Αρχική » Μια εναλλακτική αντίληψη για την αντιμετώπιση της κρίσης

Μια εναλλακτική αντίληψη για την αντιμετώπιση της κρίσης

από Άρδην - Ρήξη

του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 97, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2014

Κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου, όπως είναι πλέον καθιερωμένο, οι περισσότεροι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων προβαίνουν σε ομιλίες και συνεντεύξεις στη Θεσσαλονίκη, επ’ ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης. Επειδή πιστεύουμε πως καμία από αυτές τις τοποθετήσεις δεν υπήρξε ικανοποιητική και σε μεγάλο βαθμό απέφυγε να θίξει τις πραγματικές αιτίες και τις συνέπειες της κρίσης που σήμερα αντιμετωπίζει η Ελλάδα, θα προσπαθήσουμε να διαγράψουμε, στις βασικές της γραμμές, μια διαφορετική αντίληψη.

Θα ξεκινήσουμε επισημαίνοντας τα χαρακτηριστικά της σημερινής κρίσης, μοναδική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και τις όποιες πιθανές απαντήσεις.

Εκείνο που κανένας από τους πολιτικούς, που περιφέρονται στο πολιτικό στερέωμα της χώρας, δεν τολμάει να αγγίξει είναι το θεμελιακό γεγονός πως η Ελλάδα βιώνει μια βαθύτατη παρακμή. Παρακμή παραγωγική, δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική και, πρωτίστως, πνευματική. Οι Έλληνες και ο ελληνισμός γενικότερα βρίσκονται σε μια αποφασιστική στιγμή της ιστορίας τους και κινδυνεύουν από μια ριζική υποβάθμιση, αν όχι και εξαφάνιση. Γι’ αυτό και η μεγάλη οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε μετά το 2009 αποτελεί τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ανέδειξε στην επιφάνεια τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της κρίσης.

Κατ’ αρχάς, πολύ συχνά, ακολουθώντας την οδό της στρουθοκαμήλου, τονίζουμε τις ευρύτερες, παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διαστάσεις της κρίσης, οι οποίες και είναι πραγματικές, για να αποφύγουμε έτσι να θίξουμε την ιδιαιτερότητα της ιδιαίτερης δικής μας κρίσης.

Πράγματι, το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου, ο πλανήτης ολόκληρος, βρίσκεται σε μία φάση μετάβασης, όπου το επίκεντρο της οικονομικής και εν τέλει της πολιτικής ισχύος μετατοπίζεται ταχύτατα εκτός του δυτικού κόσμου και της δυτικής Ευρώπης κατ’ εξοχήν. Ιδιαίτερα, η παγκοσμιοποίηση των ανταλλαγών και η «ελευθερία» κίνησης των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα οδήγησε στη μετατόπιση του κέντρου βάρους της βιομηχανικής παραγωγής εκτός Δύσεως. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση του δυτικού κόσμου η οποία, αφού με την εξαγωγή κεφαλαίων εξέθρεψε τη βιομηχανική ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου και της Κίνας, σήμερα, σαν μπούμερανγκ, υφίσταται τις συνέπειες αυτής της στρατηγικής, που δεν της επιτρέπει να ανταγωνιστεί το πολύ φθηνότερο κόστος των προϊόντων του πρώην τρίτου κόσμου. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η δυτική οικονομία προσπάθησε να διατηρήσει την ηγεμονία μόνο στο χρηματοπιστωτικό και τεχνολογικό πεδίο, και όταν η χρηματοπιστωτική φούσκα και ο δημόσιος δανεισμός, στον οποίον στηριζόταν όλα αυτά τα χρόνια, έσκασε, βρέθηκε μπροστά σε μία βαθύτατη κρίση. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία δεν αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης, αλλά είναι αποικιοκρατούμενη και παρασιτικό της εξάρτημα, επλήγη πολύ πιο έντονα. Πλήγμα που δεν συγκρίνεται καθόλου με ό, τι συμβαίνει στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, μια και εξάλλου είχε απολέσει σχεδόν κυριολεκτικά κάθε παραγωγική βάση.

Επιπλέον, η γεωπολιτική της θέση, στο σύνορο των δύο κόσμων –σε μία στιγμή που το Ισλάμ και η Δύση οδηγούνται σε αντιπαράθεση–, καθώς και οι απειλές στην εθνική της ανεξαρτησία, κυρίως από τον τουρκικό νεοθωμανισμό, επιδεινώνουν δραματικά τις παραμέτρους της κρίσης.

Εξάλλου, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης κατεδείχθη με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο από την αντιμετώπιση που της επεφύλαξαν οι Ευρωπαίοι «εταίροι», και κυρίως οι Γερμανοί, τα τελευταία πέντε χρόνια, όταν την αντιμετώπισαν ως ένα τμήμα του αποικιακού χώρου και την οδήγησαν προσχεδιασμένα στη μεγαλύτερη ύφεση της ιστορίας των δυτικών χωρών σε ειρηνικές συνθήκες.

Τέλος, οι βαθμοί γεωπολιτικής ελευθερίας που προσέφερε στο παρελθόν η ύπαρξη του σοβιετικού στρατοπέδου, της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και ενός φιλικού προς την Ελλάδα αραβικού κόσμου, έχουν εκλείψει. Αντ’ αυτών, βρεθήκαμε περιστοιχιζόμενοι από τα Σκόπια, μια ρεβανσιστική Αλβανία και κυρίως μια αναβαθμισμένη νεοθωμανική Τουρκία, ενώ, στην ευρύτερη περιοχή, ο αραβικός κόσμος αντιμετωπίζει την πρόκληση του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Η Ρωσία, μετά μάλιστα τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, βρίσκεται επί του παρόντος αρκετά μακριά, για να προσφέρει μια εναλλακτική δυνατότητα στήριξης.

Οι Έλληνες πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως βρίσκονται θεμελιωδώς «μόνοι» και, επομένως, είναι υποχρεωμένοι να διαμορφώνουν τη στρατηγική τους επί τη βάσει των δικών τους προσπαθειών και των δικών τους δυνατοτήτων.
Συχνά, διατυμπανίζεται, από όλες σχεδόν τις πτέρυγες του πολιτικού κόσμου, ότι «ανήκουμε στην Ευρώπη». Δεν διευκρινίζεται όμως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με την «Ευρώπη» στο σύνολό της, και πως μια αληθινά ενιαία Ευρώπη θα προϋπέθετε τη συμμετοχή σ’ αυτήν της Σερβίας, της Ουκρανίας, και κατ’ εξοχήν της Ρωσίας, πράγμα που θα επέτρεπε τόσο την ανάδειξή της σε έναν αυτόνομο και όχι εξαρτημένο από τους Αμερικανούς χώρο, όσο, και κυρίως, την αναίρεση του δυτικόστροφου χαρακτήρα της. Η Ελλάδα μπορεί να ισορροπήσει μόνο μέσα σε μια Ευρώπη που διαθέτει δυτικό και ανατολικό πνεύμονα, διαφορετικά θα αποτελεί μία απόφυση της Δύσης, στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Έτσι, λοιπόν, ο άνευ όρων ευρωπαϊσμός (ή, όπως προσφυώς έχει χαρακτηριστεί, ευρωλιγουρισμός) δεν αποτυπώνει την πραγματική σχέση της χώρας με τη δυτική Ευρώπη και κατ’ εξοχήν την Γερμανία, η οποία είχε και έχει ακόμα περισσότερο σήμερα αποικιακό χαρακτήρα.
Επομένως, το συμφέρον της Ελλάδας είναι η οικοδόμηση μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια και όχι η αποδοχή μιας μονοδιάστατα δυτικοευρωπαϊκής ή γερμανικής Ευρώπης.

Βέβαια, επειδή γνωρίζουμε τις μεγάλες πιέσεις που αντιμετωπίζουμε από τα ανατολικά και την Τουρκία, η οποία χρησιμοποιεί ως πολιορκητικό κριό εναντίον μας ακόμη και το Ισλάμ, δεν μπορούμε άμεσα να οδηγηθούμε σε μια καθολική ρήξη με τη Δύση και την Ε.Ε. Γνωρίζουμε όμως ότι η σχέση μας είναι μια σχέση ανάγκης και συμφέροντος και όχι ταυτότητας.

Και αυτό γιατί έχουμε συνείδηση πως η απειλή, την οποία συνιστά η διαρκώς ενισχυόμενη τα τελευταία χρόνια νεοθωμανική Τουρκία, αποτελεί μια απειλή ζωής ή θανάτου για μας. Η αυξανόμενη δημογραφική, οικονομική και στρατιωτική ανισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες, που συγκρούονται επί χίλια χρόνια σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου, δεν επιτρέπει εφησυχασμό ούτε μια μονήρη πορεία κάτω από τις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες. Είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε τις υπάρχουσες συμμαχίες, να κάνουμε ανοίγματα προς άλλες κατευθύνσεις (Ρωσία, Βαλκάνια, νότια Ευρώπη) και προπαντός να ρίξουμε το βάρος στην εσωτερική δημογραφική και παραγωγική ενίσχυση της χώρας.

Η στρατηγική μας αφορά, σε αυτή την περίοδο, την «επιστροφή» σε μια αυτόκεντρη και ενδογενή αναπτυξιακή πορεία η οποία στηρίζεται στους εξής άξονες:

Δημογραφική ανάταξη

Πρώτον, στη δημογραφική ανασυγκρότηση της χώρας, με την ανάδειξη του δημογραφικού ως ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο, εθνικό μας ζήτημα. Το 2013, ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά εβδομήντα χιλιάδες άτομα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Για να απαντήσουμε σε αυτή την πρόκληση, θα πρέπει να κινηθούμε σε τρεις κατευθύνσεις. Πρώτο, την ενίσχυση της γεννήσεων, των μητέρων και του οικογενειακού προγραμματισμού. Ένα σημαντικό ποσό θα πρέπει να δίνεται ως επίδομα για κάθε νέα γέννηση και να ενισχύεται για τις γεννήσεις άνω των δύο παιδιών. Και βέβαια, αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται με ενίσχυση του δικτύου παιδικών σταθμών και νηπιαγωγείων, καθώς και της κοινωνικής πρόνοιας και των ιατρικών φροντίδων για τις εγκύους μητέρες.

Η δεύτερη προτεραιότητα αφορά σε μέτρα μείωσης της μαζικής μετανάστευσης των νέων, με τη δημιουργία ειδικών προγραμμάτων απασχόλησης, ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας των νέων και συγκρότηση εναλλακτικών δικτύων απασχόλησης, συνεταιρισμών κ.λπ., στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, καθώς και στους τομείς των νέων τεχνολογιών.

Και τρίτον, την αντιμετώπιση του προβλήματος των ξένων μεταναστών στην Ελλάδα και, ιδιαίτερα, της λαθρομετανάστευσης. Η πολιτική των κυβερνήσεων, από την εποχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη μέχρι εκείνη του Γιώργου Παπανδρέου, με αποκορύφωμα την περίοδο της κυβέρνησης Σημίτη, ήταν μία πολιτική διευκόλυνσης της μαζικής εισόδου ξένων μεταναστών χωρίς χαρτιά και ασφαλιστικές εγγυήσεις, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος εργασίας, ιδιαίτερα στην οικοδομή και την αγροτική οικονομία, και να καλυφθούν τα μεγάλα δημογραφικά κενά σε παραγωγικές ηλικίες που ήδη εμφάνιζε η χώρα. Οι μεγάλοι οδικοί άξονες, την εποχή «των έργων», το μετρό της Αθήνας, τα ολυμπιακά έργα και η βιομηχανική αγροτική παραγωγή κινούνταν προνομιακά με τη χρήση των ξένων μεταναστών όπως επίσης και οι οικιακές υπηρεσίες κ.λπ.

Με αυτόν τον τρόπο, το κλεπτοκρατικό παρασιτικό σύστημα της χώρας δημιούργησε ένα καθεστώς οιονεί δουλοκτησίας και ελαστικοποίησης της εργασίας μέσω των ξένων. Όσο το παρασιτικό μοντέλο βρισκόταν στην άνθησή του, λίγοι ήταν εκείνοι που επεσήμαιναν το πρόβλημα, καταδεικνύοντας όχι μόνον την αλλοίωση του ελληνικού πληθυσμού, που έπαυσε πλέον να έχει σχέση με πολλές παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά και τα προβλήματα που θέτει η υπερσυσσώρευση ενός ξένου πολιτισμικά πληθυσμού σε μία γηράσκουσα χώρα των συνόρων, όπως η Ελλάδα.
Και αυτή η οικονομικά φιλελεύθερη πολιτική των αρχουσών τάξεων και των ελίτ όχι μόνον δεν συναντούσε καμία αντίθεση αλλά υποστηριζόταν από τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό του μεγαλύτερου μέρους της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, που ενίσχυε αυτό το δουλοκτητικό μοντέλο με δήθεν ανθρωπιστικά επιχειρήματα υπέρ της ελεύθερης διακίνησης των ανθρώπων και της εργασίας. Έτσι, όμως, και οι μετανάστες βίωναν το ξερίζωμα και την υπερεκμετάλλευση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνταν συνθήκες γκέτο στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Και, προφανώς, εκείνα τα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού που πλήττονταν από την ανεξέλεγκτη μετανάστευση ήταν τα λαϊκά στρώματα των υποβαθμισμένων περιοχών των μεγάλων πόλεων, ένα μέρος των οικοδόμων και βιομηχανικών εργατών, που όχι μόνον έχαναν τις δουλειές τους αλλά έβλεπαν και τα μεροκάματά τους να υποχωρούν, καθώς και ένα μέρος των εργατών γης. Έτσι, όταν η κρίση του 2010 χτύπησε τη χώρα, είχε δημιουργηθεί ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, καθώς και την εμφάνιση ενός ανοικτά ρατσιστικού κόμματος που κατέλαβε ήδη την τρίτη θέση στις πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογές.

Αν αφήσουμε να συνεχίζεται το παρόν δημογραφικό μοντέλο, με τη μείωση των γεννήσεων του ελληνικού πληθυσμού, τη μετανάστευση των νέων υψηλής και πανεπιστημιακής ειδίκευσης και την είσοδο διαρκώς νέων κυμάτων μεταναστών, και μάλιστα από χώρες διαφορετικής θρησκείας και πολιτισμού, τότε είναι βέβαιο ότι, σε μερικά χρόνια, θα οδηγηθούμε σε εσωτερικές αιματηρές συγκρούσεις και σε εκμετάλλευση των επήλυδων, ιδιαίτερα των μουσουλμανικών πληθυσμών, από την οθωμανική τουρκική πολιτική. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, αφενός, να εντάξει τους μετανάστες που θέλουν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και να πάψει η υπερεκμετάλλευσή τους, και, από την άλλη, να πάρει μέτρα για τον περιορισμό όσο το δυνατόν της εισόδου διαρκώς νέων μεταναστευτικών ρευμάτων, με μια πολιτική που θα αναιρέσει το Δουβλίνο 1 και 2 και θα υποχρεώσει την Τουρκία να βάλει τέλος στην αδιάκοπη «αποστολή» μεταναστών προς την Ελλάδα.

Παραγωγική στροφή

Αποφασιστικό στοιχείο αυτής της στροφής στην ενδογενή και αυτόκεντρη ανάπτυξη είναι η ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας, τόσο με την εκμετάλλευση του λιθάνθρακα και του λιγνίτη, με όρους περιβαλλοντικής προστασίας, και κατάργηση της πώλησης της ΔΕΗ, όσο και με την ενίσχυση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Προπαντός, στόχος μας θα πρέπει να γίνει η μείωση της ενεργειακής σπατάλης και ενός ενοργοβόρου μοντέλου παραγωγής και κυρίως κατανάλωσης. Με μια συστηματική πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση, είναι δυνατόν να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας, για καταναλωτικούς σκοπούς, γύρω στο 50%, και να χρησιμοποιήσουμε ένα μέρος του πλεονάσματος για ενίσχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η «αποανάπτυξη» δεν αποτελεί μια κενή φράση αλλά μια οικολογική και οικονομική αναγκαιότητα. Όσο δε για την πιθανή εύρεση υδρογονανθράκων, αυτή θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο πρόγραμμα –γιατί, ούτως ή άλλως, θα πάρει χρόνο μέχρι να γίνουν εκμεταλλεύσιμα τα κοιτάσματα – και προπαντός να μην οδηγήσει σε νέες οικονομικές και γεωπολιτικές εξαρτήσεις, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στις αραβικές χώρες.

Στον τομέα της αγροτικής παραγωγής, θα πρέπει να μεταβάλουμε το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας, το οποίο όχι μόνο δεν είναι οικολογικά συμβατό με τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης στην επιβίωση του πλανήτη, αλλά και δεν ταιριάζει καθόλου στη γεωγραφία και το ανάγλυφο της χώρας μας. Ένα πολυκαλλιεργητικό, στραμμένο προς τη βιολογική γεωργία, μοντέλο ανάπτυξης μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή και την απασχόληση στον αγροτικό τομέα, αποφεύγοντας τις καταστροφές που προκάλεσε η βιομηχανική γεωργία (βλέπε τι συνέβη στη Θεσσαλία με τη μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού), ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ένα εμπόδιο στην εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από το εξωτερικό. Η επιβολή οικολογικών περιορισμών στα καταναλισκόμενα αγροτικά προϊόντα αποτελεί και ένα όπλο για την αποφυγή της εισαγωγής ξένων, γεμάτων λιπάσματα και φυτοφάρμακα, αγροτικών προϊόντων. Η ενίσχυση των αγροτικών συνεταιρισμών σε νέα βάση, μικρών ομάδων παραγωγών, και στον τομέα της συλλογικής χρήσης των αγροτικών μηχανημάτων και εξοπλισμών, μπορεί να μειώσει αποφασιστικά το κόστος παραγωγής και να κάνει ανταγωνιστική την ελληνική γεωργία. Διότι, βέβαια, όταν ο μέσος όρος του αγροτικού κλήρου της Ελλάδας είναι 50 στρέμματα, αποτελεί ανεπίτρεπτη και ηλίθια σπατάλη η ατομική αγορά τρακτέρ ή άλλων αγροτικών μηχανών, που είναι αποδοτικά μόνο αν χρησιμοποιούνται σε πεντακόσια ή χίλια στρέμματα. Συνεπώς, η από κοινού αγορά και χρήση αγροτικών μηχανών γίνεται προϋπόθεση για την επιβίωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και τη διατήρηση του πληθυσμού. Παράλληλα, είτε σε επιχειρηματική είτε σε συνεταιριστική βάση, μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν πιο καθετοποιημένες βιοτεχνίες επεξεργασίας της αγροτικής παραγωγής.
Αποφασιστικής σημασίας, όσο και αν δεν συζητάμε πλέον σχεδόν καθόλου γι’ αυτόν, είναι ο μεταποιητικός τομέας, που αποτελεί τη βάση της παραγωγής και της κατανάλωσης μιας σύγχρονης χώρας. Η Ελλάδα πρέπει να ανασυστήσει τη βιομηχανική της παραγωγή, ξεπερνώντας άμεσα τους περιορισμούς που θέτει η Ε.Ε. στις επιδοτήσεις αυτής της παραγωγής, μέσα από τη χρήση κανόνων και προδιαγραφών για τα παραγόμενα προϊόντα, πράγμα που κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, και αποτελεί τον μόνο τρόπο προστατευτισμού που διαθέτουν. Επιπλέον, μια πολιτική κρατικών προμηθειών σε μικρές ποσότητες θα ενίσχυε αποφασιστικά την ελληνική βιομηχανία και την ελληνική τεχνογνωσία, αποκλείοντας τους μεσάζοντας και τις μίζες, ενώ η αμυντική βιομηχανία μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση της μηχανουργίας και των μεταλλικών κατασκευών. Χωρίς την ανασύσταση του βιομηχανικού παραγωγικού ιστού, στοχεύοντας στο υψηλότερο τεχνολογικό επίπεδο, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια ή με τεχνολογικά ινστιτούτα που πρέπει να δημιουργηθούν, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αυτόνομη παραγωγική βάση. Η ελληνική μαστορική και τεχνογνωσία πρέπει κυριολεκτικά να ανασυσταθούν και να αναβαθμιστούν προτού χαθούν όλες οι δεξιότητες και οι γνώσεις που έχουν συσσωρευτεί επί αιώνες στον ελληνικό λαό.

Όχι αποκλειστική επικέντρωση σε εξωτερικούς πόρους

Ένα τέτοιο παραγωγικό μοντέλο πρέπει να μεταβάλει σαφώς και τη σχέση της ελληνικής οικονομίας με τον τουρισμό. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει χώρα τουριστικής μονοκαλλιέργειας, ούτε βέβαια μπορεί να εγκαταλείψει την τουριστική της οικονομία. Τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να μπει φραγμός στην ανεξέλεγκτη ποσοτική επέκταση του τουρισμού και να μεταβληθεί ριζικά το τρέχον τουριστικό μοντέλο. Μια τουριστική ανάπτυξη που θα συνδέεται με την τοπική οικονομία και παραγωγή, και όχι μόνο την κατανάλωση, η οποία θα επιβάλλει αυστηρούς περιβαλλοντικούς και οικολογικούς όρους στη χρήση των ακτών και των εδαφών, μειώνοντας την τεράστια εξάρτηση από τις ξένες αγορές, που ούτως ή άλλως συνιστά ο τουρισμός.

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις παρασιτικές επιπτώσεις που έχει ο τουρισμός σε μία οικονομία και κοινωνία, όταν αυτός τείνει να μεταβληθεί σε κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα. Η εξάρτηση αποκλειστικά από τα ξένα τουριστικά ρεύματα αφαιρεί ακόμα περισσότερο οποιεσδήποτε δυνατότητες αυτονομίας και υποτάσσει απόλυτα την οικονομία μιας χώρας στη διεθνή συγκυρία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Κύπρου όπου η υπερεξάρτηση από τον τουρισμό αλλοιώνει και την πολιτική και πολιτιστική βούληση των Ελλήνων της Κύπρου και τείνει να τους μεταβάλλει σε συνεργούς στον ίδιο τον εθνικό αυτοχειριασμό τους. Και ας δούμε τι συμβαίνει με όλες τις χώρες-τουριστικούς παραδείσους, στην Καραϊβική, τον Ειρηνικό και αλλού. Η κρίση των τελευταίων χρόνων έκανε ακόμα μεγαλύτερη την εξάρτησή μας από την τουριστική μονοκαλλιέργεια και κινδυνεύει να οδηγήσει σε έναν τουρισμό μεγάλων συμφερόντων, από τη μια, και να μεταβάλει την Ελλάδα σε χώρο δευτερεύουσας κατοικίας για τους συνταξιούχους της βόρειας Ευρώπης, από την άλλη. Ο τουρισμός πρέπει να ενταχθεί σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, όπου θα ενισχυθεί η διασύνδεσή του με την τοπική παραγωγή και πολιτισμό (θεσπίζοντας, για παράδειγμα, κανόνες σύνδεσης ή επιδότησης των τουριστικών επιχειρήσεων με τη χρήση τοπικών προϊόντων διατροφής). Σε αυτή την περίπτωση, ο τουρισμός θα μπορούσε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή αντί να ενισχύει τις εισαγωγές. Επιπλέον, το τουριστικό μοντέλο θα πρέπει να μετακινηθεί αποφασιστικά από το «μοντέλο Μυκόνου» προς εκείνο του «Πηλίου», δηλαδή την ισχυρότατη διασύνδεση με τον πολιτισμό και την ιστορία μας (για παράδειγμα, δημιουργία Ακαδημίας αριστοτελικών σπουδών στην πατρίδα του Αριστοτέλη, στα Στάγειρα, ιατρικών στην πατρίδα του Ιπποκράτη, στην Κω, ενός παγκόσμιου θεατρικού φόρουμ στη Δωδώνη, την Επίδαυρο, τους Δελφούς, την Ολυμπία κ.ο.κ). Έτσι θα μειώσουμε τις αρνητικές συνέπειες του τουρισμού, ενισχύοντας την τοπική οικονομία καθώς και τη διεθνή ακτινοβολία της χώρας.

Συναφές είναι και το ζήτημα της ναυτιλίας, τον δεύτερο μεγάλο τομέα που διασυνδέει στενά την ελληνική οικονομία με την παγκόσμια. Όλοι γνωρίζουμε πως η ναυτιλία και ο εφοπλισμός αποτέλεσαν πάντοτε «ευλογία» αλλά και «κατάρα» για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ευλογία γιατί υπήρξε ένας τομέας όπου διοχετεύθηκε η εμποδιζόμενη σε άλλους τομείς εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων, ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας, και έκανε τη χώρα ανοικτή στα παγκόσμια ρεύματα και ιδέες. Παράλληλα, αποτέλεσε πάντα μια πηγή πλούτου για την εγχώρια οικονομία, κυρίως μέσα από τα εμβάσματα των ναυτικών και των πλοιοκτητών. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, εξαιτίας της υπερανάπτυξής της και της χαμηλής διασύνδεσής της με την υπόλοιπη ελληνική οικονομία –τα ελληνικά καράβια δεν ναυπηγούνται ούτε καν επισκευάζονται στην Ελλάδα– καθώς και της διασύνδεσής της με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό σύστημα, η ναυτιλία πρόσδενε την ελληνική οικονομία στενά με τη Δύση και εν τέλει την υπέτασσε σε αυτήν. Διότι, βέβαια, όταν το κέντρο της ελληνικής ναυτιλίας βρίσκεται στο Σίτυ του Λονδίνου ή στη Ν. Υόρκη, όταν τα προϊόντα που μεταφέρει είναι μεταξύ Κίνας και Ρότερνταμ, τα δε πλοία ναυπηγούνται στην Κορέα και την Κίνα, είναι προφανές πως οι ελληνικοί ναυτιλιακοί κύκλοι εξαρτώνται αποκλειστικά από την παγκόσμια αγορά και εξαρτούν την Ελλάδα σε αυτήν.

Αυτός είναι ένας επιπλέον παράγων που δυσχεραίνει οποιεσδήποτε αυτόνομες κινήσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, τον οποίο συχνά δεν παίρνουν υπόψη τους πολλοί, παρά μόνον όταν τον συναντήσουν μπροστά τους, όπως είχε γίνει στο παρελθόν με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Παράλληλα, στον βαθμό που η διασύνδεσή τους με την Ελλάδα παραμένει παρασιτικού χαρακτήρα, αποτελούν παράγοντα ενίσχυσης των ροών του μαύρου χρήματος και του λαθρεμπορίου. Κατά συνέπεια, και εδώ θα πρέπει να υπάρξει μια πολιτική ενίσχυσης της διασύνδεσης του μικρού και μεσαίου εφοπλισμού με την ελληνική οικονομία ( επισκευές, ναυλομεσιτική αγορά, τράπεζες επενδύσεων) και όχι υποταγή στα μεγάλα εφοπλιστικά συμφέροντα, που μας καθιστούν αναγκαστικά υποτακτικούς των μεγάλων χρηματοπιστωτικών και ναυτιλιακών κέντρων της Δύσης.

Προσπαθήσαμε να επικεντρωθούμε σε αυτούς τομείς που αφορούν στη δομή της ελληνικής οικονομίας, και κατ’ εξοχήν την παραγωγική, για να δούμε τις απαιτήσεις και τα διακυβεύματα που αντιμετωπίζουμε και όχι ν’ αρχίσουμε αντίστροφα, από το επίπεδο των παροχών και της απάντησης στις όντως καταστροφικές συνέπειες της κρίσης, για ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων πολιτών. Κέντρο της πολιτικής μας πρέπει να είναι η παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας και, με βάση αυτή, θα μπορέσει ν’ αλλάξει σε μόνιμη και σταθερή βάση η πραγματικότητα και οι συνθήκες ζωής των λαϊκών και μεσαίων τάξεων. Προφανώς, δεν θίξαμε κεντρικούς τομείς, όπως το τραπεζικό σύστημα, η παιδεία και η εκπαίδευση, η υγεία, κ.λπ. Εξ άλλου, εδώ δεν στοχεύουμε να προτείνουμε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αλλά να αναδείξουμε μια αντίληψη.

Πολιτικές της «προσφοράς» και της «ζήτησης»

Αν ξεκινάμε με το πώς θα κατανείμουμε την υπάρχουσα πίτα, χωρίς μάλιστα να πλήττουμε αποφασιστικά την παρασιτική-καταναλωτική δομή του ελληνικού μοντέλου, τότε είναι βέβαιο ότι όχι μόνο θα αποτύχουμε αλλά, αντιθέτως, θα επισωρεύσουμε νέες καταστροφές στις ήδη υπάρχουσες.

Η άνοδος της κατανάλωσης με βάση ένα κεϊνσιανό μοντέλο, χωρίς την ύπαρξη εσωτερικών πόρων που θα την τροφοδοτήσουν, μεταφράζεται σε εξάρτηση από την υποθετική καλή θέληση των Γερμανών ή των άλλων Ευρωπαίων εταίρων –η οποία είναι ανύπαρκτη στην πραγματικότητα– και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Μια κεϊνσιανή πολιτική που σέβεται τον εαυτό της, σε εθνικά πλαίσια, προϋποθέτει είτε πως υπάρχουν παραγωγή και έσοδα, τα οποία μπορούν να διοχετευθούν στη ζήτηση, και έτσι να πάρει μπροστά η οικονομία, είτε πως υπάρχει η δυνατότητα τυπώματος χρήματος. Στη δική μας περίπτωση, δεν υπάρχουν αυτά τα έσοδα, και τα περιμένουμε είτε από το εξωτερικό (ΕΣΠΑ, ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) είτε/και από τη σύλληψη της φοροδιαφυγής στο εσωτερικό. Αυτές οι προϋποθέσεις απουσιάζουν. Πρώτον, διότι οι Γερμανοί δεν έχουν ποτέ παραιτηθεί από τον στόχο τους να διώξουν την Ελλάδα σε μία δεύτερη ζώνη της Ευρώπης, και επομένως θα κάνουν ό, τι μπορούν για να δυσκολέψουν την οποιαδήποτε χρηματοδότησή της, και δεύτερον, διότι μία κυβέρνηση που υπόσχεται άνοδο των παροχών και κατάργηση των χρεών, γενικώς και αδιακρίτως, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να επιτύχει μείωση της φοροδιαφυγής αλλά θα συμβεί το ακριβώς αντίστροφο. Η φοροδιαφυγή και η φυγή κεφαλαίων μάλλον θα διογκωθεί, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο.

Εξάλλου, η παρατεταμένη πολιτική κρίση με μία ή περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις, εξαιτίας της έλλειψης μεγάλων και αυτοδύναμων κομματικών σχηματισμών, θα επιτείνει ακόμα περισσότερο την άρνηση πληρωμών, τη φοροδιαφυγή, τη γενικευμένη ανομία (λόγω «τέλους εποχής»), και επομένως, θα μειώσει ακόμα περισσότερο τους υπαρκτούς πόρους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, θα εμφανιστούν δύο και μόνοι διέξοδοι. Είτε εσπευσμένη υποχώρηση και υποταγή στα κελεύσματα των αγορών και των εταίρων, είτε έξοδος από το ευρώ, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η κρίση, και πάγωμα των καταθέσεων (για να μην υπάρξει διαρροή κεφαλαίων), έτσι ώστε να μπορεί, σε βάθος χρόνου, να επανεκκινήσει η οικονομία. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, τουλάχιστον για ένα διάστημα αρκετών μηνών ή ακόμα και χρόνων, η δομική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εξωτερικούς πόρους (τουρισμός, ναυτιλία, ευρωπαϊκά κεφάλαια) θα οδηγήσει σε άμεση συρρίκνωση του ΑΕΠ και νέα οικονομική κρίση χωρίς να συνυπολογίζουμε τις πιθανές γεωπολιτικές επιπτώσεις.

Τι μπορούμε να κάνουμε

Και τίθεται το ερώτημα. Πρέπει λοιπόν να υποταχθούμε στα κελεύσματα των δανειστών, της τρόικας και του μερκελισμού; Έτσι μας θέτουν το δίλημμα πολύ συχνά τόσο οι πραγματικοί όσο και οι άσπονδοι φίλοι μας.
Έχουμε απαντήσει αρκετές φορές σε αυτό το ψεύτικο δίλημμα. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπάρξει πραγματική διαπραγμάτευση με τους δανειστές και προβολή άμεσα του ζητήματος των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου. Ωστόσο, η διαδικασία των πολιτικών αλλαγών και ανατροπών πρέπει να πατάει στο πραγματικό επίπεδο συνείδησης και κινητοποίησης του κόσμου και όχι στη λογική της «εκμετάλλευσης της κρίσης», για να μεταβληθούμε σε «χαλίφη στη θέση του χαλίφη»· διότι, τότε, κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε πολύ περισσότερα δεινά στον λαό και να ανοίξουμε τον δρόμο για λύσεις κυριολεκτικά αντιδραστικές.

Πολλά πράγματα είναι δυνατόν να γίνουν στο επίπεδο που βρίσκονται οι δυνατότητες και η συνείδηση του κόσμου. Κατ’ αρχάς, να εμποδιστεί η υλοποίηση της πώλησης της ΔΕΗ, η τσιμεντοποίηση του Ελληνικού, οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού, το παραπέρα κουτσούρεμα των ασφαλιστικών ταμείων, η αποτροπή της εφαρμογής του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό, και, παράλληλα, η ενίσχυση των συνεταιριστικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων, η πίεση για μέτρα υπέρ της ενίσχυσης της δημογραφίας των Ελλήνων, η προώθηση ενός άλλου μοντέλου αγροτικής παραγωγής κ.λπ., κ.λπ. Παράλληλα, στο άμεσο επίπεδο ανακούφισης των πληγέντων από την κρίση στρωμάτων, θα πρέπει να θεσπιστεί το κατώτερο εγγυημένο εισόδημα για όλους, κατά συνέπεια και για τους κάθε λογής ανέργους, η ρύθμιση των κόκκινων δανείων, άλλα μέτρα για τα ασφαλιστικά ταμεία, το σύστημα υγείας κ.λπ. Πρόκειται για διακυβεύματα και κινητοποιήσεις που αφορούν το σήμερα και όχι το αύριο Και είδαμε πως αυτά τα τέσσερα χρόνια, ακόμα και κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, πολλές αρνητικές εξελίξεις –ομαδικές απολύσεις, κατασχέσεις σπιτιών κ.λπ.– αποφεύχθηκαν. Και αν ο ελληνικός λαός δεν στρεφόταν, με τη λογική της ανάθεσης, σε μια επιλογή εκλογικής και ως δια μαγείας άρσης των συνεπειών της κρίσης, θα είχαμε επιτύχει πολύ περισσότερα.

Τελικώς, απέναντι στη νεοφιλελεύθερη και παρασιτική πολιτική της «προσφοράς», δηλαδή της καταστροφής κάθε κοινωνικής προστασίας, που προωθούν η τρόικα και η κυβερνητική πλειοψηφία, η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς μια κεϊνσιανή πολιτική της «ζήτησης», η οποία δεν διαθέτει κανένα πραγματικό εργαλείο για την υλοποίησή της. Πέρα από την άμεση αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, πρέπει να είναι μια άλλη πολιτική της προσφοράς, δηλαδή η αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου, η παραγωγική και δημογραφική ανασυγκρότηση της χώρας, και όχι η επιστροφή σε ένα παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που έχει μπει πλέον σε κρίση. Πρώτα λοιπόν θα συλλάβουμε τη φοροδιαφυγή και μόνο μετά θα μιλήσουμε για την κατανομή των πόρων που θα έχουμε εξασφαλίσει.
Το δυστύχημα είναι πως, όλα αυτά τα χρόνια, απέναντι στη λογική των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων των τροϊκανών και της κυβέρνησης, δεν αναπτύχθηκε παρά η προσδοκία μιας ανέφικτης επιστροφής στο παλιό καλό παρελθόν, και όχι μια διαφορετική λογική ριζικών και επαναστατικών μεταρρυθμίσεων, από την πλευρά των λαϊκών δυνάμεων, που θα χτυπούσε το παρασιτικό μοντέλο, τη ρεμούλα και τη σπατάλη των αρχουσών ελίτ· που θα απαντούσε τόσο στις καταστροφές και τις αδικίες που προκάλεσε η κρίση, όσο, κυρίως, στο ίδιο το αδιέξοδο του προτύπου που έφερε την κρίση. Και δυστυχώς, γι΄ αυτό το μοντέλο δεν γίνεται καμία ή ελάχιστη συζήτηση.

Βρισκόμαστε σε μια κομβική στιγμή στην εξέλιξη της κρίσης. Από τη μια πλευρά, οι παλιές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που κυβερνούσαν τη χώρα, έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, που καταφαίνεται με ενάργεια και από την αδυναμία τους τόσο να φέρουν σε πέρας τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές όσο και να διασφαλίσουν τον «μαγικό αριθμό» των 180 για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν αξιόπιστες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ικανές να εγγυηθούν την έξοδο από την κρίση. Τέλος και πριν απ’ όλα, το επίπεδο της συνείδησης των λαϊκών δυνάμεων είναι πολύ πιο πίσω απ’ ό, τι είναι αναγκαίο και απαραίτητο για μια κρίση τέτοιων διαστάσεων, ακριβώς γιατί, όπως τονίσαμε από την αρχή, το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι η παρακμή μας, και σε αυτήν θα πρέπει να απαντήσουμε. Εμείς, όπως και άλλες δυνάμεις –κατ’ εξοχήν της Αριστεράς, όπως το ΚΚΕ–, έστω και με διαφορετικό σκεπτικό, αρνούμαστε να μπούμε στη λογική του «γαία πυρί μειχθήτω» – αρκεί να εξασφαλιστεί μια, ούτως ή άλλως, βραχύχρονη εξουσία. Εμείς θέλουμε να γκρεμίσουμε ένα καθεστώς και ένα κυρίαρχο μοντέλο. Και αυτό δεν μπορεί να διασφαλιστεί με μια περιστασιακή εκλογική αλλαγή. Απαιτείται μια μεγάλη ανατροπή, μια μεγάλη επανάσταση. Όλα τα άλλα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αυταπάτη και, δυστυχώς, στη χειρότερη, απάτη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ