Λιλή Ζωγράφου
Προς τους επιχορηγημένους από το ίδρυμα Φορντ
Γέροι και Νιοί
Όλοι παίξαμε «κρυφτό» σαν είμαστε παιδιά. Όλοι «φυλάξαμε», με τα μούτρα κολλημένα σε κάποιο τοίχο, μετρώντας ως τα σαράντα για να κρυφτούνε οι άλλοι σε κρυψώνες που τους ξέραμε καλά, είτε στην αυλή μας παίζαμε είτε στη γειτονιά.
Μα, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, έπρεπε να κάνουμε πως τάχα δεν ξέρομε. Αλλιώς πώς θα γινόταν «παιχνίδι»; Πώς θα τρέχαμε να πιάσουμε τον αφελή και δυσκίνητο, να τον στήσουμε στον τοίχο με τη σειρά του; Να κρυφτούμε τώρα και μεις στους ίδιους πασίγνωστους κρυψώνες. Έτσι, για να παρατείνεται η ηδονή του παιχνιδιού, για να ξεπροβοδίσουμε τη μέρα, σκίζοντας τ’ απομεινάρια της με τους αλαλαγμούς της ακούραστης ζωντάνιας που μας κυβερνούσε.
Μα τώρα τι γίνεται; Τι σόι κρυφτό είναι αυτό που παίζεται στις μέρες μας; Κι αφού δεν παίζομε –ελάχιστοι έστω– γιατί υπολογίζετε πως εμείς θα κρατήσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού κάνοντας τάχα πως δεν ξέρομε;
Τελευταία δημοσιεύτηκαν σαφείς κατηγορίες κατά του θεσμού των επιχορηγήσεων Φορντ, κατά του πράκτορα της Φορντ στην Ελλάδα, καθώς και κατά των επιχορηγουμένων.
Κι όμως κανείς από τους θιγόμενους δεν απάντησε. Το κρυφτό λοιπόν συνεχίζεται: Ξέρομε πως ξέρετε. Ξέρετε πως ξέρομε. Άλλα τώρα δε μιλάμε. Είμαστε κρυμμένοι.
– Πού;
Και να μην ξέραμε τους κρυψώνες της γειτονιάς!
Κρυψώνα Αη: Περιφρόνηση των κατηγοριών.
Κρυψώνα Βη: Οι κατηγορούντες αγνοούνται.
Κρυψώνα Γη και καλύτερη: Ελπίδα παρέμβασης της λογοκρισίας. Τι κάνει η ευλογημένη και δεν κλείνει το στόμα μερικών αναιδών που τα βάζουν με τη μεγαλοψυχία των Φορντ; Αντί να τους ευγνωμονούμε για την ανιδιοτελή τους πρόθεση να βοηθήσουν τη χώρα μας να αναπτυχθεί; Πώς είναι δυνατό να προστατεύεται το πρώτο άταχτο ναυτάκι από την ετεροδικία και να επιτρέπουν να σπιλώνεται κοτζάμ Φορντ;
Σπιλώνεται όμως; Ή ισχύει στην περίπτωση το ανέκδοτο του ψύλλου που κέρδισε σε στοίχημα το δικαίωμα να βιάσει τον ελέφαντα; Τη στιγμή, λοιπόν, που τον βίαζε, έπεσε στο κεφάλι του ελέφαντα ένας χοντρός κλάδος δέντρου και του ’ξυσε την αυτάρα. Ο ελέφαντας μούγκρισε με την αυθάδεια του κλάδου. Κι ο ψύλλος «βιάζων» τον ρώτησε: «Σέ πόνεσα ψυχή μου;»
Αν κάποιος λοιπόν σπιλώνεται, είμαστε μεις. Ας μείνουν κρυμμένα τα παιδιά της παρέας και σιωπηλά. Έτσι θ’ ακούσουν καλύτερα, αυτό που υποτίθεται πως δεν ξέρουν, πως ξέρομε πως ξέρουν.
Εμείς, πάντως, δεν παίζομε άλλο. [ ]
– Τι είναι η επιχορήγηση Φορντ;
Το ’πα πριν δυο χρόνια στο βιβλίο μου «Ελύτης ο Ηλιοπότης». [ ]
Εκεί, στη σελίδα 69, έγραφα πως ανακάλυψα στο αμερικάνικο περιοδικό Ράμπαρτς –Οκτώβρης ’70– το κείμενο του Δρ. Ντάβιντ Ράνσον, διαπρεπούς μέλους του Κέντρου Σπουδών του Ειρηνικού. Τριάντα δύο σελίδες αποκαλύψεων, με το γενικό τίτλο: «Ο Νέος Δούρειος Ίππος – Αλλοτρίωση». Ο Ράνσον κατάγγελνε τη δράση μιας διεθνούς συνωμοσίας με στόχο τη διανόηση. Με το πρόσχημα των ευγενέστερων ιδανικών, τη βοήθεια για την ανύψωση των υπανάπτυκτων λαών, η Οργάνωση εξουδετερώνει τους μόνους που μπορούν να της κλείσουν το δρόμο: τους διανοούμενους. Πώς; Κόβοντάς τους ένα επίδομα. Έτσι εξασφαλίζει τη σιωπηλή ανοχή τους. Από κει κι έπειτα είναι πια πολύ εύκολο να προσφέρει στην αποικιοκρατική μηχανή της Αμερικής τους λαούς που εποφθαλμιά στο πιάτο.
Μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα σαν το Κάρνεγκυ, το Ροκφέλλερ και το Φορντ συνεργάζονται γι’ αυτά τα «υψηλά ιδανικά» και τη διάβρωση εκείνων που θεωρείται φυσιολογικό ν’ αντιδράσουν.
Για την πρώτη χειροπιαστή επιτυχία της επιχείρησης «Βοήθεια σε υπανάπτυκτους» σεμνύνεται, έγραφα, το ίδρυμα Φορντ με τα λαμπρά αποτελέσματα της δράσης του στην Ινδονησία.
– Ποια ειν’ αυτά;
Οι υποτροφίες σε καλλιτέχνες, συγγραφείς κ.λπ., οι επιχορηγήσεις σε οργανισμούς, οι δωρεάν σπουδές νέων στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, η μετεκπαίδευση νέων επιστημόνων, και γενικά η παρέμβαση παντού όπου ήταν δυνατόν, προκειμένου να αλλοιωθεί η εσωτερική δομή, ετοίμασαν σε μια δεκαπενταετία (1950-’65) το κλίμα, την ανοχή, τη μισαλλοδοξία και κατά συνέπεια τους ντόπιους σφαγιαστές των 600.000 Ινδονήσιων συμπατριωτών τους, που κατηγορήθηκαν σαν κομμουνιστές ή και συμπαθούντες.
Έτσι το ίδρυμα Φορντ ξόδεψε βέβαια γενναιόδωρα (ποσά εξάλλου που εκπίπτονται στη φορολογία), αλλά πρόσφερε στην αμερικάνικη κυβέρνηση μια ξενυχιασμένη και αποκεφαλισμένη Ινδονησία. Κι επειδή, φυσικά, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν και τους καλούς φίλους, οι Φορντ βγάζουν τα λεφτά τους στο εκατονταπλάσιο, από τον ινδονησιακό λαό πού δουλεύει στις επιχειρήσεις τους με μεροκάματα πείνας.
Αυτά μας πληροφορούσε ο καλός κύριος Ράνσον.
Όταν κυκλοφόρησα το βιβλίο μου, πίστευα, πως δε θα βρισκόταν πια Έλληνας, συγγραφέας, καλλιτέχνης ή ποιητής που θα δεχόταν την επιχορήγηση Φορντ. Ως τότε κανείς μας δεν ήξερε τι σήμαιναν και που απόβλεπαν αυτές οι μεγαλόψυχες προσφορές. Ακόμα, υποτίθεται, ούτε και εκείνοι που είχαν «τιμηθεί» μ’ αυτή τη διάκριση. Για τις εκπλήξεις-σοκ που με περίμεναν, δεν αξίζει τον κόπο να μιλήσουμε τώρα. [ ]
Έκτοτε κι αλλά έντυπα ασχολήθηκαν με τις επιχορηγήσεις Φορντ. Οι απανωτές αποκαλύψεις όχι μόνο δεν εμείωσαν τον ζήλο των διανοουμένων μας, αλλά είδαμε τη ζητιανιά τους να φτάνει σε παροξυσμό. Αλληλοφαγωμοί και μίση αδελφοκτόνα χωρίζουν κείνους που επιχορηγούνται με τα επιδόματα αλλοτρίωσης, από όσους δεν επιχορηγήθηκαν ακόμη. Αυτοί μάλιστα, οι τελευταίοι, είναι που κατηγορούν τον εδώ πράκτορα της Φορντ, σαν αναρμόδιο πρόσωπο εξ αιτίας της αμορφωσιάς του.
– Θεέ και Κύριε. Το πρόβλημά μας, λοιπόν, είναι κει; Αν αυτή η καημένη κυρία ήταν μορφωμένη, δεν θα υπήρχε πρόβλημα; Δεν αφήνομε στους Αμερικανούς το περιθώριο, ούτε καν να μας τιμήσουν με κάποια αμφιβολία; Θέλω να πω, πως δεν αποκλείεται να πίστευαν οι Αμερικανοί, πως δε θα βρισκόταν κανείς Έλληνας, μορφωμένος και μάλιστα διανοούμενος, πρόθυμος να παίξει το ρόλο του πράκτορα. Να όμως που γελάστηκαν κι αυτοί και μεις.
Όσο για σας, που είστε μορφωμένοι, δε θίγεστε για τίποτ’ άλλο παρά για την αμορφωσιά της Μυριβήλη; [Σ. Άρδην, Η κα Μυριβήλη ήταν η εκπροσωπος του ιδρύματος στην Ελλάδα].
– Μα ποιοι είμαστε, λοιπόν; Είμαστε έθνος εμείς; Μην είμαστε καμιά φυλή της κεντρώας Αφρικής από τις ελάχιστες που ξεχάστηκαν στις βαθιές ζούγκλες; Έτσι ασύστολα που διαμαρτυρόμαστε, έτσι ξεδιάντροπα και ξετσίπωτα που επαιτούμε; Ούτε ένα ντύμα ντροπής δεν κρατήσαμε. Ούτε τις αναστολές των κοινών γυναικών δεν έχομε. Αυτές, τουλάχιστον, κρατήθηκαν μακριά από το επάγγελμα, επί ένα μήνα, όταν πρωτομπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Δεν είναι το ίδιο, θα μου πείτε,
– Φτάνει πια το κρυφτούλι. Το ίδιο είναι.
Αλλά, ας υποθέσουμε πως κάνω λάθος. Ας παραδεχτούμε πως δεν μας αντιμετωπίζουν ούτε και μας χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί σαν αποικία.
– Τότε πώς να εξηγήσουμε το ενδιαφέρον του ιδρύματος Φορντ για την ελληνική διανόηση; Ποιο είναι το κίνητρο τους; Γιατί δε βγήκαν, όπως και τ’ άλλα ξενόγλωσσα ινστιτούτα, να προκηρύξουν διαγωνισμούς, υποτροφίες ή και απονομή βραβείων; Γιατί όλα γίνονται στα μουλωχτά, με κρυφές συνεννοήσεις, ψιθυρίσματα και παζαρέματα; Γιατί στέλνονται σαν εμπροσθοφυλακή τα «κοπέλια» της Μυριβήλη (οι ήδη επιδοτούμενοι και ελπίζοντες να ξαναεπιδοτηθούν) και ανιχνεύουν το έδαφος –που σημαίνει την φιλική ή μη διάθεση των υποψηφίων– προτείνοντας να τους βοηθήσουν, δίνοντάς τους το Φορντ; Και γιατί στους πιο σκληρούς και αλύγιστους προσεγγίζει προσωπικά η ίδια η κ. Μυριβήλη; [ ]
– Κι ακόμα, γιατί όσοι παίρνουν Φορντ, το κρύβουν; Πέρυσι βραβεύτηκε ο Τσίρκας μ’ ένα γαλλικό βραβείο. Δεν έμεινε «δημοκρατική» εφημερίδα να μην αναφέρει το τιμητικό για τον συγγραφέα και την Ελλάδα γεγονός, με πηχιαίους τίτλους, καλλιτεχνικές φωτογραφίες του συγγραφέα και συνεντεύξεις. Θαυμάσια!
– Γιατί όμως, όταν δυο χρόνια πριν, εισέπραξε την επιχορήγηση Φορντ, το πέρασε στα μουγκά;
– Γιατί αλήθεια; Μήπως ντρεπότανε; Τόση συνωμοσία σιωπής πώς να εξηγηθεί, παρά πως είχε την πεποίθηση πως δεχότανε βρώμικα αργύρια;
Αλλά και οι Αμερικανοί που είναι τόσο αθώοι, αγαθοί και γενναιόδωροι, γιατί μας κρύψανε το στοργικό ενδιαφέρον τους και δεν το δημοσίεψαν; Να πληροφορηθούν κι οι μάζες πόσο ανοιχτοχέρηδες είναι. Ή μήπως αυτό ακριβώς δεν θέλουν; [ ]
Και γιατί να μην πληροφορηθούμε την ακόμα ευγενέστερη χειρονομία των Αμερικανών, που εκδώσανε με δικά τους έξοδα τα 18 και 38 «Αντιστασιακά Κείμενα» όλων των οργισμένων συγγραφέων του τόπου, όπως θα εκδώσουν μελλοντικά και τα 108;
– Ή μήπως δεν ήταν αντιστασιακά; [ ]
Αυτό μου θύμισε κάποιον άλλον, αγαθιάρη όμως, που μου ανακοίνωσε στο Παρίσι, πως όσο ήταν στην Ελλάδα μάζευε δυναμίτιδα γιατί είχε καταστρώσει ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο που θ’ ανέτρεπε το καθεστώς, μόλις θα επέστρεφε.
– Τι λες βρε παιδί μου! Και πως θα γίνει αυτό;
– Να, μου λέει. Άμα θα ’χω μαζέψει εκατό κιλά δυναμίτιδα, θ’ ανοίξω λάκκους γύρω-γύρω στην Ακρόπολη και θα τους γεμίσω. Ύστερα θα μαζευτούμε εκατό ψυχωμένοι διανοούμενοι και…
– Κατάλαβα, τον διέκοψα. Το καθεστώς μπορεί να κοιμάται ήσυχο.
– Γιατί; με ρωτά θιγμένος.
– Ε, ώσπου να γεννηθούν παιδί μου, εκατό διανοούμενοι ψυχωμένοι!
Και δεν περιμένει κανείς από τους καλλιτέχνες να παραστήσουν τα αιμοβόρα πρωτοπαλλήκαρα. Το ρόλο αυτό μπορούν να τον παίζουν οι πολλοί. Ενώ, αντίθετα, μόνο ο πνευματικός άνθρωπος είναι ικανός να εκφράζει, με την παρουσία του, συμπυκνωμένη την εθνική συνείδηση. Αλλά και να την αφυπνίζει. Ακόμη και να την προσανατολίζει.
Ένας τέτοιος προορισμός προϋποθέτει διαφορετικές αρετές και διαφορετικές ευθύνες από κείνες που διακρίνουν τον επιδέξιο πολεμιστή στο πεδίο της μάχης.
Γιατί ο πνευματικός άνθρωπος είναι ένας πολεμιστής πού δεν τον καλεί κανείς να πολεμήσει. Έχει όμως το προνόμιο πως διαλέγει τον αντίπαλό του. Τον πιο επικίνδυνο, τον πιο αμείλιχτο δυνάστη του στη ζωή: Τη συνείδησή του. Γίνεται ο θύτης του εαυτού του μα και το θύμα του. Μόνος του στρατεύεται και μόνος του σταυρώνεται απάνω στις απαιτήσεις του από τον εαυτό του, αλλά και στις παραιτήσεις του.
Η αυτοσταύρωση είναι η υψίστη θυσία. [ ] «Αυτό που είναι τρομερό, όταν αναζητάς την αλήθεια, είναι ότι την βρίσκεις», λέει ο Βίκτωρ Σερζ. Το φορτίο είναι αλήθεια βαρύ. Αλλά είναι κι αυτό πού διαφοροποιεί τον πνευματικό άνθρωπο από τις μάζες. Η ευθύνη του να ερευνήσει για λογαριασμό τους, να τις πληροφορήσει και ν’ αγωνιστεί γι’ αυτές, του δίνει αυτόματα το δικαίωμα να διεκδικήσει μια θέση στο παιχνίδι της Ιστορίας. Όχι για τον εαυτό του, φυσικά, αλλά για το λαό που αντιπροσωπεύει, συνεχίζοντας την ιστορική κληρονομιά του, αν υπάρχει, ή δημιουργώντας ένα παρελθόν για τους επερχόμενους. [ ]
– Και μεις τι κάνουμε; Τι κάναμε χθες, τι πριν πέντε χρόνια, τι πριν δέκα;
Όσο για σήμερα, οι δικοί μας ποιητές γράφουν τραγουδάκια για τις νυχτερινές μπουάτ.
Θα ’πρεπε ίσως να μελετήσουμε κάποτε με ιδιαίτερη προσοχή και ν’ αναζητήσουμε τις αιτίες που δρουν ανασταλτικά στην πνευματική μας πρόοδο. Το γεγονός π.χ. πως μερικοί δημιουργοί δώσανε κάποτε ένα έργο αληθινά αξιόλογο και πως έκτοτε, αν και ζήσανε χρόνια πολλά και μακάρια, δεν έφτασαν ποτέ πια στο ίδιο επίτευγμα αν και το φυσικό θα ’ταν να το ξεπεράσουν, πρέπει να ’χει κάποια εξήγηση. Η «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη (πριν ακρωτηριαστεί), το «Νούμερο» του Βενέζη, το «Άξιον εστί» του Ελύτη, έδωσαν ανάλογες συνέχειές τους; Μήπως έφτασαν σ’ αυτή την κορύφωση, γιατί οι δημιουργοί τους ταυτίστηκαν, έστω και υποχρεωτικά, με το σύνολο κι εκφράσανε καθολικά προβλήματα;
– Τι γίνηκε από κει κι έπειτα; Πού και πότε αγγίξανε τα προβλήματά μας; Ποιος μας εκφράζει; Πού βρίσκεται η λογοτεχνική και ποιητική μας παραγωγή σε σχέση με τα δράματα που μας συγκλονίζουν και σε σύγκριση με τα παγκόσμια επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων και των νέγρικων; Σ’ ένα μηδέν τόσο μεγάλο ώστε να χωράει μέσα όλος ο ναρκισσισμός του κόσμου.
Από τη στιγμή που θ’ αξιωθεί ο ρωμιός να πιάσει την πένα στο χέρι του και να συντάξει μια φράση υποφερτή ή ένα στίχο, θεωρεί πλέον τον εαυτό του ξεχωριστή περίπτωση. Αμόρφωτοι, αδιάβαστοι, ακατατόπιστοι για το τι συμβαίνει γύρω τους και κυρίως αδιάφοροι, μα πόσο αδιάφοροι, περιφέρουν την ύπαρξή τους σαν παράσημο στο στήθος της ανθρωπότητας.
Ούτε εφημερίδα δε διαβάζουν, ξένη ή ελληνική. Αποκομμένοι από τους συνανθρώπους τους, άλλη φιλοδοξία δεν έχουν, παρά πώς να εγκριθούν από τους παλιούς. Ψάχνουν αγωνιωδώς να βρουν μια χαραμάδα, να εισχωρήσουν στα τείχη του κατεστημένου. Μα μπορεί κανείς να πάει μπροστά, όταν φιλοδοξεί να αρέσει στις πίσω γενιές; Κι αυτοί –το ισχυρόν κι αμετακίνητο κατεστημένο– άλλο που δε θέλουν, παρά τούτα τα ανώδυνα ναρκισσάκια που δε δημιουργούν προβλήματα, ούτε κι έργο που θ’ απειλούσε την ύπαρξή τους. [ ]
Ύστερα απ’ αυτό καταλαβαίνετε πόσο απλό είναι να σε πάρει υπό την προστασία του το κατεστημένο: Ό,τι κι αν γράφεις, οικονομολογικά άρθρα, κοινωνικά, κριτική θεάτρου ή κινηματογράφου, πρέπει πάντα ν’ αναφέρεις, τουλάχιστον μια φορά, τ’ όνομα του Σεφέρη. Αν βέβαια κάμεις καμιά βαθυστόχαστη έρευνα για το πόσα «ε» και πόσα «αι» έχει μέσα στους στίχους του ο Καβάφης ή για το νούμερο τα παπούτσια που φορούσε ο Σεφέρης, τότε, αν δε σε προτείνουν για νόμπελ, σε καθησυχάζουν πως είσαι οπωσδήποτε μεγάλος ποιητής ή συγγραφέας, πως έχεις μεγάλο μέλλον στα ελληνικά γράμματα και πως γι’ αυτό πρέπει να υπάρξεις. Και περιμένοντας το νόμπελ, μπορείς για την ώρα να πάρεις το Φορντ.
Σ’ άλλους αιώνες υπήρχαν οι μαικήνες, οι αυλές, οι φεουδάρχες. Σήμερα είναι τα μεγάλα βιομηχανικά, πολεμικά, δημοσιογραφικά μπλοκ που επιβλέπουν και ελέγχουν την πνευματική πορεία της ανθρωπότητας, μην πάθουν κι αυτά (τα μπλοκ) τη λαχτάρα που πάθανε οι βασιλιάδες, οι ευγενείς κι οι φεουδάρχες με τις παροχές τους. Και τώρα οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι γιατί η κουλτούρα κατεβαίνει και στο λαό. Εισδύεις λοιπόν παντού, εξαρθρώνεις το εσωτερικό σύστημα σε βάθος, διαφθείρεις κι εξαγοράζεις συνειδήσεις και τα πάντα διαφοροποιούνται προς όφελός σου.
Σ’ όλη την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, δυνάστες στάθηκαν οι προνομιούχοι οικονομικά εύρωστοι λαοί. Αλλά τους αρέσει δεν τους αρέσει, επαναλαβαίνω, η Ιστορία είναι ισοπεδωτική. Γιατί η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία των Νέων Ιδεών και όχι των κατεχόντων. Ο πολιτισμός είναι Πνεύμα.
Και το πνεύμα δεν τράφηκε ποτέ από τους συμβιβασμούς και την επαιτεία, υπηρετήθηκε όμως συχνά από πεινασμένους. Στο πείσμα των λογιών λογιών ιδεολογικών κατευναστικών που χρησιμοποίησαν οι κατά καιρούς προνομιούχοι ισχυροί του κόσμου, για να το εξουδετερώσουν.[ ]
– Μα τα χειροκροτήματα, αγαπητοί μου, σας δημιουργούν υποχρεώσεις. Το κοινό σάς εξαργύρωσε επιταγές πίστης.
– Τι θα κάνετε χωρίς αντίκρυσμα;
Θα μου πείτε, βέβαια, πως τα αργύρια της εξουδετέρωσης και της αλλοτρίωσης τα δέχτηκαν πριν από σας, πρώτοι οι ήδη αναγνωρισμένοι, που στάθηκαν σύμβολα για όλους μας. Και ποιος ισχυρίστηκε πώς απαλλάσσονται; Όταν μάλιστα έχουν επί χρόνια προεισπράξει την πίστη και τη δόξα, η χρεωκοπία τους είναι δόλια. Έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην παρακμή. Δεν είχαμε πια τίποτα να περιμένουμε απ’ αυτούς.
– Σεις όμως; Ποιο ήθος και ποια υγεία αντιπαραθέσατε στην παρακμή και τη δόλια χρεωκοπία τους;
Η Μάργκαρετ Μηντ, γνωστή Αμερικανίδα κοινωνιολόγος επισημαίνει στο τελευταίο της βιβλίο πως οι σχέσεις των γενεών αντιστράφηκαν: «Είναι οι νέες γενιές που γίνονται δάσκαλοι των παλαιότερων».
Σε μας, νέοι, μεσήλικες και γέροι, διαπληκτίζονταν στις πόρτες της Φορντ, σαν τους ζητιάνους στα σκαλιά της εκκλησιάς. Μα ποτέ δε βγήκε έργο από χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Μόνο μέσα σε γροθιές σφιγμένες από αγανάχτηση, απόγνωση και μοναξιά γεννήθηκαν ποιήματα.
Όλοι από τις ίδιες δυσκολίες φθειρόμαστε. Κι όλοι στο ίδιο καζάνι ανασφάλειας ζούμε. Ο πειρασμός για τη σιγουριά και την άνοδο είναι τόσο δυνατός.
Αλλά πιστέψτε με, δεν υπάρχει αντίτιμο της λευτεριάς. Αν οι μεγάλοι της γης αποφάσιζαν να βγάλουν σε πλειστηριασμό τη Σελήνη, σίγουρα οι Αμερικανοί θα την αγόραζαν. Αλλά δε θα μπορέσουν ποτέ ν’ αγοράσουν έναν ελεύθερο άνθρωπο.
«Και ο καλύτερος εαυτός μας είναι κείνος που ανταλλάξαμε με την ασφάλειά μας».
Δεν ισχυρίζομαι πως η φτώχεια είναι δημιουργική. Η λευτεριά όμως είναι.
Σκεφτείτε, πόσο μεγάλη είναι μια λευτεριά που δε μπορεί να την αγοράσει η Αμερική!
Αφού, λοιπόν, η λευτεριά δεν έχει αντίτιμο, είναι υποχρεωτικά, πάντα, φτωχότερη από το μέγεθός της.
Κι όμως ο αληθινός δημιουργός είναι πραγματικά άπληστος. Όχι για να χορτάσει, μα για να σημαδέψει το χρόνο και το χώρο με το πέρασμά του. Κοιτάξτε γύρω σας. Όλα τα μνημειώδη έργα έχουν τη σφραγίδα της απληστίας. Οι δημιουργοί τους εκσπερμάτωσαν στη γη και τη γονιμοποίησαν. Τι να τους κάνει ο κόλπος μιας γυναίκας; Με τα νύχια και τη μεγαλοφυΐα τους σκαλίσανε τη γη και της φυτέψανε τ’ αριστουργήματά της. Σκίσανε τα μάρμαρα με την αρρενωπότητά τους και προκαλέσανε γη και ουρανούς στολίζοντάς τους με αγάλματα, παρθενώνες, πυραμίδες, γοτθικούς ναούς.
– Και σεις παιδιά; Ούτε στην άλλη γειτονιά δεν τινάξατε το σπέρμα σας.
– Γιατί; Για ένα επίδομα δέκα χιλιάδων δραχμών το μήνα!
– Γιατί; Για να παχύνει η αδιαφορία σας επί 365 μέρες;
Και την 366η μέρα, τι θα μας πείτε; Ποιο τραγούδι θα μας τραγουδήσετε; Να σας πω εγώ: Κανένα.
Σας γέλασαν. Και οι άλλοι, μπορεί και μεις, και ο εαυτός σας. Ο άνθρωπος γεννιέται λεύτερος και περήφανος, έρημος σαν τους Θεούς. Ακατάδεχτος σαν κι αυτούς. Τότε είναι και Ποιητής.
Αθήνα 12 Δεκ. ’72
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικά Panderma, που εξέδιδε ο Λεωνίδας Χρηστάκης, τον Δεκέμβριο του 1972