Αρχική » Ποιος θα είναι ο Έλληνας του 21ου αιώνα;

Ποιος θα είναι ο Έλληνας του 21ου αιώνα;

από Γιώργος Ρακκάς

Το ιδιαίτερο πρόβλημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η ελληνική κοινωνία είναι εν τέλει του τι τύπου άνθρωπο θα πρέπει να προτάξει στην κοσμογονία της εποχής μας.

του Γιώργου Ρακκά από την huffingtonpost.gr

Υπάρχει κάτι, που ακόμα βρίσκεται στο υπόβαθρο, και το οποίο συνδέει ζητήματα του δημόσιου διαλόγου φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους: η διαμάχη που ξέσπασε για τα συνθήματα των ΟΥΚ, οι δηλώσεις πανεπιστημιακών όπως ο Κ. Κωστής –που έλεγε στην συνέντευξή του με τον Δ. Δανίκα στο Πρώτο Θέμα ότι οι αγωνιστές του 1821 «δεν είχαν εθνική συνείδηση» (sic!) αλλά την απέκτησαν στην πορεία– ή η άλλη της Μ. Ευθυμίου ότι οι ήρωες του ’21 την «απογοήτευσαν», ακόμα η δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού από το Παρίσι ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει στην ειρηνευτική αποστολή των προθύμων, στην Ουκρανία.

Πίσω από αυτές τις εκφάνσεις που ενδεχομένως καλύπτουν διαφορετικές τοποθετήσεις –ακόμα και συγκρουόμενες– μπορούμε να διακρίνουμε έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, που είναι προϊόν της μεταπολίτευσης.

Ο οποίος ενίοτε αντιμετωπίζει το εθνικό συνανήκειν με μια διάθεση αποστασιοποίησης, αν όχι αποδόμησης, και θέλει πάντοτε να αναδεικνύει την «σκοτεινή πλευρά», «την ιδιοτέλεια» που πρόταξε σαν κίνητρο για την επανάσταση ο ιστορικός στο Πρώτο Θέμα. Σίγουρα την αμφισβήτηση των εθνικών μύθων, και μια εικονοκλαστική διάθεση λες και πάντοτε κάθε πανεθνικό γεγονός υποχρεούται να κρύβει από πίσω του τον «τυραννικό πατέρα» μιας εθνικοφροσύνης που ναι ταυτόχρονα καταπιεστική και καρικατούρα, όπως συνέβη με την δικτατορία.

Ακόμα κι όταν αμφισβητεί αυτήν την τοποθέτηση, όμως, ο ίδιος τύπος ανθρώπου σπεύδει να υιοθετήσει έναν πατριωτισμό συνθηματολογικού τύπου. Επί του συγκεκριμένου: όντως, πέραν του ζητήματος της πειθαρχίας, που δεν θα πρέπει να το παίρνουμε αψήφιστα, προφανώς τα συνθήματα που ακούστηκαν στην παρέλαση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης των στρατιωτικών μονάδων πρώτης γραμμής. Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε κάτι επί τούτου περαιτέρω. Όσοι φωνάζουν, «δεν ξέρουν που πατούν και που πηγαίνουν» για να θυμηθούμε τον Δ. Σαββόπουλο, και βέβαια σε σχέση με τις ενοχλήσεις της Τουρκίας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πάει και πολύς καιρός όπου διά στόματος του ίδιου του Προέδρου της απειλούσε «να μας πετάξει στη θάλασσα, όπως το 1922».

Όμως από την άλλη ανέξοδη έχει καταντήσει και μια στάση που εξαντλεί τον πατριωτισμό της στην πόλωση της συγκεκριμένης συζήτησης, και δεν βλέπει την ουσία μιας εθνικής στρατηγικής, και τις ευθύνες για την υλοποίησή τους –που βέβαια αφορά την ηγεσία, αφορά όμως και την βάση. Ίσως χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος αυτού του τύπου πατριωτισμού, να υπήρξε ο Πάνος Καμμένος ως Υπουργός Άμυνας, με την στομφώδη ρητορική, τις στρατιωτικές μεταμφιέσεις και το βαρύγδουπο τελετουργικό, την ίδια στιγμή που η χώρα παράδερνε σε ένα τέλμα από την άποψη των εξοπλισμών, της ακεραιότητας των συνόρων, του διπλωματικού κύρους και αντικτύπου της.

Ακόμα και όταν πολιτικολογεί ακατάπαυστα, αυτή η μεταπολιτευτική στάση διατηρεί στα θεμέλιά της μια ορισμένη αμεριμνησία. Το σταθερό γεωπολιτικό κέλυφος με την μεγάλη πολιτικο-κοινωνική τρικυμία στο εσωτερικό. Αυτή η εντύπωση έχει κληροδοτήσει μιαν αντίληψη για την πολιτική σαν άσκηση παντομίμας. Ο Αλέξης Τσίπρας και το «όχι που έγινε ναι» γιατί η στάση που είχε υιοθετήσει όλη την προηγούμενη περίοδο ήταν περισσότερο πόζα παρά στρατηγική, και η ευκολία με την οποία επιβραβεύθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, μετά το 3ο μνημόνιο, είναι μια χαρακτηριστική ιστορία ως προς τούτο.

Δεν είναι η μόνη. Σήμερα ακραιφνείς τραμπικοί, οργίλοι κατά τα άλλα εναντίον της παγκοσμιοποίησης με τις υπερφιλελεύθερες, ‘μαζικοδημοκρατικές’ της ψευδαισθήσεις για το ‘τέλος της ιστορίας’ και την αιώνια ειρήνη της, σπεύδουν να προσχωρήσουν σε αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις όταν κατακεραυνώνουν ως «κόμμα του πολέμου» όσους προτάσσουν την ανάγκη για ευρωπαϊκή γεωπολιτική και αμυντική αυτοδυναμία, και αντιτάσσουν τις γνωστές γενικολογίες «για την ειρήνη και τον άνθρωπο».

Σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, όμως, παντομίμα είναι και η παρούσα στάση της ελληνικής κυβέρνησης για την Ουκρανία που αφορά στην συμμετοχή ή όχι στην ενδεχόμενη ειρηνευτική αποστολή που συζητάει η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία της «συμμαχίας των προθύμων». Ναι μεν όντως υπάρχει πρόβλημα με το παρόν χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, και μια Ελλάδα που ενδεχομένως να βρίσκεται στην μέση, γιατί υπάρχουν και οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και η ανάγκη να θωρακιστεί εκεί έναντι της τουρκικής επιθετικότητας με κινήσεις οι οποίες προϋποθέτουν την κυβέρνηση Τραμπ. Όμως αυτό δεν την αποτρέπει να συμμετάσχει σε μια θεωρητική –ακόμα– συζήτηση για την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στην Ουκρανία. Εξ άλλου ο Ελληνισμός έχει παρουσία στην Οδησσό, και η ελληνική συμμετοχή αιτιολογείται σε αυτήν την βάση.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι εσωτερικό. Όχι μόνον διότι υπάρχουν ρωσόφιλοι στην ελληνική κοινωνία, σε όλα τα κόμματα, και φυσικά το κυβερνητικό που πασχίζει να σταθεροποιηθεί. Αλλά γιατί η έκθεση των στρατευμάτων της χώρας σε πραγματικές εμπόλεμες συνθήκες αποτελεί τρόπον τινά για την κυρίαρχη κοινωνική συνείδηση μια κόκκινη γραμμή σχεδόν μεταφυσικών διαστάσεων. Διότι αποδεχόμενη αυτό το ενδεχόμενο, είναι σαν να αποδέχεται ότι το κέλυφος της αμεριμνησίας που την συνόδευσε σε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπάρχει πια. Ε, θα πρέπει ίσως κάποιοι να της πουν πως όντως δεν υπάρχει! Αν θέλουμε δε να μιλήσουμε ειλικρινώς για την απόκρουση της «Τουρκικού 21ου αιώνα» όπως τον αποκαλεί ο Ερντογάν– και άρα να αποφύγουμε την δορυφοριοποίηση της Ελλάδας στο άρμα μιας ηγεμονικής Τουρκίας, θα πρέπει να αποδεχθούμε την υπέρβαση αυτού του ορίου ως κανονικότητα.

Αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα κληθεί πιο επιτακτικά να συμμετάσχει σε συμμαχικές αποστολές, όχι μόνον στην Ευρώπη αλλά ενδεχομένως στην Συρία ή την Αφρική. Κι αυτό διότι ζούμε την βίαιη αναδιαμόρφωση του πλανητικού συστήματος σε πολυπολική βάση, και η Ευρώπη καλείται να αποκτήσει την αυτοδυναμία της μέσα σε αυτό το σκηνικό. Πολύ απλά, η ευρωπαϊκή «εξωτερική πολτική και άμυνα» που είναι πολιτική καραμέλα όχι μόνον για την κυβέρνηση, αλλά και για τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, πέρα από τα κονδύλια και τους εξοπλισμούς σημαίνει και ανθρώπους στο πεδίο. Και η Ελλάδα καλείται να αποτελέσει πυλώνα αυτής της ευρωπαϊκής μεταμόρφωσης, αν θέλει να θωρακιστεί απέναντι στην Τουρκία. Διότι έτσι όπως τα έφερε με την ανισορροπία των μεγεθών, και την διαφορά δυναμικού, μπορούμε να εξισορροπήσουμε μόνο ως ενεργό κομμάτι μιας Ευρώπης που στέκεται απέναντι στην Τουρκία, κι αυτό πάλι δεν επαρκεί. Χρειάζονται και συμμαχίες έξω από αυτήν, με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Σαουδική Αραβία ή τα Εμιράτα, μολονότι αυτού του τύπου οι συμμαχίες προϋποθέτουν από την Ελλάδα να λειτουργεί ως μια προωθητική δύναμη που ξέρει που βαδίζει, όχι να υιοθετεί στάση επαμφοτερίζουσα.

Και δυστυχώς τα «ναι μεν θέλουμε μια Ευρώπη που να δρα επιτέλους, αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να δράσουμε» συνιστούν μη-θέση. Και εντάξει· μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ηγεσίες και κοινωνία ξεπεράστηκαν από τον ρυθμό των εξελίξεων, όμως ήρθε ο καιρός να συμβεί κάτι ιδεολογικά και πολιτικά ώστε να τις προλάβουμε. Η δε κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε σε σχέση με αυτό. Ούτε την σχετική συζήτηση δεν ενθαρρύνει, καθώς, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Υπ. Εξ. ή τις τοποθετήσεις του ίδιου του Πρωθυπουργού «όλα βαίνουν καλώς».

Δεν βαίνουν. Το ιδιαίτερο πρόβλημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η ελληνική κοινωνία είναι εν τέλει του τι τύπου άνθρωπο θα πρέπει να προτάξει στην κοσμογονία της εποχής μας. Ο μεταπολιτευτικός άνθρωπος που μας συνόδευσε μέχρι εδώ, με τα στραβά του και τα θετικά του μας τελείωσε, γιατί έπαψε το ενδιαίτημα σταθερότητας που απολάμβανε τριγύρω. Θα πρέπει επιτέλους να συζητήσουμε ποιόν θα βάλουμε στην θέση του.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ