Αρχική » Το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

από admin
Συγγραφέας:

Ογκνυάν Μίντσεφ*

Σε 10 με 12 χρόνια από τώρα η Τουρκία θα αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αντίπαλοι της τουρκικής υποψηφιότητας –είτε φανεροί είτε συγκεκαλυμμένοι–, χρησιμοποιώντας μία γκάμα λογικών και επιδέξιων επιχειρημάτων, πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ιδού ένα παράδειγμα του συλλογισμού τους: Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν μπορεί να δεχτεί τη μουσουλμανική Τουρκία των 80 εκατομμυρίων ως τμήμα της Ευρώπης. Οι Τούρκοι οι οποίοι ήδη ζουν στην Ευρώπη αυτοαπομονώνονται σε κλειστές κοινωνίες, ακριβώς επειδή είναι πολιτισμικά ασύμβατοι με την πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Με τα ευρωπαϊκά δεδομένα η Τουρκία είναι μία σχετικά φτωχή χώρα, τη στιγμή που η Ευρώπη είναι ήδη αρκετά επιβαρημένη με την υποστήριξη της ανάπτυξης των νέων κρατών-μελών του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ. Το τουρκικό κράτος είναι αυταρχικό και καταπιεστικό, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο έσχατο δυνατό επίπεδο. Η Τουρκία δεν πληροί τα κριτήρια μίας ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Η χώρα κυβερνάται από ένα δόγμα και μία κουλτούρα ασυμβίβαστου εθνικισμού, δύσκολα συμβατού με το μεταεθνικό στάδιο εξέλιξης της Ευρώπης.
Υπάρχουν μόνο δύο επιχειρήματα, στα οποία ωστόσο σπάνια γίνεται αναφορά, υπέρ της τουρκικής υποψηφιότητας για την Ε.Ε. Πρώτον, χωρίς την Τουρκία η γεωπολιτική δομή της Δύσης, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και συνεπώς να προστατευτεί. Η Δύση χρειάζεται σταθερά σύνορα όσο το δυνατόν ανατολικότερα, τα οποία θα εγγυώνται τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. H αφθονία ενεργειακών πόρων, η αναβίωση του ριζοσπαστικού ισλάμ και η μετεξέλιξη της Κίνας σε υπερδύναμη αποτελούν προκλήσεις οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού ελέγχου της Δύσης σε αυτές τις δύο κρίσιμης στρατηγικής σημασίας περιοχές. Δεύτερον, το απαραίτητο βάθος γεωστρατηγικής διείσδυσης στις περιοχές αυτές δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολιτικο-στρατιωτικά και οικονομικά μέσα. Είναι απαραίτητο οι κοινωνικές δομές οι οποίες συνιστούν τον δυτικό πολιτισμό (ανοιχτή οικονομία, δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, πλουραλιστική κουλτούρα) να ριζώσουν σε παραδοσιακά μη δυτικές κοινωνίες στην ανατολική περιφέρεια της Ευρώπης, ούτως ώστε να παρέχουν στρατηγική βιωσιμότητα στην ευρω-αμερικανική ηγεμονία. Αναγκαία –και από πολλές απόψεις επαρκή– προϋπόθεση γι’ αυτόν τον σκοπό αποτελεί η πλήρης συμμετοχή της Τουρκίας στους βασικούς θεσμούς της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης και της Ε.Ε.
Το πλεονέκτημα των δύο παραπάνω επιχειρημάτων στην αντιπαράθεση για την ένταξη της Τουρκίας είναι ότι τα ασπάζονται οι ισχυρότεροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες της Δύσης, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν καθοριστικά κάθε θεσμική απόφαση. Αξίζει να προσεχτεί η περίπτωση της καταψήφισης από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, στα αντίστοιχα δημοψηφίσματα, την άνοιξη του 2005. Ένας από τους κυριότερους λόγους της καταψήφισης οφείλεται στην απειλή μίας δυνητικής τουρκικής υποψηφιότητας. Μετά τα δύο δημοψηφίσματα, διάφοροι παρατηρητές συμφωνούσαν ομόφωνα ότι οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την είσοδο της Άγκυρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναβάλλονταν για το απροσδιόριστο μέλλον. Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου, η Ε.Ε. αποφάσισε την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Αυτό συνέβη παρά την αντίθεση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, την κόπωση από τη διαδικασία διεύρυνσης, αλλά και παρά τον θεσμικό αποκλεισμό ο οποίος ακολούθησε την καταψήφιση του συνταγματικού εγχειρήματος.
Οι Προκλήσεις των Διαπραγματεύσεων με την Τουρκία
Οι διαπραγματεύσεις με τη Τουρκία θα είναι ιδιαίτερες, λόγω της «διπλής μη προσαρμοστικότητας» της χώρας προς τα κριτήρια ένταξης. Από τη μία πλευρά, το τουρκικό κρατικό σύστημα είναι το λιγότερο συμβατό προς τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο κράτος στην ιστορία της Ε.Ε. Το γεγονός και μόνο ότι η Τουρκία αναγνωρίστηκε ως χώρα που πληροί τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης (χωρίς τα οποία δεν μπορεί να δοθεί σε κάποια χώρα η ιδιότητα του υποψήφιου κράτους) υπήρξε ένας τρομερός και λανθασμένος πολιτικός συμβιβασμός από την πλευρά των Βρυξελών. Η Τουρκία παρουσιάζει μακροχρόνια δομικά προβλήματα όσον αφορά το επίπεδο των σχέσεων μεταξύ κράτους και πολιτών. Οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης τους οποίους αντιμετωπίζουν διανοούμενοι όπως ο Ορχάν Παμούκ και ο Ορχάν Μπλελγκέ1 δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου της συστηματικής καταπίεσης βασικών εθνικών, μειονοτικών, θρησκευτικών και πολιτικών δικαιωμάτων, που εξυπηρετεί τον σκοπό της προστασίας της επίσημης εθνικιστικής ιδεολογίας του κοσμικού ρεπουμπλικανικού κράτους το οποίο ελέγχεται από το στρατιωτικό κατεστημένο. Η απολυτότητα του ιδεολογικού ελέγχου του κυρίαρχου ριζοσπαστικού εθνικισμού φανερώνεται στην επίσημη αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η αρμενική γενοκτονία του 1915, μολονότι οι σημερινοί Τούρκοι ηγέτες και οι Τούρκοι πολίτες δεν φέρουν ευθύνη για τις πράξεις των προκατόχων τους στις αρχές του 20ου αιώνα, εκτός βέβαια από το χρέος της παραδοχής των εγκλημάτων τους και της απολογίας για αυτά.
Ωστόσο το πρόβλημα της εξέλιξης και της προσαρμογής του τουρκικού κράτους στα δημοκρατικά δεδομένα της Ευρώπης περιπλέκεται από το γεγονός ότι, παρά την αυταρχική της φύση, η κοσμική εθνικιστική δημοκρατία υπό τον έλεγχο του στρατού αποτελεί –προς το παρόν– τη μόνη εγγύηση για τον φιλοδυτικό (μέσα σε συγκεκριμένα όρια) προσανατολισμό της Τουρκίας ως χώρας-κλειδιού στα σύνορα της Ευρώπης με την ισλαμική Ανατολή. Το μετριοπαθές ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο βρίσκεται στην κυβέρνηση της Άγκυρας τα τελευταία χρόνια, πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις οι οποίες εξασθενίζουν τον θεσμικό έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων στην κρατική εξουσία, ωστόσο είναι ακόμα πρόωρο να κρίνουμε τους απώτερους σκοπούς και τα αποτελέσματα αυτού του φαινομενικά δημοκρατικού μετασχηματισμού. Το εάν η δημοκρατία αποτελεί ζητούμενο ή απλώς χρησιμεύει ως μέσο στους μετριοπαθείς ισλαμιστές δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο2. Επιπλέον, στην ιδεολογία του πολιτικού ισλάμ, η δημοκρατία –στον βαθμό που υπάρχει– κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη είναι. Συνεπώς οι εναλλακτικές επιλογές στην πολιτική εξέλιξη της Τουρκίας περιορίζονται αφενός στον πεφωτισμένο κοσμικό αυταρχισμό, ο οποίος εκφράζεται από τον κεμαλισμό, και αφετέρου στην ισλαμική δημοκρατία, η οποία μιμείται μεν τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, αλλά στην ουσία παραμένει ξένη  προς τις αξίες της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι δύο αυτές εναλλακτικές επιλογές επηρεάζονται, σε διαφορετικά ποσοστά, από πολιτικά δόγματα όπως ο νεο-οθωμανισμός, ο παντουρκισμός και ο (τουρκικός) ευρασιανισμός.
[Ο κεμαλισμός στην αυθεντική του εκδοχή δεν συνιστούσε επεκτατική ιδεολογία –προσέγγιζε την τουρκική εθνική ταυτότητα αυστηρά στα πλαίσια του κράτους, κάτω από το σύνθημα «Ειρήνη στην Τουρκία–Ειρήνη στον κόσμο». Έπειτα από την κατάληψη της Βόρειας Κύπρου το 1974 και –ιδιαίτερα– μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, τα στοιχεία της αυτοκρατορικής νοσταλγίας και του επεκτατικού εθνικισμού άρχισαν να ενισχύονται στο κρατικό δόγμα της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Τουργκούτ Οζάλ –πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1982 μέχρι το 1992– ο νεο-οθωμανισμός και ο παντουρκισμός μεταβλήθηκαν σε συστατικά στοιχεία της κρατικής ιδεολογίας. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε τον κατάλληλο χώρο για την εκπλήρωση των αιτημάτων του παντουρκισμού, αλλά τα αποτελέσματα της εκστρατείας της Άγκυρας στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικά. Ταυτόχρονα, η κρίση στα Βαλκάνια, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η επιτυχία του Κόμματος για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες στη Βουλγαρία υποδαύλισαν τις νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Παρ’ όλα αυτά, η βαλκανική πολιτική της Άγκυρας είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική και προσεκτική. Η ευρωπαϊκή της προοπτική δεν της επιτρέπει να επεκταθεί πέρα από τη «μέθοδο της κινεζικής σταγόνας» –το να κερδίζει, δηλαδή, ανεπαισθήτως θέσεις που εξυπηρετούν τους μακροπρόθεσμους σκοπούς. Ο τουρκικός ευρασιανισμός είναι ένα είδος εναλλακτικής λύσης για την Τουρκία, που αποσκοπεί στο να απειλεί την Ευρώπη, αλλά και στο να ενισχύει τη διμερή συνεργασία με τη Ρωσία, προκειμένου να αποτρέψει τη διείσδυση της Δύσης στα εδάφη που αποτελούσαν τότε την Οθωμανική και τη Ρώσικη Αυτοκρατορία. Για την υλοποίηση των παντουρκικών, νεο-οθωμανικών και ευρασιατικών φιλοδοξιών της Τουρκίας, η σημασία του ισλάμ –ως εργαλείου για τον έλεγχο των τουρκικών και των άλλων μουσουλμανικών κοινοτήτων, που βρίσκονται στις γειτονικές χώρες– ενισχύεται σημαντικά. ]
Το πολιτικό δίλημμα της τουρκικής απομόνωσης και της δυσκολίας προσαρμογής στο εγχείρημα της Ευρώπης μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό στο πλαίσιο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών διαιρέσεων της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας. Όπως και σε κάθε άλλη κοινωνία των συνόρων, η Τουρκία αποτελείται από δύο ή τρία διαφορετικά πρόσωπα. Το Δυτικό πρόσωπο της Τουρκίας, το οποίο καταδεικνύεται από τις σύγχρονες βιομηχανικές και εμπορικές πόλεις και περιοχές γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τις ακτές του Αιγαίου και το οποίο έχει τις προοπτικές για μία σχετικά πετυχημένη οικονομική και ως ένα βαθμό κοινωνική ενσωμάτωση στη ζωή της ενωμένης Ευρώπης, η Κεντρική Τουρκία, η οποία είναι μία σχετικά αναπτυγμένη μεσανατολική περιοχή και η Ανατολική Τουρκία, η οποία, καθώς χαρακτηρίζεται από φτώχεια, εθνικές συγκρούσεις, ισχυρό δημογραφικό δυναμισμό και την απόλυτη κυριαρχία της παραδοσιακής ισλαμικής κοινωνίας, είναι περισσότερο συγκρίσιμη με τις φτωχές ισλαμικές χώρες στα ανατολικά της Τουρκίας παρά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Ε.Ε. θα χαρακτηρίζεται από μία δυναμική, έντονη και αδιάλλακτη πίεση από την πλευρά της Άγκυρας προς τις Βρυξέλες για αναγνώριση του τρέχοντος πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού status quo ως ικανοποιητικού για την είσοδό της στην Ε.Ε. Είναι απίθανο η Τουρκία να εκπληρώσει είτε ουσιαστικά είτε έστω και μερικώς τα κριτήρια εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα ήταν ωστόσο οδυνηρό για την Άγκυρα να υποστεί τη διαδικασία διαπραγματεύσεων που επέλεξαν τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι στην ουσία σαν να λένε, «είναι αλήθεια πως δεν είμαστε προετοιμασμένοι, αλλά είμαστε υπάκουοι, ακριβείς και επιμελείς, γι’ αυτό, σας παρακαλούμε, δεχτείτε μας». Υπάρχουν πάρα πολλά και σημαντικά ζητήματα στα οποία η Άγκυρα θα πρέπει να υπακούσει τις Βρυξέλες, εάν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο: την αναγνώριση της ενιαίας Κύπρου, την απόδοση καθεστώτος αυτονομίας στους Κούρδους της Τουρκίας, την πλήρη εγκατάλειψη του ελέγχου του στρατού στις πολιτικές διεργασίες και την κατάργηση του κρατικού ελέγχου επί των θρησκευτικών μειονοτήτων. Και αυτά δεν αποτελούν παρά την κορυφή της λίστας. Το τουρκικό κράτος σκόπιμα συντηρεί μία εκστρατεία αγανάκτησης της τουρκικής κοινής γνώμης σχετικά με τις «ταπεινωτικές απαιτήσεις» της Ευρώπης ως προς την Τουρκία. Οι άτολμες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις από τον διαχυτικό μεταρρυθμιστή ισλαμιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παρουσιάζονται ως «επαρκείς θυσίες» από την πλευρά της Τουρκίας στο όνομα της Ευρώπης. Από τη σκοπιά αυτή, η δυναμική η οποία δημιουργείται στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Άγκυρα και τις Βρυξέλες είναι ήδη εμφανής. Από τη μία πλευρά θα βρίσκονται μαλθακοί, πολιτικώς ορθοί και ευγενικοί, ενδεχομένως και έντιμοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και πολιτικοί, προσπαθώντας με ευγενικό τρόπο να υποδείξουν στην Τουρκία τα απαραίτητα βήματα για την προσαρμογή της στην ευρωπαϊκή θεσμική πραγματικότητα, και από την άλλη Τούρκοι διπλωμάτες, εφοδιασμένοι με μία στρατηγική ασυμβίβαστης αδιαλλαξίας. Αυτό δεν αποτελεί απλώς και μόνο διπλωματική τακτική –κάθε υποχώρηση από οποιαδήποτε τουρκική θέση απειλεί να φανερώσει ολόκληρο το κενό αναντιστοιχίας ανάμεσα στην τουρκική πραγματικότητα και τα ευρωπαϊκά κριτήρια ένταξης.
Γιατί Επιθυμούν την Ένταξη της Τουρκίας;
Μία σειρά μικρών, αλλά επίκαιρων πολιτικών ανταλλαγμάτων, τα οποία η Άγκυρα μπορεί να προσφέρει στη Δύση στη διαδικασία του νέου γύρου αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη συντριβή της ασθενικής επιχειρηματολογίας των Βρυξελών σχετικά με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την επιβολή των κριτηρίων που πρέπει να ακολουθήσει η Άγκυρα. Συνεπώς οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας θα περιοριστούν σε μία σειρά πολιτικών διαπραγματεύσεων, όπου με αντάλλαγμα στρατηγικές διευκολύνσεις προς τη Δύση, η Τουρκία θα λάβει ως «δώρο» το θετικό κλείσιμο των κεφαλαίων διαπραγμάτευσης. Επιπλέον, στο διεθνές πολιτικό πλαίσιο, το διαπραγματευόμενο μέρος το οποίο πιέζεται και βιάζεται είναι οι Βρυξέλες και όχι η Άγκυρα, καθώς, πιεζόμενες από τη δυναμική των εξελίξεων, θα κάνουν τα στραβά μάτια στην τουρκική πραγματικότητα σε σχέση με τα ενταξιακά κεφάλαια.
Ενδεχομένως θα πρέπει να αναφερθούμε στις αντιρρήσεις σχετικά με το ότι τα παραπάνω δεν θα συμβούν επειδή η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν θα τα επιτρέψει. Αναμφίβολα η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα έχει σημαντική επιρροή στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία κάθε άλλο παρά αναμένεται να κυλήσει ομαλά. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, καθώς και οι αντιτιθέμενοι στην τουρκική ένταξη, δεν θα μπορέσουν να ματαιώσουν τις διαπραγματεύσεις και την είσοδο της Τουρκίας στο κλαμπ της Ευρώπης. Η αλήθεια είναι πως ούτε οι Βρυξέλες ούτε η Ουάσινγκτον είναι διατεθειμένες να πληρώσουν το πολιτικό κόστος της απώθησης της Τουρκίας, καθώς και την ενδεχόμενη εχθρότητα και τον στρατηγικό επαναπροσανατολισμό της στα σύνορα με τον πολυτάραχο ισλαμικό κόσμο. Εκτός από τις μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες που θα έχει η απόρριψη της Τουρκίας για τα δυτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, ενέχει και σημαντικές συνέπειες σε άλλες δύο στρατηγικές διαστάσεις: Πρώτα απ’ όλα θα ενισχύσει και θα παγιώσει τη στρατηγική συνεργασία ανάμεσα στην Τουρκία και τη Ρωσία με στόχο την αποτροπή ή τον περιορισμό της δυτικής στρατηγικής παρουσίας (στρατιωτικής, θεσμικής, υποδομών) στη Μαύρη Θάλασσα, στον Καύκασο, την Κασπία και την Κεντρική Ασία3. Δεύτερον, η πιο ασταθής και ευαίσθητη περιοχή της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, θα μεταβληθεί σε συνοριακή περιοχή της Ε.Ε. με τη Μέση Ανατολή, η οποία θα μπορεί να επηρεαστεί και να αποσταθεροποιηθεί από μία αποξενωμένη και περιφερειακά ισχυρή Τουρκία. Εκτός από την πολυάριθμη τουρκική μειονότητα στη Βουλγαρία, στα Βαλκάνια υπάρχουν πολλές διάσπαρτες μουσουλμανικές μειονότητες, οι οποίες παραδοσιακά επηρεάζονται και εξαρτώνται από την κηδεμονία και τις υποδείξεις της Άγκυρας. Βεβαίως, η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. όχι μόνον δεν θα επιλύσει αυτό το πρόβλημα, αλλά απεναντίας θα το επιδεινώσει, επειδή ολόκληρη η περιοχή των Βαλκανίων θα βρίσκεται κάτω από την ισχυρή περιφερειακή επιρροή της πρώην αποικιακής μητρόπολης, της σημερινής Τουρκίας. Αλλά αυτή δεν είναι παρά η βαλκανική οπτική. Για τις Βρυξέλες, αλλά και τη Ουάσινγκτον, το πρόβλημα της τουρκικής ηγεμονίας στη Βαλκανική έπειτα από την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα αποτελεί παρά ένα εσωτερικό, ευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο η Ευρώπη θα το ρυθμίσει μέσω των θεσμικών μηχανισμών επιρροής. Όσο βέβαια θα μπορεί να το ρυθμίσει…
Η ίδια η Τουρκία δεν είναι ξένη προς την ιδέα μίας «βαλκανικής συναλλαγής» με την Ε.Ε. Αν και οι συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 έχουν ξεθωριάσει, τα δυτικά Βαλκάνια παραμένουν μία ευαίσθητη περιοχή για την οποία δεν φαίνεται να υπάρχουν βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες λύσεις. Η Ουάσινγκτον, απασχολημένη με την παγκόσμια αντιτρομοκρατική εκστρατεία, δεν έχει συμφέρον στη διατήρηση των ειρηνευτικών της δυνάμεων στα Βαλκάνια, ενώ η Ε.Ε. ταλαντεύεται ανάμεσα στο δίλημμα του να προσφέρει την ιδιότητα του μέλους σε μία ομάδα κρατών χωρίς σαφή όρια και χωρίς επίλυση των προβλημάτων τους, ή να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός πρώιμου είδους αποικιακού ελέγχου σε μία ομάδα από εχθρικά μεταξύ τους προτεκτοράτα. Και εδώ ακριβώς είναι που η Τουρκία, μία υποψήφια χώρα-μέλος της Ε.Ε., μπορεί να δώσει μία φιλική χείρα βοηθείας. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Πρίστινα, στις 11 Οκτωβρίου 2005, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ δήλωσε: Το ταξίδι στην Ε.Ε. τελείωσε και τώρα πηγαίνουμε στα Βαλκάνια. Ταξιδεύουμε με αεροπλάνα σε περιοχές που οι πρόγονοί μας πήγαιναν με τα άλογα». Σχολιάζοντας τη δήλωση αυτή η έγκυρη τουρκική αγγλόφωνη ημερήσια εφημερίδα The New Anatolian, πρόσθεσε: «Μετά την επιτυχημένη αρχή των ευρω-τουρκικών συνομιλιών, η Τουρκία επιστρέφει στην ιστορική της αυλή: Τα Βαλκάνια»4. Τι προοπτική, τι δυναμική! Χθες «κατακτούσες» την Ευρώπη και σήμερα επιστρέφεις στα Βαλκάνια δικαιωματικά μέσω των προγόνων σου, οι οποίοι κράτησαν τις περιοχές αυτές εκτός Ευρώπης επί έξι αιώνες. Η προσφορά προς την Ευρώπη είναι ξεκάθαρη: μην ανησυχείτε για τα Βαλκάνια, τη δική μας αυλή. Εάν μας αποδεχτείτε στο κλαμπ της Ευρώπης, θα σας απαλλάξουμε και θα αναλάβουμε εμείς τα Βαλκάνια, την αυλή μας.
Οι Σημαντικότερες Επιπτώσεις της τουρκικής Ένταξης στην Ευρώπη
Το ζητούμενο είναι τι θα συμβεί εάν η Ε.Ε. αποδεχτεί την Τουρκία, πάνω κάτω όπως είναι σήμερα. Η Τουρκία θα είναι η μεγαλύτερη χώρα της Ε.Ε., με το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Είναι μία χώρα με τεράστιες κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές διαιρέσεις, μία χώρα με αυταρχικό πολιτικό σύστημα, βασιζόμενο σε έναν ακραίο εθνικισμό. Μία χώρα με αυτοκρατορικό παρελθόν, με έντονο αίσθημα υπερηφάνειας και αναθεωρητικές βλέψεις, όπου όμως η ιστορική αλήθεια για την καταπίεση των υποτελών πληθυσμών αποτελεί ταμπού. Μία χώρα όπου οι μειονότητες, η ελευθερία της έκφρασης και η διαφορετική ταυτότητα καταπιέζονται. Μία χώρα με τρομερό δημογραφικό δυναμισμό, με δεκάδες εκατομμύρια φτωχούς πολίτες, οι οποίοι ζουν σε μία πατριαρχική, παραδοσιακή ισλαμική κοινωνία. Η προφανής απάντηση είναι ότι η Ε.Ε. θα πάψει να υπάρχει με το προηγούμενο καθεστώς της ως εγχείρημα οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ενοποίησης της Ευρώπης, και θα περιοριστεί σε ένα καθεστώς τελωνειακής ένωσης και ελεύθερου εμπορίου, αναβαθμισμένη απλώς με έναν συγκεκριμένο βαθμό κοινών εμπορικών κανονισμών, διοίκησης και ενδεχομένως (για την πλειοψηφία των μελών) κοινού νομίσματος.
Υπάρχει μόνο μία στρατηγική επιλογή, μέσω της οποίας η δυτικοευρωπαϊκή πολιτική ελίτ θα μπορούσε ταυτόχρονα να αποδεχτεί την Τουρκία στην Ε.Ε. και να ικανοποιήσει, έστω και μερικά, τα συμφέροντα των πολιτών της, οι οποίοι και την εκλέγουν στα όργανα εξουσίας. Και αυτή είναι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων. Αυτή η ιδέα βέβαια δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ως ένα βαθμό, μία τέτοια Ευρώπη αποτελεί πραγματικότητα μετά το 2004. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, υποτάσσεται στον ομογενοποιητικό και ενοποιητικό ρόλο των ενεργών ευρωπαϊκών θεσμών. Με την είσοδο της Τουρκίας, ωστόσο, τα κράτη-μέλη της «παλαιάς Ευρώπης» θα επανεθνικοποιήσουν τους θεσμούς και τη νομοθεσία τους υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία θα έχει ως στόχο την αποτροπή μίας ανεπιθύμητης εισβολής ξένου εργατικού δυναμικού, ξένου τρόπου ζωής, ξένης θεσμικής και πολιτικής κουλτούρας. Και είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία η οποία θα περιορίσει την κοινή ευρωπαϊκή νομοθεσία και διοίκηση σε ένα ελάχιστο επίπεδο εμπορικών σχέσεων και κοινής τελωνιακής ένωσης. Στη θέση της Ε.Ε., υποβαθμισμένης σε μία ελεύθερη ζώνη εμπορίου, θα ξεκινήσει μία νέα ευέλικτη, ανεπίσημη, επιλεκτική, διμερής, περιφερειακή και πολυμερής διαδικασία εσωτερικής ολοκλήρωσης ανάμεσα στα κράτη της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Η Βρετανία θα παρακολουθεί πίσω από το Κανάλι της Μάγχης (ο περιορισμός της Ε.Ε. σε μία απλή τελωνιακή ένωση αποτελεί παλαιό βρετανικό όνειρο), οι Σκανδιναβικές και οι Βαλτικές χώρες θα έρθουν ακόμα πιο κοντά, όπως επίσης και ο γαλλογερμανικός άξονας με την Μπενελούξ, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Τα κοινά υψηλά επίπεδα και οι κανονισμοί της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα αντικατασταθούν από επιλεκτικές συμφωνίες ενοποίησης μεταξύ συγκεκριμένων κρατών, οι οποίες θα καλύψουν το κενό του εγκαταλειμμένου πλέον ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα πραγματοποιηθεί σχετικά γρήγορα η ιστορική ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας στον εσωτερικό πυρήνα της Ευρώπης, ενώ οι περιφερειακές περιοχές της θα παραμείνουν μέρος ενός ευρύτερου εξωτερικού οικονομικού και στρατηγικού περιβάλλοντος.
Η Τουρκία ενδιαφέρεται γι’ αυτόν τον αναπόφευκτο εκφυλισμό της ΕΕ σε μία ζώνη ελεύθερου εμπορίου για δύο λόγους. Πρώτον, με αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα θα αποφύγει  –ή τουλάχιστον θα περιορίσει– τη διαρκή ταπείνωση του να εξηγεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς τις διαφορές ανάμεσα στα ευρωπαϊκά δεδομένα και τις θεσμικές πρακτικές της Τουρκίας. Δεύτερον, ο εκφυλισμός της πολιτικά ολοκληρωμένης Ε.Ε. σε ένα χαλαρό δίκτυο περιοχών με διαφορετικά καθεστώτα θα ευνοήσει σε μεγάλο βαθμό τις φιλοδοξίες του Γκιουλ και των συνεργατών του για την άμεση επιστροφή, με σύγχρονα μέσα, εκεί όπου οι πρόγονοί τους καβαλούσαν τα άλογά τους, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Δεν χρειάζονται άλλωστε μεγάλες προσπάθειες γι’ αυτόν τον σκοπό.
Ισχυρές δυνάμεις οικονομικού, δημογραφικού και γεωπολιτικού χαρακτήρα εργάζονται προς όφελος των τουρκικών φιλοδοξιών. Στην Κωνσταντινούπολη, τη μόνη μεγαλούπολη της περιοχής, ζουν τουλάχιστον διπλάσιοι άνθρωποι σε σχέση με ολόκληρο τον πληθυσμό της Βουλγαρίας. Το κύμα μετανάστευσης από την Ανατολική Τουρκία προς τις δυτικές βιομηχανικές περιοχές της χώρας γίνεται εντονότερο από τη δημογραφική δυναμική της κουρδικής και της τουρκικής κοινωνίας. Η βιομηχανική υποδομή της δυτικής Τουρκίας δεν μπορεί πλέον να ενσωματώσει και άλλους νεοαφιχθέντες. Σήμερα, στις περιοχές της Κωνσταντινούπολης, της Προύσας, της Σμύρνης και της Αδριανούπολης υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι –σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ανάμεσα στα 5 με 6– χωρίς τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης. Η άρση των συνοριακών φραγμών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ε.Ε. θα τους δώσει τη δυνατότητα να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες, με πρώτο πιθανό προορισμό τη Βουλγαρία και τις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων. Η δυναμική της τουρκικής οικονομίας, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, καθώς και η δυναμική του τουρκικού κράτους, αναπόφευκτα αναθέτουν στην Τουρκία τον ρόλο της περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η έκταση αυτής της ηγεμονίας θα εξαρτηθεί από τη θέληση και τη δυναμική της λοιπής Ευρώπης –στον βαθμό που θα διατηρηθεί ως ενιαίο υποκείμενο– να επηρεάσει τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στις βαλκανικές χώρες.
Οι φιλοδοξίες της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και των λοιπών χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να καταστούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ωθείται από το μακροπρόθεσμο συμφέρον αυτών των κοινωνιών να ξεφύγουν από τις ιστορικές εξαρτήσεις τους από τις αυτοκρατορίες της Ανατολής, την Οθωμανική και τη Ρωσική (συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής) και να ενσωματωθούν ξανά στον πολιτισμό της Ευρώπης. Η ειρωνεία της ιστορίας ωστόσο μπορεί να τις ξαναφέρει πίσω στην αγκαλιά των πρώην αυτοκρατορικών κυριάρχων τους, ως άμεσο αποτέλεσμα των πραγματικών φιλοδοξιών τους να καταστούν μέλη της Ε.Ε. Εάν η Τουρκία προσχωρήσει στην Ε.Ε. και πραγματοποιήσει χωρίς φοβερές προσπάθειες το σχέδιό της για ηγεμονία στα Βαλκάνια, το πρώτο άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η θριαμβευτική γεωπολιτική επιστροφή της Ρωσίας στην περιοχή. Οι βαλκανικές ορθόδοξες κοινωνίες έχουν μία περίπλοκη ταυτότητα, ως συνέπεια των αντιξοοτήτων της ιστορίας τους. Οι κοινωνίες αυτές αποτελούνται από δύο πρόσωπα, ένα το οποίο κοιτάει προς τη Δύση και ένα άλλο το οποίο κοιτάει προς τη Ρωσία, η οποία πάντα ενσάρκωνε την ιστορική ελπίδα για την απώθηση του δεσποτικού ισλάμ από τη πατρίδα των βαλκανικών λαών. Η Ευρώπη, χάνοντας το προνόμιο της ολοκλήρωσης και αφήνοντας τα κράτη-μέλη της στα Βαλκάνια στα χέρια του αναγεννημένου τουρκικού επεκτατισμού, θα προσφέρει την πιο άμεση και αποτελεσματική πρόσκληση προς τη Μόσχα να επιστρέψει στην περιοχή. Αυτή θα ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία υπό το πρίσμα της νέας –και το πιθανότερο μακροπρόθεσμης– συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας στη Μαύρη Θάλασσα και τις γειτονικές περιοχές. Επομένως, τα Βαλκάνια θα επιστρέψουν στην οδό της ρώσο-τουρκικής αντιπαράθεσης και συνεργασίας και η Ευρώπη θα απωθηθεί από την περιοχή εξαιτίας της παράδοξης λογικής της δικής της ασύνετης επέκτασης, της ενσωμάτωσης της Τουρκίας στην Ε.Ε.  [  ]
Μετάφραση: Αργύρης Μητσογιάννης
[ Ο συγγραφέας είναι διευθύνων σύμβουλος του IRIS (“Ινστιτούτου Περιφερειακών και Διεθνών Μελετών”, της Βουλγαρίας) και η μελέτη του, μέρος της οποίας δημοσιεύουμε, κυκλοφόρησε από το βουλγαρικό ειδησεογραφικό πρακτορείο FOCUS, 10 Φεβρουαρίου 2006. ]
Σημειώσεις:
1. Ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ καταδικάστηκε για προ­σβολή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας βάσει του άρθρου 301 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα, εξαιτίας ενός μικρού σχολίου που έκανε στο ελβετικό περιοδικό Tages Anzeiger, στις 6 Φεβρουαρίου του 2005, και στο οποίο υποστήριζε ότι: «Ένα εκατομμύριο Αρμένιοι και 30.000 Κούρδοι εξολοθρεύτηκαν σ’ αυτά τα εδάφη (της οθωμανικής Τουρκίας) και κανείς δεν τολμάει να μιλήσει γι’ αυτό εκτός από εμένα». Ο Μουράτ Μπελτζέ, διάσημος διανοούμενος, προσήχθη σε ανάκριση για τη συμμετοχή του σ’ ένα ακαδημαϊκό συνέδριο που είχε το ίδιο θέμα, το οποίο είναι απαγορευμένο σε δημόσιες συζητήσεις στην Τουρκία.
2. Ο ορισμός που έδωσε ο Ερντογάν ως πρωθυπουργός για τη δημοκρατία είναι ευρύτατα γνωστός. Επίσης, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, εί­χε δηλώσει: «Η δημοκρατία είναι ένα όχημα. Το χρησιμοποιείς μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου κι ύστερα το εγκαταλείπεις». Αναφέρεται στο: Stephen Kinze: «Will Turkey Make It?», New York Review of Books, v. 51, τεύχος 12, 15 Ιουλίου 2004.
3. Η στρατηγική συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και της Άγκυρας για τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας και των ενεργειακών πηγών του τόξου Μαύρης Θάλασσας-Καυκάσου και Κεντρικής Ασίας είναι ήδη γεγονός. Η Άγκυρα κάνει οτιδήποτε για να παρεμποδίσει την παρουσία των διεθνών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ η Ρωσία διατηρεί σειρά «παγωμένων συγκρούσεων» στον Καύκασο, προκειμένου να εμποδίσει τη Δύση να προσεγγίσει την Κεντρική Ασία. Το μονοπώλιο της μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ασία στην Ευρώπη, το οποίο πέτυχε η Γκάζπρομ, μπορεί να καταστεί βιώσιμο μόνο εάν η Τουρκία αποκόψει οποιοδήποτε άλλο δίκτυο μεταφοράς, το οποίο θα περνάει από το Ιράν, το Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν και τη Μικρά Ασία.

4. The New Anatolian, Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2005.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ