Το 1977, ένας ερασιτέχνης αυτοδίδακτος ιστορικός, ο Σαμπτάι Μπετ-Τσβι, εξέδωσε ένα βιβλίο 490 σελίδων, προϊόν δεκαεννέα χρόνων δουλειάς, το οποίο αναφερόταν στα λάθη του σιωνιστικού κινήματος κατά την περίοδο 1938-1945 και προκάλεσε μεγάλη δυσφορία. Συνάντησε αμέσως πολύ αρνητικές αντιδράσεις, τόσο από την πλευρά των πολιτικών όσο και των πανεπιστημιακών ιστορικών και των δημοσιογράφων. Το βιβλίο δεν είχε καμία επιτυχία.
Για τον ρεβιζιονιστή Μπετ-Τσβι, το έργο αυτό ήταν ζήτημα συνείδησης και είχε σκοπό να το υλοποιήσει από το τέλος του πολέμου. Εκείνο που έπρεπε να συγκρατήσουν οι επερχόμενες γενεές ήταν η αποτυχία του σιωνισμού να σώσει τους Εβραίους της Ευρώπης. (…)
Ο Μπετ-Τσβι είχε παρατηρήσει, στη διάρκεια της δίκης του Άιχμαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ότι όλοι οι Ισραηλινοί σχολιαστές στον Τύπο και τα Μέσα Ενημέρωσης, όλοι οι μάρτυρες και οι ιστορικοί απέφευγαν παντελώς το θέμα της στάσης των ιουδαϊκών οργανώσεων στις ελεύθερες χώρες καθώς και του σιωνιστικού κινήματος στη διάρκεια της Σοά. Ενώ οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από επιθέσεις κατά των δυτικών κρατών που είχαν παραμείνει απαθή, δεν έκαναν καμιά αναφορά σ’ αυτούς που πρώτοι όφειλαν να κινητοποιηθούν για να σώσουν τ’ αδέρφια τους. Το θέμα ήταν ταμπού και προκαλούσε αμέσως τη γενική κατακραυγή και την οργή.
Αυτό το γεγονός είχε σπρώξει τον Μπετ-Τσβι να ξεκινήσει σχολαστικές έρευνες στα βάθη των αρχείων και στις βιβλιοθήκες. Μετά από χρόνια δουλειάς, τα συμπεράσματά του δεν άφηναν καμιά αμφιβολία: υπήρχε μια συνδυασμένη προσπάθεια να αποκρυφτεί και να αποσιωπηθεί η στάση του σιωνιστικού κινήματος. Το εργατικό κίνημα και το Γιτσούβ (η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης) είχαν διαπράξει ένα πολύ μεγάλο σφάλμα απέναντι στους αδερφούς της Ευρώπης όχι μόνο γιατί παραμέλησαν ό,τι ήταν απαραίτητο για τη σωτηρία τους αλλά γιατί συχνά τορπίλιζαν τις απόπειρες διάσωσης. (…) Ο Μπετ-Τσβι ισχυριζόταν ότι το σιωνιστικό-σοσιαλιστικό κίνημα είχε προσπαθήσει να αποκρύψει το γεγονός ότι, μεταξύ 1939 και 1942, ενώ είχαν φτάσει στην ΄Ερετς-Ισραέλ ακριβείς πληροφορίες για το τι συνέβαινε, ο Τύπος του Γιτσούβ, κυρίως η Davar του Μπερλ Κάτσνελσον (οργάνου της Χισταντρούτ, της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας), αρνιόταν τη σοβαρότητα των ναζιστικών ενεργειών και χαρακτήριζε τις πληροφορίες “υπερβολικές.”(…)
Ο Μπετ-Τσβι υποστηρίζει ότι, στη Σύνοδο του Εβιάν, το 1938, που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Φραγκλίνου Ρούζβελτ για να συζητήσει το θέμα της ενσωμάτωσης μέσα σε διάφορες χώρες κάπου πεντακοσίων χιλιάδων Εβραίων προσφύγων από τη Γερμανία και την Αυστρία, οι σιωνιστές απεσταλμένοι είχαν λάβει από τον Μπεν-Γκουριόν και τον Βάιτσμαν οδηγίες να τορπιλίσουν τη σύνοδο. (…) Έπρεπε, πάση θυσία να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των Εβραίων ως “προσφύγων” που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί οπουδήποτε, γιατί κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε το σιωνιστικό σχέδιο. (…)
Για να στηρίξει τη θέση του, ο Μπετ-Τσβι παραθέτει έναν μεγάλο αριθμό δηλώσεων και γραπτών των σιωνιστών ηγετών. Η πιο γνωστή και χιλιοειπωμένη είναι η δήλωση του Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, που έκανε να χυθούν τόνοι μελάνης στο Ισραήλ: Όταν οι Βρετανοί πρότειναν, μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων, να μεταφερθούν στην Αγγλία χιλιάδες παιδιά Γερμανών ή Αυστριακών (μια πρόταση άκρως ιδιοτελής αφού θα περιόριζε την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη…), ο Μπεν-Γκουριόν αντέδρασε βίαια: “Αν ήξερα πως θα ήταν δυνατόν να σώσω όλα τα παιδιά της Γερμανίας εγκαθιστώντας τα στην Αγγλία, ή ακριβώς τα μισά εγκαθιστώντας τα στην Έρετς-Ισραέλ, θα διάλεγα τη δεύτερη λύση. Γιατί πρέπει να λάβουμε υπόψη όχι μόνο τη ζωή των παιδιών αυτών αλλά και ολόκληρη την υπόθεση του εβραϊκού λαού”. (…)
Γιατί όμως οι σιωνιστές ηγέτες δεν έδειξαν περισσότερη φροντίδα και συμπόνια, δεν κίνησαν γη και ουρανό;
Η στάση τους, τραγική συνάμα και παράδοξη, είχε για μια ακόμα φορά τις ρίζες της στην ιδεολογία της “απόρριψης της Εξορίας” (chlilat hagola), που οδήγησε τους Εβραίους της Παλαιστίνης στην άποψη ότι, έτσι και αλλιώς, κάθε διασπορά συνεπάγεται και διωγμούς. Από πρακτική πλευρά, δεν ήθελαν να προβούν σε επιχειρήσεις διάσωσης που μπορεί να έβλαπταν το σιωνιστικό σχέδιο στην Παλαιστίνη. (…)
Όταν ο Μπετ-Τσβι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το 1977, το κατεστημένο όχι μόνο εξέφρασε την οργή του, αλλά και οι ιστορικοί χαρακτήρισαν το συγγραφέα ερασιτέχνη, χωρίς παιδεία και ιστορική μέθοδο. Οι περισσότεροι από τους Ισραηλινούς ειδικούς της Σοά συμμάχησαν εναντίον του. Το βιβλίο δυσφημίστηκε ή, στην καλύτερη περίπτωση, αγνοήθηκε (…). Λέγεται πως, κάθε χρόνο, μέχρι τον θάνατό του, ο Μπετ-Τσβι πήγαινε στην Έκθεση Εβραϊκού Βιβλίου κουβαλώντας ένα κιβώτιο με τα βιβλία του, καθόταν παράμερα, πούλαγε μερικά και ξανάφευγε με το κιβώτιο μέχρι την επόμενη χρονιά. (…)
Το θέμα της στάσης του Γιτσούβ, που ανακινήθηκε χωρίς ανταπόκριση το 1977, θα αποτελέσει αντικείμενο μιας τεράστιας διαμάχης στο Ισραήλ και σ’ ολόκληρο τον κόσμο μετά την έκδοση του Έβδομου εκατομμυρίου του Τομ Σέγκεβ, το 1991. Με όποιον τρόπο κι αν κοιτάξει κανείς τη μέθοδό του, το έργο του δημοσιογράφου της Ha’aretz εγκαλούσε στην κυριολεξία το ισραηλινό κοινό.
Ο Σέγκεβ, πενήντα χρόνων τότε, είναι ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος πρώτης κατηγορίας και προικισμένος ιστορικός. Από τη στιγμή της έκδοσής του, το βιβλίο έγινε επιτυχία: πολύ καλογραμμένο, είναι αλήθεια, βρίθει βιβλιογραφικών σημειώσεων και στοιχείων από αρχεία, αλληλογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, συνομιλίες, όλα αφιερωμένα στη σχέση των Εβραίων με τη Σοά, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και πριν από το 1940 και μέχρι σήμερα. (…)
Ο Σέγκεβ θεωρεί ότι τα έξι εκατομμύρια νεκρών Εβραίων στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος προσέδωσαν στους Ισραηλινούς μια αναγκαστική ταυτότητα: “Είμαστε το έβδομο εκατομμύριο”. Η συλλογική ταυτότητα των Ισραηλινών διαμορφώθηκε κάτω από την πανταχού παρούσα σκιά των έξι εκατομμυρίων θυμάτων. Το έργο του ρίχνει φως όχι ιδιαίτερα ευχάριστο πάνω στη νοοτροπία των Ισραηλινών και της ηγεσίας τους. (…) Ο ίδιος ο Σέγκεβ ισχυρίζεται πως δεν θα ήταν δυνατόν να σωθούν τα Εκατομμύρια των Εβραίων, αλλά θα μπορούσαν να είχαν σώσει πολλούς, εάν οι σιωνιστές ηγέτες, με επικεφαλής τον Μπεν-Γκουριόν, δεν είχαν συμπεριφερθεί με ποταπότητα, χαμέρπεια και χωρίς σθένος. Ο Σέγκεβ, για παράδειγμα, σημειώνει ότι τα θέματα των διωγμών και του φονικού έπιαναν όλο και λιγότερο χώρο στον Τύπο του Γιτσούβ. Αναφέρει τον Μπερλ Κάτσνελσον, εκδότη της Davar, ο οποίος είχε αναρωτηθεί πόσον καιρό ακόμα έπρεπε να γράφει κανείς πάνω σ’ αυτό το θέμα που δεν ενδιέφερε τους αναγνώστες.(…) Κατά τον Σέγκεβ, τη Νύχτα των Κρυστάλλων, το 1938, η συγκίνηση στην Παλαιστίνη έφτασε σε όρια παροξυσμού και, κατόπιν, το θέμα έπαψε σιγά σιγά να απασχολεί τον Τύπο και όλη την κοινωνία.
Κατά την άποψή του, η άνοδος του ναζισμού στη δεκαετία του ‘30 επιβεβαίωσε τα προγνωστικά της σιωνιστικής θεωρίας. Αν οι σιωνιστές ηγέτες δεν έκαναν σχεδόν τίποτα, είναι γιατί η νίκη του ναζισμού θεωρήθηκε μια “γόνιμη δύναμη” που θα προκαλούσε τη μετανάστευση των Εβραίων της Ευρώπης στην Παλαιστίνη. Αυτή είναι η ερμηνεία που δίνει ο δημοσιογράφος της Ha’aretz στις συμφωνίες μεταφοράς που επέτρεψαν τη μετανάστευση κάπου είκοσι χιλιάδων Γερμανοεβραίων: οι Εβραίοι της διασποράς ήταν για τους σιωνιστές “ανθρώπινο υλικό” και έπρεπε να επιλεγούν τα καλύτερα στοιχεία για μεταφορά στην Έρετς-Ισραέλ. Οι προσπάθειες διάσωσης ήταν εντελώς ανεπαρκείς. Οι δραπέτες των στρατοπέδων έγιναν δεκτοί στο Ισραήλ με σκληρότητα. Ο σιωνισμός και το κράτος του Ισραήλ “εκμεταλλεύτηκαν” τη Σοά μετά το 1948, κυρίως για να πετύχουν τις γερμανικές αποζημιώσεις, βάζοντας στο ίδιο καζάνι τους εχθρούς Άραβες και Γερμανούς, εξομοιώνοντας τον Νάσερ, τον Σαντάμ Χουσεΐν και τον Αραφάτ με τον Χίτλερ, κάνοντας συνεχή μνεία στην απειλή αφανισμού.
Ο Τομ Σέγκεβ προτείνει μια νέα θεώρηση της σχέσης του Μπεν-Γκουριόν με τη Σοά, στο πλαίσιο του διλήμματος ανάμεσα στις ανθρώπινες και τις εθνικές αξίες. Ορισμένοι έπαψαν να βλέπουν το ιουδαϊκό κράτος ως μέσο διάσωσης των Εβραίων και άρχισαν να θεωρούν τους Εβραίους ως μέσο προώθησης της ιδέας του κράτους. Για τους ανθρώπους αυτούς, το κράτος έγινε αξία καθ’ εαυτήν. Έτσι, ο Μπεν-Γκουριόν δεν είδε στις σφαγές των Εβραίων πάνω απ’ όλα ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και των Εβραίων, αλλά ένα έγκλημα κατά του σιωνισμού και του μελλοντικού κράτους. (…)
Ο καθηγητής Μοσέ Ζίμερμαν, διδάκτωρ της έδρας Γερμανικών Σπουδών του Εβραϊκού Πανεπιστημίου, (υποστηρίζει) ότι ο σιωνισμός συνεργάστηκε με τον ναζισμό για την επίτευξη του σχεδίου μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, αλλά ακόμα ότι αποδείχτηκε αδιάφορος προς τους μη σιωνιστές Εβραίους (τοπικιστές, οπαδούς της ενσωμάτωσης και άλλους). (…)
Οι Εβραίοι της Γερμανίας αποτελούσαν λιγότερο του ένα τοις εκατό του γερμανικού πληθυσμού όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, και η Σιωνιστική Οργάνωση συγκέντρωνε το τρία τοις εκατό του ιουδαϊκού πληθυσμού, άρα δεν ήταν παρά μια περιθωριακή οργάνωση. Από το 1933, ισχυρίζεται ο Ζίμερμαν, “συνεργάζεται” με το ναζιστικό καθεστώς. Οι δυο συνεργάτες δουλεύουν ο καθένας για λογαριασμό του: οι σιωνιστές για να γίνουν η άρχουσα οργάνωση της εβραϊκής κοινότητας και οι ναζί για να τους χρησιμοποιήσουν ως βολικό όργανο διαχωρισμού των Εβραίων από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η άνοδος του ναζισμού βγάζει τη γερμανική Σιωνιστική Οργάνωση από το περιθώριο και την αποτυχία της (σε όλη τη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν καταφέρνει να στείλει στην Παλαιστίνη παρά δύο χιλιάδες Εβραίους). Όταν ήρθαν στα πράγματα οι ναζί, η μικρή αυτή ομάδα απέδειξε την ορθότητα του προσανατολισμού της απέναντι στη μεγάλη οργάνωση των Εβραίων της Γερμανίας, τον Κεντρικό Σύλλογο (που μαχόταν για ίσα δικαιώματα). Για να νικήσουν τον αντίπαλό τους, τη μεγάλη αφομοιωτική οργάνωση των Γερμανοεβραίων, οι σιωνιστές ήταν έτοιμοι για όλα.
(…) (Για τον Ζίμερμαν), η συμμαχία των σιωνιστών με τους ναζί είχε προετοιμαστεί πριν ακόμα και από την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία. Μερικοί σιωνιστές έβρισκαν κοινά σημεία ανάμεσα στον λαϊκό εθνικισμό των ναζί και τον δικό τους εθνικισμό και ορισμένοι είχαν θελήσει, από το 1930, να συζητήσουν ανοιχτά με τους ναζί. Το 1933, οι σιωνιστές πρόσφεραν αμέσως τις υπηρεσίες τους στο Ράιχ, που τους αγνοούσε –τόσο ασήμαντη ήταν η οργάνωσή τους. Ο Μπλούμενφελντ, αρχηγός των Γερμανών σιωνιστών, εκθείασε στο νέο καθεστώς το ενδιαφέρον που παρουσίαζε η άνοδος της σιωνιστικής οργάνωσης. Αυτή ήταν και η αρχή της συνεργασίας. Ο Μπλούμενφελντ συνειδητοποίησε ότι ο εθνικισμός των ναζιστών ήταν σχετικός με τον προσανατολισμό του κινήματός του και θέλησε να ενσωματώσει την οργάνωσή του μέσα στη νέα κοινωνία. Ο Ζίμερμαν αναφέρει το μνημόνιο που προοριζόταν για τον Χίτλερ, και το οποίο είχαν στείλει τον Ιούνιο του 1933 ο Μπλούμενφελντ κι ένας άλλος σιωνιστής ηγέτης. Σε αυτό κάνουν “προτάσεις” πάνω στη βάση της “ταύτισης ιδεών” ανάμεσα στον σιωνιστικό εθνικισμό και τον ναζισμό…
Όταν, το 1935, εκδόθηκαν τα διατάγματα της Νυρεμβέργης, μια εφημερίδα των Ες-Ες έγραψε ότι ανταποκρίνονταν μια χαρά στις θέσεις του σημαντικότερου ιουδαϊκού κινήματος της “Γερμανίας”, το σιωνισμό.
Ο Ζίμερμαν σημειώνει ότι οι ρεβιζιονιστές (Σημ. Άρδην, οι οπαδοί του Ζαμποτίνσκυ, προδρόμου του σημερινού Λικούντ) έκαναν χειρότερο κακό από τους σιωνιστές-σοσιαλιστές: συνέχισαν να εξευτελίζουν τους Εβραίους αντιπάλους τους, κυρίως την Χεχαλούτζ, ακόμα και κάτω από το ναζιστικό καθεστώς, τους κατέδιδαν ως μαρξιστές και τους συκοφαντούσαν. Οι ρεβιζιονιστές πήγαν ακόμα παραπέρα συνεργαζόμενοι με την Γκεστάπο, πολύ μετά την έκδοση των διαταγμάτων της Νυρεμβέργης.