1,3K
Συγγραφέας:
Βασίλης Ραφαηλίδης
Άρδην τ. 56
Η συνεργασία με το Ίδρυμα Φορντ*
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Το δίλημμα του Άμλετ έγινε διάσημο, γιατί επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Μια απ’ αυτές θα μπορούσε να είναι: Εμείς οι άνθρωποι, τα τελειότερα έμβια όντα, που βρεθήκαμε, πεταγμένοι ανάμεσα στα άλλα έμβια όντα αυτού του πλανήτη, μήπως θα ’πρεπε να επιβεβαιώσουμε την τελειότητά μας αυτοκαταργούμενοι ως έμβια όντα;
Ο καλός χριστιανός Σαίξπηρ δεν είναι υπέρ της αυτοκτονίας. Εντούτοις, ο ευγενέστερος των σαιξπηρικών ηρώων, ο πρίγκιπας Άμλετ, έχει σαφώς αυτοκτονικές τάσεις. Παραείναι ευαίσθητος και τίμιος για να μπορεί να ζήσει στα βρόμικα ανάκτορα του Ελσινόρ, τα γεμάτα αίμα και προδοσία. Ωστόσο, δεν αυτοκτονεί. Σκοτώνεται σ’ εκείνη τη φοβερή μονομαχία με τον Λαέρτη, τον αδερφό της Οφηλίας. Όμως, θα μπορούσε και να μη σκοτωθεί αν ήταν περισσότερο συμβιβαστικός. Άρα, στο θάνατο τον οδήγησε η ηθική του απολυτότητα και η αδυναμία προσαρμογής στο βρόμικο περιβάλλον. Βέβαια, ο Άμλετ πριν πεθάνει σκοτώνει το δολοφόνο του, αλλά η κατά λάθος ανταλλαγή των ξιφών, αμέσως μετά το χτύπημα που του δίνει ο Λαέρτης με το δηλητηριασμένο ξίφος, δεν είναι παρά ένα δραματουργικό τέχνασμα αυτομάτου αποδόσεως δικαιοσύνης. Ο δολοφόνος δολοφονείται από το δικό του δηλητήριο, που ωστόσο πρόλαβε και έκανε τη δουλειά για την οποία προοριζόταν. Ο Άμλετ χτυπάει τον Λαέρτη με το δηλητηριασμένο ξίφος του Λαέρτη, λίγα δευτερόλεπτα πριν τον σκοτώσει το δηλητήριο του Λαέρτη, που ήδη τον σκοτώνει τη στιγμή που σκοτώνει τον Λαέρτη. Αυτή η σκηνή του ταυτόχρονου θανάτου δύο ανθρώπων, που ήταν φίλοι πριν τους μπλέξουν και τους δυο οι δολοπλόκοι, είναι το πιο μεγαλοφυές σχόλιο που θα μπορούσε να βρει κανείς σε ολόκληρη την παγκόσμια φιλοσοφία πάνω στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Λοιπόν, να ζει κανείς ή να μη ζει; Να ζει αλλά να είναι πάντα έτοιμος να πεθάνει ακόμα κι από τα χτυπήματα των φίλων. Κανείς δεν μπορεί να επισημάνει τα τεχνάσματα του Χάρου. Μπορεί να σου δώσει ραντεβού εδώ και να σε συναντήσει στη Σαμαρκάνδη από δικό σου λάθος, όπως σ’ εκείνο το τρομερό διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Λοιπόν, να ζει κανείς ή να μη ζει; Να ζει αλλά να είναι πάντα έτοιμος να πεθάνει ακόμα κι από τα χτυπήματα των φίλων. Κανείς δεν μπορεί να επισημάνει τα τεχνάσματα του Χάρου. Μπορεί να σου δώσει ραντεβού εδώ και να σε συναντήσει στη Σαμαρκάνδη από δικό σου λάθος, όπως σ’ εκείνο το τρομερό διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Όταν το τραγικό, που συνίσταται στην επενέργεια πάνω σου δυνάμεων που σε ξεπερνούν, εκπίπτει σε ευτελές, αντικαθίσταται αυτόματα από το κωμικό. Αυτό περίπου έπαθα κι εγώ κατά την εμπλοκή μου με το Ίδρυμα Φορντ.
Σχεδόν όλοι αντιμετώπισαν τη συνεργασία με τους Αμερικάνους ενός κομμουνιστή, που πριν από λίγο βρισκόταν στη φυλακή για τις ιδέες του, σαν τραγωδία στην ευγενέστερη περίπτωση και σαν κυνισμό στη χειρότερη. Όμως, δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ήταν μια συνεπής εφαρμογή της μαρξιστικής αρχής, σύμφωνα με την οποία το χρήμα από μόνο του, νοούμενο ως αντικείμενο, τοποθετείται πέραν του καλού και του κακού. Γίνεται καλό ή κακό ανάλογα με το ήθος αυτού που το κρατάει στα χέρια του κι όχι αυτού που το δίνει. Η χρήση του χρήματος, που στην κυριολεξία σημαίνει «χρήσιμο πράγμα», είναι αυτή που μεταθέτει στο χώρο της ηθικής τούτο το πέραν της ηθικής τοποθετούμενο αντικείμενο.
Άρα, δεν υπάρχει βρόμικο χρήμα καθαυτό. Υπάρχουν μόνο βρόμικοι άνθρωποι που έχουν βρόμικες σχέσεις με το χρήμα.
Τα χρήματα του Ιδρύματος Φορντ βρίσκονταν στα δικά μου χέρια. Συνεπώς τα δικά μου χέρια έπρεπε να κοιτάξουν για να δούνε αν το «βρόμικο αμερικάνικο χρήμα» συνέχιζε να παραμένει βρόμικο.
Αλλά, αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους κατ’ ουσίαν πέραν της ηθικής ηθικολογούντες ανοήτως, που δεν τολμούν να πιάσουν στα χέρια τους «βρόμικο χρήμα», αφενός γιατί δεν ξέρουν πως κάθε χρήμα, απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται, είναι εξ ορισμού βρόμικο, αφού συγκεκριμενοποιεί την παρακρατημένη υπεραξία της δουλειάς, και αφετέρου γιατί δεν είναι καθόλου σίγουροι για το ηθικό τους ποιόν. Είναι έτοιμοι να καταρρεύσουν κάτω από τον πειρασμό του χρήματος.
Αυτά περίπου έλεγα σ’ ένα κείμενό μου με τον τίτλο «Αστική ηθικολογία και Ίδρυμα Φορντ», δημοσιευμένο στο πολύ καλό περιοδικό του Γιάννη Τζαννετάκου Προσανατολισμοί το 1973, λίγο μετά την αποχώρησή μου τόσο από το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, όσο και από την αστική εταιρεία «Σύγχρονος Κινηματογράφος», που και τα δυο ήταν δικά μου δημιουργήματα.
Το εν λόγω κείμενο έκανε πάταγο σε μια εποχή που όλοι ούρλιαζαν ανοήτως για το Ίδρυμα Φορντ, που στην διάρκεια της χούντας είχε γίνει το κόκκινο πανί που τραβούσε πάνω του όλους τους αριστερούς ταύρους. Που, εδώ που τα λέμε, ήταν περισσότερο ταύροι και λιγότερο αριστεροί.
Έπεσαν απ’ τα σύννεφα όταν είδαν έναν άνθρωπο να ομολογεί καθαρά πως συνεργάστηκε με τους Αμερικανούς εν πλήρει επιγνώσει των κινδύνων και εν πλήρει γνώσει τού τι ακριβώς είναι το Ίδρυμα Φορντ, ο ρόλος του οποίου σε μερικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην Ινδοκίνα, όπου λιάνισαν τους κομουνιστές με χρήματα αυτού του Ιδρύματος, ήταν πέρα για πέρα βρόμικος.
Όμως, εκεί ο ρόλος της Φορντ ήταν βρόμικος όχι γιατί ήταν βρόμικο εξ ορισμού το Ίδρυμα Φορντ, αλλά διότι ήταν βρόμικα τα χέρια που έπιασαν τα χρήματα του ιδρύματος Φορντ.
Που όταν θέλει να κάνει βρόμικες δουλειές, διαλέγει βρόμικα χέρια. Αυτό είναι όλο και είναι πολύ απλό.
Ο καλός δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης, πολύ γνωστός από την εμπλοκή του στην υπόθεση Πολκ και γνώστης ως εκ τούτου της αμερικανικής δολιότητας, ζήτησε να με γνωρίσει όταν διάβασε το κείμενό μου στο περιοδικό του δικηγόρου Τζαννετάκου, που αργότερα θα γίνει πολύ γνωστός σαν ραδιοσχολιαστής και διευθυντής ραδιοφωνικών σταθμών.
Μου ζήτησε συγνώμη για τους πολλούς λιβέλους που είχε ήδη γράψει και εναντίον μου και εναντίον όλων όσοι δέχθηκαν τα «γκραντ», όπως έλεγαν τις χορηγίες του Ιδρύματος Φορντ. Δεν ήξερε, λέει, πως εγώ προσωπικά διαχειριζόμουν τα χρήματα της επιχορήγησης του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» από το ίδρυμα Φορντ.
Το ποσό ήταν σημαντικό. Τρία εκατομμύρια δραχμές της εποχής. Τόσο σημαντικό, που μ’ αυτά τα χρήματα γυρίσαμε δέκα μικρού μήκους ταινίες, συμμετείχαμε στην παραγωγή δύο μεγάλου μήκους ταινιών, μιας της Τώνιας Μαρκετάκη και μιας του Κώστα Σφήκα και, το σημαντικότερο, αγοράσαμε μια πλήρη σειρά ακριβών μηχανημάτων που χρειάζονται για το γύρισμα της ταινίας.
Μ’ άλλα λόγια, η αστική (μη κερδοσκοπική) εταιρεία «Σύγχρονος Κινηματογράφος», δημιούργημα του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, ήταν μια απόπειρα συγκρότησης ενός Κέντρου Κινηματογράφου με ιδιωτική πρωτοβουλία, σε μια εποχή που το κράτος ούτε καν διανοούνταν πως θα ήταν δυνατόν να φτιάξει κάτι τέτοιο.
Το Κρατικό Κέντρο Κινηματογράφου, που υπάρχει σήμερα, έχει τέτοια χάλια, που δεν τα είχε ούτε το στοιχειώδες δικό μας Κέντρο, ας το πούμε έτσι. Που όμως δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί με τα λεφτά που υποτίθεται πως θα παίρναμε από τη Φορντ συνεχώς, και θεωρητικά επ’ άπειρον.
Εγώ σχεδίασα και εγώ οργάνωσα αυτή τη δουλειά. Εγώ και μόνο εγώ έχω την ευθύνη της συνεργασίας με του Αμερικανούς. Τα άλλα 33 μέλη της εταιρείας δεν έβαλαν την υπογραφή τους στα συμβόλαια με τη Φορντ.
Τα πράγματα έγιναν ως εξής. Το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος φυτοζωούσε και ο Γιώργος Χατζόπουλος, διευθυντής των εκδόσεων Κάλβος που το πατρονάριζε, είχε αρχίσει να μας κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη.
Πάνω εκεί, έρχεται ο φίλος Παντελής Βούλγαρης που ήδη είχε πάρει προσωπικό «γκραντ», όπως και ο Αγγελόπουλος, όπως και ο Σφήκας και ένα σωρό άλλοι, τόσο από το χώρο του κινηματογράφου όσο και από άλλους χώρους, και μου λέει πως θέλει να με δει ο Κωστής Σκαλιώρας, κινηματογραφικός κριτικός στην εφημερίδα «Το Βήμα», όπου θα τον αντικαταστήσω αργότερα.
Πάω στο σπίτι του Κωστή και μου λέει αν θέλω να μεσολαβήσει στην Καίτη Μυριβήλη, εκπρόσωπο στην Ελλάδα του Ιδρύματος Φορντ, που έμενε σ’ ένα διαμέρισμα του Σκαλιώρα.
Με ξάφνιασε η πρόταση. Του είπα πως πριν απαντήσω έπρεπε πρώτα να κουβεντιάσω με τους άλλους. Είχα στο νου μου καταρχήν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά και τους κομματικούς συντρόφους, τη σύμφωνη γνώμη των οποίων ήθελα να έχω.
Ο Αγγελόπουλος ήταν κατηγορηματικά υπέρ, ενώ οι σύντροφοί μου είπαν να σταθμίσω εγώ τα πράγματα και να πάρω εγώ προσωπικά την ευθύνη για μια τόσο επικίνδυνη, όπως τη χαρακτήρισαν, συνεργασία.
Πήρα, λοιπόν, την ευθύνη και πήγα στο σπίτι της Καίτης Μυριβήλη για μια πρώτη γνωριμία. Με εντυπωσίασε πολύ τόσο το πάθος της όσο και η γοητεία της, αλλά δυσκολευόμουν να καταλάβω το φανατικό φιλοαμερικανισμό της, σε μια εποχή μάλιστα που όλοι ξέραμε το ρόλο των Αμερικανών στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας.
Βλέποντάς με διστακτικό, ξεχνάει το σκοπό της επίσκεψής μου, που ήταν η χρηματοδότηση του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, και αντιπροτείνει ένα προσωπικό γκραντ, είτε για να γράψω την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, είτε για να πάω για τρία χρόνια στην Αμερική για να μελετήσω τον αμερικάνικο κινηματογράφο στο Χόλιγουντ.
Με διέλυσε τούτη η άκρως δελεαστική πρόταση. Ήμουν έτοιμος να πω ναι, και την άλλη κιόλας μέρα να πάρω δρόμο για το Χόλιγουντ ως υπότροφος του ιδρύματος Φορντ. Ωστόσο, διατήρησα την ψυχραιμία μου και, ύστερα από τρία λεπτά αμηχανίας και συνειδησιακών διλημμάτων, απορρίπτω την πρόταση για προσωπικό γκραντ και επανέρχομαι στο σκοπό της επισκέψεώς μου, το συλλογικό γκραντ για την ομάδα του Σύγχρονου Κινηματογράφου.
Περιττό να πω πως ύστερα από δυο χρόνια, όταν όλα πήγαν κατά διαβόλου, χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο που έχασα την εντελώς μοναδική ευκαιρία να πάω στο Χόλιγουντ και να ζήσω εκεί τρία χρόνια. Πίστευα πολύ στη συλλογική δουλειά, ο βλαξ.
Δεν είχα συνείδηση τότε πως πρέπει και οι άλλοι να πιστεύουν στη συλλογική δουλειά για να υπάρξει συλλογική δουλειά. Και από τότε που καταστράφηκε αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, δεν ασχολήθηκα ποτέ πια στα σοβαρά με συλλογικές δραστηριότητες. Η απογοήτευση ήταν πλήρης, ολική, ριζική, απόλυτη. Είχε αποτύχει το πιο δύσκολο εγχείρημά μου, η πιο φιλόδοξη προσπάθειά μου. Θα σας πω πώς.
Το ίδρυμα Φορντ δεν μπορούσε να δώσει λεφτά σε ομάδα, αν αυτή δεν είχε ένα συγκεκριμένο έργο πίσω της.
Ο υποδιευθυντής του Ιδρύματος Φορντ, Μακ Νιλ Λόουρι, που συνάντησα, ήταν κατηγορηματικός επ’ αυτού. Εμείς είχαμε, βέβαια, το περιοδικό, όμως το περιοδικό ήταν ΕΠΕ, δηλαδή κερδοσκοπική επιχείρηση κι ας μην έβγαζε φράγκο.
Αλλά η Φορντ δεν έδινε λεφτά σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Άρα έπρεπε να φτιάξουμε μια μη κερδοσκοπική. Όμως, αν την ιδρύαμε τώρα, έπρεπε να περιμένουμε τρία χρόνια για να μπορέσουμε να ζητήσουμε λεφτά από τη Φορντ. Πάω στην εφορία και τους λέω το και το. Δώστε μας μια βεβαίωση που να λέει πως δεν είμαστε κερδοσκοπική επιχείρηση διότι έτσι κι έτσι.
Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς ξέρετε πως κατ’ ουσίαν δεν είμαστε κερδοσκοπική επιχείρηση. Εντάξει, μου λέει ο έφορος, θα ’ρθει κάποιος να κάνει έλεγχο. Έρχεται ο κύριος και στρώνεται στο μίζερο γραφείο μας, στην οδό Αναξαγόρα, τέσσερις μέρες.
Μπα, λέω, τι διάολο παιδεύεται τόσες μέρες με τρία μπακαλοτέφτερα. Την τέταρτη μέρα καταλαβαίνω επιτέλους. Και την πέμπτη ημέρα του ευσυνείδητου ελέγχου, του βάζω με τρόπο στο βιβλίο δούναι και λαβείν είκοσι χιλιάδες δραχμές της εποχής.
Σε δέκα λεπτά είχα το πιστοποιητικό που περίμενε η Φορντ. Ήταν μια καθαρή, σιωπηρή συναλλαγή. Η δουλειά έγινε χέρι με χέρι. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν. Και βροντήξομεν το ελληνικότατο πιστοποιητικό στους Αμερικανούς, που ήξεραν τη βρωμιά που έκανα και δεν έφεραν καμία αντίρρηση.
Όλοι στο «Σύγχρονο Κινηματογράφο» ήξεραν με ποιον καθαρά ελληνικό τρόπο πήρα το πιστοποιητικό. Λέω ελληνικό, όχι γιατί ήμουν κι εγώ Έλληνας αλλά διότι ο εφοριακός παραήταν Έλληνας ο άτιμος, από τους πιο γνήσιους Έλληνες που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Και όταν ήρθαν τα λεφτά, ζήτησα να μου δώσουν τις είκοσι χιλιάδες της δωροδοκίας.
Πώς θα τα δικαιολογήσουμε, λέει ο τυπικότατος Παύλος Ζάννας. Θα μας κάψεις, συμπληρώνει ο καλός μου φίλος Κωστής Σκαλιώρας. Δεν είναι δυνατόν, λέει ο πάντα ήπιος Σωτήρης Δημητρίου, πρόεδρος της εταιρείας.
Ο άλλος καλός μου φίλος, ο Κώστας Σταματίου, έκανε την πάπια. Ενώ ο Αγγελόπουλος είχε σοβαρότερα πράματα να κάνει, γύριζε την «Αναπαράσταση», και δεν ασχολούνταν με την εταιρεία.
Ναι, αλλά εγώ ήμουν ο διευθύνων σύμβουλος. Εγώ κρατούσα το καρνέ με τις επιταγές, εγώ έκανα τις πληρωμές. Βλέποντας τον αστικό καθωσπρεπισμό εν πλήρει δράσει, υπογράφω κι εγώ μια επιταγή στο όνομά μου, βάζω τον πρόεδρο να συνυπογράψει πριν γράψω το όνομά μου και πάω και την εισπράττω.
Μου τα χρωστούσαν και έπρεπε να τα πάρω. Τράβηξα όλη την μπόρα, φορτώθηκα ολομόναχος όλη τη μομφή της συνεργασίας με τους Αμερικάνους και τώρα σκόνταφτα στον αστικό καθωσπρεπισμό, για να μην πω τίποτα άλλο και θίξω σοβαρούς κυρίους.
Καλά έκανα που υπέγραψα το συμβόλαιο με τη Φορντ, καλά έκανα που δωροδόκησα τον εφοριακό – κακά έκανα που ζήτησα τα χρήματα της δωροδοκίας! Αϊ, σιχτίρ κύριοι..
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» στις 20/10/1991