704
Ξενίζει πραγματικά η αντίδραση των ΜΜΕ στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο, αναφορικά με την ανακοινωθείσα πρόθεση του Αμερικανικού Πενταγώνου, στις αρχές Φεβρουαρίου 2002, που τελικά ακυρώθηκε, να λειτουργήσει Γραφείο Στρατηγικής Επιρροής (Office of Strategic Influence) με αντικειμενικό στόχο τη δημιουργία θετικών εντυπώσεων για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, με ειδική αναφορά στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” και του οποίου εργαλεία θα είναι η παραπληροφόρηση, η διασπορά ψευδών ειδήσεων και γενικά η μαύρη προπαγάνδα.
Τα ΜΜΕ θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο ήταν απαράδεκτο, αντιδεοντολογικό και ότι δεν συνάδει με το σύστημα των “ανοικτών” δυτικών κοινωνιών κλπ. Στην Αμερική, τα ΜΜΕ και κυρίως οι μεγάλοι σταθμοί πανεθνικής εμβέλειας προειδοποίησαν τον Υπουργό Άμυνας να μην αποτολμήσει κάτι τέτοιο, δηλαδή να επιτρέψει τη διακίνηση ψευδών και παραπλανητικών ειδήσεων. Από την πλευρά του, ο έντιμος Υπουργός έσπευσε ν’ ανακοινώσει επίσημα, στις 20 Φεβρουαρίου, ότι το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του Γραφείου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αλλά ότι, “σύμφωνα με την πάγια πολιτική του Υπουργείου Άμυνας, σε καμιά περίπτωση το Γραφείο και οι εντολοδόχοι του δεν πρόκειται εν γνώσει τους και εσκεμμένα να διαδίδουν ψεύτικες ειδήσεις (false information) στο αμερικανικό κοινό, στον ξένο τύπο και το δημόσιο”. Λίγες μέρες αργότερα, ο Υπουργός δήλωσε επίσης ότι μάλλον το Γραφείο δεν θα αφεθεί να λειτουργήσει, ενώ ο Λευκός Οίκος εξέφρασε τη “δυσαρέσκειά” του για το θέμα. Στις 26 Φεβρουαρίου, ο Υπουργός Άμυνας ανακοίνωσε τελεσίδικα ότι το Γραφείο δεν θα λειτουργήσει.
Η δριμεία κριτική και οι αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο κατά της πρόθεσης του Πενταγώνου να λειτουργήσει με τον τρόπο αυτό δημιουργούν ένα απλοϊκό ερώτημα: μήπως οι επικριτές της πολιτικής αυτής αντελήφθησαν ξαφνικά την υπό κατασκευή δολιότητα, ή μήπως όλοι προέρχονται από το απώτερο διάστημα και, φθάνοντας εδώ, ανακάλυψαν ότι στον πλανήτη γη υπάρχουν άνθρωποι και κυβερνήσεις που σκέφτονται και λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο; Πραγματικά οι αντιδράσεις θυμίζουν το συμπαθή Γάλλο διοικητή της πόλης Καζαμπλάνκα στο ομώνυμο έργο “Καζαμπλάνκα”, που ξαφνικά διέταξε το κλείσιμο της λέσχης-καζίνο “Ricky’s Café” με το αμίμητο “εκπλήττομαι ότι παίζονται τυχερά παιχνίδια εδώ μέσα”.
Παραμένει γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν και είναι η πιο “ανοικτή” κοινωνία στον κόσμο, με προσβάσιμες τις δομές της εξουσίας και με μια ενεργή κοινωνία πολιτών που έχει όλες τις δυνατότητες να ελέγξει τις αυθαιρεσίες των ισχυρών και την αλαζονεία της εξουσίας.
Παρ’ όλα αυτά έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί και τεκμηριωθεί, ακριβώς διότι το σύστημα είναι ανοικτό και αυτοελεγχόμενο, ότι μεταπολεμικά οι αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν κατά συρροή, συνειδητά και εσκεμμένα εξαπατήσει και παραπλανήσει τον αμερικανικό λαό και πολύ περισσότερο τον υπόλοιπο κόσμο και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Τα παραδείγματα είναι κυριολεκτικά αμέτρητα και σ’ αυτό εμπλέκονται όλες κυριολεκτικά οι υπηρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Δυστυχώς για τον αμερικανικό λαό, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, σε αρκετές από τις περιπτώσεις αυτές εμπλέκεται και το Κογκρέσο, του οποίου ο θεσμικός ρόλος είναι να εξισορροπεί την εκτελεστική εξουσία και να την ελέγχει όταν αυθαιρετεί. Στις πλείστες περιπτώσεις η εμπλοκή του Κογκρέσου προέρχεται από την παθητική του στάση. Η νομοθετική εξουσία δεν λειτουργεί όπως η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή συνειδητά και εσκεμμένα με στόχο τη δολιότητα.
Θ’ αναφερθώ σε ορισμένα κραυγαλέα παραδείγματα της μεταπολεμικής ιστορίας των ΗΠΑ τα οποία αποδεικνύουν πέραν κάθε αμφιβολίας ότι η παραπληροφόρηση, η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η μαύρη προπαγάνδα, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της αμερικανικής κρατικής μηχανής και τα οποία κανένας σοβαρός δημοσιογράφος και δημοσιογραφικός οργανισμός δικαιολογείται να αγνοεί. Και θ’ αρχίσω από το γεγονός ότι υπάρχει ρητή απαγορευτική διάταξη για τη δημοσίευση οποιαδήποτε δράσης και δραστηριότητας της CIA στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Απαγορεύεται επίσης ρητά να δημοσιεύεται ή να προβάλλεται από τα ΜΜΕ ο,τιδήποτε παράγεται από τις διάφορες κρατικές υπηρεσίες με σκοπό να διαμορφώσουν / διαφωτίσουν τη διεθνή κοινή γνώμη σχετικά με τις ΗΠΑ και την εξωτερική τους πολιτική. Οι απαγορεύσεις αυτές υφίστανται διότι οι Νομοθέτες παραμένουν καχύποπτοι έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, δηλαδή, ότι η τελευταία δεν θα κάνει καταχρήσεις ώστε να παραπλανεί ταυτόχρονα και τον αμερικανικό λαό μαζί με τη διεθνή κοινή γνώμη. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η παραπλάνηση μη-Αμερικανών είναι θεμιτή και αποδεκτή από το σύστημα.
Το πιο τρανταχτό και κραυγαλέο παράδειγμα συνειδητής και εσκεμμένης παραπλάνησης των Αμερικανών προέρχεται από το Πεντάγωνο και έλαβε χώρα στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Το παράδειγμα αφορά στην περιβόητη πλέον περίπτωση της σφαγής στο χωριό My Lai το 1968, όπου οι Αμερικανοί στρατιώτες, υπό τις διαταγές του αξιωματικού Calley, δολοφόνησαν εν ψυχρώ έναν μεγάλο αριθμό γυναικόπαιδων. Προτού ο δημοσιογράφος Seymour Hersch αποκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα, η σφαγή στο My Lai κατεγράφη στην πρώτη σελίδα της εγκυρότερης αμερικανικής εφημερίδας, The New York Times, ως μια μεγάλη μάχη με εκατέρωθεν απώλειες και από την οποία όμως οι Αμερικανοί εξήλθαν νικητές. Μέλη της ομάδας Calley (ο οποίος αργότερα βρέθηκε ένοχος σφαγής από στρατοδικείο) τιμήθηκαν με βραβεία γενναιότητας. Όπως απεδείχθη αργότερα, πηγή του Αμερικανού δημοσιογράφου που έστειλε την ανταπόκριση από το Βιετνάμ, ήταν το Πεντάγωνο. Στο Βιετνάμ, η περίπτωση My Lai ήταν μεν η πιο τρανταχτή αλλά δεν ήταν η μόνη. Στη διάρκεια του πολέμου, το Πεντάγωνο έστησε έναν μηχανισμό που παραπλανούσε ακόμα και τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο αναφορικά με την εξέλιξη του πολέμου.
Με αφορμή το Γουοτεργκέιτ, Επιτροπές της αμερικανικής Βουλής (Pike Committee) και της Γερουσίας (Church Committee) αποκάλυψαν σε ακροάσεις που έγιναν το 1974-1976 ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, με επίκεντρο τη CIA, παραπλάνησαν συνειδητά τον αμερικανικό λαό (Houston Plan και COINTELPRO Plan) επιπρόσθετα των όσων άλλων παρανόμων δραστηριοτήτων τους που στόχευαν στην ανατροπή καθεστώτων, όπως για παράδειγμα της Χιλής του Αλιέντε.
Επί του προκειμένου, η πολιτική που ανακοινώθηκε ότι μελετούσε να εφαρμόσει το Πεντάγωνο εφαρμόζεται στη βάση σχεδίου και κειμένων διατάξεων, οργανωμένα δηλαδή, από την εποχή της εισβολής στη Γρανάδα το 1983 επί Ρέιγκαν. (Στην περίπτωση αυτή, οι Αμερικανοί αντέγραψαν τους μάστορες στο είδος Άγγλους, όπως αυτοί λειτούργησαν στον πόλεμο των νήσων Φώκλαντς-Μαλβίνες). Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη στη Γρανάδα, πόσοι Αμερικανοί σκοτώθηκαν (πολύ λίγοι από φίλια πυρά) πόσα ελικόπτερα έπεσαν (λίγα λόγω δυστυχημάτων) πόσοι ντόπιοι σκοτώθηκαν, και κυρίως γιατί έγινε η εισβολή και ποια ήταν η απειλή που την προκάλεσε. (Ουσιαστικά ο χρόνος, timing, της εισβολής στη Γρανάδα ήταν πολιτικά επιλεγμένος: έγινε την επόμενη μέρα της εσπευσμένης αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από τον Λίβανο και για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις “φυγής” των Αμερικανών υπό την απειλή των Ισλαμιστών). Όλη η επιχείρηση ήταν ελεγχόμενη και κανείς δημοσιογράφος δεν την κάλυψε. Το μοντέλο της Γρανάδας ακολουθείται από τότε με τις κατάλληλες προσαρμογές με ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο από τα ΜΜΕ ή από άλλους φορείς.
Ένα άλλο παράδειγμα που αποκαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Bob Woodward (του σκανδάλου Ουοτεργκέιτ), και έγινε πρωτοσέλιδο στις μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες, ήταν ότι, το 1986, η κυβέρνηση Ρέιγκαν, εσκεμμένα, συνειδητά και οργανωμένα, παραπλανούσε τον αμερικανικό τύπο αναφορικά με τη Λιβύη και τον ηγέτη της Καντάφι. (βλέπε Bob Woodward “Gadhafi Target of Secret US Deception Plan: Elaborate Campaign Included Disinformation that Appeared as Fact in American Media”, The Washington Post, October 2, 1986 σελ. Α1).
Ολοκληρώνω με αναφορά σε ένα άλλο παράδειγμα που προέρχεται από τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά το οποίο παραπέμπει ευθέως στον διαχρονικό τρόπο λειτουργίας της Εκτελεστικής Εξουσίας των ΗΠΑ. Στις 31 Αυγούστου 1983, στις 2:26 το πρωί, οι Σοβιετικοί κατέρριψαν πολιτικό αεροπλάνο των Νοτιοκορεάτικων αερογραμμών (πτήση 007) με 269 επιβάτες, πιστεύοντας ότι ήταν κατασκοπευτικό. Οι Αμερικανοί κατέγραψαν με τα υπερσύγχρονα συστήματά τους όλες τις συνομιλίες των Ρώσων πιλότων με το Αρχηγείο τους. Από τα τεκμήρια που κατείχαν οι Αμερικανοί ήταν προφανές ότι οι Ρώσοι ήταν πεπεισμένοι ότι το αεροπλάνο ήταν κατασκοπευτικό. Οι Αμερικανοί έδωσαν όμως στη δημοσιότητα επιλεγμένα αποσπάσματα των μαγνητοταινιών που “τεκμηρίωναν” το αντίθετο· ότι οι Ρώσοι εν γνώσει τους κατέρριψαν ένα επιβατικό αεροπλάνο. Κέρδισαν έτσι οι Αμερικανοί τη μεγαλύτερη ίσως προπαγανδιστική νίκη τους επί των Σοβιετικών στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αποδεικνύοντας στους Αμερικανούς και τον υπόλοιπο κόσμο ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν, όπως ο Ρέιγκαν είχε δηλώσει τον προηγούμενο Απρίλιο, “η Αυτοκρατορία του Κακού”.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1996, ένας από τους συντελεστές της παραπληροφόρησης, ο Alvin Snyder αποκάλυψε με ενυπόγραφο άρθρο του στην Washington Post (σελ. c2), ότι όλα τα σχετικά με την πτήση 007 τα οποία τεκμηρίωναν δήθεν την απόφαση των στρατιωτικών να καταρρίψουν εν γνώσει τους ένα πολιτικό αεροπλάνο ήταν κατασκευασμένα ψέματα για να καταπολεμηθεί το τότε μεγάλο κακό του κομμουνισμού (βλ. “Flight 007: The Rest of the Story-I Told the World the Soviets Shot it Down in Cold Blood, But I Was Wrong”).
Όχι μόνο λοιπόν οι πρόσφατα διακυρηχθείσες προθέσεις του Πενταγώνου εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες από την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και αυτό που παρουσιάσθηκε ως δήθεν επίσημη θεσμοθέτηση οργάνου με ξεκάθαρες εντολές να παραπλανεί τον υπόλοιπο κόσμο, υφίσταται εδώ και τρία χρόνια. Στις 30 Απριλίου 1999, ο Πρόεδρος Κλίντον υπέγραψε Προεδρική Απόφαση (Presidential Decision Directive –PDD 68) με το οποίο ιδρύεται ένα συντονιστικό όργανο, το International Public Information (IPI), το οποίο, κατά το καταστατικό του, στόχο έχει “να επηρεάζει τα αισθήματα, τα κίνητρα, τον αντικειμενικό τρόπο σκέψης και τελικά τον τρόπο συμπεριφοράς ξένων κυβερνήσεων, οργανισμών, ομάδων και ατόμων”.
Το καταστατικό του IPI διαβεβαιώνει, όπως διαβεβαίωνε και ο Υπουργός Άμυνας αναφορικά με το Γραφείο Στρατηγικής Επιρροής, ότι το ΙΡΙ δεν πρέπει “να παραπλανεί ξένα ακροατήρια” και ότι όλα τα προγράμματα πρέπει πρωτίστως να είναι “αληθινά”.
Η δριμεία κριτική και οι αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο κατά της πρόθεσης του Πενταγώνου να λειτουργήσει με τον τρόπο αυτό δημιουργούν ένα απλοϊκό ερώτημα: μήπως οι επικριτές της πολιτικής αυτής αντελήφθησαν ξαφνικά την υπό κατασκευή δολιότητα, ή μήπως όλοι προέρχονται από το απώτερο διάστημα και, φθάνοντας εδώ, ανακάλυψαν ότι στον πλανήτη γη υπάρχουν άνθρωποι και κυβερνήσεις που σκέφτονται και λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο; Πραγματικά οι αντιδράσεις θυμίζουν το συμπαθή Γάλλο διοικητή της πόλης Καζαμπλάνκα στο ομώνυμο έργο “Καζαμπλάνκα”, που ξαφνικά διέταξε το κλείσιμο της λέσχης-καζίνο “Ricky’s Café” με το αμίμητο “εκπλήττομαι ότι παίζονται τυχερά παιχνίδια εδώ μέσα”.
Παραμένει γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν και είναι η πιο “ανοικτή” κοινωνία στον κόσμο, με προσβάσιμες τις δομές της εξουσίας και με μια ενεργή κοινωνία πολιτών που έχει όλες τις δυνατότητες να ελέγξει τις αυθαιρεσίες των ισχυρών και την αλαζονεία της εξουσίας.
Παρ’ όλα αυτά έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί και τεκμηριωθεί, ακριβώς διότι το σύστημα είναι ανοικτό και αυτοελεγχόμενο, ότι μεταπολεμικά οι αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν κατά συρροή, συνειδητά και εσκεμμένα εξαπατήσει και παραπλανήσει τον αμερικανικό λαό και πολύ περισσότερο τον υπόλοιπο κόσμο και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Τα παραδείγματα είναι κυριολεκτικά αμέτρητα και σ’ αυτό εμπλέκονται όλες κυριολεκτικά οι υπηρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Δυστυχώς για τον αμερικανικό λαό, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, σε αρκετές από τις περιπτώσεις αυτές εμπλέκεται και το Κογκρέσο, του οποίου ο θεσμικός ρόλος είναι να εξισορροπεί την εκτελεστική εξουσία και να την ελέγχει όταν αυθαιρετεί. Στις πλείστες περιπτώσεις η εμπλοκή του Κογκρέσου προέρχεται από την παθητική του στάση. Η νομοθετική εξουσία δεν λειτουργεί όπως η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή συνειδητά και εσκεμμένα με στόχο τη δολιότητα.
Θ’ αναφερθώ σε ορισμένα κραυγαλέα παραδείγματα της μεταπολεμικής ιστορίας των ΗΠΑ τα οποία αποδεικνύουν πέραν κάθε αμφιβολίας ότι η παραπληροφόρηση, η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η μαύρη προπαγάνδα, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της αμερικανικής κρατικής μηχανής και τα οποία κανένας σοβαρός δημοσιογράφος και δημοσιογραφικός οργανισμός δικαιολογείται να αγνοεί. Και θ’ αρχίσω από το γεγονός ότι υπάρχει ρητή απαγορευτική διάταξη για τη δημοσίευση οποιαδήποτε δράσης και δραστηριότητας της CIA στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Απαγορεύεται επίσης ρητά να δημοσιεύεται ή να προβάλλεται από τα ΜΜΕ ο,τιδήποτε παράγεται από τις διάφορες κρατικές υπηρεσίες με σκοπό να διαμορφώσουν / διαφωτίσουν τη διεθνή κοινή γνώμη σχετικά με τις ΗΠΑ και την εξωτερική τους πολιτική. Οι απαγορεύσεις αυτές υφίστανται διότι οι Νομοθέτες παραμένουν καχύποπτοι έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, δηλαδή, ότι η τελευταία δεν θα κάνει καταχρήσεις ώστε να παραπλανεί ταυτόχρονα και τον αμερικανικό λαό μαζί με τη διεθνή κοινή γνώμη. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η παραπλάνηση μη-Αμερικανών είναι θεμιτή και αποδεκτή από το σύστημα.
Το πιο τρανταχτό και κραυγαλέο παράδειγμα συνειδητής και εσκεμμένης παραπλάνησης των Αμερικανών προέρχεται από το Πεντάγωνο και έλαβε χώρα στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Το παράδειγμα αφορά στην περιβόητη πλέον περίπτωση της σφαγής στο χωριό My Lai το 1968, όπου οι Αμερικανοί στρατιώτες, υπό τις διαταγές του αξιωματικού Calley, δολοφόνησαν εν ψυχρώ έναν μεγάλο αριθμό γυναικόπαιδων. Προτού ο δημοσιογράφος Seymour Hersch αποκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα, η σφαγή στο My Lai κατεγράφη στην πρώτη σελίδα της εγκυρότερης αμερικανικής εφημερίδας, The New York Times, ως μια μεγάλη μάχη με εκατέρωθεν απώλειες και από την οποία όμως οι Αμερικανοί εξήλθαν νικητές. Μέλη της ομάδας Calley (ο οποίος αργότερα βρέθηκε ένοχος σφαγής από στρατοδικείο) τιμήθηκαν με βραβεία γενναιότητας. Όπως απεδείχθη αργότερα, πηγή του Αμερικανού δημοσιογράφου που έστειλε την ανταπόκριση από το Βιετνάμ, ήταν το Πεντάγωνο. Στο Βιετνάμ, η περίπτωση My Lai ήταν μεν η πιο τρανταχτή αλλά δεν ήταν η μόνη. Στη διάρκεια του πολέμου, το Πεντάγωνο έστησε έναν μηχανισμό που παραπλανούσε ακόμα και τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο αναφορικά με την εξέλιξη του πολέμου.
Με αφορμή το Γουοτεργκέιτ, Επιτροπές της αμερικανικής Βουλής (Pike Committee) και της Γερουσίας (Church Committee) αποκάλυψαν σε ακροάσεις που έγιναν το 1974-1976 ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, με επίκεντρο τη CIA, παραπλάνησαν συνειδητά τον αμερικανικό λαό (Houston Plan και COINTELPRO Plan) επιπρόσθετα των όσων άλλων παρανόμων δραστηριοτήτων τους που στόχευαν στην ανατροπή καθεστώτων, όπως για παράδειγμα της Χιλής του Αλιέντε.
Επί του προκειμένου, η πολιτική που ανακοινώθηκε ότι μελετούσε να εφαρμόσει το Πεντάγωνο εφαρμόζεται στη βάση σχεδίου και κειμένων διατάξεων, οργανωμένα δηλαδή, από την εποχή της εισβολής στη Γρανάδα το 1983 επί Ρέιγκαν. (Στην περίπτωση αυτή, οι Αμερικανοί αντέγραψαν τους μάστορες στο είδος Άγγλους, όπως αυτοί λειτούργησαν στον πόλεμο των νήσων Φώκλαντς-Μαλβίνες). Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη στη Γρανάδα, πόσοι Αμερικανοί σκοτώθηκαν (πολύ λίγοι από φίλια πυρά) πόσα ελικόπτερα έπεσαν (λίγα λόγω δυστυχημάτων) πόσοι ντόπιοι σκοτώθηκαν, και κυρίως γιατί έγινε η εισβολή και ποια ήταν η απειλή που την προκάλεσε. (Ουσιαστικά ο χρόνος, timing, της εισβολής στη Γρανάδα ήταν πολιτικά επιλεγμένος: έγινε την επόμενη μέρα της εσπευσμένης αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από τον Λίβανο και για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις “φυγής” των Αμερικανών υπό την απειλή των Ισλαμιστών). Όλη η επιχείρηση ήταν ελεγχόμενη και κανείς δημοσιογράφος δεν την κάλυψε. Το μοντέλο της Γρανάδας ακολουθείται από τότε με τις κατάλληλες προσαρμογές με ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο από τα ΜΜΕ ή από άλλους φορείς.
Ένα άλλο παράδειγμα που αποκαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Bob Woodward (του σκανδάλου Ουοτεργκέιτ), και έγινε πρωτοσέλιδο στις μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες, ήταν ότι, το 1986, η κυβέρνηση Ρέιγκαν, εσκεμμένα, συνειδητά και οργανωμένα, παραπλανούσε τον αμερικανικό τύπο αναφορικά με τη Λιβύη και τον ηγέτη της Καντάφι. (βλέπε Bob Woodward “Gadhafi Target of Secret US Deception Plan: Elaborate Campaign Included Disinformation that Appeared as Fact in American Media”, The Washington Post, October 2, 1986 σελ. Α1).
Ολοκληρώνω με αναφορά σε ένα άλλο παράδειγμα που προέρχεται από τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά το οποίο παραπέμπει ευθέως στον διαχρονικό τρόπο λειτουργίας της Εκτελεστικής Εξουσίας των ΗΠΑ. Στις 31 Αυγούστου 1983, στις 2:26 το πρωί, οι Σοβιετικοί κατέρριψαν πολιτικό αεροπλάνο των Νοτιοκορεάτικων αερογραμμών (πτήση 007) με 269 επιβάτες, πιστεύοντας ότι ήταν κατασκοπευτικό. Οι Αμερικανοί κατέγραψαν με τα υπερσύγχρονα συστήματά τους όλες τις συνομιλίες των Ρώσων πιλότων με το Αρχηγείο τους. Από τα τεκμήρια που κατείχαν οι Αμερικανοί ήταν προφανές ότι οι Ρώσοι ήταν πεπεισμένοι ότι το αεροπλάνο ήταν κατασκοπευτικό. Οι Αμερικανοί έδωσαν όμως στη δημοσιότητα επιλεγμένα αποσπάσματα των μαγνητοταινιών που “τεκμηρίωναν” το αντίθετο· ότι οι Ρώσοι εν γνώσει τους κατέρριψαν ένα επιβατικό αεροπλάνο. Κέρδισαν έτσι οι Αμερικανοί τη μεγαλύτερη ίσως προπαγανδιστική νίκη τους επί των Σοβιετικών στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αποδεικνύοντας στους Αμερικανούς και τον υπόλοιπο κόσμο ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν, όπως ο Ρέιγκαν είχε δηλώσει τον προηγούμενο Απρίλιο, “η Αυτοκρατορία του Κακού”.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1996, ένας από τους συντελεστές της παραπληροφόρησης, ο Alvin Snyder αποκάλυψε με ενυπόγραφο άρθρο του στην Washington Post (σελ. c2), ότι όλα τα σχετικά με την πτήση 007 τα οποία τεκμηρίωναν δήθεν την απόφαση των στρατιωτικών να καταρρίψουν εν γνώσει τους ένα πολιτικό αεροπλάνο ήταν κατασκευασμένα ψέματα για να καταπολεμηθεί το τότε μεγάλο κακό του κομμουνισμού (βλ. “Flight 007: The Rest of the Story-I Told the World the Soviets Shot it Down in Cold Blood, But I Was Wrong”).
Όχι μόνο λοιπόν οι πρόσφατα διακυρηχθείσες προθέσεις του Πενταγώνου εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες από την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και αυτό που παρουσιάσθηκε ως δήθεν επίσημη θεσμοθέτηση οργάνου με ξεκάθαρες εντολές να παραπλανεί τον υπόλοιπο κόσμο, υφίσταται εδώ και τρία χρόνια. Στις 30 Απριλίου 1999, ο Πρόεδρος Κλίντον υπέγραψε Προεδρική Απόφαση (Presidential Decision Directive –PDD 68) με το οποίο ιδρύεται ένα συντονιστικό όργανο, το International Public Information (IPI), το οποίο, κατά το καταστατικό του, στόχο έχει “να επηρεάζει τα αισθήματα, τα κίνητρα, τον αντικειμενικό τρόπο σκέψης και τελικά τον τρόπο συμπεριφοράς ξένων κυβερνήσεων, οργανισμών, ομάδων και ατόμων”.
Το καταστατικό του IPI διαβεβαιώνει, όπως διαβεβαίωνε και ο Υπουργός Άμυνας αναφορικά με το Γραφείο Στρατηγικής Επιρροής, ότι το ΙΡΙ δεν πρέπει “να παραπλανεί ξένα ακροατήρια” και ότι όλα τα προγράμματα πρέπει πρωτίστως να είναι “αληθινά”.
* Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου