωγή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, έχει πεισθεί για τα σημαντικά οφέλη που θα έχει εάν πλησιάσει περισσότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει πεισθεί, επίσης, ότι με την αρνητική στάση του Ραούφ Ντενκτάς, δεν μπορεί να ανακόψει την ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Από την άλλη, στην κατεχόμενη Κύπρο, υπάρχει για πρώτη φορά, σοβαρή πίεση προς τον Ντενκτάς, τόσο λόγω οικονομικής δυσπραγίας, όσο και πολιτικής απομόνωσης, για πιο διαλλακτική στάση, προπάντων με την ελπίδα ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια κάποια στιγμή θα σώσουν τους Τουρκοκύπριους και τους εποίκους από το φάσμα της ανεργίας και της πείνας (κυριολεκτικά, ομιλούντες) που πλανάται στα κατεχόμενα. Στην ουσία του προβλήματος, η Άγκυρα και ο Ντενκτάς έχουν σαφείς και αναλλοίωτες θέσεις: Συνομιλούν μόνο στη βάση αναζήτησης λύσης δυο χωριστών κρατών, με ίση πολιτική εκπροσώπηση στους διεθνείς οργανισμούς, όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Ντενκτάς εγκατέλειψε τις εκ του σύνεγγυς συνομιλίες πριν από ένα σχεδόν χρόνο, ξεκαθαρίζοντας ότι θα επανέλθει σε συνομιλίες μόνο αν γίνουν στη βάση δυο ισότιμων κρατών. Εφάρμοσε από τότε μια ακόμα αλλαγή τακτικής. Έβαλε άνω τελεία στο αίτημά του για επίσημη αναγνώριση και έθεσε ένα μεταβατικό στόχο: Αντί το κατοχικό ψευδοκράτος του να αναβαθμιστεί και να αναγνωρισθεί σαν επίσημο κράτος ισότιμο με την Κυπριακή Δημοκρατία, ζητά αρχικά κάτι πιο πραγματοποιήσιμο: Να υποβαθμισθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να εξισωθεί με το παράνομο κράτος του. Και για κάτι τέτοιο δεν χρειάζονται ούτε ο διεθνής παράγοντας, που ούτως ή άλλως συμμερίζεται από καιρό την πολιτική ισότητα των δυο πλευρών, ούτε κάποια επίσημη φανφάρα από τους Ελληνοκύπριους.
Γιατί, λοιπόν, πανηγύρισαν οι Τούρκοι με τη συμφωνία για συνομιλίες ενώ είναι ακατανόητοι οι πανηγυρισμοί Αθήνας και Λευκωσίας;
Πρώτον, η Άγκυρα και ο Ντενκτάς αποβάλλουν την κατηγορία ότι εμποδίζουν τη λύση του Κυπριακού. Από την πρώτη στιγμή, χαιρετίζοντας τη συμφωνία της Τρίτης, 4 Δεκεμβρίου 2001, για έναρξη συνομιλιών, ο ειδικός συντονιστής για το Κυπριακό του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Τόμας Γουέστον, δήλωσε ότι η πρόταση για απ’ ευθείας συνομιλίες προήλθε από τον Ντενκτάς και “είναι σημαντικό να θυμάται κανείς από πού προήλθε και να αναγνωρισθεί”. Δηλαδή, αντί να αναγνωρισθεί ότι, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, η ελληνοκυπριακή πλευρά κάνει συνεχείς υποχωρήσεις αποδεικνύοντας, ενίοτε και με τρόπο γελοίο, ότι μόνη επιθυμία της είναι οι συνομιλίες, θα πρέπει τώρα όλοι να σπεύσουν να αναγνωρίσουν και όχι μόνο φραστικά ασφαλώς (στη διπλωματία, για τέτοιες “καλές πράξεις”, υπάρχουν πάντα και καλά ανταλλάγματα) ότι η πρόταση προήλθε από τον Ντενκτάς. Κι αυτό, παρόλο που είναι κοινό μυστικό ότι, πριν από τη συνάντηση της Τρίτης, όπου δήθεν αποφασίστηκαν οι συνομιλίες, υπήρξε ένα παρασκήνιο που είχε ξεκινήσει από τον περασμένο Νοέμβριο και κατά το οποίο στήθηκε με πάσα λεπτομέρεια και με αμερικανική καθοδήγηση το σενάριο που γνωρίσαμε με την πατερναλιστική συνάντηση Κληρίδη – Ντενκτάς στις 4 Δεκεμβρίου. (Ήδη, η Ουάσινγκτον, αμέσως μετά την… ευφορία, ζήτησε τη συνδρομή του Έλληνα πρωθυπουργού για να δεχθεί η Ελλάδα στη σύνοδο του Λάακεν, στις 14, 15 Δεκεμβρίου, την αγγλική φόρμουλα στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας και στον υπό συγκρότηση ευρωστρατό, με την οποία [αγγλική φόρμουλα] η Τουρκία θα αποκτήσει λόγο στις επιχειρήσεις του ευρωστρατού όταν κρίνει ότι απειλείται η εθνική της ασφάλεια και θα εξαιρέσει την Κύπρο και το Αιγαίο από τον τομέα δράσης του. Κι αυτό θα ήταν, ίσως, ένα από τα καλά ανταλλάγματα για την καλοσύνη της Άγκυρας να πείσει τον Ντενκτάς να προχωρήσει σε συνομιλίες!) Η αναβολή, που δόθηκε στο Λάακεν, σ’ αυτή την απόφαση ήταν η μόνη επιλογή για την ελληνική πλευρά, που κέρδισε χρόνο για να διαπιστώσει αν όντως θα γίνουν ουσιαστικά βήματα καλής θέλησης από την Τουρκία.
Δεύτερον, η επίσκεψη του Γλαύκου Κληρίδη για δείπνο στα κατεχόμενα, την επομένη της συνάντησης με τον Ντενκτάς, δεν ήταν απλώς μια φιλοφρονητική πράξη. Ήταν το αποκορύφωμα της επιτυχίας του Ντενκτάς για εξίσωση. Ο Γλαύκος Κληρίδης επισκέφθηκε την “προεδρική κατοικία” του Ντενκτάς, η οποία σημειωτέον βρίσκεται κτισμένη με κοινό τοίχο στο “προεδρικό” του μέγαρο. Και όσο κι αν έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν μια κίνηση καλής θέλησης εκ μέρους του Προέδρου και σαν ένα κοινωνικό χάπενινγκ άνευ ουσίας (“αφού μπορούμε να συνομιλούμε, μπορούμε και να συντρώγουμε”, είπε ο κ. Κληρίδης), δεν παύει να είναι μια σοβαρή πολιτική πράξη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν επιθυμία μας είναι η λύση του Κυπριακού μέσω συνομιλιών, δεν μπορούμε να μένουμε κολλημένοι σε λεπτομέρειες, είπαν όσοι θέλησαν να στηρίξουν την ενέργεια του Κληρίδη. Αλλά, ασφαλώς, εδώ δεν πρόκειται για λεπτομέρειες. Ακόμα και το γεγονός ότι ο πρόεδρος της μόνης αναγνωρισμένης κυβέρνησης του νησιού, την ώρα που διέσχιζε το τουρκικό οδόφραγμα της Λευκωσίας, δέχθηκε, θέλοντας και μη, τον στρατιωτικό χαιρετισμό των αστυνομικών του ψευδοκράτους, έχει τον συμβολισμό του. Και δεν αντανακλά αλλού πλην στην προσπάθεια των κατακτητών για εξίσωση του πολιτικού στάτους των ελεύθερων περιοχών με το καθεστώς των κατεχομένων. Αυτό έχει κυρίως τη σημασία του για το εσωτερικό μέτωπο όπου, σιγά – σιγά, χωνεύονται και τα πιο αποκρουστικά έως τώρα σενάρια. Αλλά και στο εξωτερικό, όπου ο διεθνής παράγοντας αποφεύγει, έτσι, τον πονοκέφαλο της αναγνώρισης και της αποδοχής της πολιτικής ισότητας των δυο πλευρών, με την αναγνώριση μιας μορφής ανάλογης εκείνης που αναγνωρίστηκε αρχικά για τους Παλαιστινίους, δηλαδή όχι πλήρους κρατικής οντότητας αλλά “τουρκοκυπριακής αρχής”. Εξάλλου, την αμέσως επομένη του δείπνου, ο Ραούφ Ντενκτάς, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Ανατολή, ήταν ξεκάθαρος: “Για μας, είπε, τίθεται θέμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητά μας και τα δικαιώματα στην κυριαρχία”.
Έχουν, επίσης, τη σημασία τους οι δηλώσεις του Μπουλέντ Ετζεβίτ και του Ισμαήλ Τζεμ, αμέσως μετά τη συμφωνία της 4ης Δεκεμβρίου: Μίλησαν και οι δυο για θετική εξέλιξη, αλλά δεν παρέλειψαν να σημειώσουν ότι η θετική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε θα έχει στόχο να οδηγήσει “σε μια νέα εταιρική σχέση βασιζόμενη σε ισότιμο καθεστώς”.
Η υπονόμευση
Τρίτον, με τα χρονοδιαγράμματα, που συμφωνήθηκαν, είναι φανερό ότι η Τουρκία επιδιώκει να αφήσει ανοικτή τη δυνατότητα να συνδέσει τη λύση στο Κυπριακό με την ένταξη στην Ευρώπη, ώστε όταν έρθει η ώρα να μπορέσει βασικά να υπονομεύσει την ένταξη. Και δεν νομίζουμε ότι θα δυσκολευθεί να πείσει ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν προχωρούν σε λύση, παρά τις τουρκικές δήθεν προσπάθειες, διότι περιμένουν την ένταξη. Να θυμηθούμε ότι αυτό είναι κάτι που προβλημάτισε και τους Ευρωπαίους ηγέτες όταν συζητούσαν την απόφαση του Ελσίνκι, φοβούμενοι ότι, αν δώσουν επίσημη διαβεβαίωση ότι η Κύπρος θα ενταχθεί ακόμα και αν δεν υπάρξει λύση, τότε οι Ελληνοκύπριοι θα εγκαταλείψουν τις προσπάθειες και θα αφήσουν τον χρόνο να κυλάει μέχρι την ένταξη.
Όλ’ αυτά βεβαίως συμβαίνουν παράλληλα με τη διαδικασία ένταξης που ακολουθεί η Κύπρος και η οποία προς το παρόν δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια. Δικαιολογούνται λοιπόν, εκείνοι που θεωρούν “προβληματικούς” όσους εκφράζουν ανησυχίες για τις εξελίξεις; Διότι, κατά τους ίδιους, η ένταξη, το κοινοτικό κεκτημένο και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, που θα εμπλακούν υποχρεωτικά στο Κυπριακό, θα είναι καταλυτικά στις όποιες τουρκικές εμβολές.
Μπορεί να είναι έτσι. Αλλά, έστω ότι θα πάνε καλά οι συνομιλίες που θα ξεκινήσουν τον Ιανουάριο και οι δυο πλευρές θα βρεθούν σε ένα θετικό κλίμα. Ποια θα είναι η κατάληξη; Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και γνωρίζοντας τις αναλλοίωτες τουρκικές θέσεις, ένα μόνο σενάριο μπορούμε να δούμε ως πιθανό:
Η ένταξη στην Ε.Ε. θα γίνει για την ελεύθερη Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα εξασφαλίσει το κυρίαρχο ζητούμενο, που είναι η ασφάλεια, ενώ το κατεχόμενο τμήμα θα αναγνωρισθεί μάλλον εμμέσως, όπως είπαμε και πιο πάνω, με τη μορφή, δηλαδή της “τουρκοκυπριακής αρχής” (και με “επίσημες τουρκοκυπριακές αντιπροσωπείες”, όπως είχαν οι Παλαιστίνιοι για πολλά χρόνια σε όλες σχεδόν τις χώρες). Παράλληλα, θα εξασφαλισθεί η άρση του διεθνούς εμπορικού εμπάργκο, που υπάρχει τώρα κατά του ψευδοκράτους, ώστε να αρχίσει μια οικονομική και εμπορική δραστηριότητα, που θα ικανοποιήσει τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουν στα κατεχόμενα, αλλά επίσης θα απαμβλύνει το κόστος (οικονομικό και πολιτικό) της Τουρκίας. Στο ίδιο πλαίσιο θα κινηθούν προφανώς και διάφορα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, με πρώτο, κάποια μορφή ελεύθερης διακίνησης και με στόχο και πάλι την οικονομική ενίσχυση των κατεχομένων: όπως η διακίνηση τουριστών, η από κοινού ανοικοδόμηση της Αμμοχώστου και η ροή μεγάλου μέρους των 15 εκατομμυρίων δολαρίων, που ενέκρινε γι’ αυτό τον σκοπό πριν από μήνες το αμερικανικό Κογκρέσο, καθώς και των ευρωπαϊκών κονδυλίων, που θα επιδιώξουν την όσο το δυνατόν ισοσκέλιση των δυο πλευρών.
Είναι σαφές ότι όλ’ αυτά (καθώς και άλλα, όπως όσα ακολούθησαν με τους Άγγλους να παρεμβαίνουν στην ατζέντα των συνομιλιών και να επιδιώκουν να τοποθετήσουν σαν πρώτο θέμα την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία, του “νέου συνεταιρισμού”, δημιουργώντας προσδοκίες αναγνώρισης του ψευδοκράτους), δεν δείχνουν τίποτε άλλο από διχοτόμηση και μάλιστα με τις ευλογίες του διεθνούς παράγοντα και με την προστασία της Ευρώπης. Αν δεν έχουμε, πάντως, οι Ελληνοκύπριοι και οι Ελλαδίτες άλλη επιλογή, τουλάχιστον ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας πανηγυρίζοντας για εξελίξεις που θα έπρεπε να μας προκαλούν οδύνη.
* O Άριστος Μιχαηλίδης είναι αρχισυντάκτης της εφημερίδας Πολίτης της Λευκωσίας.