To «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος» του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη
Tου Μιχάλη Χατζηπέτρου από τη Ρήξη φ.112
Η πρώτη μου επαφή με την θεωρία των παιγνίων έγινε στο πανεπιστήμιο. Λίγο αργότερα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο Θεωρία των Παιγνίων και Πολιτική Στρατηγική, του Κώστα Φιλίνη, εκδοθέν προς τα τέλη της δικτατορίας του 1967. Ο Φιλίνης, ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ και για πολλά χρόνια μέλος της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ (εσ.), έγραψε το βιβλίο στην παρανομία, και έκτοτε μάλλον αυτό πέρασε απαρατήρητο.
Το όλον πνεύμα στο βιβλίο του Φιλίνη εμφορείται από τη λογική ότι η θεωρία των παιγνίων μπορεί να είναι ένα χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο που μπορεί να εφαρμοστεί λελογισμένα σε θέματα στρατηγικής ή τακτικής, δίχως να τα υποκαθιστά. Βεβαίως, από τότε η εν λόγω θεωρία έχει κάνει μαθηματικά άλματα. Το όλον πρόβλημα όμως είναι ότι, σε ό,τι αφορά στον ανθρώπινο παράγοντα και τις πολυποίκιλες συμπεριφορές του, ειδικά όταν αυτές άπτονται κοινωνικοπολιτικών ή γεωπολιτικών ανταγωνισμών, δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθούν. Κοινώς, όπως έλεγε κι ένας φίλος τραπεζικός, αλλά και ο ημέτερος Ζουράρις, σε μια πολύπλοκη αλγεβρική μήτρα, «ό,τι βάζεις, βγάζεις».
Κοινώς, για το τι θα θέσεις σε μια πολιτική διαπραγμάτευση, πρέπει να έχεις υπόψη σου πάρα πολλούς παράγοντες. Διότι, μεταξύ των δύο ακρότατων εκδοχών της θεωρίας, δηλαδή το «win-win» και το «lose-lose», υπάρχουν πλείστες παραλλαγές. Και, βεβαίως, υπάρχει και ο παράγων χρόνος, ο οποίος εξ όσων γνωρίζω δεν παραμετροποιείται πουθενά στην εν λόγω θεωρία.
Η θεωρία αυτή έχει δύο –μόνον– διαπραγματευτικές τακτικές. Τη minimax και τη maximin. Στην πρώτη, με το ελάχιστο των υποχωρήσεών σου προσπαθείς να κερδίσεις τα μέγιστα, ενώ στη δεύτερη, με το μάξιμουμ των υποχωρήσεών σου προσπαθείς να κερδίσεις τα ελάχιστα (που θεωρείς «κόκκινη γραμμή»).
Ας εικάσουμε, λοιπόν, τι διαπραγματεύτηκε ανάμεσα σε όλα αυτά ο Γ. Βαρουφάκης. Προφανώς, η συμφωνία-γέφυρα ήταν το win-win. Δεν αναλύω τα πλεονεκτήματα της λεγόμενης γέφυρας, καθώς το κατά πόσον επετεύχθη θα φαίνεται κάθε μέρα από εδώ και στο εξής. Εκείνο όμως που είναι φανερό, είναι ότι επελέγη ως διαπραγματευτική τακτική ένα αλλόκοτο μείγμα, που δεν μπορείς να το κατατάξεις στις δύο τακτικές. Διότι και το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους ανοίχτηκε με μεγάλες υποχωρήσεις από την αρχική προεκλογική θέση, ενώ επικοινωνιακά μεν ορθά, αλλά ως πραγματικό casus belli μπήκε ανοιχτά το ζήτημα αλλαγής όλης της ευρωπαϊκής πολιτικής, που για το ευρωϊερατείο και τον Σόιμπλε αποτελεί κόκκινο πανί. Κοινώς, αν θες ένα πρόγραμμα-γέφυρα δεν διακηρύττεις ανοιχτά ότι πας στο Γιούρογκρουπ για να αλλάξεις την Ευρώπη.
Εδώ βεβαίως μπαίνει η ριμάδα η πολιτική θεώρηση. Αν νομίζεις ότι η Ευρώπη πρέπει να γίνει κάτι σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες με κεϋνσιανισμό και αυξημένες δόσεις δημοκρατίας, τότε μάλλον θα φας τα μούτρα σου. Γιατί διαφορετικά θα σκεπτόσουν και θα διαπραγματευόσουν αν θεωρούσες τη Μέρκολαντ μια ζούγκλα από την οποία πρέπει να βρεις τον τρόπο να την κάνεις στον κατάλληλο χρόνο και με τις λιγότερες απώλειες. Θα πει κανείς ότι, ίδια με του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η οπτική των Ποδέμος. Πλην όμως οι κινηματικοί δεσμοί και η συγκρότηση των Ποδέμος είναι άλλο πράγμα και βεβαίως «Η Ισπανία είναι η τέταρτη οικονομία της Ευρώπης», όπως έσπευσε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας να προειδοποιήσει όταν άρχισε να τελειώνει η μετεκλογική μέθη του ΣΥΡΙΖΑ και να φαίνεται καθαρά το κλείσιμο της χρηματοοικονομικής κάνουλας από τη Φρανκφούρτη. Βεβαίως, όλοι χαρήκαμε τις στιγμές κόντρας του Βαρουφάκη με τον Ολλανδό αγελαδοτρόφο, κι όταν πέταξε κατάμουτρα στον Σόιμπλε τα της Ζήμενς. Όπως χαρήκαμε τον Κοτζιά όταν έβαζε το θέμα του κατοχικού δανείου μπροστά «στη γυφταρκούδα της σοσιαλδημοκρατίας», για να θυμηθούμε και τον Λουί Αραγκόν. Πλην όμως φαίνεται, ότι αντί λελογισμένης τακτικής που θα υπηρετεί τη στρατηγική, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε να αντιτάξει κατά κύριο λόγο επικοινωνία. Και τα βασικότερα χαρτιά σου δεν είναι να τα έχεις για να χαίρεσαι με πυροτεχνήματα της στιγμής.