Αρχική » Η “αποστασία” των διανοούμενων

Η “αποστασία” των διανοούμενων

από admin

Γιώργος Καραμπελιάς

Ίσως σημαντικότερη από την έκπτωση της πολιτικής, ή τουλάχιστον ίσης αξίας με αυτήν, είναι στις μέρες μας η γενικευμένη “αποστασία” των διανοουμένων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο παγκοσμίων διαστάσεων ή τουλάχιστον χαρακτηριστικό για το Δυτικό Κόσμο. Οι διανοούμενοι, άλλοτε “συνείδηση”, τουλάχιστον εν μέρει, των λαών τους (Ζολά ή Ντοστογιέφσκι, Τόμας Μάν ή Ζαν Πωλ Σαρτρ, Γκράμσι ή Καμύ), πρωτοπόροι στα νέα πολιτιστικά και πολιτικά ρεύματα, αντίπαλοι ή τουλάχιστον επικριτικοί προς την εξουσία -αρχίζοντας από την παράδοση του Βολταίρου και δημιουργώντας το πρότυπο του επαναστάτη διανοούμενου με τον Ροβεσπιέρο ή τον Σαιν Ζυστ-σήμερα έχουν σιγήσει.

Αντίθετα, έχουν μεταβληθεί σε θεράποντες της εξουσίας, σε αστέρες των τηλεοπτικών μέσων και σε φορείς της κυβερνητικής πολιτικής των χωρών τους. Ο Κον Μπεντίτ στη Γερμανία κηρύσσει τον ρεαλισμό και συμπαρατάσσεται με τον καγκελλάριο Κολ στο γιουγκοσλαβικό και με τον Ζυπέ και τον Σιράκ ενάντια στους Γάλλους απεργούς. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας ολοκληρώνει τη στροφή του κριτικού πνεύματος της Σχολής της Φραγκφούρτης προς τον “ρεαλισμό”, ενώ οι πρώην μαοϊκοί στη Γαλλία λανσάρουν μια σειρά από τις πιο αντιδραστικές εκδοχές του “ανθρωπισμού” και του “αντιολοκληρωτισμού”, μεταβαλλόμενοι στην ουσία σε πρωτοπόρους του νεοφιλελευθερισμού, όπως ακριβώς και ο συγγραφέας του “Τρίτου Κύματος” Άλβιν Τόφλερ στις ΗΠΑ. Ο Ζακ Ατταλί, εκτός από θαλαμηπόλος και μυστικοσύμβουλος του Μιττεράν, θα γίνει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και θα διωχθεί για την κατασπατάληση των χρημάτων της Τράπεζας σε επιδείξεις, δεξιώσεις κλπ.

Αυτή η εξέλιξη εντάσσεται προφανώς στην ολοκλήρωση της εμπορευματικής αλλοτρίωσης στις χώρες της Δύσης. Το χρήμα γίνεται ο αποκλειστικός ορίζοντας ενός πολιτισμού σε παρακμή που έχει χάσει την δυνατότητα αυτοκριτικής και ανανέωσης. Ελάχιστοι διανοούμενοι έχουν μείνει για να θυμίζουν τον παλιό τους ρόλο, όπως ο Νόαμ Τσόμσκυ στις ΗΠΑ.

Η Ελληνική διχοτόμηση
Για τον ελληνισμό τα πράγματα ήταν σχεδόν πάντοτε προβληματικά. Οι επαναστάτες διανοούμενοι της Φιλικής Εταιρείας θα παραμεριστούν από τους Μαυροκορδάτους και τους Κωλέτηδες, ενώ οι φυσικοί φορείς της επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, θα έχουν ανάγκη από “γραμματικούς” για να μπορούν να επικοινωνήσουν. Αγωνιστές και “διανοούμενοι” θα αποτελέσουν δυο διαφορετικά και διαχωρισμένα υποκείμενα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Η επανάσταση του ’21 θα σωθεί στο τέλος ως εκ θαύματος και κυρίως εξ αιτίας του ανταγωνισμού Ρωσίας-Τουρκίας. Το ίδιο θα συμβεί στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αγωνιστές σαν τον Άρη Βελουχιώτη θα εκφράσουν το λαϊκό επαναστατικό αίσθημα, ενώ οι “πολιτικοί καθοδηγητές” του ΚΚΕ θα κρατήσουν την πολιτική ηγεμονία και θα οδηγήσουν με τραγικό τρόπο το αντιστασιακό κίνημα στον αυτοχειριασμό. Στην περίπτωση του Κυπριακού αγώνα για αυτοδιάθεση, το 1954-59, αυτή η “αποστασία” θα πάρει τραγικές διαστάσεις· το μεγαλύτερο κόμμα της Κύπρου, το ΑΚΕΛ, θα εγκαταλείψει τον εθνικοαπελευθερωτκό αγώνα και θα συνταχθεί στην ουσία με την αγγλική κατοχή. Οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο: η φιγούρα του κριτικού ή πόσο μάλλον του επαναστάτη διανοούμενου απουσιάζει από την Ελλάδα.

Αυτή η διχοτόμηση ανάμεσα στο λαό και τη διανόηση μπορεί να αναχθεί στην εποχή της Τουρκοκρατίας και ακόμα-ακόμα στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι κοσμικοί ή οι “εκσυγχρονιστές” διανοούμενοι θα φύγουν προς τη Δύση ενώ οι κληρικοί “διανοούμενοι” θα μείνουν στην Ανατολή, διατηρώντας μια αμφίσημη -σκοταδιστική και ταυτόχρονα σωστική της παράδοσης- ηγεμονία πάνω στον ελληνικό λαό. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη. Και αυτό θα επαναλαμβάνεται για πολλά χρόνια. Από τη μια οι “φωταδιστές” διανοούμενοι που μαζί με την επανάσταση και τον διαφωτισμό θα εισαγάγουν και τη λατρεία προς τη Δύση, αυτό το διαρκές και άπιαστο όνειρο που ενοφθάλμισαν στους νεοέλληνες -“να γίνουμε Δύση”- και από την άλλη οι συνήθως “σκοταδιστές” της Ανατολικής παράδοσης, κυρίως κληρικοί, που παράλληλα με την επιμονή στην ανατολική παράδοση κηρύττουν την αποδοχή της υποταγής στην τουρκική ηγεμονία. Η περίπτωση του Ρήγα Φεραίου που θα προσπαθήσει να συνδυάσει τις δύο παραδόσεις, και θα οραματιστεί μια ομοσπονδιακή Βαλκανική θα αποτελέσει την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Τα πιο φωτεινά μυαλά της ελληνικής διανόησης θα μένουν προσκολλημένα στο “δυτικό παράδειγμα”, ενώ στην ελληνική ορθόδοξη παράδοση -με ελάχιστες εξαιρέσεις- θα αναφέρονται οι πλέον παραδοσιακοί διανοούμενοι. Χαρακτηριστική είναι η πνευματική εξέλιξη του πρώτου “νεοέλληνα” διανοουμένου, του Πλήθωνα-Γεμιστού ο οποίος, για να ξεφύγει από την ασφυκτική κυριαρχία είτε του Παπισμού είτε της Τουρκολατρείας του Γεννάδιου, θα οραματιστεί μια καινούρια θρησκεία με στοιχεία… Ζωροαστρισμού ώστε να επιβεβαιώσει την νεοελληνική ταυτότητα. Έτσι η “ανατολική” παράδοση θα δώσει, παράλληλα με τους “τουρκολάτρες” και σκοταδιστές, και τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Παπαδιαμάντη και τον Θεόφιλο, το δημοτικό τραγούδι και τον Μακρυγιάννη ή τον Βελουχιώτη. Η παράδοση του διαφωτισμού θα δώσει τον Κοραή, τον Κάλβο, και τον Σολωμό, τον Σκληρό και τον Κορδάτο, τον Βενιζέλο και τον Ψυχάρη, για να εκφυλιστεί σήμερα στους απογόνους του Μαυροκορδάτου και του Παράσχου, στους Έβερτ και τους καθηγητίσκους των Πανεπιστημίων.

Ελάχιστες υπήρξαν οι μορφές των επαναστατών διανοουμένων, όπως εκείνες του Ρήγα ή του Σταύρου Καλλέργη, του Ρηγόπουλου και άλλων οι οποίοι θα προσπαθήσουν, τουλάχιστον με την πρακτική τους δραστηριότητα, να άρουν αυτή την αντίφαση και όμως θα παραμείνουν περιθωριακές και θα πνιγούν μέσα σε αυτή τη γενικευμένη αντίθεση ανάμεσα στους δυτικόφρονες “φωταδιστές” και τους ανατολικούς “σκοταδιστές” ή στην καλύτερη περίπτωση τους “γενναίους λαϊκούς αγωνιστές”. Η μορφή του Ίωνα Δραγούμη θα περιγράψει -με τις αντιφάσεις της- με τον πιο τραγικό τρόπο την ανολοκλήρωτη φιγούρα ενός νέου οργανικού δια-ι νοούμενου βυθισμένου στο ελληνικό έδαφος και διαποτισμένου με τον δυτικό διαφωτισμό.

Η ενσωμάτωση της “προοδευτικής” διανόησης
Όμως αυτή η έλλειψη ολοκλήρωσης, αυτός ο διχασμός λαού- διανόησης, σήμερα θα πάρει παροξυστικές διαστάσεις. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι αριστεροί διανοούμενοι κυνηγημένοι, ριγμένοι στις εξορίες και τις φυλακές θα τροφοδοτήσουν μέχρι την μεταπολίτευση ένα κάποιο κριτικό πνεύμα απέναντι στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, ή τουλάχιστον θα παραμένουν εκτός εξουσίας. Μετά τη μεταπολίτευση όμως, μέσα σε μερικά χρόνια, θα μεταβληθούν σε φιγούρες της κατεστημένης ελίτ, θα αλώσουν τα Πανεπιστήμια και τα κάθε είδους “ιδρύματα” των Τραπεζών, θα δικτυωθούν με αναρίθμητα Εοκικά προγράμματα και θα καταλάβουν ηγεμονικές θέσεις στους θεσμούς. Εξ άλλου όσοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν μια διαφορετική λογική είναι υποχρεωμένοι είτε να περιθωριοποιηθούν είτε να πραγματοποιήσουν μια σειρά από συμβιβασμούς. Διότι πλέον η οποιαδήποτε χρηματοδότηση της έρευνας έχει εκχωρηθεί από το ελληνικό κράτος στην ΕΟΚ και τους ιδιώτες σπόνσορες και έτσι υποχρεώνει τους πάντες να μεταβληθούν σε επαίτες προγραμμάτων.

Ιδιαίτερα δε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η νέα αποκλειστική ιδεολογία της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής διανόησης θα γίνει η “Ευρώπη”. Γι’ αυτό λοιπόν και θα μεταβληθούν στους κατ’ εξοχήν θιασώτες του εμπορευματικού-παρασιτικού εκσυγχρονισμού, του “αντιεθνικισμού”, σε κόλακες της εξουσίας και των ποικίλων συγκροτημάτων. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των διανοουμένων που συγκεντρώνει, χρηματοδοτεί και διαφθείρει το Συγκρότημα Λαμπράκη, ο μεγαλύτερος μηχανισμός ιδεολογικού ελέγχου της χώρας. Μέσω των εφημερίδων και του Mega Channel πραγματοποιεί τον μαζικό και πρωταρχικό έλεγχο, αρχίζοντας από τον “σοβαρό” Οικονομικό Ταχυδρόμο και φθάνοντας μέχρι τη… Ρούλα. Μέσω του Μεγάρου Μουσικής ελέγχει τα μουσικά πράγματα της χώρας ενώ είχε διορίσει και τον προηγούμενο Υπουργό Πολιτισμού ως τοποτηρητή του συγκροτήματος στο κράτος. Τα ΕΟΚικά εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν πλέον περάσει στους στόχους του συγκροτήματος ενώ εισέρχεται ταχύτατα στον έλεγχο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων μέσω των CD-RΟΜ που άρχισε να εκδίδει. Και βέβαια τα πολυσυζητημένα ιδιωτικά Πανεπιστήμια έχουν ως αφετηρία την θέληση του Συγκροτήματος να δημιουργήσει ιδιωτικό πανεπιστήμιο, χρησιμοποιώντας τους “ευρωλιγούρηδες” διανοουμένους των “εσωτερικών σελίδων του Βήματος”, όπως λέει και ο Ζουράρις.

Σήμερα, αν επιχειρήσει να καταγράψει κάποιος τις δραστηριότητες ενός χαρακτηριστικού και τυπικού Έλληνα διανοουμένου θα διαπιστώσει τόσες εξαρτήσεις από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, ώστε θα μείνει έκθαμβος από την εμπορευματική πολυπραγμοσύνη του. Κατ’ αρχάς το Πανεπιστήμιο που προσφέρει το απαραίτητο κύρος και υπόβαθρο. Και ακολουθούν εφημερίδες, κανάλια, περιοδικά, σχολές δημοσιογραφίας, ΕΟΚικά προγράμματα, εταιρείες “πολιτισμού”, κ.ο.κ. Πρόκειται στην ουσία για ένα οργανικό τμήμα των αρχουσών τάξεων και όχι απλώς για “οργανικούς διανοουμένους”, που εκμεταλλεύονται το κυριότερο κεφάλαιο της πληροφορικής εποχής μας, τη γνώση, και λειτουργούν ως “κεφαλαιούχοι” της γνώσης. Και επειδή αυτές οι δραστηριότητες αναπαράγονται τα τελευταία χρόνια σε διευρυμένη και διευρυνόμενη κλίμακα μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και διασυνδέσεων, οι Έλληνες διανοούμενοι δεν είναι απλώς κρατικοδίαιτοι, αλλά μεταβάλλονται και σε Βρυξελλοδίαιτους. Εξ ου και από το “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” πέρασαν εύκολα στην ευρωλαγνεία.

Από εκφραστές έστω του δυτικού διαφωτισμού θα μεταβληθούν σε προπαγανδιστές του πιο ξέφρενου εμπορευματικού και “φιλελεύθερου” μιμητισμού. Διότι πλέον η αναφορά τους στη Δύση δεν είναι απλώς ιδεολογική, αλλά έχει γίνει και στενά οικονομική. Και όταν γενικά στη Δύση παρατηρείται μια έκπτωση των διανοουμένων και του ρόλου τους και μεταβολή τους σε τμήμα των αρχουσών και εμπορευματοποιημένων ελίτ, πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου ενισχύεται ο μεταπρατικός τους ρόλος. Βέβαια υπάρχουν και διαφορετικές φωνές. Όμως είναι λίγες και διάσπαρτες. Τις περισσότερες θα τις συναντήσει κανείς σε τομείς της τέχνης, της λογοτεχνίας ή της μουσικής, και πιο πρόσφατα της ανεξάρτητης ιστορικής έρευνας, όπου εκφράζεται περισσότερο η “ψυχή” ενός λαού, καθώς και κοντά στη θρησκευτική παράδοση.

Σε ό,τι αφορά την ιστορική έρευνα θα διαπιστώσουμε πως μόνον ανεξάρτητοι ιστορικοί και ερευνητές προσεγγίζουν θέματα της ελληνικής ταυτότητας, όπως ο Σιμόπουλος, η Κορομηλά ή ορισμένοι “ανεξάρτητοι μεμονωμένοι” Πανεπιστημιακοί σαν τον Ν. Σαρρή…

Για τους συνδεδεμένους με την ορθόδοξη και εκκλησιαστική παράδοση, τα πράγματα είναι προφανή, εξ αιτίας τόσο της σχετικής ιδεολογικής αυτονομίας της ορθοδοξίας απέναντι στη Δύση, όσο και της οικονομικής της αυτονομίας, καθώς και της ανεξάρτητης ύπαρξης του εκκλησιαστικού θεσμού για πολλούς αιώνες ως του μόνου υπαρκτού ελληνικού θεσμού. Η ανάδυση του “νεο-ορθόδοξου” ρεύματος τις τελευταίες δεκαετίες, που υπερβαίνει τη στενά εκκλησιαστική αναφορά, είναι ενδεικτική τόσο για την “αντοχή” της εκκλησίας όσο και για την ανάδειξη ενός ρεύματος που μπορεί να επηρεάσει και την κοινωνία γενικότερα.

Στην τέχνη και τη λογοτεχνία, όχι μόνον οι φορείς τους είναι ανεξάρτητοι, συνήθως, από κρατικούς φορείς και ιδρύματα, όσο και η ίδια η φύση της κάνει υποχρεωτική τη σύνδεση με τις εγχώριες παραδόσεις και την “εθνική ψυχή”, ακόμα και όταν το εκφραστικό ιδίωμα συνδέεται με παγκόσμια, ή για να κυριολεκτούμε, “δυτικά” εκφραστικά ρεύματα, όπως συμβαίνει με τον Εγγονόπουλο ή τον Σεφέρη. Εξ άλλου σε όλη την πρόσφατη παγκόσμια ιστορία οι εκφραστές της αναγέννησης των εθνών θα είναι συνήθως ποιητές, όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος ή ο Παλαμάς στην Ελλάδα, ο Μισκιέβιτς στην Πολωνία, ο Πετόεφι στην Ουγγαρία κ.λπ., μυθιστοριογράφοι, και μουσικοί, όπως ο Βέρντι στην Ιταλία, και σπανιότερα ιστορικοί, γλωσσολόγοι, φιλόλογοι ή φιλόσοφοι. Ποτέ δεν θα είναι οικονομολόγοι ή κοινωνιολόγοι!
Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και ιδιαίτερα στο χώρο της αριστεράς, αυτή η πραγματικότητα θα λάβει διαστάσεις σχεδόν καρικατούρας. Η “εθνική γραμμή” θα εκφραστεί από μουσικούς και λογοτέχνες και μάλιστα συχνά σε πείσμα των ίδιων των απόψεων των ίδιων των δημιουργών (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αγγελόπουλου και του Θεοδωράκη που είναι εθνικοί χωρίς συχνά να το θέλουν!) ενώ η πανεπιστημιακή και δημοσιογραφική διανόηση στη συντριπτική της πλειοψηφία θα πάρει την κατεύθυνση του πιο ξέφρενου δυτικοκεντρισμού.

Αντιπαράθεση εθνικού και λαϊκού
Στην Αριστερά αυτή η εξέλιξη θα είναι καθοριστική. Βέβαια οι ρίζες είναι πολύ παλιές. Η ιδεολογία της ελληνικής αριστεράς θα διαμορφωθεί στην περίοδο των αρχών του αιώνα, μέχρι το 1922, παράλληλα -και σε αντίθεση- με την κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής ολοκλήρωσης και της “μεγάλης ιδέας”. Ο Μπεναρόγια, η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και ο Σκληρός, που στο Κοινωνικό μας ζήτημα θα αντιπαραθέσει εθνικό και κοινωνικό ζήτημα, θα είναι οι κύριοι ιδεολογικοί εκφραστές της υπό διαμόρφωση αριστεράς. Η παράδοση του Σταύρου Καλλέργη που προσπάθησε να συνδέσει εθνικό και κοινωνικό ζήτημα θα μείνει περιθωριακή. Η συνέχεια, με την επικράτηση του διεθνισμού της Κομιντέρν, με το ιδιαίτερο βάρος που έδινε στον βουλγαρικό… εθνικισμό(!) (όπως φάνηκε περίτρανα με το Μακεδονικό) επισφράγισε αυτούς τους προσανατολισμούς. Στην ιδεολογία της ελληνικής αριστεράς το λαϊκό θα αντιπαρατεθεί με το εθνικό, σε αντίθεση με ό,τι θα συμβεί στην Κίνα ή το Βιετνάμ και σε αρμονία με το “δυτικό” κομμουνιστικό κίνημα. Όμως η λαϊκή φύση της αριστεράς, η σύνδεση της με τους αγώνες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων θα την… υποχρεώσουν στην μεγάλη εθνική στροφή της Κατοχής. Τότε το λαϊκό θα γίνει υποχρεωτικά εθνικό και οι “αντιεθνικιστές” κομμουνιστές θα υποχρεωθούν να γίνουν “πατριώτες”. Βέβαια, όπως ήδη δείξαμε, η διχοτόμηση δεν θα πάψει να υπάρχει και θα εκφραστεί με την αντίθεση ανάμεσα στην “γραμμή Βελουχιώτη”, που εξέφραζε αυτή τη νέα εθνικο-λαϊκή πραγματικότητα, μιας αριστεράς που είχε γίνει μια μεγάλη πολιτική δύναμη, και την κομματική γραμμή που πίστη στις κατευθύνσεις της Μόσχας θα οδηγήσει αρχικά στη συνδιαλλαγή με τους συμμάχους και στη συνέχεια στη σύγκρουση του εμφυλίου, και στην τελική υποταγή της αριστεράς.

Ο αγωνιστικός χαρακτήρας της αριστεράς υπήρξε εκείνο το στοιχείο που την συνέδεε με την εθνική-λαϊκή παράδοση σε πείσμα της θεωρητικά αντι-εθνικής της αντίληψης. Και αυτή η αντίφαση θα εκφράζεται διαρκώς σε όλη της τη μεταπολεμική διαδρομή. Από τη λογική του αγώνα για αυτοδιάθεση-ένωση της Κύπρου μέχρι την στροφή του 1964-65 με βάση τις σοβιετικές θέσεις για “ανεξαρτησία” της Κύπρου, κ.ο.κ. Όμως, μετά τη μεταπολίτευση, η αντίφαση θα αρθεί οριστικά. Η επίσημη αριστερά θα πάψει να είναι αγωνιστική, θα απορροφηθεί στο κράτος, ή μάλλον θα μεταβληθεί, κατά την έκφραση του Αλτουσέρ, σε “ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους” και η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου θα τη μεταβάλει σχεδόν στο σύνολο της σε δυτικόστροφη και Βρυξελλόπληκτη. Εξ άλλου η θητεία της ως θεραπαινίδας της Μόσχας την είχε προετοιμάσει για τις νέες δουλείες της. Η αριστερά θα γίνει κυρίαρχη στη διανόηση και τους Πανεπιστημιακούς μηχανισμούς, στους δημοσιογραφικούς χώρους κ.λπ. και η ιδεολογία της, ενός άχρωμου ψευτοδιεθνισμού, θα συνταυτιστεί απολύτως με τον κοσμοπολιτισμό των γιάπηδων. Μίχας -“Ιός”, κοινός αγώνας. Όσο δε για εκείνο το τμήμα της διανόησης -μικρό- που θα εκφραστεί μέσα από το ΠΑΣΟΚ, θα διαθέτει μια πιο ισχυρή εθνική ευαισθησία, η οποία όμως θα υπονομεύεται μέσα από την ένταξη τους στους κρατικούς θεσμούς, τον εκμαυλισμό της μέσα από τα προγράμματα και την γενικότερη “ρεαλιστική”-διαχειριστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ.

Έτσι η “προδοσία” των διανοουμένων θα έχει ολοκληρωθεί. Αλλά βέβαια ό,τι ολοκληρώνεται μπορεί και να ξεπεραστεί. Και η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει!

Δυνατότητες υπέρβασης
Και ο πρώτος όρος γι’ αυτή την υπέρβαση είναι η ίδια η εξάντληση της Δύσης η οποία δεν παράγει πλέον τίποτε ή σχεδόν τίποτε στο επίπεδο των ιδεών, των ρευμάτων των προτάσεων, εκτός από μια ιδεολογία της προσαρμογής στον ανατέλλοντα τεχνοφασισμό ή μιας μηδενιστικής – απελπισμένης απόρριψης του, χωρίς δυνατότητα θετικής υπέρβασης του. (Η μόνη ίσως θετική πρόταση που παρήχθη είναι εκείνη της οικολογικής κριτικής, η οποία όμως μοιάζει να έχει εξαντληθεί μέσα στα αδιέξοδα -πραγματικά- του δυτικού κόσμου). Κατά συνέπεια έχει στερέψει η ίδια η πηγή από την οποία αντλεί εδώ και αιώνες η ελληνική διανόηση. Και αν στο παρελθόν η μίμηση περιλάμβανε την ενσωμάτωση σημαντικών κατακτήσεων και ρευμάτων, σήμερα αποτελεί απλή μίμηση του κενού. Χαρακτηριστική ως προς αυτό το κενό είναι η παντελής σχεδόν έλλειψη πρωτοποριών στην τέχνη της Δύσης. Κατά συνέπεια η ελληνική διανόηση, όπως εξ άλλου και η δυτική, είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει και νέες πηγές έμπνευσης και αναφοράς πέραν από εκείνες της Δύσης.

Το δεύτερο και ίσως ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο είναι η απόρριψη της σύγχρονης Ελλάδας από τη δυτική οικογένεια. Η Δύση και ιδιαίτερα η δυτική Ευρώπη, η “φυσική” Δύση της Ελλάδας, στρέφεται ενάντια όχι μόνο στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, αλλά στον ίδιο τον ελληνισμό όταν το σύγχρονο ελληνικό κράτος εμφανίζεται ως διάδοχος του. Αυτό ακριβώς συνέβη με την Μακεδονία. Οι δυτικοευρωπαίοι έφθασαν συχνά να δέχονται ή τουλάχιστον να ανέχονται τους Σλαβομακεδόνες στην διεκδίκηση τους της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς της Μακεδονίας, ενάντια σε κάθε ιστορική δεοντολογία. Και όλα αυτά γιατί η Ελλάδα, μετά την κατάρρευση του “παραπετάσματος” και την στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας, έγινε “ενοχλητική” για τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα. Η Ελλάδα από Δύση έγινε “ορθόδοξα Βαλκάνια”. Κατά συνέπεια η στροφή της Δύσης ενάντια στη σύγχρονη Ελλάδα υποχρεώνει την ελληνική διανόηση είτε να υποταχθεί ακόμα περισσότερο στις δυτικές αξιώσεις και να γίνει εντελώς “ευρωπαιόδουλη”, είτε να αντισταθεί. Και τελευταίο, αλλά όχι ελάχιστο, τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τα “πακέτα” εξαντλούνται!

Όμως δεν πιστεύω ότι οι όροι για την αλλαγή του κλίματος περιορίζονται μόνο στους αρνητικούς, “αποφατικούς” λόγους, αλλά εκφράζονται ήδη και ως θετικές προτάσεις.

Η σημαντικότερη θετική εξέλιξη είναι η πολιτιστική αναγέννηση της ελληνικής παράδοσης, ιδιαίτερα στη μουσική, και η τάση για επικράτηση της απέναντι στην υποβαθμισμένη, ούτως ή άλλως, δυτική μουσική. Το 1995 οι πωλήσεις ελληνικών δίσκων για πρώτη φορά ξεπέρασαν εκείνες των ξένων. Παράλληλα, περιοδικά με ιδιαίτερο βάρος στην κουλτούρα -έστω και τη μαζική- τη μουσική, μεταβάλλονται εν μέρει και σε πολιτικά.

Αναφερθήκαμε ήδη στην ιστορία, και την έκρηξη των ιστορικών μελετών για τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, τον ελληνισμό των Βαλκανίων καθώς και στην ανάπτυξη του νεορθόδοξου ρεύματος, που δημιουργεί και νέα έντυπα και χώρους συζήτησης και προβληματισμού, όπως το περιοδικό “Ερουρέμ.”
Και στο πολιτικό επίπεδο, ιδιαίτερα μετά την επέμβαση των δυτικών στη Βοσνία και την ανοικτή στήριξη των Αμερικανών και των Δυτικοευρωπαίων στους Τούρκους, μειώνεται η αίσθηση ταύτισης με τη Δύση σε ευρύτερα στρώματα της διανόησης, ιδιαίτερα στους νέους, παρά την ολοκληρωτική, σχεδόν, ταύτιση της αριστερής κατεστημένης διανόησης με τον ευρωκεντρισμό. Σταδιακά ενισχύεται ένα κομμάτι της αριστεράς και του οικολογικού χώρου που επιχειρεί να αναζητήσει όχι μόνο μια εγχώρια εκδοχή του απελευθερωτικού προτάγματος, αλλά να συμβάλει ενεργά στην παγκόσμια διαμόρφωση του.

Πάντως το δίλημμα είναι σαφές: Είτε θα υπάρξει μια συγκροτημένη -διανοητικά και πολιτικά-απόπειρα απάντησης μέσα από τον ελληνικό χώρο, στην πρόκληση της οριστικής παρασιτικής ενσωμάτωσης στη Δύση, είτε η συμβολή του ελληνικού χώρου θα μείνει στο επίπεδο του μουσικού φολκλόρ και της ανάμνησης κάποιων παραδόσεων, χωρίς ουσιαστική σύνδεση με το υπαρκτό παρόν της καθημερινότητας των ανθρώπων. Και το “Άρδην” θα πρέπει να συμβάλει ακριβώς στη διαμόρφωση αυτού του ρεύματος και στην ενίσχυση της ποιότητας και της “πυκνότητας” του.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ