Στα τέλη του 19ου αιώνα ένα κύμα απογοήτευσης και πικρίας διαπερνούσε την Ελλάδα και ιδιαίτερα τις πλέον ευαίσθητες και αγωνιστικές ψυχές. Η “Μεγάλη Ιδέα” καρκινοβατεί, η ομοσπονδία των βαλκανικών λαών -όνειρο του ριζοσπαστισμού των Ρόκκου Χοϊδά, Παναγιώτη Πανά, Ανδρέα Ρηγόπουλου- έχει ναυαγήσει ανεπανόρθωτα στο τέλμα των ενδοβαλκανικών αντιπαραθέσεων με επίκεντρο το “μακεδονικό”, και το αποκορύφωμα είναι η πτώχευση και ο ντροπιασμένος ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Οι επαναστάτες των αγώνων για κοινωνική και εθνική απελευθέρωση νοιώθουν απομονωμένοι και απογοητευμένοι. Ο Ανδρέας Ρηγόπουλος και ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος αυτοκτονούν το 1887, ο Ρόκκος Χοϊδάς πεθαίνει στις φυλακές της Χαλκίδας το 1890, αρνούμενος να υποβάλει αίτηση για απονομή χάριτος, και τον κύκλο ολοκληρώνει ο Παναγιώτης Πανάς βάζοντας τέρμα στη ζωή του το 1893 |1|. Και οι αυτοκτονίες δεν περιορίζονται σε αυτούς, τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν οι ρομαντικοί ποιητές Καλαμογδάρτης, Καρασούτσας, Πωπ, Ραπτάρχης, Σκυλίτσης.
Το κλίμα του “τέλους εποχής και της απογοήτευσης” δεν είναι ανακάλυψη του σήμερα. Ο αιώνας τελειώνει και τότε μέσα σε οιμωγές και κλαυθμούς.
Από τον ένα αιώνα στον άλλο
Μετά έναν αιώνα, η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται και ίσως επί τα χείρω, αν αναλογιστούμε πως δεν υπάρχουν πλέον ριζοσπάστες επαναστάτες για να αυτοκτονήσουν και οι νεοέλληνες αυτοκτονούν με υπερβολικές δόσεις χοληστερίνης και γκαζώματα στις εθνικές οδούς. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα ξαναβρούμε “τα φτερά… τα μεγάλα” που προανήγγειλε ο Παλαμάς όταν θα έχουμε φτάσει “στο τελευταίο σκαλί στου κακού τη σκάλα”. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως το 1897 θα το ακολουθήσει το 1909 και το 1912-13. Το δυστύχημα ή το ευτύχημα για μας είναι πως την ιστορία μας, αυτή που μας μένει να δημιουργήσουμε ακόμα, την έχουμε μπροστά μας και το μέλλον αόρατο.
Πάντως, η ιστορική ομοιότητα των δύο εποχών είναι καταπληκτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το εσωτερικό κλίμα και την πραγματικότητα της Ελλάδας.
Και τότε και σήμερα, το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας λέγεται Τουρκία. Τότε, ως εμπόδιο στην εθνική ολοκλήρωση των Βαλκανικών λαών και της Ελλάδας. Σήμερα, ως απειλή γι’ αυτή την τόσο καθυστερημένη και κουτσουρεμένη εθνική μας ολοκλήρωση. Ξαναγυρίζουμε σε αυτή την προαιώνια -για τους νεοέλληνες- απειλή που σημαδεύει την εθνική μας μνήμη από την μάχη του Ματζικέρτ μέχρι τα σήμερα: “έρχονται οι Τούρκοι”. Και αυτή η απειλή ορθώνεται και πάλι στο βαθμό που, με εφαλτήριο την πληθυσμιακή διαφορική εξέλιξη Ελλάδας και Τουρκίας, η Τουρκία προσπαθεί να επανακτήσει έναν ηγεμονικό-κυριαρχικό ρόλο στην περιοχή με τους σύγχρονους όρους ενός ιμπεριαλιστικού εθνικού κράτους, αφού η παλιά πολυεθνική αυτοκρατορία διελύθη στα εξ ων συνετέθη.
Αυτή η αναβίωση του παλιού οθωμανικού ιμπεριαλισμού με σύγχρονα μέσα, αναβίωση που επιταχύνεται καταπληκτικά τα τελευταία είκοσι χρόνια, ψαλιδίζει τα όνειρα της ελληνικής κοινωνίας για μια απρόσκοπτη όσο και παρασιτική ένταξη στον κύκλο της ευρωπαϊκής Δύσης και μας προσγειώνει ανώμαλα στο έδαφος μας, αυτό το αιματοβαμμένο έδαφος του συνόρου των διαφορετικών κόσμων, όπου η παραμικρή χαλάρωση και αβελτηρία συνεπάγεται ήττα, απώλεια της κυριαρχίας, υποταγή. Η μεταπολιτευτική ευφορία και ευωχία έχει τελειώσει μέσα σε παρακμή και αποσύνθεση και το μεγάλο πρόβλημα της εθνικής -με νέους όρους- τίθεται εκ νέου.
Ο στόχος αυτού του αφιερώματος όμως δεν είναι να κλάψουμε για το χαμένο όνειρο της μεταπολίτευσης, όσο και αν σε αυτό συμμετείχαμε και συμβάλαμε όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του. Επειδή στρατευόμαστε σε μια προοπτική αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό, σε μια προοπτική αφύπνισης του ελληνικού λαού, η οποία όμως δεν θα εντάσσεται σε μια λογική δημοκοπίας ή προεκλογικών μπαλκονιών -που στήθηκαν πάλι- στόχος του συγκεκριμένου αφιερώματος είναι η γνώση της πραγματικής Τουρκίας σε όσο το δυνατόν περισσότερες διαστάσεις και πλευρές της.
Μια συνολικά ευνοϊκή συγκυρία
Ο πρώτος στόχος μας είναι να παρουσιάσουμε συνοπτικά και χωρίς μυθεύματα την πληθυσμιακή, οικονομική και γεωπολιτική θέση της Τουρκίας. Μια πληθυσμιακή, οικονομική και γεωπολιτική θέση η οποία ενισχύεται αναμφίβολα -τουλάχιστον τα είκοσι τελευταία χρόνια- σε αντίθεση με τη θέση της Ελλάδας, ιδιαίτερα την οικονομική, η οποία υποχωρεί. Αυτή η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων βρίσκεται στη βάση των επεκτατικών τάσεων της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας, αλλά και απέναντι σε όλους τους άλλους γείτονες της. Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, “απελευθέρωση” των πετρελαίων του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, κρίση και πόλεμος στα Βαλκάνια, συντριβή του Σαντάμ και των Αράβων μετά τον πόλεμο στον Κόλπο, υποβάθμιση της ισχύος, οικονομικής και στρατιωτικής, του Ιράν. Όπως θα διαπιστώσει, πιστεύουμε, ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα κενό ισχύος στην περιοχή, το οποίο σπεύδει να καλύψει η Τουρκία. Και τα πλεονεκτήματα της είναι σημαντικά. Μια πληθυσμιακή επέκταση που έχει μεταβάλει την μεταπολεμική σχέση ένα προς τρία με την Ελλάδα ήδη σε 1:6,5. Μια οικονομική ενίσχυση του κρατικού και ιδιωτικού καπιταλισμού που έχει μετατρέψει την Τουρκία σε σημαντικό εξαγωγέα βιομηχανικών προϊόντων (ενώ το 1980 είχε ακόμα τα 3/5 των εξαγωγών της Ελλάδας, σήμερα αυτές είναι τετραπλάσιες από τις ελληνικές) και ιδιαίτερα προς τον άμεσο οικονομικό της περίγυρο ο οποίος απορροφά το 40% των τουρκικών εξαγωγών. Η Τουρκία προσπαθεί να οικοδομήσει ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης παρόμοιο με εκείνο της Νοτιο-ανατολικής Ασίας, στηριγμένο στα χαμηλά μεροκάματα στο εσωτερικό και τις εξαγωγές στο εξωτερικό.
Σε αυτή της την απόπειρα συναντάει σημαντική στήριξη από τη Δύση-ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση- που θεωρούν την Τουρκία ως τον μοναδικό φύλακα των πετρελαίων προς τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία και βασικό εταίρο της συμμαχίας Ισραήλ- Τουρκία -ΗΠΑ για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής. Επί πλέον αυξάνονται οι δυτικές επενδύσεις στην Τουρκία.
Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, θεωρείται ως το μόνο επιτυχημένο μοντέλο του δυτικοποιημένου Ισλάμ, ικανό να αντιπαρατεθεί στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό που απειλεί και πάλι τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου για να μη μιλήσουμε για την Αίγυπτο. Όλα αυτά τα δεδομένα, στο συνδυασμό τους, οδηγούν σε αυτή την καταπληκτική στήριξη που γνωρίζει η Τουρκία από τις δυτικές καγκελαρίες.
Βέβαια δεν παύουν να υπάρχουν και οι σκοτεινές ή αμφιλεγόμενες πλευρές.
Η κρίση του κεμαλισμού
Η σύγχρονη Τουρκία οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια μιας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας, όπου ο “Τούρκος” αποτελούσε μια στρατιωτικο-διοικητική κάστα επικυρίαρχων και όχι ένα έθνος. Αφού πρώτα εξοντώθηκαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί -Αρμένιοι και Έλληνες- ο Κεμάλ, συνεχίζοντας την πολιτική των Νεότουρκων, επιχείρησε να μεταβάλει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε “Τούρκους”, σε μια διαδικασία βίαιης και “από τα πάνω” εθνογένεσης. Έτσι, Κούρδοι, Άραβες, Πόντιοι, Λάζοι, Κιρκάσιοι, Τουρκομάνοι, Πομάκοι, υποχρεώθηκαν να μεταβληθούν σε “Τούρκους”, μέσα από την διαδικασία της εκπαίδευσης, του στρατού, των ΜΜΕ. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την καθυστερημένη εθνογένεση έπαιξε η τουρκική αριστερά και ιδιαίτερα οι ετερόδοξοι Αλεβίτες (που αντιπροσωπεύουν κάτι ανάμεσα στο 1/3 και το 1/4 του συνολικού πληθυσμού), οι οποίοι ανέλαβαν το ρόλο της διαμόρφωσης ενός εκκοσμικευμένου τουρκισμού και την εμφύτευση του στις λαϊκές μάζες. Όμως μετά το τελευταίο πραξικόπημα του 1980 και την κοινωνικο-οικονομική αλλαγή που έγινε στην Τουρκία (πάνω από το 60% του πληθυσμού ζει σε πόλεις), οι παλιές καταπιεσμένες ταυτότητες, εθνικές και θρησκευτικο-εθνικές, αναβιώνουν.
Μέσα στο καμίνι των μεγάλων πόλεων και ειδικά στις παραγκογειτονιές της Κωνσταντινούπολης, της Σεβάστειας, της Σμύρνης, της Τραπεζούντας, της Άγκυρας, του Ντιγιαρμπακίρ. ή ακόμα και στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Βερολίνου και του Μονάχου, οι διαφορετικές ταυτότητες αντικρίζουν η μια την άλλη, για πρώτη φορά σε μια καθημερινή συμβίωση και όχι στην σχετική απόσταση και αυτάρκεια των αγροτικών κοινοτήτων, που επέτρεπε στην διαφορετικότητα να επιβιώνει χωρίς συνείδηση της ιδιαιτερότητας της. Η κοινωνική εξαθλίωση και εκμετάλλευση, καθώς και η ανάδειξη διανοουμένων από τις διαφορετικές κοινότητες, ολοκλήρωσαν την διαμόρφωση του καταλλήλου περιβάλλοντος για την επανεμφάνιση της ετερότητας, εθνικής, θρησκευτικής, γλωσσικής. Στην Κωνσταντινούπολη θα γεννηθεί το ΡΚΚ! Η ανάπτυξη της πρώτης -και σημαντικότερης-ετερόδοξης ταυτότητας, των Κούρδων, έξω από τα όρια του τουρκισμού, θα λειτουργήσει ως το έναυσμα για τον πολλαπλασιασμό των φυγόκεντρων δυνάμεων έξω από την καμιζόλα του κεμαλισμού. Οι Άραβες της Αλεξανδρέττας, οι Λαζοί, οι Πόντιοι, διεκδικούν και πάλι το δικαίωμα της αναγνώρισης της ταυτότητας τους σε διαφορετικό επίπεδο αυτοσυνείδησης και στόχων.
Επί πλέον, η προσπάθεια του κεμαλικού κατεστημένου και του στρατού να αντιμετωπίσει την άνοδο της αριστεράς, ιδιαίτερα στην δεκαετία του ’70, καθώς και το κουρδικό εθνικό κίνημα, μέσω της χρήσης του Ισλάμ και του παντουρκισμού του Τουρκές, σε συνδυασμό με την γενικότερη άνοδο του ισλαμισμού, οδηγεί στην ανάπτυξη ενός αντιδυτικού ισλαμισμού μέσα στις φτωχές λαϊκές μάζες των πόλεων.
Τέλος οι Αλεβίτες, που είχαν στηρίξει την κεμαλική εκκοσμίκευση, αντιδρώντας στην σουνιτική επανισλαμοποίηση της Τουρκίας, αρχίζουν να απομακρύνονται από τον παραδοσιακό κεμαλισμό τους.
Τα όρια της εξωτερικής στήριξης
Είναι σαφές πως οι ΗΠΑ και η Δύση στηρίζουν αποφασιστικά το τουρκικό καθεστώς για λόγους που ήδη αναφέραμε και που αναπτύσσονται σε όλη την έκταση του αφιερώματος. Και καθώς επανεμφανίζεται ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης των εμιράτων του Κόλπου, της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου υπό την επίδραση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και του Ιράν, ο ρόλος της Τουρκίας, ως κυματοθραύστη του ριζοσπαστικού Ισλάμ, αναβαθμίζεται και πάλι· εξ ου και η στρατιωτική συμφωνία με το Ισραήλ |2|.
Πάντως υπάρχει μια διαφορά οπτικής στην στάση των Αμερικανών και σ’ εκείνη των Ευρωπαίων, ιδιαίτερα των Γερμανών. Η Αμερική, σε σχέση με το πετρέλαιο της Κεντρικής Ασίας και την κατάσταση στον Καύκασο ή την Τσετσενία, δεν επιθυμεί να δυσαρεστήσει τη Ρωσία, τουλάχιστον σε υπερβολικό βαθμό, τέτοιον που θα προκαλούσε μια επιστροφή των κομμουνιστών ή μια σκληρή “εθνικιστική” γραμμή στη Ρωσία. Γι’ αυτό και η διείσδυση των αμερικάνικων και αγγλικών εταιρειών πετρελαίου στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο, θα γίνει σε συνεργασία με τους Ρώσους και οι οδοί εξόδου του πετρελαίου προς τις δυτικές αγορές θα συνεχίσουν για αρκετά χρόνια να ελέγχονται από τη Ρωσία. Μια φιλική προς τη Δύση και τις ΗΠΑ, και σχετικά αποδυναμωμένη, Ρωσία θα ήταν ευχής έργο για την αντιμετώπιση του Ισλάμ και -επιπροσθέτως για τις ΗΠΑ- για να βάλει φραγμό στις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Γερμανίας στην Ευρώπη και προοπτικά της… Κίνας. Κατά συνέπεια για τις ΗΠΑ, η στήριξη της Τουρκίας γίνεται παράλληλα με εκείνη του Γέλτσιν και δεν επιθυμεί μια σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα τους. Και αυτή την πολιτική ακολουθεί και η Τουρκία, κυρίως μέσω των εμπορικών σχέσεων και της αγοράς εξοπλισμού από τη Ρωσία, όπως και μέσω της “απειλής” της χρησιμοποίησης των τουρκόφωνων δημοκρατιών εναντίον των ρωσικών συμφερόντων. Όμως η αντίθεση συμφερόντων Τουρκίας-Ρωσίας δεν εξαλείφεται και δεν μπορεί να εξαλειφθεί- στην Τσετσενία όχι μόνον υπάρχουν χιλιάδες “γκρίζοι λύκοι” στο πλευρό των Τσετσένων, αλλά η Τουρκία τους εξοπλίζει συστηματικά και προσπαθεί να επέμβει με κάθε τρόπο στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Οι ΗΠΑ κατά συνέπεια πρέπει κάθε τόσο να “μαζεύουν” την Τουρκία στην επεκτατική της ορμή.
Η Γερμανία αντίθετα βρίσκεται και πάλι στην κλασική θέση της υποστήριξης της Τουρκίας, όπως έκανε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να διεισδύσει στην αγορά της, αλλά και στο Ιράν, πολιτική που επιβεβαιώθηκε κατά την πρόσφατη επίσκεψη Ερμπακάν στην Τεχεράνη. Και βέβαια, η οριστική εξαφάνιση της Ρωσίας από το ευρωπαϊκό θέατρο ως μεγάλης δυνάμεως αποτελεί κρυφό πόθο και ελπίδα της. Έχοντας προσδέσει στο άρμα της την Γαλλία, αποτελεί, μαζί της, τον κυριότερο και χωρίς όρια υποστηρικτή της Τουρκίας.
Η εξωτερική πολυπραγμοσύνη της Τουρκίας, που θα τείνει να ενισχυθεί με τη συμμετοχή των ισλαμιστών στην εξουσία, οδηγεί σε εγκατάλειψη του κλασικού κεμαλικού “ρεαλισμού” και σε επιστροφή σε μια νεοθωμανική -ή παντουρανική- πολιτική επέκτασης: επέμβαση στη Μέση Ανατολή σε συμμαχία με το Ισραήλ, μετά την αποδυνάμωση του Ιράκ και της Συρίας, επέκταση στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία σε βάρος, εν τέλει, των ρωσικών συμφερόντων, επέκταση στα δυτικά σε βάρος του ελληνισμού, από την Κύπρο έως τη Θράκη, την FΥRΟΜ, τη Βοσνία και την Αλβανία, διείσδυση στα Βαλκάνια και παρουσία στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η “μεγάλη ευκαιρία” της αποδυνάμωσης όλων των παραδοσιακών αντιπάλων της Τουρκίας, και της σκανδαλώδους στήριξης που απολαμβάνει, γεννάει τον πειρασμό μιας πολιτικής προς όλα τα αζιμούθια, πολιτική που κινδυνεύει να αποδειχθεί “μεγαλύτερη από τα μεγέθη και τις πραγματικές δυνατότητες της Τουρκίας”, πολιτική επέκτασης που ξεπερνάει τη δυνατότητα της Τουρκίας “να καταπιεί” όλα τα κομμάτια μαζί.
Έτσι, για παράδειγμα, οι Αμερικάνοι δεν εγκαταλείπουν όλους τους διαύλους επικοινωνίας με τους Κούρδους, ακόμα και με το ΡΚΚ. Στην Κύπρο, όσο και αν επιθυμούν μια λύση η οποία θα αποδέχεται τα τετελεσμένα της κατοχής, δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν μια ολοκληρωτική κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία η οποία θα την μετέβαλλε σε επικυρίαρχο όλης της Μέσης Ανατολής. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, όπως συχνά ισχυρίζεται ο γραικυλισμός, πως εντέλει οι Αμερικάνοι δεν θα στηρίξουν την Τουρκία και άρα καλά κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, αλλά πως αν υπάρχει αντίσταση στον τουρκικό επεκτατισμό αυτή θα μετρήσει στις θελήσεις των ισχυρών, γιατί συνήθως ποτέ δεν τους αρέσει να βάζουν όλα τα αυγά τους σε ένα καλάθι. Επομένως η εξωτερική στήριξη προς την Τουρκία, μια από τις “μεγάλες αναδυόμενες” αγορές και “χώρα-πυλώνα” κατά την έκφραση του Πωλ Κέννεντυ, είναι δεδομένη, αλλά έχει και όρια τα οποία η τουρκική βουλιμία κινδυνεύει να τα θέσει σε δοκιμασία.
Η ισλαμική παράμετρος
Εκείνη η παράμετρος η οποία κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει ολοκληρωτικά την παραδοσιακή πολιτική του κεμαλισμού είναι η ανάδυση του ισλαμισμού. Ο ισλαμισμός έχει δύο πηγές. Η μία είναι η ισλαμιστική και παντουρκική μετάλλαξη του κεμαλισμού, που εκφράζεται από τον Ερμπακάν και τον Τουρκές, και έχει μια μακρά πορεία διαμόρφωσης ήδη από την δεκαετία του ’60. Ο Ερμπακάν και ο Τουρκές εξέφραζαν την βούληση, ήδη από τότε, για μια ενεργητικότερη επεκτατική πολιτική, τόσο απέναντι στην Ελλάδα (ο Ερμπακάν ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ετσεβίτ πρότεινε την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου στον Ετσεβίτ) όσο και μια πολιτική προσέγγισης με τις ισλαμικές δυνάμεις στην περιοχή καθώς και ανακίνησης του παντουρανισμού, σε αντίθεση με τη Δύση. Και βέβαια ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο κεμαλισμός ήταν μεν “κοσμικός”, όμως στηρίχθηκε ακριβώς στην μουσουλμανική ταυτότητα για να μετατρέψει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε “Τούρκους”. Ενώ σε μια προηγούμενη φάση οι Νεότουρκοι -των οποίων αποτελούσε μέλος- πόνταραν στον παντουρανισμό. Ο εσωστρεφής και δυτικόφιλος κεμαλισμός της περιόδου 1923-1970 αποτελεί την μια εκδοχή του κεμαλισμού δεν τον εξαντλεί. Σήμερα, όλο το παλιό κεμαλικό κατεστημένο στρέφεται προς μια πολιτική εξωτερικής επέκτασης. Είτε κυρίως οικονομικής -όπως συμβαίνει με τα πιο δυτικόφιλα στρώματα των κεφαλαιούχων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης- είτε γεωστρατηγικής, όπως πρεσβεύει η πιο εξτρεμιστική πτέρυγα του κόμματος Ερμπακάν και του Τουρκές.
Η δεύτερη πηγή του ισλαμισμού που αναπτύσσεται μετά το 1980 είναι ο ριζοσπαστικός αντι-δυτικός ισλαμισμός που στηρίζεται στα ξεριζωμένα στρώματα των παραγκουπόλεων και θέλει να εκμεταλλευτεί την κοινωνική αμφισβήτηση, που στα χρόνια πριν από το πραξικόπημα του 1980 στρεφόταν προς τα αριστερά, προς μια αντιδυτική-ισλαμική κατεύθυνση.
Η πολιτική ηγεμονία του Ερμπακάν και του κόμματος του επιχειρεί να ενσωματώσει την λαϊκή-ισλαμική αμφισβήτηση, ιδιαίτερα των κουρδικών σουνιτικών πληθυσμών των μητροπόλεων, και θέλει να καθυστερήσει ή και να αποτρέψει την ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας των Κούρδων και των άλλων μειονοτήτων. Κατά συνέπεια, αν δεν υπήρχε ο Ερμπακάν το τουρκικό κατεστημένο θα έπρεπε να τον εφεύρει, ακόμα και για να αποδυναμώσει τον αντιδυτικό ισλαμισμό οργανώσεων όπως η Μεγάλη Ανατολή που ενισχύονται διαρκώς. Ο παραδοσιακός κεμαλισμός είναι ανίκανος να επιβιώσει από τη στιγμή και μετά που η σύμβαση του ενιαίου τουρκικού έθνους καταρρέει κάτω από τα κτυπήματα των Κούρδων ανταρτών. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά στη σταδιακή διαμόρφωση -ή μάλλον έχουμε ήδη εισέλθει στη φάση της ωρίμανσής του- ενός αυθεντικού φασιστικού φαινομένου: ενός κράματος παντουρανισμού, ισλαμισμού και κεμαλισμού που εντάσσει ευρέα λαϊκά στρώματα στις τάξεις του. Αν ο κεμαλισμός αποτελούσε μια “κρατικο-στρατοκρατική ολιγαρχία με λαϊκή στήριξη”, ο “ισλαμισμός αλά Τουρκα” (σύμφωνα με την έκφραση του Οτσαλάν) αποτελεί μια μορφή μαζικού φασιστικοί φαινομένου.
Η ανάπτυξη ενός τέτοιου μαζικού φασιστικού ρεύματος προκαλεί δύο ειδών αντιδράσεις. Από τη μια πλευρά έρχεται σε σχετική αντίθεση με τα δυτικόστροφα μεσαία στρώματα και τα τμήματα της αστικής τάξης που επιθυμούν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και μια οικονομική κυρίως εκδοχή του τουρκικού επεκτατισμού, από την άλλη, θέλοντας να αποφύγει τον κίνδυνο της εθνικής διάσπασης, κινδυνεύει να προκαλέσει μια νέα βαθύτερη τομή, χωρίς να αποφύγει την εθνική διαφοροποίηση η οποία είναι ήδη εξαιρετικά προχωρημένη και μάλλον αδύνατο πλέον να εμποδιστεί ειμή μόνο με την καταστολή. Και αυτός ο κίνδυνος είναι να σπρώξει την λαϊκή βάση του κεμαλισμού, τους Αλεβίτες -ταυτισμένους με τα κοσμικά χαρακτηριστικά του κεμαλισμού- στην ετεροδοξία και την απόσπαση τους από την ιδεολογική ταύτιση με το τουρκικό οικοδόμημα.
Ερμπακάν μοιράζονται την εξουσία και κάνουν κινήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, και προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας αυτόνομης τουρκικής οικονομίας, με πολλαπλασιασμό των ανοιγμάτων προς τις ισλαμικές χώρες και ταυτόχρονα προς την Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και προς την ενίσχυση του ισλαμικού προσανατολισμού και ταυτόχρονα προς την συντήρηση μιας υπόνοιας κοσμικού καθεστώτος. Είναι βέβαιο πως αυτή η ισορροπία, που εκφράζει μια προσπάθεια σύνθεσης των διαφορετικών τάσεων, είναι ασταθής και σύντομα θα ανατραπεί.
Το εκρηκτικό μείγμα
Η κατάσταση σε όλη την περιοχή, αρχίζοντας από τα Βαλκάνια και φθάνοντας μέχρι την Κεντρική Ασία, βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης. Η διαρκής συρρίκνωση των πετρελαϊκών εισοδημάτων, η αναζωπύρωση του Παλαιστινιακού, η συνεχιζόμενη κρίση στον Καύκασο, την Ρωσία και την Κεντρική Ασία, το άλυτο πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και η οικονομική κατάρρευση στην Βουλγαρία και την Ρουμανία συνθέτουν το πλαίσιο της κρίσης σε όλο τον περίγυρο της Τουρκίας και… παρεμπιπτόντως, της Ελλάδας. Σε αυτές τις συνθήκες η κύρια κατεύθυνση της δυτικής στρατηγικής είναι η ενίσχυση της Τουρκίας. Όμως και η Τουρκία βρίσκεται σε εσωτερική κρίση. Το Κουρδικό, ο πολλαπλασιασμός των εθνικών και μειονοτικών προβλημάτων, όπως εκείνου των Αράβων της Αλεξανδρέττας, το αλεβιτικό πρόβλημα και μια οικονομική κατάσταση που, παρά την ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων, φαίνεται να παρουσιάζει σημεία κόπωσης, ενώ οξύνονται οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις, χωρίς να παραλείπουμε το ισλαμικό-παντουρανικό φασιστικό φαινόμενο, σπρώχνουν προς μια επανεπιβεβαίωση του “τουρκισμού” μέσω της φασιστικοποίησης στο εσωτερικό και της εξωτερικής επέκτασης στο εξωτερικό. Οι άρχουσες τάξεις της Τουρκίας κρίνουν πως η ευκαιρία είναι μοναδική για επέκταση: ποτέ άλλοτε δεν θα βρουν τόσο αποδυναμωμένους τους γείτονες τους, ποτέ άλλοτε δεν θα διαθέτουν την καταπληκτική εξωτερική στήριξη που απολαμβάνουν, ενώ ο επεκτατισμός θα αμβλύνει ή θα εξαλείψει τις εσωτερικές αντιθέσεις και αποκλίσεις, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση. Κατά συνέπεια η άνοδος του Ερμπακάν δεν προοιωνίζεται τίποτε το καλό για όλους τους γείτονες της Τουρκίας και ιδιαίτερα για τους Έλληνες. Εξ άλλου θα μπορούσε να αποτελέσει το άλλοθι του δυτικόφιλου τουρκικού κατεστημένου (“βλέπετε, αυτά τα έκανε ο Ερμπακάν και οι ισλαμιστές του”).
Η Τουρκία περνάει σε μια νέα φάση κατά την οποία το κύριο μέλημα της θα πάψει να είναι η ένταξη στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς -εξ άλλου ό,τι ήταν να επιτύχει σε αυτή τη φάση το έχει ήδη επιτύχει με την τελωνειακή σύνδεση- και τώρα πια θα μπορεί πιο “ελεύθερα” να ξεδιπλώσει το “ανατολικό”, ολοκληρωτικό και επεκτατικό πρόσωπο της. Και το τούρκικο στρατοβιομηχανικό κατεστημένο σε αυτή τη φάση μάλλον θα τείνει να χρησιμοποιήσει και να ενισχύσει το μαζικό φασιστικό φαινόμενο που αποτελεί ο ισλαμισμός του Ερμπακάν (με τα τάγματα εφόδου του Τουρκές που έδρασαν και στην Κύπρο) για να λύσει τους λογαριασμούς του με την εσωτερική αμφισβήτηση και με τους εξωτερικούς αντιπάλους, και πριν απ’ όλους με την Ελλάδα.
Σε μερικά χρόνια ίσως να είναι αργά για τον τουρκικό επεκτατισμό. Τώρα είναι η ώρα. Και ο νοών νοειτω.
Φυλάττειν Θερμοπύλας
Αν στα τέλη του 19ου αιώνα οι πιο ευγενικές ψυχές της χώρας ένοιωθαν να βρίσκονται σε αδιέξοδο γιατί η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γινόταν πολύ πιο αργά από ό,τι ήλπιζαν και επιθυμούσαν και η βαλκανική ομοσπονδία συντριβόταν κάτω από την ανάπτυξη του εθνικισμού, σήμερα έχουμε και πάλι απέναντι μας τους απόγονους των Σουλτάνων -σε μια νέα επεκτατική έξαρση- και εμείς εδώ, οι Έλληνες, ή οι τελευταίοι των Ελλήνων, θα πιούμε και αυτό το ποτήρι.
Η ιστορία μας επιτάσσει, όπως εμείς εγκαινιάσαμε την εξέγερση των λαών ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να είμαστε και από τους πρώτους που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον προελαύνοντα τουρκικό φασισμό. Η μεταπολιτευτική μας “νωχέλεια” οδηγείται βιαίως προς την εξάντληση της. Όσο το ταχύτερο τόσο καλύτερα.
Και σήμερα, παρ’ όλο που τα πράγματα δεν είναι ρόδινα θα μπορέσουμε ίσως να δημιουργήσουμε εκείνη την βαλκανική ομοψυχία που έλειπε πριν εκατό χρόνια, για να εκδηλωθεί μόλις στους Βαλκανικούς πολέμους. Σήμερα ίσως θα μπορέσουμε να στηριχτούμε σε όλους τους λαούς, που από την Αρμενία έως την Συρία και τους λαούς της Μικράς Ασίας, αντιμετωπίζουν τον τούρκικο φασισμό.
Με μια προϋπόθεση, ότι εμείς οι ίδιοι θα πιστέψουμε στις δυνατότητές μας και θα πείσουμε τους δυτικούς “εταίρους” πως οποιαδήποτε εξαπόλυση της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας θα έχει τεράστιες αρνητικές συνέπειες γι’ αυτούς, τόσες ώστε τα οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμα οφέλη να αποδειχθούν μπούμερανγκ.
Και πριν απ’ όλα αν πείσουμε τους ίδιους τους Τούρκους φασίστες πως η Ελλάδα συνεχίζει να γεννάει Σολομώντες Σολωμού και μάλιστα οπλισμένους και πως την σημαία της Κατοχής θα την κατεβάσουμε!
Υστερόγραφο
Σε αυτό το οπωσδήποτε ογκώδες αφιέρωμα προσπαθήσαμε να επιμείνουμε περισσότερο στις άγνωστες ή λιγότερο γνωστές όψεις της τουρκικής πραγματικότητας και όχι τόσο στα ελληνοτουρκικά, που είναι και περισσότερο γνωστά και αποτελούν αντικείμενο της τρέχουσας ύλης του περιοδικού. Προσπαθήσαμε μάλιστα να παραθέσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενα “ουδετέρων”, κατά το δυνατόν, παρατηρητών και μελετητών. Τούρκων και τουρκολόγων, δημοσιογράφων κ.λπ., ώστε να δοθεί μια πληρέστερη και πιο αποστασιοποιημένη εικόνα της πραγματικότητας. Έτσι, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά το Κουρδικό δημοσιεύουμε κείμενο Αμερικάνου καθηγητή και όχι του Ρ.Κ.Κ., όχι βέβαια γιατί συμμεριζόμαστε την πολιτική του θέση. Το απόσπασμα από το βιβλίο τον Άγγλου δημοσιογράφου -και επί χρόνια ανταποκριτή δυτικών εφημερίδων στην Τουρκία- Τιμ Κέλσεϋ, Δερβίσης, εντάσσεται στην ίδια κατηγορία. Όσο για τα ελληνοτουρκικά, επιμένουμε κυρίως σε κείμενα για την ιστορική διάσταση τον τουρκικού επεκτατισμού και όχι για τα τρέχοντα ζητήματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε Ερασμία-Λουΐζα Σταυροπούλου (1987), Παναγιώτης Πάνας: Ένας Ριζοσπάστης Ρομαντικός, Επικαιρότητα, Αθήνα, σ. 106.
2. Βλέπε την εξαιρετική και εκτεταμένη σχετική ανάλυση του Μάριου Ευρυβιάδη, επ. καθ. Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο, στην Ναυτεμπορική, σε δύο συνέχειες στις 17 και 18 Αυγούστου.