465
του Μπάρυ Ρούμπιν
Στις μέρες μας, που είναι δύσκολο να βρει κάποιος φίλους, οι συνεχιζόμενες στενές σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας είναι όλο και πιο αξιοσημείωτες και καλοδεχούμενες.
Κατά την τρέχουσα περίοδο, οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ, περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι ανταλλαγές στον στρατιωτικό τομέα.
Επιπλέον, κάθε χρόνο, 330.000 Ισραηλινοί τουρίστες στην Τουρκία ξοδεύουν περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια, ενώ εταιρείες του Ισραήλ συμμετέχουν στην τοποθέτηση υψηλών επενδύσεων στα πλαίσια ενός τεράστιου προγράμματος ανάπτυξης στην νοτιο-ανατολική Τουρκία. σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε την επικείμενη συμφωνία για την εισαγωγή τουρκικού νερού στο Ισραήλ και το εμπόριο μεταξύ δύο χωρών για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού.
Τον προηγούμενο μήνα, οι δύο χώρες συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ στον Αετό της Ανατολίας, μια μεγάλη στρατιωτική άσκηση, διαρκείας δύο εβδομάδων, στην Τουρκία, η οποία προχώρησε πέρα από τις περιορισμένες ασκήσεις του παρελθόντος, που στόχευαν σε επιχειρήσεις διάσωσης. Τα F-16 που χρησιμοποιήθηκαν από τις 3 χώρες έκαναν ασκήσεις στις αερομαχίες, στις επιθέσεις εδάφους και στον εναέριο ανεφοδιασμό.
Έτσι, όταν ο απερχόμενος Ισραηλινός πρέσβης στην Άγκυρα Ούρι Μπαρ-Νιρ αποκάλεσε, πρόσφατα, την Τουρκία ως την δεύτερη σημαντικότερη χώρα για το Ισραήλ στον κόσμο (μετά τις ΗΠΑ), δεν υπερέβαλε.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία –και δεν έχει σημειωθεί ευρέως– είναι το γεγονός ότι τα αραβικά κράτη έχουν αποδεχτεί την τουρκο-ισραηλινή συμμαχία. Όποιος κατανοεί πως λειτουργούν οι διεθνείς υποθέσεις θα πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι οι προηγούμενες κατηγορίες των Αράβων δεν ήταν λόγος για να περιοριστεί ο συνασπισμός, αλλά αντίθετα αυτός απέδειξε την αποτελεσματικότητά του.
Στο κάτω κάτω, εάν στη Συρία ή σε άλλες χώρες δεν αρέσει αυτή η συμμαχία τούτο συμβαίνει διότι ανησυχούν ότι έτσι περιορίζεται η ικανότητά τους να πιέσουν ή να επιτεθούν ενάντια στην Τουρκία και στο Ισραήλ. Όμως, στις τελευταίες αραβικές και ισλαμικές συνόδους, δεν γίνεται, πλέον, λόγος για την τουρκο-ισραηλινή συνεργασία. Αντιθέτως, στις συνόδους κορυφής των Ισλαμικών κρατών, Άραβες διπλωμάτες ζήτησαν από την Τουρκία να ασκήσει την επιρροή της στο Ισραήλ για να κατευναστεί η πρόσφατη κρίση.
Επιπλέον, με αίτημα του Ισραήλ, η Τουρκία προσπάθησε να παίξει ένα εποικοδομητικό ρόλο στη διευκόλυνση των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών.
Έτσι οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις συνέχισαν να αναπτύσσονται πέρα από τα υψηλά επίπεδα που είχαν φτάσει προηγουμένως. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ένας αριθμός από τουρκικά ιδρύματα υποστηρίζουν και συμμετέχουν στη συνεργασία των δύο χωρών που έχει εξαπλωθεί πέρα από τον στρατιωτικό τομέα, στα πλαίσια του οποίου ξεκίνησε αυτή η συμμαχία.
Εν συντομία, αυτή η σχέση είναι τόσο μακροπρόθεσμη και σταθερή όσο και οποιοσδήποτε τέτοιου είδους δεσμός στον κόσμο. Εδράζεται σε εθνικά συμφέροντα, βεβαίως, ιδιαίτερα απέναντι στα ριζοσπαστικά καθεστώτα και δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Επίσης, υπάρχει ακόμη ένα στοιχείο πολιτισμικό και κοινωνικό, ο δεσμός μεταξύ δύο δημοκρατικών κρατών με λαούς που δεν είναι εντελώς αποδεχτοί είτε στη Μέση Ανατολή, είτε στην Ευρώπη. Ενώ υφίστανται διαφορές στα συμφέροντα και στις αντιλήψεις, αυτές είναι δυνατόν να γεφυρωθούν. Σε αντίθεση με τη θέση του Ισραήλ, η Τουρκία θα επιθυμούσε διεύρυνση του εμπορίου με το Ιράν και το Ιράκ, ευνοώντας τη χαλάρωση των κυρώσεων εναντίον των χωρών αυτών. Όμως, όπως και το Ισραήλ, η Τουρκία ανησυχεί από τις προθέσεις και τις προσπάθειες αυτών των στρατιωτικών καθεστώτων να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα και πιο αποτελεσματικούς πυραύλους. Πράγματι, το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Τουρκίας για την απόκτηση των μέσων να αμυνθεί εναντίον των πυραύλων –σε έναν τομέα όπου το Ισραήλ είναι ο παγκόσμιος ηγέτης– είναι μια καινούργια διάσταση στις σχέσεις.
Υπάρχουν κάποια αρνητικά σημεία. όχι πολλά. Οι ισλαμικές ομάδες και οι εντυπωσιοθηρικές εφημερίδες στην Τουρκία υποδαυλίζουν τις αντι-ισραηλιτικές εκστρατείες. Διαδίδουν ψεύτικες ειδήσεις ότι το Ισραήλ επιθυμεί ένα εχθρικό απέναντι στην Τουρκία κουρδικό κράτος στο βόρειο Ιράκ, όπως επίσης τη γνωστή προπαγάνδα για την τρέχουσα κατάσταση.
Ασφαλώς, αυτό έχει ένα αποτέλεσμα στην κοινή γνώμη, αλλά είναι περιορισμένο και δεν φαίνεται να διευρύνεται. Οι προσπάθειες των Αράβων να εκφοβίσουν την Τουρκία έχουν γίνει συχνά μπούμερανγκ για τους ίδιους, καθώς οι Τούρκοι τις απορρίπτουν με αίσθημα πατριωτισμού βλέποντάς τις ως ενέργειες προσβλητικές και απόπειρες εξαγοράς. Το συνολικό ζήτημα των ισλαμικών οργανώσεων στην Τουρκία πρέπει να τεθεί σε μια ευρύτερη προοπτική. Ενώ το Ισλαμικό κόμμα για μικρό διάστημα ηγήθηκε μιας κυβερνητικής συμμαχίας, η θητεία του στην εξουσία ήταν μια καταστροφή. Η στρατιωτική αντιπολίτευση επηρέασε πολλούς ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν το κόμμα, το οποίο διασπάστηκε στα δύο. Πρόσφατα, το διάδοχο κόμμα επίσης απαγορεύτηκε και υπάρχει η πιθανότητα είτε να διασπαστεί είτε να θριαμβεύσει μια μετριοπαθής πτέρυγά του. Οι Ισλαμιστές είναι λιγότερο πιθανό να αναλάβουν την εξουσία στην Τουρκία από το να συμβεί το αντίστοιχο με τα υπερ-ορθόδοξα θρησκευτικά κόμματα στο Τελ Αβίβ.
Ένα σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη σχέση είναι ο ρόλος των ΗΠΑ. Η υποστήριξη της Αμερικής σε δύο τέτοιους έμπιστους, δημοκρατικούς συμμάχους είναι ζωτικής συμμαχίας για την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων. Επίσης, όπως και οι Αμερικανοί πολιτικοί αναγνωρίζουν, ενδυναμώνοντας τη συνεργασία μεταξύ τέτοιων συμμάχων ακόμη περισσότερο, προάγεται η περιφερειακή σταθερότητα και ο αμερικανικός έλεγχος στην περιοχή.
Ασυζητητί, οι αμερικανο-εβραϊκές ομάδες έχουν παίξει έναν τεράστιο και πιο παραγωγικό ρόλο σε αυτό το μέτωπο από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα για την εξωτερική πολιτική του Ισραήλ. Προσωπικότητες των Εβραιο-αμερικανών έχουν επίσης παίξει εξέχοντα ρόλο στην υποστήριξη της Τουρκίας μέσα στην αμερικανική κυβέρνηση και το Κογκρέσο.
Τελικώς, η ελληνο-τουρκική προσέγγιση –μία από τις πιο ευνοϊκές πρόσφατες εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις– σημαίνει ότι οι καλές τουρκο-ισραηλινές σχέσεις δεν θεωρούνται απειλητικές προς την Αθήνα. Αντιθέτως, η Ελλάδα θεωρεί αυτή τη συμμαχία ως παράδειγμα, και επιζητεί ενεργητικά να βελτιώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ.
Υπάρχουν πολλά ακόμη να κάνουμε, ιδιαίτερα στο επίπεδο των σχέσεων των δύο λαών, αν και ο τουρισμός αποτελεί ένα καλό πρώτο βήμα. Μέσα στο Ισραήλ είναι ανάγκη να γίνουν περισσότερα για την κατανόηση της Τουρκίας, διαλύοντας τα αρνητικά στερεότυπα και ενδυναμώνοντας την κατανόηση των καλύτερων μας “γειτόνων” μας.
Ακόμη, έχει σημασία να μη ξεχνάμε ότι ο αριθμός των Τούρκων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή ισούται με τον αριθμό των Αράβων. Θυμηθείτε ότι εκατομμύρια ανθρώπων τουρκικής εθνικότητας ζουν στο Αζερμπαϊτζάν, στο Ουζμπεκιστάν, στο Καζακστάν, στο Τουρκμενιστάν και στο Κιργιζιστάν. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτές οι χώρες –όλες πρώην τμήματα της ΕΣΣΔ– έχουν τις καλύτερες σχέσεις με το Ισραήλ από οποιοδήποτε άλλο μουσουλμανικό κράτος στο κόσμο.
Ένα 20% του πληθυσμού του Ιράν είναι τουρκικής εθνοτικής καταγωγής. Ενώ διαφέρουν σε γλώσσα και ταυτότητα, όλες αυτές οι κοινότητες έχουν ισχυρούς δεσμούς.
Αυτή η πραγματικότητα θα έπρεπε να αντανακλάται στα σχολεία μας, στα μέσα ενημέρωσης και στην ψυχολογία. Πόσα πράγματα γνωρίζουν οι Ισραηλινοί για την Τουρκία; Πόσοι Ισραηλινοί σπουδάζουν την τουρκική γλώσσα; Πόσα μαθήματα διδάσκονται στα πανεπιστήμια για την Τουρκία; Πόσο χρόνο καταναλώνουν τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης για αυτή την χώρα; Αυτά τα ζητήματα απαιτούν σοβαρή σκέψη και αλλαγές.
Κατά την τρέχουσα περίοδο, οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ, περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι ανταλλαγές στον στρατιωτικό τομέα.
Επιπλέον, κάθε χρόνο, 330.000 Ισραηλινοί τουρίστες στην Τουρκία ξοδεύουν περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια, ενώ εταιρείες του Ισραήλ συμμετέχουν στην τοποθέτηση υψηλών επενδύσεων στα πλαίσια ενός τεράστιου προγράμματος ανάπτυξης στην νοτιο-ανατολική Τουρκία. σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε την επικείμενη συμφωνία για την εισαγωγή τουρκικού νερού στο Ισραήλ και το εμπόριο μεταξύ δύο χωρών για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού.
Τον προηγούμενο μήνα, οι δύο χώρες συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ στον Αετό της Ανατολίας, μια μεγάλη στρατιωτική άσκηση, διαρκείας δύο εβδομάδων, στην Τουρκία, η οποία προχώρησε πέρα από τις περιορισμένες ασκήσεις του παρελθόντος, που στόχευαν σε επιχειρήσεις διάσωσης. Τα F-16 που χρησιμοποιήθηκαν από τις 3 χώρες έκαναν ασκήσεις στις αερομαχίες, στις επιθέσεις εδάφους και στον εναέριο ανεφοδιασμό.
Έτσι, όταν ο απερχόμενος Ισραηλινός πρέσβης στην Άγκυρα Ούρι Μπαρ-Νιρ αποκάλεσε, πρόσφατα, την Τουρκία ως την δεύτερη σημαντικότερη χώρα για το Ισραήλ στον κόσμο (μετά τις ΗΠΑ), δεν υπερέβαλε.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία –και δεν έχει σημειωθεί ευρέως– είναι το γεγονός ότι τα αραβικά κράτη έχουν αποδεχτεί την τουρκο-ισραηλινή συμμαχία. Όποιος κατανοεί πως λειτουργούν οι διεθνείς υποθέσεις θα πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι οι προηγούμενες κατηγορίες των Αράβων δεν ήταν λόγος για να περιοριστεί ο συνασπισμός, αλλά αντίθετα αυτός απέδειξε την αποτελεσματικότητά του.
Στο κάτω κάτω, εάν στη Συρία ή σε άλλες χώρες δεν αρέσει αυτή η συμμαχία τούτο συμβαίνει διότι ανησυχούν ότι έτσι περιορίζεται η ικανότητά τους να πιέσουν ή να επιτεθούν ενάντια στην Τουρκία και στο Ισραήλ. Όμως, στις τελευταίες αραβικές και ισλαμικές συνόδους, δεν γίνεται, πλέον, λόγος για την τουρκο-ισραηλινή συνεργασία. Αντιθέτως, στις συνόδους κορυφής των Ισλαμικών κρατών, Άραβες διπλωμάτες ζήτησαν από την Τουρκία να ασκήσει την επιρροή της στο Ισραήλ για να κατευναστεί η πρόσφατη κρίση.
Επιπλέον, με αίτημα του Ισραήλ, η Τουρκία προσπάθησε να παίξει ένα εποικοδομητικό ρόλο στη διευκόλυνση των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών.
Έτσι οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις συνέχισαν να αναπτύσσονται πέρα από τα υψηλά επίπεδα που είχαν φτάσει προηγουμένως. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ένας αριθμός από τουρκικά ιδρύματα υποστηρίζουν και συμμετέχουν στη συνεργασία των δύο χωρών που έχει εξαπλωθεί πέρα από τον στρατιωτικό τομέα, στα πλαίσια του οποίου ξεκίνησε αυτή η συμμαχία.
Εν συντομία, αυτή η σχέση είναι τόσο μακροπρόθεσμη και σταθερή όσο και οποιοσδήποτε τέτοιου είδους δεσμός στον κόσμο. Εδράζεται σε εθνικά συμφέροντα, βεβαίως, ιδιαίτερα απέναντι στα ριζοσπαστικά καθεστώτα και δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Επίσης, υπάρχει ακόμη ένα στοιχείο πολιτισμικό και κοινωνικό, ο δεσμός μεταξύ δύο δημοκρατικών κρατών με λαούς που δεν είναι εντελώς αποδεχτοί είτε στη Μέση Ανατολή, είτε στην Ευρώπη. Ενώ υφίστανται διαφορές στα συμφέροντα και στις αντιλήψεις, αυτές είναι δυνατόν να γεφυρωθούν. Σε αντίθεση με τη θέση του Ισραήλ, η Τουρκία θα επιθυμούσε διεύρυνση του εμπορίου με το Ιράν και το Ιράκ, ευνοώντας τη χαλάρωση των κυρώσεων εναντίον των χωρών αυτών. Όμως, όπως και το Ισραήλ, η Τουρκία ανησυχεί από τις προθέσεις και τις προσπάθειες αυτών των στρατιωτικών καθεστώτων να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα και πιο αποτελεσματικούς πυραύλους. Πράγματι, το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Τουρκίας για την απόκτηση των μέσων να αμυνθεί εναντίον των πυραύλων –σε έναν τομέα όπου το Ισραήλ είναι ο παγκόσμιος ηγέτης– είναι μια καινούργια διάσταση στις σχέσεις.
Υπάρχουν κάποια αρνητικά σημεία. όχι πολλά. Οι ισλαμικές ομάδες και οι εντυπωσιοθηρικές εφημερίδες στην Τουρκία υποδαυλίζουν τις αντι-ισραηλιτικές εκστρατείες. Διαδίδουν ψεύτικες ειδήσεις ότι το Ισραήλ επιθυμεί ένα εχθρικό απέναντι στην Τουρκία κουρδικό κράτος στο βόρειο Ιράκ, όπως επίσης τη γνωστή προπαγάνδα για την τρέχουσα κατάσταση.
Ασφαλώς, αυτό έχει ένα αποτέλεσμα στην κοινή γνώμη, αλλά είναι περιορισμένο και δεν φαίνεται να διευρύνεται. Οι προσπάθειες των Αράβων να εκφοβίσουν την Τουρκία έχουν γίνει συχνά μπούμερανγκ για τους ίδιους, καθώς οι Τούρκοι τις απορρίπτουν με αίσθημα πατριωτισμού βλέποντάς τις ως ενέργειες προσβλητικές και απόπειρες εξαγοράς. Το συνολικό ζήτημα των ισλαμικών οργανώσεων στην Τουρκία πρέπει να τεθεί σε μια ευρύτερη προοπτική. Ενώ το Ισλαμικό κόμμα για μικρό διάστημα ηγήθηκε μιας κυβερνητικής συμμαχίας, η θητεία του στην εξουσία ήταν μια καταστροφή. Η στρατιωτική αντιπολίτευση επηρέασε πολλούς ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν το κόμμα, το οποίο διασπάστηκε στα δύο. Πρόσφατα, το διάδοχο κόμμα επίσης απαγορεύτηκε και υπάρχει η πιθανότητα είτε να διασπαστεί είτε να θριαμβεύσει μια μετριοπαθής πτέρυγά του. Οι Ισλαμιστές είναι λιγότερο πιθανό να αναλάβουν την εξουσία στην Τουρκία από το να συμβεί το αντίστοιχο με τα υπερ-ορθόδοξα θρησκευτικά κόμματα στο Τελ Αβίβ.
Ένα σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη σχέση είναι ο ρόλος των ΗΠΑ. Η υποστήριξη της Αμερικής σε δύο τέτοιους έμπιστους, δημοκρατικούς συμμάχους είναι ζωτικής συμμαχίας για την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων. Επίσης, όπως και οι Αμερικανοί πολιτικοί αναγνωρίζουν, ενδυναμώνοντας τη συνεργασία μεταξύ τέτοιων συμμάχων ακόμη περισσότερο, προάγεται η περιφερειακή σταθερότητα και ο αμερικανικός έλεγχος στην περιοχή.
Ασυζητητί, οι αμερικανο-εβραϊκές ομάδες έχουν παίξει έναν τεράστιο και πιο παραγωγικό ρόλο σε αυτό το μέτωπο από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα για την εξωτερική πολιτική του Ισραήλ. Προσωπικότητες των Εβραιο-αμερικανών έχουν επίσης παίξει εξέχοντα ρόλο στην υποστήριξη της Τουρκίας μέσα στην αμερικανική κυβέρνηση και το Κογκρέσο.
Τελικώς, η ελληνο-τουρκική προσέγγιση –μία από τις πιο ευνοϊκές πρόσφατες εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις– σημαίνει ότι οι καλές τουρκο-ισραηλινές σχέσεις δεν θεωρούνται απειλητικές προς την Αθήνα. Αντιθέτως, η Ελλάδα θεωρεί αυτή τη συμμαχία ως παράδειγμα, και επιζητεί ενεργητικά να βελτιώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ.
Υπάρχουν πολλά ακόμη να κάνουμε, ιδιαίτερα στο επίπεδο των σχέσεων των δύο λαών, αν και ο τουρισμός αποτελεί ένα καλό πρώτο βήμα. Μέσα στο Ισραήλ είναι ανάγκη να γίνουν περισσότερα για την κατανόηση της Τουρκίας, διαλύοντας τα αρνητικά στερεότυπα και ενδυναμώνοντας την κατανόηση των καλύτερων μας “γειτόνων” μας.
Ακόμη, έχει σημασία να μη ξεχνάμε ότι ο αριθμός των Τούρκων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή ισούται με τον αριθμό των Αράβων. Θυμηθείτε ότι εκατομμύρια ανθρώπων τουρκικής εθνικότητας ζουν στο Αζερμπαϊτζάν, στο Ουζμπεκιστάν, στο Καζακστάν, στο Τουρκμενιστάν και στο Κιργιζιστάν. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτές οι χώρες –όλες πρώην τμήματα της ΕΣΣΔ– έχουν τις καλύτερες σχέσεις με το Ισραήλ από οποιοδήποτε άλλο μουσουλμανικό κράτος στο κόσμο.
Ένα 20% του πληθυσμού του Ιράν είναι τουρκικής εθνοτικής καταγωγής. Ενώ διαφέρουν σε γλώσσα και ταυτότητα, όλες αυτές οι κοινότητες έχουν ισχυρούς δεσμούς.
Αυτή η πραγματικότητα θα έπρεπε να αντανακλάται στα σχολεία μας, στα μέσα ενημέρωσης και στην ψυχολογία. Πόσα πράγματα γνωρίζουν οι Ισραηλινοί για την Τουρκία; Πόσοι Ισραηλινοί σπουδάζουν την τουρκική γλώσσα; Πόσα μαθήματα διδάσκονται στα πανεπιστήμια για την Τουρκία; Πόσο χρόνο καταναλώνουν τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης για αυτή την χώρα; Αυτά τα ζητήματα απαιτούν σοβαρή σκέψη και αλλαγές.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Jerusalem Post στις 11 Ιουλίου 2001
Μετάφραση: Γεράσιμος Ξυδιάς