του Γ. Παλαιολόγου
«Άρδην»
Πήγα να δω το έργο του Αγγελόπουλου με αμφιλεγόμενα αισθήματα. Γιατί το είδα αρκετά αργά, στις αρχές Δεκεμβρίου, και είχα ήδη ακούσει τόσες επικριτικές τοποθετήσεις γι’ αυτό. Η συνηθέστερη ήταν πως το Φεστιβάλ των Καννών του έδωσε τον «Χρυσό Φοίνικα» περίπου για να τον ξεφορτωθεί, και εν τέλει για το «σύνολο του έργου του» και όχι για το έργο αυτό καθαυτό. Εξάλλου η περιβόητη στον ανθελληνισμό της Liberation ήδη το είχε σκυλοβρίσει. Είχα εξάλλου ακούσει τόσα για τη σχέση του με τον «μικρό Αλβανό των φαναριών του δρόμου» και την «περίεργη» αναφορά του στον Διονύσιο Σολωμό. Τέλος πως αυτή τη φορά ο Αγγελόπουλος δεν έκανε ένα έργο που να σχετίζεται με την ιστορία και την πολιτική, αλλά με το προσωπικό δράμα ενός ετοιμοθάνατου άνδρα που τον δένει μια συναισθηματική σχέση με το μικρό παιδί.
Παρακολουθώντας το έργο ανακάλυπτα έκπληκτος πως ο ετοιμοθάνατος άνδρας ήμουν εγώ και εσύ αναγνώστη μου, hypocrite lecteur, mon semblable, mon Frere, πως ο ετοιμοθάνατος άνδρας είναι η αυτή η Ελλάδα του Φθινόπωρου, πως ο ήρωας του έργου, συγγραφέας και ποιητής, πεθαίνει σαν τον ήρωα του Δημητριάδη, δηλαδή «πεθαίνει σα χώρα». Ανακάλυπτα κατάπληκτος πως ο Αλέξανδρος, ο ήρωας με το όχι τυχαίο όνομα , γιατί στα έργα του Αγγελόπουλου τίποτε δεν είναι τυχαίο, δεν ήταν μια απλή συμβολική φιγούρα της σχέσης του ανθρώπου με το θάνατο και το χρόνο, αλλά πως είχε «σώμα και θρησκεία» μιλούσε για το θάνατο και το χρόνο σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο χώρο, για μια… συγκεκριμένη χώρα.
Το έργο εκτυλίσσεται στο Βορρά. Στη Θεσσαλονίκη «και πάνω», μέχρι τα σύνορα, εκεί δηλαδή που κτυπάει η καρδιά της αυθεντικής Ελλάδας (όσης απέμεινε από την χαβούζα του Λεκανοπεδίου). Ο Αγγελόπουλος, και προφανώς όχι τυχαία, σε όλα τα τελευταία έργα του από το «Τοπίο στην Ομίχλη» (αυτό το παραγνωρισμένο αριστούργημά του) και μετά, αναπτύσσει όλα τα έργα του στο Βορρά, στη Βόρεια Ελλάδα, στη Βόρειο Ήπειρο, στα Βαλκάνια, και βέβαια ούτε καν αναφέρει την Αθήνα. Ο συγγραφέας νοιώθει και είναι «ξένος» στον κόσμο. Στην κόρη του και τον γιάπη άνδρα της δεν θα αναφέρει καν πως την επόμενη ημέρα αρχίζει το τελευταίο του ταξίδι προς το θάνατο (θα μπει στο νοσοκομείο γιατί η αρρώστια του βρίσκεται στο τελικό στάδιο). Η μητέρα του δεν θα τον καταλαβαίνει πλέον. Το παλιό του σπίτι το γκρεμίζουν οι μπουλντόζες που η κόρη του και ο άνδρας της έχουν βάλει μπροστά. Και ο μόνος σύντροφός του είναι το γέρικο σκυλί του, που η κόρη του δεν θα θελήσει να κρατήσει. Η μόνη που τον συμπονάει και θέλει να πάει μαζί του στο νοσοκομείο είναι η πρόσφυγας Πόντια «οικιακή βοηθός» και στην οποία θα αφήσει τελικά και το σκύλο του. Και βέβαια αυτός που θα συναντήσει στη μοναχική του περιπλάνηση. Ο μικρός Βορειοηπειρώτης, των φαναριών. Και όμως Αλβανάκι τον ανέβαζαν, Αλβανάκι τον κατέβαζαν όλοι εκείνοι που δεν πεθαίνουν με τη χώρα τους , αλλά η χώρα τους έχει ήδη πεθάνει μέσα τους.
Και όμως οι συμβολισμοί του έργου είναι τόσο διάφανοι. Ο καθώς πρέπει και αστικός κόσμος του συγγραφέα τον αφήνει μόνο και αβοήθητο, και ο ίδιος έχει αποκοπεί από αυτούς, ενώ οι μόνοι αυθεντικοί άνθρωποι που συναντάει είναι οι Έλληνες –ξένοι, είναι ο μικρός βορειοηπειρώτης και η «ρωσοπόντια». Και βέβαια η αναφορά του στην επανάσταση. Για ποια επανάσταση πρόκειται όμως. Όχι για κείνη με την κόκκινη σημαία, που αποκοιμιέται μαζί με τον νεαρό γενειοφόρο μέσα στο λεωφορείο των θαυμάτων, όχι για εκείνη που από το «Θίασο» μέχρι το «Τοπίο στην Ομίχλη» θα στοιχειώνει το σκηνοθέτη, αλλά για την άλλη, εκείνη του Διονυσίου Σολωμού που «όταν οι συμπατριώτες του επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα από την Ιταλία και να μάθει τη γλώσσα του, ‘αγοράζοντας λέξεις’ από την φτωχολογιά». Και ο Αλέξανδρος επιθυμεί σήμερα «να συμπληρώσει το ατελείωτο Γ’ σχεδίασμα των ‘Ελεύθερων Πολιορκημένων’». Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για νύξεις στην σημερινή κατάσταση και πραγματικότητα, αλλά για σχεδόν απ’ ευθείας αναφορά. Ο ποιητής του συγγραφέα είναι ο ποιητής του εθνικού ύμνου και των «Ελεύθερων πολιορκημένων» είναι ο ποιητής της εθνικής επανάστασης, που όχι απλώς έμεινε «ημιτελής» αλλά σήμερα απειλείται από τους ίδιους τους απογόνους των «Οθωμανών».
Και ας πάμε στην ταυτότητα του μικρού ήρωα του έργου. Το να αναφέρεται ως «μικρός Αλβανός» δεν είναι απλά μια ιδεολογική συσκότιση μιας σκοτισμένης αριστεράς, αλλά διαστρέφει το ίδιο το νόημα και τη συνοχή του έργου. Γιατί ο Αλέξανδρος, όπως και ο Σολωμός πριν από αυτόν, ‘αγοράζει λέξεις’. Και τις αγοράζει από τον μικρό Βορειοηπειρώτη που μόνος αυτός ξέρει τις ελληνικές λέξεις που η ελλαδική μητρυιά αγνοεί, λέξεις όπως ‘κορφούλα’, ‘αργαδινή’, ‘ξενήτης’. Γιατί συσκοτίζει την μισή σχεδόν πλοκή του έργου, όταν ο Αλέξανδρος , πιστός στις αυταπάτες της ‘επιστροφής στον τόπο’, θέλει, σχεδόν με το ζόρι, να ξαναστείλει τον μικρό στην Αλβανία, τον πηγαίνει ο ίδιος μέχρι τα σύνορα και εκεί ο μικρός του αποκαλύπτει πως δεν έχει πλέον συγγενείς εκεί. Εξ’ άλλου στα σύνορα θα βρουν μια τεράστια φυλακή, την Αλβανία, που τη φρουρούν αποκλειστικά Αλβανοί φαντάροι, χωρίς κανένα έλληνα φρουρό ή ελληνικό φυλάκιο. Και βέβαια επιστρέφουν τρέχοντας πίσω! Πώς θα ήταν δυνατό να συμβούν όλα αυτά με ένα μικρό Αλβανάκι!
Και προφανώς διαστρέφεται το νόημα του έργου γιατί η επιλογή του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη είναι ηθελημένη. Αν το πρόβλημα ήταν απλώς η σχέση με τον μικρό «ξένο», θα είχαν επιλέξει πράγματι ένα Αλβανάκι. Εξ’ άλλου στα φανάρια σπάνια βρίσκονται μικροί βορειοηπειρώτες. Αν ήθελε να αναφερθεί στη σχέση με τους μετανάστες θα επέλεγε μια Πολωνίδα ή Ουκρανή «οικιακή βοηθό» και όχι μια Πόντια. Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς, τουλάχιστο στις περισσότερες κριτικές που διάβασα, μια αναφορά σε αυτά τα πραγματολογικά στοιχεία του έργου.
Προφανώς και δεν απουσιάζουν αναφορές και νύξεις στην καθολικότερη αποξένωση του ανθρώπου, καθώς και στην μοίρα των μεταναστών γενικότερα, όπως ο θάνατος του μικρού αλβανού Σελήμ, γιατί η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, η «ολοκλήρωση του ημιτελούς Γ’ σχεδιάσματος», δεν έχει χαρακτήρα ξενόφοβο ή ρατσιστικό. Αντίθετα ο ‘ξένος’ στον κόσμο του συγγραφέας, είναι πιο κοντά στους κάθε λογής απόκληρους και ‘ξένους’. Όμως αυτό δεν είναι το κεντρικό σημείο του έργου. Οι «Έλληνες-ξένοι», ο Αλέξανδρος –που ήταν απόμακρος ακόμα και από την πεθαμένη πλέον γυναίκα του που αγαπούσε– η «ρωσοπόντια», το βορειοηπειρωτάκι» (και ποια μεγαλύτερη απόδειξη της ξένωσής τους από το ότι αυτούς, τους «τελευταίους των Ελλήνων», που βίωσαν κάθε λογής δίωξη και εξανδραποδισμό εξαιτίας της ταυτότητάς τους, τους βαφτίζουν Αλβανούς και «ρωσοπόντιους»),
συναντώνται σε μια χώρα που πεθαίνει. Και ο Αλέξανδρος «πεθαίνει σαν χώρα». Και όμως μέσα σε αυτό το τοπίο της θλίψης, της καταπληκτικής ομίχλης που φωτογραφίζει και πάλι ο Αρβανίτης, αυτοί οι «ξένοι» αντιπροσωπεύουν και την μόνη αχτίδα φωτός γι’ αυτή την Ελλάδα της παρακμής. Η «ρωσοπόντια» θα παντρέψει το γιο της σε μια καταπληκτική σκηνή χορού ανάμεσα σε γαμπρό και νύφη, ο μικρός θα φύγει, αναζητώντας τον «μεγάλο κόσμο» και ο Αλέξανδρος αναζωογονημένος από τη συνάντηση μαζί τους θα αποφασίσει να αντιπαλέψει το θάνατο, δεν θα μπει στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα και θα συνεχίσει «να αγοράζει λέξεις» για να ολοκληρώσει ‘το ημιτελές σχεδίασμα’. Και πράγματι τα τελευταία χρόνια σε αυτή την Ελλάδα της παρακμής, της ΟΝΕ και των εξαχρειωμένων γιάπηδων της εξουσίας, βορειοηπειρώτες, Πόντιοι, Κύπριοι, άνθρωποι της ελλαδικής και ελληνικής περιφέρειας και άνθρωποι μοναχικοί και συκοφαντημένοι είναι εκείνοι που ήρθαν να φέρουν μια στάλα ζωντάνια, μια πνοή ζωής σε αυτό το ημιθανές σκέλεθρο της «εθνικής μας ζωής».
Και βέβαια πάντα παρούσα η προσωπική περιπέτεια, το «πρόσωπο» των ηρώων, που μπορεί να γίνονται σύμβολα, σε ένα κόσμο τόσο συμβολοποιημένο όπως ο κινηματογραφικός κόσμος του Αγγελόπουλου, αλλά είναι ταυτόχρονα και ζώντες άνθρωποι, με πόνο, δάκρυα, νοσταλγία, ίσως περισσότερο από ότι σε πολλά άλλα έργα του. Και αυτό αποτελεί ένα στοιχείο αρτιότητας αυτής της ταινίας. Ό,τι η προσωπική και η συλλογική ιστορία διαπλέκονται τόσο, ώστε εύκολα μπορεί κανείς να το εκλάβει ως μια προσωπική ιστορία της σχέσης με το χρόνο και το θάνατο, εκτός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου –αν βέβαια επιθυμεί…διακαώς να «παραβλέψει» την σχέση του με το «εδώ και τώρα» και διαθέτει και τις απαραίτητες ιδεολογικές παρωπίδες.
Η συγκίνηση από το δράμα ενός ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με την «μαυρίλα του θανάτου» –τα λόγια που δεν θα ξεστομίσει ο Σολωμός– και που μέσα σε μια μέρα θέλει να ανακεφαλαιώσει όλη του τη ζωή, με τις χαρές της, τις λύπες, τις αναμνήσεις, πολλαπλασιάζεται από την ταυτόχρονη επαφή και εμπλοκή του με το «εδώ και τώρα», τον μικρό βορειοηπειρώτη, την «ρωσοπόντια», τον μικρό Σελήμ, για να προσδώσει στο έργο τις διαστάσεις μιας τραγωδίας ευρύτερης, ατομικής και συλλογικής συνάμα και να δώσει ένα από τα καλύτερα, αν όχι το αρτιότερο, έργα του Αγγελόπουλου. Και βέβαια σε αυτό το έργο έχουν υπερβαθεί με δημιουργικό τρόπο οι «γιαντσοϊκές» υπερβολές παλαιότερων έργων του Αγγελόπουλου με τα εργόσυρτα πλάνα και τις σεναριακές αδυναμίες. Και όπως πάντα οι ηθοποιοί, οι φωτογράφοι κάνουν μια καταπληκτική δουλειά. Δεν είναι τυχαία λοιπόν τόσο η επιλογή του Μάρτιν Σκορτσέζε, του πρόεδρου της επιτροπής του φεστιβάλ των Καννών που έριξε όλο το βάρος του για την βράβευση του Αγγελόπουλου, ούτε της Liberation που του επιτέθηκε καθώς και εκείνων που με μισόλογα προσπάθησαν να το συκοφαντήσουν στη χώρα μας. Το έργο του Αγγελόπουλου είναι σπουδαίο και γίνεται εθνικό και είναι σπουδαίο γιατί είναι εθνικό.
Και όπως στην χώρα μας που πεθαίνει, σε μας που πεθαίνουμε μαζί της, το έργο προσφέρει ίσως μια αχτίδα ελπίδας, μιας πιθανής ανάστασης, έτσι και το έργο του Αγγελόπουλου συνιστά αυτό το ίδιο μια τέτοια αχτίδα. Υπάρχουν ακόμα σε αυτό τον τόπο άνθρωποι ικανοί να αναρωτιούνται πάνω στη μοίρα μας και να την αντιμετωπίζουν κατάματα. Μικροί βορειοηπειρώτες, Πόντιοι, ίσως και κάποιος σκηνοθέτης, ένας συγγραφέας, ένας τραγουδοποιός. Μόνος–μόνοι, ίσως, αλλά έστω και αυτός είναι μια κάποια παρηγορία.