«Τα γεγονότα δεν έχουνε διαστάσεις την ώρα που τελούνται/
τις αποχτούνε με τον χρόνο κι όλα είναι γύρω σου σαν να μην είναι»
Κλείτος Κύρου
Του Γιώργου Ρακκά
Τις τελευταίες μέρες οι νεολαίες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κυκλοφόρησαν σε αναφορά των γεγονότων της ΑΣΟΕΕ αφίσες με το γνωστό σύνθημα που ακούγεται τελετουργικά κάθε 17η Νοέμβρη, εδώ και δεκαετίες.
Με αυτό προφανώς εννοείται ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε ανολοκλήρωτο, αφήνοντας πίσω του ανοιχτούς λογαριασμούς. Η έμφαση από τους επίδοξους συνεχιστές δεν δίνεται, ωστόσο, στο «ψωμί» ή την «παιδεία», αλλά στην «ελευθερία». Όταν λένε η «Χούντα δεν τελείωσε το 1973», εννοούν ότι η φιλελευθεροποίηση στην Ελλάδα ήταν και παραμένει λειψή, αναστέλλεται από την παρουσία μιας κοινωνικής και πολιτικής «δεξιάς» που πιέζει για περιστολή των νεολαιίστικων δικαιωμάτων, και ιδίως όταν ανέρχεται στην εξουσία στοχοποιεί την ίδια ανοιχτά με ολική επαναφορά του κρατικού αυταρχισμού.
Σαν αδιάσειστα τεκμήρια αυτής της πραγματικότητας, η άποψη αυτή επικαλείται τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου ως εμβληματική περίπτωση ενός υποτιθέμενα διάχυτου «κοινωνικού εκφασισμού», ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος είναι το κατ’ εξοχήν θύμα της αστυνομοκρατίας, και τα όσα έκαναν τα ΜΑΤ μέσα και έξω από την ΑΣΟΕΕ, τα όσα είπαν καθώς κυνηγούσαν αντιεξουσιαστές στα Εξάρχεια, τρανή απόδειξη για την αναβίωση του αυταρχισμού που επιτρέπουν ακόμα παραλληλισμούς της Ελλάδας με την Χιλή.
Σε όλους αυτούς τους παραλληλισμούς, το γεγονός ότι στις περιπτώσεις του Γρηγορόπουλου και του Κωστόπουλου έχουμε να κάνουμε με τραγικά μεν, αλλά μεμονωμένα περιστατικά που δεν επαναλαμβάνονται καθημερινά για να παραπέμπουν σε κοινωνική «κανονικότητα», ό,τι τα ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ δεν πήγαν να υπερασπιστούν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα αλλά την… απόφαση της οικείας Συγκλήτου, έστω στο πλαίσιο της Βορίδειας αντίληψης, του τύπου «μηδενικής ανοχής», είναι «λεπτομέρειες». Οι οποίες δεν αλλάζουν το βασικό συμπέρασμα, ότι ζούμε την παραλλαγή μιας δικτατορίας με δημοκρατική επίφαση, καθώς και ότι «ένας είναι ο εχθρός» από την εποχή του εμφυλίου (1945-1949) ο οποίος ‘μεταμορφώνεται’ ανάλογα με την συγκυρία.
Μια ακόμα «λεπτομέρεια» που δεν λαμβάνεται υπόψη, είναι ότι εν τω μεταξύ έχουμε αλλάξει αιώνα, και ζούμε στο 2019: Έχει μεσολαβήσει το 1989, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το «τέλος των ιδεολογιών». Το κατεστημένο πλέον, δεν είναι συντηρητικό, πατριαρχικό και αυταρχικό, αλλά ελευθεριακό, επιτρεπτικό και εγωκρατικό.
Αυτό που σχεδόν απαιτεί ή τελοσπάντων προσδοκά από την νεολαία, δεν είναι να ‘κάτσει στα αβγά της’, ή να μπει στη σειρά για την ‘κιμαδομηχανή’ της ενηλικιώσης καταπώς έδειχνε το περίφημο βίντεο κλιπ των Πινγκ Φλόϋντ στο τραγούδι-ύμνο των φοιτητικών καταλήψεων για τον νόμο 815 του 1979 (που έμεινε γνωστό περισσότερο από το ρεφραίν και όχι από τον τίτλο του –«We don’t need no Education»). Αλλά αντίθετα, να εξασκήσει το δικαίωμά της στην αμφισβήτηση, να διευρύνει τα όρια ελευθερίας της, να δοκιμάσει την αποδόμηση κάθε πλευράς της οργανωμένης κοινωνίας: Των θεσμών της, με το σχολείο όπου η μάθηση αντιμετωπίζεται σαν καταναγκασμός και η γνώση σαν άλωση της παιδικής προσωπικότητας, των ρόλων της, όπου ο πατέρας και η μητέρα θεωρούνται πια δυνάμει δεσμοφύλακες, των νόμων, βεβαίως, όπου για παράδειγμα το ποινικό δίκαιο οφείλει να αντιμετωπίζει την μολότωφ κάτι σαν την σφεντόνα του Μικρού Νικόλα, γιατί στο κάτω κάτω αυτοί που τις πετάνε «είναι παιδιά» και η Πολιτεία οφείλει να «κατανοήσει την οργή τους». Προπάντων όμως να τους διδάξει στη λογική του δικαιωματισμού ότι μπορούν ακόμα και να πολεμήσουν το κράτος ανέξοδα, υπεκφεύγοντας οποιουδήποτε κόστους.
Αναπαράγεται δε αυτή η επωδός για το καθήκον της νεολαιίστικης ριζοσπαστικότητας και αμφισβήτησης σε όλες τις δυνατές παραλλαγές, σχεδόν από κάθε πλευρά της σύγχρονης κοινωνίας. Από την παιδοκεντρική οικογένεια, τις διαφημίσεις της τηλεόρασης ή τις κινηματογραφικές ταινίες, το σχολείο, με τα νέα του εγχειρίδια και τις γιορτές του Πολυτεχνείο, και πολύ συχνά το… πρωθυπουργικό γραφείο και την κυβέρνηση.
Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Σε όλο το ‘παγκόσμιο χωριό’ που αντιπροσωπεύει ο πολιτισμός της κατανάλωσης (το άτομο ως μονάδα που αυτοπραγματώνει τις απεριόριστες επιθυμίες του) ζητείται από τους νέους να ανακαλύψουν τον «εξηνταοκτάρη μέσα τους». Κι από τους μεγάλους βέβαια, να νεάζουν, ακολουθώντας τους γιατί πλέον η σχέση πατέρα-παιδιού έχει αντιστραφεί και ο πρώτος οφείλει να διδάσκεται από τον δεύτερο.
Σε αυτό το πλαίσιο προσλαμβάνονται μετά το 1989, χρονιά εμβληματική για την πτώση του τείχους και την αρχή του τέλους του 20ου αιώνα, οι εξεγέρσεις και η πολιτιστική επανάσταση του 1960. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι η σημασία τους σαν αξιακό σημείο αναφοράς θα αναβαθμιστεί απότομα από το 1990 και μετά, γεγονός που ευνοείται και από την ανάδειξη στα στρατηγικά υψώματα της εξουσίας προσωπικοτήτων που θέλουν να εμφανιστούν είτε φαντασιακά σαν εκπρόσωποι εκείνης της γενιάς (Κλίντον) είτε είναι πραγματικά τέτοιοι (ο άλλοτε ‘αυτόνομος’ και φιλοένοπλος Γιόσκα Φίσερ στην Γερμανία, ο πάλαι ποτέ αριστεριστής Χαβιέ Σολάνα ως γ.γ. του ΝΑΤΟ κ.ο.κ.). Κομμάτι αυτής της τάσης αποτελεί και ο τρόπος πρόσληψης του Πολυτεχνείου, ακόμα και του εμφυλίου, ιδίως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.
Μέχρι το 1989, τα Ιουλιανά του 1965 και η αποστασία, η δικτατορία του 1967, η κατάληψη του Πολυτεχνείου και της Νομικής του 1973, η ένοπλη αντιπαράθεση του ‘45-’49, ήταν ιδεολογικά στοιχεία μιας πραγματικής πολιτικής και κομματικής στράτευσης των ανθρώπων στην μια ή την άλλη παράταξη. Παρ όλη την εχθροπάθεια, την διχόνοια, τον κομματικό πατριωτισμό, το σημείο σύγκλισης υπήρχε, και αφορούσε στο γεγονός ότι αμφότερες οι παρατάξεις δρούσαν μέσα στην ελληνική κοινωνία και επιθυμούσαν να την εκφράσουν πανεθνικά. Μπορεί να έριζαν για το τι χαρακτήρα θα έχει η Ελλάδα, ωστόσο αποδέχονταν το «εμείς» της.
Σήμερα όσο και αν η φόρμα των επετείων, των συνθημάτων, των αφισών παραμένει ίδια με εκείνη της παλιάς αριστεράς το περιεχόμενο έχει μεταβληθεί θεαματικά: Η κουλτούρα που διεκδικεί μια συνέχεια με όλα αυτά τα εμβληματικά γεγονότα, έχει ως προγραμματικό στόχο να απορρίψει εν γένει αυτό το εμείς. Για το οποίο πιστεύεται ότι η ύπαρξή του και μόνο συνιστά «φασισμό», πράγμα που δηλώνεται ορισμένες φορές ακόμα και ρητά, στις αφίσες που κατά καιρούς διακινούνται από τους συγκεκριμένους χώρους της αμφισβήτησης.
Μια χαρακτηριστική που κυκλοφόρησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πριν μερικά χρόνια, προέβαινε σε μοντάζ-παραχάραξη της ίδιας της ιστορικής πραγματικότητας: Η ύπαρξη της μεγάλης ελληνικής σημαίας στην πύλη του κατειλημμένου Πολυτεχνείου του 1974, αδικαιολόγητη αν όντως το έθνος ταυτίζεται με την δικτατορία όπως πιστεύουν οι σημερινοί επίδοξοι συνεχιστές του, αποτελούσε τεκμήριο για τον πατριωτισμό της εξέγερσης. Που δεν ήταν απλό σύνθημα, αλλά πραγματικότητα γιατί όσοι ήταν μέσα απευθύνονταν στην ραχοκοκαλιά του έθνους, στον λαό της Αθήνας, τον «μέσο άνθρωπο» δηλαδή που σήμερα καθυβρίζεται ως ‘νοικοκυραίος’ και αποτελεί τον κύριο στόχο της πολιτικής δραστηριότητας αυτών των χώρων. Επόμενο ήταν, λοιπόν, η ενοχλητική μεγάλη ελληνική σημαία του Πολυτεχνείου να κρυφτεί από την αφίσα με την επιστράτευση της γραφιστικής:
Το κατά πόσο σήμερα, αυτού του τύπου η κινηματική δραστηριότητα είναι όντως κοινωνιοκεντρική φαίνεται και από την εικόνα που έχουν τα «απελευθερωμένα» Εξάρχεια ή η «απελευθερωμένη ΑΣΟΕΕ». Δεν πρόκειται για χώρους εκδημοκρατισμένους, με την έννοια ότι αποκτούν διευρυμένες λειτουργίες που αφορούν ακόμα πιο ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, από εκείνα που είχαν πρόσβαση σε αυτούς πριν ‘απελευθερωθούν’. Όπως για παράδειγμα θα συνέβαινε, αν για παράδειγμα η ΑΣΟΕΕ μεταβαλλόταν τα Σαββατοκύριακα σε χώρο πνεύματος και πολιτισμού για όλη την πόλη (στην φιλοσοφία των sleep over που γίνονται στα μουσεία, ή με τον τρόπο που ανοίγονται άλλοι δημόσιοι χώροι προς την κοινωνία)· ή αν οι σύλλογοι φοιτητών έκαναν πρακτική στο Δίκαιο των δανειακών συμβάσεων με την παροχή συμβουλευτικής και στήριξης σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι τα Εξάρχεια και η ΑΣΟΕΕ καταναλώνονται ως ιδιοποιήσιμο είδος: «Περιφράσσονται», επί της ουσίας, με την έννοια ότι οι ίδιες οι ομάδες που τους ‘απελευθερώνουν’ διεκδικούν σε αυτούς αποκλειστικότητα χρήσης και έκφρασης. Μιλάμε δηλαδή για απαλλοτρίωση και ανάλωση, όχι για απελευθέρωση, γι’ αυτό έπειτα από την «χρήση» οι χώροι αυτοί εγκαταλείπονται κατεστραμμένοι, στην κατάσταση που εμφανίζονται στις φωτογραφίες και τα βίντεο των κατά καιρούς ρεπορτάζ. Η θεματική της καταστροφής, ούτως ή άλλως, είναι κεντρική στην πρακτική αυτού του χώρου μετά το 2008, δεν αφορά μόνον την βιτρίνα της τράπεζας που άλλοτε την έσπαγαν για να καταγγείλουν τις απεχθείς πρακτικές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά την πόλη στο σύνολο της. «Το κοινό μας σπίτι», για να χρησιμοποιήσουμε και μια κλισέ έκφραση, που γίνεται στόχος του μίσους πια μάλλον επειδή είναι κοινό.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Ποιά είναι τα «Πολυτεχνεία» που επικαλείται η γενιά αυτή σήμερα, μέσα στην συγκεκριμένη εποχή, και μέσα στην συγκεκριμένη κοινωνία έτσι όπως λειτουργεί; Οι πρώτοι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι που μελέτησαν από κοντά τις πρωτόγονες φυλές, πρόσεξαν ότι το πέρασμα των νέων στην ενηλικίωση σε αυτές σφραγίζεται τελετουργικά από ορισμένες ειδικές διαδικασίες – ‘δοκιμασίες’. Μίλησαν για «διαβατήριες τελετουργίες ενηλικίωσης», με τις οποίες συντελείται η ένταξη των νέων γενεών στο κλίμα και το πνεύμα της κοινότητας.
Εμείς σήμερα, ζούμε σε έναν υπεραναπτυγμένο κόσμο ο οποίος επιθυμεί να οργανωθεί μεταεθνικά και μετακοινωνικά, όπως εύστοχα έχει περιγράψει η Μάργκαρετ Θάτσερ στη λογική «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οι οικογένειές τους». Η νεάζουσα ριζοσπαστικότητα αυτού του τύπου, έτσι όπως χαρακτηρίζεται από την επιμονή της στην αποδόμηση, την απουσία οράματος αλλά και την απόρριψη διάθεσης να αγκαλιαστεί όλη η κοινωνία σαν κάτι που να αξίζει να ζει μέσα της κανείς, καταλήγει να λειτουργεί ως διαβατήρια τελετουργία για το κοινωνικό μοντέλο της Θάτσερ. Ιδίως, καθώς, το πέρασμα από αυτού του τύπου την ριζοσπαστικότητα είναι πάντοτε βραχύβιο, και καταλήγει πάντα σε μια κάποια ‘ενηλικίωση’.
Η περίπτωση του πρώην πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα είναι εντελώς χαρακτηριστική: Ανήλθε στην εξουσία ως αμφισβητίας του ευρωπαϊκού κατεστημένου, με τις περγαμηνές του ‘καταληψία’, αντιμετωπίστηκε από το πιο κατά τα άλλα αυστηρό και σκληρό γερμανικό dictat της Ευρώπης, ως «ένας άτακτος μικρός, που ωστόσο μαθαίνει γρήγορα», και με την 18ωρη διαπραγμάτευση «ωρίμασε» –με την κοινωνία να… πληρώνει τα «έξοδα» της διαβατήριας τελετουργίας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, και ο κεντροαριστερός υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, πιστεύουν ότι για να διαχειριστούν αυτήν την κατάσταση, «αρκεί» να προβούν σε μια αναβάθμιση της αστυνομικής επιβολής καθώς και της καταστολής των αντιδράσεων που αυτή προκαλεί. Έτσι, θα δοθεί το μήνυμα σε όλους, ότι από εδώ και πέρα κάποιοι κανόνες γίνονται ανελαστικοί. Ωστόσο, δίνει «διπλά μηνύματα», γιατί πέραν των πεπραγμένων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης, κατά τα άλλα και αυτή η κυβέρνηση αναπαράγει αυτόν τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό της προηγούμενης –ιδίως η Νίκη Κεραμέως στο Υπουργείο Παιδείας. Άρα το μόνο που καταφέρνει είναι να δίνει «διπλά μηνύματα», τα οποία ως γνωστόν είναι ό,τι χειρότερο στην απόπειρα κάποιου να θέσει όρια σε κάποιον άλλον.
Η αντίπαλη πλευρά, επιδιώκει αυτήν την αντίδραση, γιατί τίθεται σε λειτουργία ο πολιτικός αυτοματισμός της καταστολής και της αλληλεγγύης που τροφοδοτεί την θυματοποίηση, και προσφέρει ‘αντι-ηρωϊσμό’, αποδίδοντας έτσι τον απαραίτητο ρεαλισμό στο εξεγερσιακό θέαμα. Ορισμένες δε συνιστώσες του, αποζητούν και «μάρτυρες» γιατί έτσι το συγκινησιακό φορτίο εκτοξεύεται, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς άγρα νέων μελών και διεύρυνση του κοινού αναφοράς. Πιστεύουν επίσης, ότι οι εικόνες της καταστολής θα αναβαθμίσουν την υποστήριξη, ή έστω την ανοχή ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας σε αυτά τα συμβάντα. Ωστόσο εδώ λαθεύουν γιατί αυτή η κατηγορία συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο κάθε φορά.
Η ελληνική κοινωνία είναι κουρασμένη, και επίσης, δεν μπορεί να κατανοήσει πως σε όλες αυτές τις ιστορίες όπου επί της ουσίας χαντακώνεται το δημόσιο πανεπιστήμιο, πρωταγωνιστούν δυνάμεις που λένε ότι θέλουν να το υπερασπίσουν. Βλέπουν και όλα τα δημόσια πανεπιστήμια του εξωτερικού, δυτικά και μη, ακόμα και σε χώρες πολύ φτωχότερες από την Ελλάδα να κινούνται σε εντελώς άλλο επίπεδο, και αναρωτιούνται για τα αίτια αυτής της κακοδαιμονίας. Εν τέλει την πληρώνει μεταξύ όλων των άλλων, και η ίδια η επέτειος του Πολυτεχνείου, που ήδη την έχουν φθείρει αρκετά οι καθεστωτικές δυνάμεις οι οποίες επετειακά πλειοδοτούν σε αυτήν, αναζητώντας πολιτικό άλλοθι για την παρούσα ηθική και πολιτική τους κατάντια.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι βαθύτερο και δεν αντιμετωπίζεται με τα ΜΑΤ. Γιατί αυτό που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία είναι να επαναδιαπραγματευτεί την γενική της δεοντολογία. Χρειαζόμαστε δηλαδή μια ‘πολιτιστική αναγέννηση’. Για να κυριολεκτούμε, επανάσταση, κι αυτό όχι για την σφοδρότητά της, αλλά γιατί οι μεταπολιτευτικές πολιτικές αξίες, η ηθική και οι συμπεριφορές που πρεσβεύουμε και ακολουθούμε σήμερα πια από αδράνεια, είναι πλέον κλινικά νεκρές.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Στην κυριολεξία είμαστε σε μια φάση όπου δεν μπορείς να γνωρίζεις το τι είναι άξιο προς υπεράσπιση (π.χ. την καταστολή των “μοναρχοφασιστών” ή το άσυλο των “μπάχαλων”;). Κρίση των κλινικά νεκρών αξιών, των στρατευμένων αξιών σε μεγάλους και μικρούς σχηματισμούς αναπαραραγωγής του ίδιου και του ίδιου σε εποχή που αυτό φαίνεται να αλλάζει. Όμως από ποιο κέλυφος βγαίνει το νέο και πώς αυτό αποκαλύπτεται όταν “όλα είναι γύρω σου σαν να μην είναι” και πώς αξιολογείς αυτήν την πνευματική εξέγερση, επανάσταση, αναγέννηση ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγεται; Τα “λάθη” δεν απαγορεύονται αλλά κάποιες “εγγυήσεις” απ’ το παρελθόν δεν θα ήταν απαραίτητες;
Αποσπάσματα από δοκίμιο-άρθρο της Χ. Άρεντ για την κρίση της εκπαίδευσης του 1961:
…Αυτό που ενδεχομένως μας επιτρέψει να εξηγήσουμε σχηματικά αυτά τα καταστροφικά μέτρα είναι η αναφορά σε τρεις βασικές και κοινώς αποδεκτές παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι υπάρχει ένας κόσμος του παιδιού και ένα είδος ήδη διαμορφωμένης κοινωνίας ανάμεσα στα παιδιά,τα οποία είναι αυτόνομα και τα οποία πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αφήσουμε να αυτοκυβερνηθούν…Η δεύτερη βασική παραδοχή που αμφισβητείται από την παρούσα κρίση σχετίζεται με τη διδασκαλία. Υπό την επιρροή της σύγχρονης ψυχολογίας και των πραγματιστικών θεωριών, η σύγχρονη παιδαγωγική έχει καταστεί μια επιστήμη της διδασκαλίας εν γένει, κατά τρόπον ώστε να αδιαφορεί για το περιεχόμενο που πρέπει να διδαχθεί. Έχουμε την εντύπωση ότι καθηγητής είναι αυτός που μπορεί να διδάξει… ό,τι να ‘ναι. Η κατάρτισή του τού έχει μάθει να διδάσκει και όχι να κατέχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο… Η εν λόγω θεωρία αποτελεί απλώς εφαρμογή της τρίτης βασικής ιδέας στο πεδίο που μας απασχολεί, μιας ιδέας που υπήρχε στο νεότερο κόσμο εδώ και αιώνες και την οποία εξέφρασε με συστηματικό τρόπο σε εννοιολογικό επίπεδο ο πραγματισμός. Πρόκειται για την ιδέα σύμφωνα με την οποία μπορούμε να μάθουμε ή να καταλάβουμε μόνο ό,τι έχουμε κάνει εμείς οι ίδιοι. Η εφαρμογή της στην εκπαίδευση μας οδηγεί στην κατά το δυνατόν υποκατάσταση της εκμάθησης [learning] από τη δράση [doing]. Η τάση να μη θεωρούμε πλέον τόσο σημαντικό το να κατέχει ο καθηγητής το γνωστικό του αντικείμενό βασίζεται στην επιθυμία να τον κάνουμε να επικεντρώσει τη διαδικασία της εκμάθησης όχι στη μετάδοση «νεκρών γνώσεων» αλλά,αντιθέτως, στην κατάδειξη του τρόπου με τον οποίο κατακτάται η γνώση…”
http://www.respublica.gr/2015/04/post/arendteducation/